Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 1 - Μέρος 2) - Από το Παρίσι, στο Λουρμαρέν

Καθώς η διαδρομή θα ήταν ατελείωτη, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το αυτοκίνητο και να κάνουν πολλές στάσεις και διανυκτερεύσεις ώστε να απολαύσουν για τα καλά την Γαλλία και να μείνουν προς το τέλος της διαδρομής τους στην όμορφη και ονειρική Λυών, η οποία βρισκόταν στο σημείο που συναντιούνται ο ποταμός Ροδανός με τον Σον στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Η Ελοντί αισθανόταν ήδη ανάλαφρη και ο Πιέρ μπορούσε να το διακρίνει στα χαρακτηριστικά του προσώπου της που είχαν γλυκάνει. Οι δυο τους, πήραν το τελεφερίκ, για να απολαύσουν μία μαγευτική ανάβαση στο λόφο που κατέληγε στην εκκλησία προστάτιδα της πόλης, την οκταγωνική Βασιλική Νοτρ Ντάμ, με τα εντυπωσιακά βιτρώ και ψηφιδωτά, ενώ προς το τέλος της βόλτας τους αποφάσισαν να απολαύσουν ένα υπέροχο γεύμα στην παλιά πόλη, δοκιμάζοντας τα δικά τους χειροποίητα λουκάνικα.

Η Ελοντί χαιρόταν που επιτέλους είχε εγκαταλείψει τους ρυθμούς της μεγαλούπολης και απολάμβανε την όμορφη συντροφιά του Πιέρ κάνοντας όνειρα για το μέλλον και ίσως για μία οικογένεια.

«Από αύριο που επιτέλους θα βρισκόμαστε στο Λουρμαρέν, ξεκινάμε και την επίσημη μετακόμιση. Ευτυχώς οι βαλίτσες χώρεσαν τα περισσότερα από τα πράγματά μας. Τα άλλα θα μας τα στείλουν οι δικοί μου λίγο πριν παραδώσουν το διαμέρισμα» ακούστηκε η φωνή του Πιερ, κάνοντάς την να τον προσέξει καθώς το βλέμμα της το είχε στραμμένο στη φωτογραφική της μηχανή.

«Η αλήθεια, θα μας φανεί κουραστικό το αυριανό ταξίδι, αλλά δεν πειράζει, αξίζει τον κόπο» του απάντησε και μαζί σηκώθηκαν για να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο, όπου και θα έμεναν για να ξεκουραστούν εξαιτίας της διαδρομής που τους περίμενε.

Την επομένη και έπειτα από ταξίδι αρκετών ωρών, ο αέρας είχε πλέον γλυκάνει και η μυρωδιά της εξοχής έμπαινε από τα παράθυρα. Η Ελοντί είχε κρεμάσει το χέρι της παιχνιδιάρικα έξω από το ανοιχτό παράθυρο σαν να ήθελε να κλείσει στη γροθιά της τις εικόνες και τις μυρωδιές. Μπροστά τους στην κοιλάδα, το πέτρινο χωριουδάκι τους υποδεχόταν ηλιόλουστο και οι κάτοικοί του είχαν βγει στην πλατεία για να το απολαύσουν. Οι δρόμοι ήταν σχετικά στενοί και το αυτοκίνητο προχωρούσε με προσοχή. Η μονοκατοικία που έψαχναν, ήταν λίγο έξω από το χωριό, στο τέλος ενός στενού δρόμου. Ευτυχώς για εκείνους, δίπλα ακριβώς από το σπίτι υπήρχε άπλετος χώρος προκειμένου να αφήσουν το αυτοκίνητο.

Η αυλόπορτα ήταν μεταλλική και λίγο σκουριασμένη, αλλά κατά τα άλλα ο κήπος ήταν περιποιημένος και η κεντρική του πόρτα ορθάνοιχτη. Στο κατώφλι, τους καρτερούσε ένας σχετικά ηλικιωμένος και χαμογελαστός κύριος, ο οποίος τους χαιρετούσε πρόσχαρα.

«Καλημέρα, καλοωσήρθατε» τους είπε με ένα χαμόγελο να κοσμεί το γερασμένο του πρόσωπο. «Με λένε Νικολά και είμαι ο ιδιοκτήτης. Σας περίμενα και έτσι αποφάσισα να ανοίξω για λίγο το σπίτι προκειμένου να αεριστεί και να φύγει η μυρωδιά της κλεισούρας» τους είπε καθώς έμπαιναν όλοι μαζί στο παραμυθένιο εσωτερικό του. «Λοιπόν πώς σας φαίνεται;» τους ρώτησε μόλις το ζευγάρι του συστήθηκε.

«Είναι όμορφο και πολύ καθαρό» ξεκίνησε η Ελοντί. «Επίσης είναι πολύ χαρούμενο» συνέχισε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά με ευχαρίστηση.

«Θα θέλατε να σας ξεναγήσω και έπειτα να φωνάξω τον βοηθό μου για να σας μεταφέρει τα πράγματα;» τους ρώτησε ξανά με ενδιαφέρον ειλικρινές και φυσικά δέχτηκαν με την μία.

Στον κάτω όροφο, ήταν ένα ζεστό σαλονάκι με υφασμάτινους καναπέδες στο χρώμα της άμμου και μία κουνιστή, ξύλινη καρέκλα. Φυσικά υπήρχε και ένα υπέροχο, σκαλιστό τζάκι το οποίο θα λειτουργούσε σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Στον ίδιο χώρο και με ένα απλό διαχωριστικό, βρισκόταν η κουζίνα, με παραδοσιακή, επαρχιακή διακόσμηση και στο βάθος, υπήρχε μία ξύλινη, στριφογυριστή, πλατιά σκάλα που οδηγούσε σε τρείς κρεβατοκάμαρες και δύο λουτρά στον επάνω όροφο. Το ένα πιο μικρό και το άλλο που βρισκόταν στο δωμάτιό τους κολλητά, ήταν αρκετά ευρύχωρο θα έλεγε κανείς. Τα πάντα γύρω τους, τους θύμιζαν χωριό, ενώ από το δωμάτιό τους, είχαν θέα στην πίσω αυλή η οποία ήταν ελαφρώς στενόμακρη και φιλοξενούσε μερικά οπωροφόρα δέντρα. Στην θέα της, η Ελοντί άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη του Πιέρ.

«Το νιώθεις και εσύ; Είναι Παράδεισος» του είπε, ωστόσο εκείνος όντας αφηρημένος και βυθισμένος στις δικές του σκέψεις, έθεσε μία ερώτηση που γυρνούσε στο μυαλό του.

«Κύριε Νικολά, γιατί οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες έφυγαν τρέχοντας από εδώ;» ρώτησε και ο ιδιοκτήτης φάνηκε να παγώνει για λίγο και κατόπιν να ανακτά την ψυχραιμία του με το πρόσωπό του να καθρεπτίζει την θλίψη.

«Η αλήθεια είναι πως όλες αυτές οι χαζές δεισιδαιμονίες του χωριού, με έχουν καταστρέψει. Αυτό το σπίτι, ανήκε πριν κάποια χρόνια σε μία γριά γυναίκα και μάλλον τον εγγονό της. Τονίζω την λέξη ΄΄μάλλον΄΄ γιατί αυτό το παιδί αμφιβάλλω πως το είχε δει στ' αλήθεια κάποιος. Τώρα σας μιλώ πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Η γυναίκα λοιπόν αυτή πέθανε και έμεινε ο νεαρός από όσο ξέρω, για τον οποίο ακούγονταν περίεργα πράγματα. Αρχικά πως ήταν τέρας και επικίνδυνος, πως κυκλοφορούσε τα βράδια στα κρυφά, πως ήταν μάγος και ειλικρινά αν συνεχίσω να το ψάχνω, μπορεί να φτάσω και σε σημείο να σας πω πως τον αποκαλούσαν και Σατανά. Τελοσπάντων. Όλες αυτές οι φήμες γύρω από το πρόσωπό του φούντωναν μέρα με τη μέρα και το χωριό κόχλαζε σαν την λάβα του ηφαιστείου. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να αρπάξει ένα βράδυ φωτιά το σπίτι και να μην μείνει τίποτε απολύτως όρθιο. Η ζημιά ήταν τόσο μεγάλη που δεν καταφέραμε να ξεχωρίσουμε τα αποκαΐδια. Από τότε, αυτός ο νεαρός δεν φάνηκε ποτέ ξανά και λίγο αργότερα ξεκίνησαν τα παραφυσικά φαινόμενα, ή τουλάχιστον οι μπούρδες που ισχυρίζονται οι χωριανοί, καθώς ήταν ολοφάνερο πως το βράδυ της πυρκαγιάς, ο άνθρωπος κάηκε ζωντανός. Προσωπικά, επειδή ενδιαφέρθηκα για το σπίτι και μπήκαμε με το συνεργείο όταν το αγόρασα για να το φτιάξω ξανά από την αρχή, έψαξα κάθε γωνιά. Το σπίτι δεν διαθέτει υπόγειο ή σοφίτα, είναι μονάχα ό,τι βλέπετε. Εγώ και το συνεργείο μου το ψάξαμε σπιθαμή προς σπιθαμή. Ωστόσο, εξαιτίας του ότι η πυρκαγιά ήταν κακόβουλη, ή έτσι πιστεύουν, όλοι φοβούνται πως το πνεύμα το οργισμένο του Φιλίπ, έτσι τον έλεγαν τον νεαρό, περιφέρεται τις νύχτες αναζητώντας εκδίκηση. Αν με ρωτάτε, κάθε μικρός τόπος έχει την δική του ιστορία, έτσι και αυτός. Εγώ το αγαπώ το σπίτι και ουδέποτε έχω παρατηρήσει κάτι παράξενο. Μάλιστα μία φορά κοιμήθηκα ένα βράδυ εδώ, προκειμένου να ανακαλύψω το πολυφημισμένο φάντασμα. Μάταια όπως αντιλαμβάνεστε, καθώς τίποτε δεν συνέβη» ολοκλήρωσε την αφήγηση.

«Μην ανησυχείτε κύριε Νικολά. Είμαστε παριζιάνοι με ανοιχτό μυαλό. Δεν πιστεύουμε σε σκοτεινά παραμύθια» πετάχτηκε η Ελοντί.

«Όμως ο Φιλίπ υπήρξε» συμπλήρωσε ο Πιέρ που ήταν λίγο πιο συγκρατημένος.

«Φυσικά. Ο Φιλίπ ήταν κάτοικος αυτού του χωριού, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τίποτε άλλο. Ίσως να ήταν άρρωστος γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τον είχαμε δει ζωντανά να βαδίζει στο χωριό. Κυρίως την γιαγιά του που και εκείνη δηλαδή, απέφευγε να μιλά γι' αυτόν. Φαινόταν βασανισμένος άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι περνούσε» τελείωσε ο Νικολά και όλοι μαζί βγήκαν έξω για να μεταφέρουν τις βαλίτσες τους στο εσωτερικό του σπιτιού με την βοήθεια των δύο νεαρών που είχε φωνάξει και που όπως πληροφορήθηκαν στην πορεία, ήταν οι υιοί μίας οικογένειας που έμενε σε μία μικρή μονοκατοικία λίγα μονάχα μέτρα από τη δική τους.

Τα παιδιά ήταν πολύ εξυπηρετικά και πρόσχαρα όπως και ο Νικολά και κατά πώς φαινόταν, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι αυτού του ειδυλλιακού τόπου σε σημείο που η προηγούμενη ιστορία ηχούσε παράφωνα πλέον στα αυτιά της κοπέλας. Ποιος ξέρει άλλωστε το παρελθόν του συγκεκριμένου ανθρώπου, που έφτασε σε τέτοιο σημείο αυτήν τη μικρή κοινωνία; Το απόγευμα πήρε τη θέση του πρωινού και το φως του ήλιου που είχε χάσει λίγη από τη λάμψη του, έντυνε με μία μυστηριακή ατμόσφαιρα το εσωτερικό του σπιτιού.

Το ζευγάρι πέρασε όλο το απόγευμα σχεδόν τακτοποιώντας τα πράγματά του. Οι υπέροχες, σκαλιστές, αυτοκρατορικές θα έλεγε κανείς ντουλάπες, είχαν μεγάλη χωρητικότητα, εκτός του γεγονότος πως ήταν πολλά τα δωμάτια. Κατάκοποι πλέον και οι δύο, άκουσαν το κουδούνι της πόρτας και ο Πιέρ έκανε σήμα στην κοπέλα πως θα κατέβαινε ο ίδιος να ανοίξει. Πίσω από την ακόμη κλειστή πόρτα, άκουγε φωνές χαρούμενες και όταν την άνοιξε, μπροστά του στέκονταν δύο γυναίκες και ένας άντρας κρατώντας ένα κέικ οι μεν, ενώ η πιο νεαρή κοπέλα κοντά στην ηλικία της Ελοντί, βαστούσε κάτι μαγειρευτό.

«Καλησπέρα» πρόφερε ο Πιέρ ελαφρώς αμήχανα.

«Καλησπέρα! Είμαστε οι καινούργιοι σας γείτονες και είπαμε να περάσουμε να σας χαιρετήσουμε και να σας φέρουμε κάτι να φάτε μιας που η πρώτη ημέρα είναι πάντοτε δύσκολη. Με λένε Ζακελίν» του είπε η κοπέλα και εκείνος την χαιρέτησε πρόσχαρα, μέχρι που εμφανίστηκε στο κατώφλι και η Ελοντί που τους καλωσόρισε όλους μέσα στη χαρά και την υποχρέωση για την ευγενική τους χειρονομία. Το μεγάλο σε ηλικία ζευγάρι, ήταν η Ναταλί και ο Ναπολεόν. Όλοι τους έμεναν στα σχεδόν διπλανά σπίτια. Το νεαρό και πρωτοεμφανιζόμενο στο χωριό ζευγάρι, τους ζήτησε να περάσουν στο εσωτερικό μα τους είδε για λίγο να διστάζουν, σαν να υπήρχε μπροστά τους ένας αόρατος τοίχος που τους έκοβε την είσοδο.

«Μην ανησυχείτε, είναι όλα εντάξει» τους καθησύχασε η Ελοντί και η Ζακελίν την ακολούθησε πρόσχαρη.

«Και εγώ έτσι πιστεύω. Ελάτε βρε παιδιά, πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε με αυτήν την ιστορία. Είναι κρίμα και για τους νέους μας γείτονες» τους συμβούλεψε η νεαρή κοπέλα και το μεγαλύτερο ζευγάρι ένευσε με κατανόηση.

«Μην ανησυχείτε. Ο Νικολά, ο ιδιοκτήτης μας μίλησε για αυτήν την ιστορία. Εμείς δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα» τους είπε ο Πιερ και η Ελοντί αφού έκατσε για λίγο με τους νέους γείτονες σερβίροντάς τους τσάι, σηκώθηκε για να τακτοποιήσει ακόμη λίγο το δωμάτιό της. Η Ζακελίν προσφέρθηκε να την βοηθήσει και οι δυο τους έπιασαν κουβέντα σχετικά με την ζωή στο Παρίσι και τις δουλειές εκεί, αλλά και σχετικά με την κολλητή της την Σοφί. Η Ελοντί ανυπομονούσε να της δείξει την ζωγραφιά της Μονμάρτης, αγκαλιά με την φίλη της που την είχε αφήσει στην κρεβατοκάμαρά της. Μπαίνοντας μαζί οι δύο κοπέλες, είχαν ένα ύφος ανέμελο με την Ελοντί να αναζητά παντού εκείνη τη ζωγραφιά.

«Μα ήμουν βέβαιη πως την είχα αφήσει στο κρεβάτι» ξεκίνησε να μουρμουρίζει μονάχη της, μέχρι που φώναξε τον Πιέρ, ο οποίος επίσης επέμενε πως την είχε δει εκεί την τελευταία φορά.

«Κάπου θα την άφησες πάνω στις μετακινήσεις, μην ανησυχείς. Με την ησυχία μας θα την βρούμε» τη διαβεβαίωσε ο Πιέρ απιθώνοντας ένα φιλί στο κεφάλι της.

Η Ελοντί άφησε το σώμα της να πέσει στο κρεβάτι άνευρα, με τον Πιέρ να επιστρέφει στους καλεσμένους και την νέα της γνωριμία να παλεύει να την καθησυχάσει. Η κοπέλα ωστόσο δεν γνώριζε πως η Ελοντί είχε το ελάττωμα να μην σταματά την αναζήτηση μέχρι να βρεθεί το χαμένο αντικείμενο. Έτσι, ξεκίνησαν να ανοίγουν μερικές ντουλάπες, ενώ η Ζακελίν κοιτούσε και στα υπόλοιπα δωμάτια δίχως ωστόσο κανένα αποτέλεσμα.

«Ειλικρινά, μοιάζει να έχει κάνει φτερά» έσκουξε η κοπέλα και για μερικά δευτερόλεπτα, το μυαλό της στράφηκε στον παράξενο μύθο που σκέπαζε το χωριό. «Τι γνώμη έχεις για την ιστορία που λέγεται εδώ;» ρώτησε την Ζακελίν στα ξαφνικά, η οποία φάνηκε για λίγο να προβληματίζεται.

«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, δεν ξέρω πού σταματά η αλήθεια και πού ξεκινά το ψέμα. Τον νεαρό που ζούσε εδώ, ελάχιστες φορές τον είχα πετύχει τυχαία. Όσο ζούσε η γιαγιά του, έβγαινε εκείνη για τα ψώνια της ημέρας και τις ανάγκες του σπιτιού. Μετά, ξεκίνησαν κάτι παράξενες φήμες πως είναι βαμπίρ και φοβάται το φως, πως είναι μάγος, ή Σατανιστής που κυκλοφορεί τα βράδια αρπάζοντας νεαρές γυναίκες. Όλο αυτό, με τον καιρό γιγαντωνόταν, ενώ υπήρχαν άνθρωποι που υποστήριζαν με πάθος πως μία φορά που είχαν κοιτάξει στο παράθυρο αυτού του σπιτιού, είχαν δει τον Άρχοντα της Κολάσεως αυτοπροσώπως. Εντάξει, νομίζω πως υπερβάλαν και ήταν βαθύτατα επηρεασμένοι από όλες αυτές τις φήμες, αλλά το ποτήρι ξεχείλισε και η φωτιά τύλιξε το σπίτι με μανία. Θυμάμαι να έχει συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου. Άλλοι φώναζαν με χαρά, άλλοι έστεκαν αγκαλιασμένοι μπροστά στην τραγωδία και μονάχα εγώ μαζί με άλλα τέσσερα παιδιά της ηλικίας μου πασχίζαμε να σβήσουμε ό,τι μπορούσαμε, μέχρι που ήρθε η πυροσβεστική. Φυσικά, δεν έμεινε τίποτε απολύτως όρθιο. Από τότε, δεν φάνηκε ποτέ ξανά στο παράθυρο η φιγούρα του θρυλικού Φιλίπ, ούτε ακούστηκε ξανά κάτι για εκείνον. Αυτά όμως που ακολούθησαν ήταν πολύ χειρότερα, καθώς έπειτα αρκετές αυλές βρέθηκαν την επόμενη ημέρα κατεστραμμένες και κάποιες πόρτες βαμμένες με κόκκινα, απειλητικά μηνύματα. Ο θρύλος ζωντάνεψε και καθώς οι καταστροφές δεν είχαν τελειωμό, οι κάτοικοι για να ζητήσουν συγχώρεση από την ταραγμένη του ψυχή, άφηναν έξω από το σπίτι φαγητό κάθε βράδυ. Από τότε, τα βίαια επεισόδια κόπασαν. Αυτή ήταν συνοπτικά η ιστορία ωστόσο προτιμώ να μην αναφέρομαι και πολύ σε αυτήν. Στο τέλος ούτως ή άλλως η αλήθεια θα λάμψει όποια και να είναι» ολοκλήρωσε η κοπέλα και η Ελοντί την κοιτούσε αδυνατώντας να πιστέψει στα αυτιά της και διακρίνοντας έναν διαρκή δισταγμό σαν να μην ήθελε να αποκαλύψει όλη την αλήθεια.

«Άφηνες και εσύ φαγητό;» την ρώτησε ντροπαλά η Ελοντί.

«Ναι, αλλά πάντοτε την επόμενη μέρα το έβλεπα εκεί. Δεν το πήρε ποτέ του. Το φάντασμα του Φιλίπ εννοώ. Μάλλον η μαγειρική μου είναι σε άσχημο επίπεδο» χαμογέλασε και οι δύο κοπέλες σηκώθηκαν για να αποχαιρετήσουν τους γείτονες και η Ζακελίν να επιστρέψει στο σπίτι της.

Μόλις έμειναν εκ νέου μόνοι τους με τον Πιερ, αποφάσισαν να αφήσουν τις υπόλοιπες δουλειές για το αυριανό απόγευμα, καθώς το πρωί θα πήγαιναν να γνωρίσουν επιτέλους τα νέα τους αφεντικά. Ευτυχώς το σπίτι είχε δύο τηλεοράσεις και μάλιστα η μία βρισκόταν στο σαλόνι. Ο Πιέρ λοιπόν, πήγε να ετοιμάσει το αγαπημένο τους τσάι με κανέλα και πορτοκάλι, το οποίο το είχαν φέρει από το Παρίσι.

«Πώς σου φάνηκαν οι νέοι μας γείτονες;» ρώτησε ανάλαφρα η Ελοντί και ο Πιέρ κατάπιε μία γουλιά από το ζεστό και μυρωδάτο του ρόφημα.

«Ήταν πολύ καλοί, ευγενικοί και κοινωνικοί. Θαρρώ πως αυτό είναι κάποιο από τα καλά του να μένεις σε ένα μικρό μέρος. Γνωρίζεις τους γύρω σου καλύτερα και αν κάτι χρειαστείς, έχεις μία πόρτα να χτυπήσεις σε στιγμή ανάγκης» της απάντησε ο νεαρός και εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του.

«Ακόμη δεν κατάφερα να βρω τη ζωγραφιά. Με την Ζακελίν ψάξαμε παντού» του ανακοίνωσε περίλυπα και τον είδε να χαμογελά.

«Το ΄΄παντού΄΄ να υποθέσω πως δεν περιλαμβάνει και την δεύτερη κρεβατοκάμαρα που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την δική μας. Η ζωγραφιά ήταν ακριβώς εκεί, επάνω στο έπιπλο που βρίσκεται μπροστά από τον καθρέπτη» της απάντησε και η Ελοντί τινάχτηκε επάνω.

«Εντάξει, μου κάνεις πλάκα Πιέρ. Το πρώτο δωμάτιο που έψαξα, ήταν αυτό» του είπε και εκείνος πάλεψε να την καθησυχάσει.

«Εντάξει αγάπη μου, συμβαίνουν αυτά. Μπορεί απλώς να μην το πρόσεξες. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε για ύπνο τώρα; Αύριο θα είναι μία πολύ κουραστική μέρα για μας» της είπε και εκείνη ένευσε καταφατικά.

Τη στιγμή που τα φώτα όλα έσβησαν στο σαλόνι, η Ελοντί κινήθηκε ασυναίσθητα προς το παράθυρο. Μπορεί να μην είχαν ακριβώς απέναντι κάποιο σπίτι, αλλά στα διαγώνια που υπήρχε η προτελευταία μονοκατοικία του στενού, είδε μία γυναίκα να αφήνει έξω από την πόρτα της ένα μικρό καλάθι και κατόπιν να κοιτάζει προς το μέρος του σπιτιού κάνοντας τον σταυρό της και μπαίνοντας ξανά μέσα. Μπροστά στο θέαμα αυτό, η κοπέλα ένιωσε άβολα παρά το γεγονός πως δεν πίστευε καθόλου σε όλες αυτές τις ιστορίες. Το ζήτημα βέβαια με την ζωγραφιά της Μονμάρτης, της είχε κινήσει το ενδιαφέρον, ωστόσο θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ένα τυχαίο γεγονός. Σημασία είχε, πως την είχε βρει και αύριο θα αγόραζε μία όμορφη κορνίζα, ανάλογη με τον χώρο και τα έπιπλα και θα την τοποθετούσε.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη