Κίρα
«Σου το ’πα πως έπρεπε να ιππεύσουμε πιο γρήγορα» είπε ο άγνωστος καστανόξανθος άντρας που στεκόταν δίπλα στη Νερίσσα Ντρόγκομιρ. Η κοπέλα ύψωσε απαυδισμένη το βλέμμα της στο ταβάνι, έκλεισε τα μάτια της και έπιασε τη ράχη της λεπτοκαμωμένης μύτης της.
«Θεοί, δώστε μου υπομονή... Σου το είπα ίσα με δέκα φορές, δεν μπορείς να ξεπεράσεις σε ταχύτητα έναν δράκο που πετάει. Σταμάτα με αυτή την ανοησία!»
Ο νεαρός ξεφύσησε θεατρικά, σαν να ήθελε να δηλώσει πως η συμπεριφορά της ήταν παράλογη. Ήταν ένας όμορφος άντρας και το δέρμα του έκανε τις άκρες των μαλλιών του να φαίνονται πιο ξανθές, ηλιοκαμένο αλλά όχι ταλαιπωρημένο. Ο τρόπος που στεκόταν δίπλα στη Νερίσσα μαρτυρούσε άνεση, σπάνιο φαινόμενο, αφού συνήθως η Νερίσσα έκανε άντρες που είχαν δυο φορές το μέγεθος της να ζαρώσουν από τον φόβο.
«Πως το ξέρεις αν δεν προσπαθήσεις; Είσαι βαρετή» έκανε εκείνος και η Νερίσσα του έριξε ένα βλέμμα τέτοιο που, αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν, τότε ο νεαρός άντρας ήταν σίγουρα νεκρός.
«Σου το ’πα πως έπρεπε να ιππεύσουμε πιο γρήγορα» είπε ο άγνωστος καστανόξανθος άντρας που στεκόταν δίπλα στη Νερίσσα Ντρόγκομιρ. Η κοπέλα ύψωσε απαυδισμένη το βλέμμα της στο ταβάνι, έκλεισε τα μάτια της και έπιασε τη ράχη της λεπτοκαμωμένης μύτης της.
«Θεοί, δώστε μου υπομονή... Σου το είπα ίσα με δέκα φορές, δεν μπορείς να ξεπεράσεις σε ταχύτητα έναν δράκο που πετάει. Σταμάτα με αυτή την ανοησία!»
Ο νεαρός ξεφύσησε θεατρικά, σαν να ήθελε να δηλώσει πως η συμπεριφορά της ήταν παράλογη. Ήταν ένας όμορφος άντρας και το δέρμα του έκανε τις άκρες των μαλλιών του να φαίνονται πιο ξανθές, ηλιοκαμένο αλλά όχι ταλαιπωρημένο. Ο τρόπος που στεκόταν δίπλα στη Νερίσσα μαρτυρούσε άνεση, σπάνιο φαινόμενο, αφού συνήθως η Νερίσσα έκανε άντρες που είχαν δυο φορές το μέγεθος της να ζαρώσουν από τον φόβο.
«Πως το ξέρεις αν δεν προσπαθήσεις; Είσαι βαρετή» έκανε εκείνος και η Νερίσσα του έριξε ένα βλέμμα τέτοιο που, αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν, τότε ο νεαρός άντρας ήταν σίγουρα νεκρός.
«Δεν είμαι βαρετή».
«Ό,τι πεις... Είμαι σίγουρος πως είσαι το πιο συναρπαστικό άτομο που ξέρεις, πριγκίπισσα»
«Τι λένε;» ψιθύρισε η Αμελί στην Κίρα.
«Δεν έχω ιδέα» αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να μπει στον κόπο να χαμηλώσει τη φωνή της. Όσο η Νερίσσα και ο άγνωστος συνέχιζαν να λογομαχούν, ένα τρίτο άτομο μπήκε μέσα στο σπίτι. Ο ξεβαμμένος ταξιδιωτικός μανδύας κυμάτιζε γύρω από τα πόδια του καθώς περπατούσε, λες και το ύφασμα χόρευε στον κρύο φθινοπωρινό άνεμο, αλλά η κουκούλα ήταν ριγμένη στους ώμους του, αφήνοντας το πρόσωπό του εκτεθειμένο.
Ο Ντέβαν πάγωσε, μένοντας τόσο ακίνητος που θα μπορούσες να τον μπερδέψεις με άγαλμα, κι όλο το αίμα στράγγιξε από τα μάγουλα της Ορόρας, αφήνοντας το πρόσωπό της κάτωχρο. Η Κίρα έτρεξε να πάρει τον Ραίγκαρ από τα χέρια της. Φοβήθηκε ότι θα της έπεφτε.
Η Ορόρα έπιασε το μπράτσο της πολυθρόνας για να στηριχθεί και κάθισε. Η Κίρα στερέωσε το μωρό στον γοφό της και ακολούθησε το παγωμένο βλέμμα της που ήταν καρφωμένο στο νέο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Ήταν ψηλός σαν τον Ντέβαν και η παρουσία του είχε κάτι που σου έδινε την εντύπωση ότι γέμιζε τον χώρο. Της ήταν ξένος, αλλά τα μάτια της τον αναγνώρισαν πριν από το μυαλό της, εστιάζοντας στις μικρές λεπτομέρειες, όπως τις απαλές τούφες των μαλλιών του που σγούραιναν ελαφρά στις άκρες και είχαν την ίδια χρυσή απόχρωση με τα μαλλιά της Νερίσσας. Τα μάτια του ήταν ένα πιο φωτεινό μπλε απ’ ότι της Νερίσσας, ακουαμαρίνα αντί για ζαφείρια, και το πρόσωπό του είχε τις χαρακτηριστικές, αρχοντικές γωνίες των Ντρόγκομιρ.
Η Κίρα δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ -δεν είχε προλάβει- αλλά ήξερε ποιος ήταν.Ένας νεκρός άντρας.
«Δε θα με αγκαλιάσεις, ξάδελφε;» είπε στον Ντέβαν. Τα χείλη του γελούσαν, αλλά τα μάτια του όχι. Οι ώμοι του ήταν κυρτοί, λες και κουβαλούσαν ένα αόρατο βάρος.
Ο πατέρας της συνήθιζε να λέει ότι οι έγνοιες και οι καημοί μπορούσαν να γεράσουν έναν άνθρωπο πριν από την ώρα του. Και σίγουρα ο Νάριαν Ντρόγκομιρ δεν έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου που ήταν ευτυχισμένος, επειδή είχε επιστρέψει από τον Άλλο Κόσμο. Λες και ο θάνατος είχε αφήσει το ίχνος του πάνω του, ένα λεπτό πέπλο που τον τύλιγε.
Οι μικρές τριχούλες στα χέρια της Κίρας σηκώθηκαν όρθιες και η κοπέλα κατέπνιξε ένα ρίγος.
«Και εσύ, ξαδέρφη» είπε, απευθυνόμενος στην Ορόρα. «Μα τα Πνεύματα, εσείς έχετε ασπρίσει. Δε χαίρεστε που με βλέπετε;»
Ο Ντέβαν ξύπνησε από τη ζάλη του και έκανε ένα μικρό, αργό βήμα προς το μέρος του Νάριαν. Και μετά άλλο ένα, και άλλο ένα. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του, σαν να ήθελε να ελέγξει αν η μορφή του ήταν άυλη ή στερεή. Τα χρυσά του μάτια έψαχναν πυρετωδώς το πρόσωπο του άλλου αγοριού, προσπαθώντας να καταλάβει πως ήταν δυνατόν να τον είχε μπροστά του.
«Πώς;» ψιθύρισε ακόμα σαστισμένος, τόσο σιγανά που αν η Κίρα δεν είχε δει τα χείλη του να κινούνται δε θα είχε καταλάβει πως μίλησε.
Ο άγνωστος άντρας δίπλα στη Νερίσσα σήκωσε το χέρι του. «Εγώ το έκανα» δήλωσε, με μια δόση περηφάνιας στη φωνή του. «Σε περίπτωση που αναρωτιέστε»
Η Κίρα και η Ορόρα τον κοίταξαν γουρλώνοντας τα μάτια. «Έφερες κάποιον που κάνει χρήση μαύρης μαγείας στη Σύναξη;» ρώτησε η Κίρα τη Νερίσσα, μην πιστεύοντας στα αυτιά της. Αν το μάθαινε η Ραζιγιέ...
«Μην ανησυχείς, αρχόντισσα μου» αποκρίθηκε ατάραχος ο μάγος, προτού προλάβει να απαντήσει η Νερίσσα. «Το κάνω μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν τα πετράδια και τα χρυσά νομίσματα αρχίζουν να εμφανίζονται. Τον υπόλοιπο καιρό χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου για να γιατρεύω τραυματισμένα λαγουδάκια στο δάσος»
«Τα αστεία του είναι αισχρά» είπε η Νερίσσα, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Αλλά είναι έμπιστος»
«Το είπες και το έκανες» της είπε η Ορόρα και σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακόμα μουδιασμένη από το σοκ, αλλά τα χέρια της είχαν σταματήσει να τρέμουν.
«Αν ήσουν στη θέση μου, θα είχες κάνει το ίδιο…» της αντιγύρισε και η Κίρα δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για αυτό. Η ίδια θα έφτανε μέχρι την άκρη του κόσμου, αν αυτό χρειαζόταν για να τον ξαναβρεί.
«Γιατί δείχνεις τόσο έκπληκτος;» ρώτησε έπειτα ο Νάριαν τον Ντέβαν. «Λες και δεν ξέρεις πόσο πεισματάρες είναι οι γυναίκες στην οικογένειά μας. Εγώ ξαφνιάστηκα όταν άκουσα πως έχεις γυναίκα και παιδί! Πάντα πίστευα -και συγχώρα με που το λέω- πως θα κατέληγες ένας πικρόχολος γέρος με μια διακοσμητική σύζυγο στο πλάι σου που θα σου έπαιρνε τα αυτιά με τη γκρίνια της»
«Μα τους Θεούς, σε ευχαριστώ πολύ, Νάριαν! Αν η οικογένειά μου πιστεύει τόσο σε εμένα, τι άλλο να ζητήσω!»
Ο ελαφρύς τόνος στη φωνή του χαλάρωσε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στο στομάχι της Κίρας, αλλά κάθε μυς στο σώμα της σφίχτηκε, όταν το θαλασσί βλέμμα του ξανθού αγοριού εστίασε πάνω της.
«Και εσύ θα πρέπει να είσαι ο λόγος που έγινε όλη αυτή η φασαρία» άρθρωσε και κινήθηκε προς το μέρος της. Η Κίρα θα είχε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, αν η Αμελί δεν στεκόταν πίσω της κλείνοντάς της τον δρόμο. Σταμάτησε μπροστά της και έκανε μια υπόκλιση που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι δάσκαλοι καλών τρόπων.
«Είναι τιμή μου που σε γνωρίζω, αρχόντισσά μου, έστω και μετά από τόσο καιρό…»
Τα μάτια του έφυγαν από εκείνη και σταμάτησαν πάνω στον Ραίγκαρ. «Ένας μικρός Ημισέληνος» είπε, παρατηρώντας το φυλαχτό της Ραζιγιέ που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον μικρό καρπό του. «Ενδιαφέρον» μουρμούρισε σκεπτικά. «Μου επιτρέπεις;»
«Όχι» αρνήθηκε η Κίρα κι έστρεψε τον κορμό της στο πλάι για να απομακρύνει το μωρό από κοντά του.
«Κίρα» είπε μαλακά ο Ντέβαν. «Ο Νάριαν είναι οικογένεια. Δε θα τον πειράξει»
«Ο αδελφός μου δεν είναι επικίνδυνος» δήλωσε θιγμένη κι η Νερίσσα.
«Σου δίνω τον λόγο μου πως δεν έχω πρόθεση να βλάψω τον γιο σου» τη διαβεβαίωσε και ο Νάριαν. Η Κίρα τον κοίταξε κατάματα.
«Συγγνώμη. Ξέρω πως είχες προσπαθήσει να μας βοηθήσεις και γι’ αυτό θα σου είμαι για πάντα ευγνώμων. Ο Ντέβαν μου είπε πως, όταν ήσασταν μικροί, ο πατέρας σου σας μάθαινε για τα αστέρια, όταν όλοι στο κάστρο κοιμόντουσαν. Ξέρω την αγάπη που σου έχει εκείνος και η Ορόρα, αλλά ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι είσαι το ίδιο άτομο με τον ξάδελφο που θυμούνται; Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω μαγεία, αλλά γνωρίζω πώς λειτουργεί και ξόρκια σαν αυτό που σε έφερε πίσω έχουν συνέπειες. Ο Ραίγκαρ είναι ο γιος μου, το μοναδικό παιδί που θα έχω ποτέ, και οι μάγισσες έχουν προσπαθήσει να μου τον πάρουν δυο φορές, η μια πριν από λίγες μέρες» του εξήγησε και το βλέμμα της ξεστράτισε προς το μέρος του Κάσσιαν για μια στιγμή. «Δεν θέλω να σε προσβάλλω με τη στάση μου, αλλά ούτε έχω σκοπό να το ρισκάρω. Ο θάνατος και η μαύρη μαγεία σε έχουν αγγίξει. Μπορείς να μου εγγυηθείς πως ο γιος μου θα είναι ασφαλής μαζί σου;»
Ο δισταγμός που σκοτείνιασε τα μάτια του ήταν αρκετή απάντηση. Το δωμάτιο τυλίχτηκε στη σιωπή, μονάχα ο ήχος των ξύλων που καιγόντουσαν στο τζάκι και του ανέμου που δυνάμωνε έξω ακουγόντουσαν. Αν η Ντεσμέρα ή η Ραζιγιέ επιβεβαίωναν ότι όλα ήταν καλά με τον Νάριαν, τότε θα ξανασκεφτόταν αν θα τον άφηνε να τον κρατήσει. Η νεκρική σιγή τής έδειχνε πως κανένας από τους Ντρόγκομιρ δεν ήθελε να σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά η πιθανότητα να ισχύει δε μπορούσε να αγνοηθεί, όσο μεγάλη ή μικρή κι αν ήταν, και βαθιά μέσα τους το ήξεραν.
Ένα τράβηγμα στην αγκαλιά της την έκανε να χαμηλώσει το κεφάλι και να κοιτάξει το μωρό. Ο Ραίγκαρ είχε γείρει προς το μέρος του Νάριαν και στριφογύριζε μέσα στα χέρια της, βγάζοντας μικρούς ενοχλημένους ήχους, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγκαλιά της.
«Το βλέπεις;» της είπε ο Νάριαν. «Το ξέρει πως είμαι καλά. Το νιώθει» πρόσθεσε, όμως η ανακούφιση στη φωνή του πρόδιδε ότι οι αμφιβολίες είχαν περάσει και από το δικό του μυαλό. Η Νερίσσα κοίταξε ερωτηματικά τον μάγο κι εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Οι μάγισσες μπορούν να νιώσουν τις ενέργειες των άλλων μαγισσών» της εξήγησε σιγανά. «Αλλά το να μπορεί να νιώσει αν είναι κακόβουλες ή καλές... Αυτό το παιδί πρέπει να είναι πανίσχυρο»
Τώρα ο Ραίγκαρ τιναζόταν πιο έντονα, προσπαθώντας να φτάσει τον Νάριαν, έτοιμος να κλάψει επειδή δεν του έδιναν την προσοχή που ζητούσε. Η Κίρα το σκέφτηκε μονάχα για μια στιγμή, πριν κάνει νόημα στον Νάριαν να πλησιάσει.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε κι ένευσε καταφατικά. Ο Ραίγκαρ καταλάβαινε ποιοι τον αγαπούσαν και η Κίρα εμπιστευόταν το ένστικτό του παιδιού της. Τον άφησε να τον πάρει, αλλά οι άκρες των δαχτύλων της έμειναν κολλημένες πάνω στην πλατούλα του μωρού.
«Τον κρατάω σωστά;»
«Ναι»
«Δε σου αρέσει να τον αφήνεις» παρατήρησε, κοιτάζοντας το χέρι της.
«Όχι» του αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. Φοβόταν πως δεν θα ήταν ποτέ έτοιμη να τον αφήσει, αλλά θα ερχόταν η μέρα που θα άνοιγε τα φτερά του και θα πετούσε μακριά της. Και εκείνη θα ήταν χαρούμενη, γιατί η μοίρα του γιου της ήταν να χαράξει τη δική του πορεία, όποια κι αν ήταν αυτή.
Ο Ραίγκαρ επεξεργαζόταν με ενδιαφέρον το πρόσωπο του Νάριαν, χτυπώντας τα στρουμπουλά χεράκια του πάνω στα μάγουλά του ή πιάνοντας τη μύτη του. Ο Νάριαν έστριψε το κεφάλι του στα δεξιά, για να αποφύγει τα δάχτυλα του μωρού που λίγο έλειψε να χωθούν μέσα στο μάτι του, κι ένα τρυφερό χαμόγελο τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών του.
«Είμαστε οικογένεια, μικρούλη. Μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα. Όταν μεγαλώσεις λίγο, θα σου μάθω τα πάντα για τη μαγεία» είπε στο μωρό και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του Ντέβαν. «Σου μοιάζει» σχολίασε και παρατήρησε πιο προσεχτικά τα χαρακτηριστικά του μωρού. «Έχει τα μάτια...»
Έριξε μια κλεφτή ματιά στην Κίρα και πήρε τη σοφή απόφαση να μην ολοκληρώσει τη φράση του. Ο Ραίγκαρ έπιασε μια από τις ξανθές τούφες των μαλλιών του, την περιεργάστηκε όπως έκανε με κάθε ξένο που συναντούσε και την τράβηξε. Ο Νάριαν γέλασε κι ο ήχος βγήκε τραχύς μέσα από το στήθος του, λες και είχε πολύ καιρό να γελάσει. Η καρδιά της Κίρας σφίχτηκε για το αγόρι.
Το σοκ άρχισε να ξεθωριάζει και η Ορόρα έτρεξε να αγκαλιάσει τον ξάδελφό της, με μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που σίγουρα θα άφηνε μελανιές στα πλευρά του. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και η Κίρα την άκουσε να μουρμουρίζει παραπονεμένα ότι ήταν η δεύτερη φορά που έκλαιγε σαν κοριτσάκι μέσα στην ίδια μέρα.
Η ματιά της Κίρας συνέχιζε να τρέχει προς το μέρος του μάγου που στεκόταν στο πλευρό της Νερίσσας. Η παρουσία του της προκαλούσε μια δυσάρεστη αίσθηση, λες και κάτι περπατούσε πάνω στο δέρμα της. Μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που είχαν εξωθήσει τη Νερίσσα να ζητήσει τη βοήθειά του, αλλά τώρα ο Νάριαν ήταν ζωντανός. Γιατί ο μάγος ήταν ακόμα μαζί της;
«Δε χρειάζεται να με κοιτάς με τέτοια καχυποψία, κυρά» της είπε ο άντρας χωρίς να κομπιάσει, με τα πράσινα σαν νεφρίτη μάτια του να καρφώνονται στα γκρίζα δικά της. «Δεν έχω πρόθεση να κάνω κακό στην οικογένειά σου. Δεν με έχουν πληρώσει για να κάνω κάτι τέτοιο»
«Δηλαδή, αν υπάρξει κάποιος πρόθυμος να σε πληρώσει, θα το κάνεις;»
«Ποια είναι αυτή;» επενέβη η Νερίσσα, προτού ο μάγος προλάβει να απαντήσει, τινάζοντας το πιγούνι της προς το μέρος της Αμελί. Η Αμελί, αμήχανη που ξαφνικά είχε γίνει το κέντρο της προσοχής, ένωσε τα χέρια της μπροστά στην ποδιά της, χαμήλωσε το κεφάλι και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.
«Αμελί Χάισμιθ, αρχόντισσά μου» συστήθηκε και η Νερίσσα της έριξε ένα βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω.
«Είναι έγκυος» δήλωσε το προφανές. «Ενδιαφέρεται κανείς να μας εξηγήσει τον λόγο που έχετε μαζί σας μια έγκυο χωρική στην πόλη των μαγισσών ή πρέπει να μαντέψουμε;» έκανε, και τα μάγουλα της Αμελί πήραν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα.
«Νερίσσα, γίνεσαι αγενής» την επέπληξε ο Νάριαν, δίνοντας τον Ραίγκαρ πίσω στη μητέρα του.
«Ο Έντγκαρ είναι ο πατέρας του μωρού. Πρέπει να κρύψουμε την Αμελί, για τη δική της προστασία και του παιδιού» εξήγησε η Ορόρα και τα λεπτά, χρυσά φρύδια της Νερίσσας σηκώθηκαν και τα ζαφειρένια μάτια της εστίασαν πάνω στην κοπέλα.
«Δεν ξέρω με τι τρόπο σε απείλησε αυτός ο αναθεματισμένος ο ξάδελφός μου, αλλά...»
«Με απείλησε;» τη διέκοψε η Αμελί, φτύνοντας τις λέξεις με αηδία. «Αυτή την ιδέα έχετε για τους συγγενείς σας; Δεν είναι να απορεί κανείς που κοντεύετε να αλληλοσκοτωθείτε!»
Το ξέσπασμά της άφησε τους πάντες άφωνους, εκτός από τον Κάσσιαν που δε γνώριζε τον Έντγκαρ και δεν έδινε σημασία. Η Ορόρα σήκωσε τα χέρια της ανάμεσα στις δυο γυναίκες, σε μια απόπειρα να κατευνάσει τα πνεύματα.
«Ας ηρεμήσουμε. Υπάρχουν πολλά που δεν έχουμε πει ακόμα και όλοι είμαστε ταλαιπωρημένοι. Δεν είναι ώρα για τσακωμούς. Ας ξεκουραστούμε πρώτα και μετά...»
«Φοβάμαι πως δεν υπάρχει χρόνος» είπε ο Νάριαν, τραβώντας ξανά τα βλέμματα πάνω του. «Δυστυχώς, φέρνουμε άσχημα νέα…»
Έβαλε το χέρι του μέσα στο πουκάμισό του και έβγαλε έξω ένα μικρό, τετράγωνο, ταλαιπωρημένο κομμάτι περγαμηνής που είχε διπλωθεί υπερβολικά πολλές φορές λες και είχε προσπαθήσει να το εξαφανίσει με αυτόν τον τρόπο.
«Εδώ και μέρες έβλεπα ένα σύμβολο στον ύπνο μου» είπε, αρχίζοντας να ξεδιπλώνει την περγαμηνή, και η Κίρα, η Ορόρα και ο Ντέβαν πλησίασαν για να βλέπουν καλύτερα. «Στην αρχή νόμιζα πως ήταν τυχαίο, αλλά εξακολουθούσε να εμφανίζεται στα όνειρά μου, κάθε βράδυ… Και μόλις η Νερίσσα μου είπε για το σχέδιο του Άρχοντα Αίρυς να εισβάλει στη Νταχάρα...»
Ξεδίπλωσε μια τελευταία φορά το χαρτί και αποπειράθηκε να το ισιώσει, αλλά τα σημεία που είχε διπλωθεί παρέμεναν τσακισμένα σαν ουλές. Όμως, το φίδι, ζωγραφισμένο με μαύρο μελάνι, που σχημάτιζε έναν κύκλο για να δαγκώσει την ουρά του φαινόταν ξεκάθαρα.
«Νομίζω ότι ξέρω τι σημαίνει»
«Αυτός είναι ο Ουροβόρος» είπε η Κίρα, κάνοντας τους Ντρόγκομιρ να την κοιτάξουν παραξενεμένοι. «Τι; Όλη μου η οικογένεια ήταν μάγοι, θυμάστε;»
«Αλλά εσύ δεν είσαι μάγισσα» παρατήρησε με ενδιαφέρον ο Κάσσιαν.
«Όχι, αλλά γνωρίζω τα μαγικά σύμβολα. Αυτό...» έκανε κι έπιασε τον Ραίγκαρ, που σχεδόν βούτηξε για να αρπάξει το χαρτί. «Είναι το σύμβολο των Μαντισσών που ζουν στην Οροσειρά…»
Τα γκρίζα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς για να ενώσει τα κομμάτια. «Οι Μάντισσες ξέρουν ότι ο Αίρυς σκοπεύει να περάσει με τον στρατό του μέσα από την περιοχή τους. Ο Ελεαζάρ το ξέρει. Και αν το ξέρει εκείνος, τότε θα έχει ειδοποιήσει και τον...»
«Άρχοντα Κάσρελ» τελείωσε τη φράση της ο Ντέβαν και καταράστηκε σιγανά. «Είμαι ένας ηλίθιος. Ο βοηθός της μάγισσας» είπε στην Κίρα, που τον κοιτούσε μπερδεμένη.
«Όταν τον ανακρίναμε, μας είχε πει πως πριν έρθουν στο Νιέζντιελ είχαν ταξιδέψει στην Νταχάρα. Συνάντησαν τον χρυσοχόο του παλατιού για να ανταλλάξουν σχέδια για κοσμήματα»
«Το κολιέ» ψέλλισε η Κίρα, νιώθοντας ακόμα το βάρος του γύρω από τον λαιμό της, παρόλο που το είχαν καταστρέψει. Η Ορόρα τίναξε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του αδελφού της.
«Ποιο κολιέ;» ρώτησε, με τα γαλάζια μάτια της να ψάχνουν ανήσυχα το πρόσωπό του, σαν να γνώριζε κάτι, αλλά η ερώτησή της έμεινε αναπάντητη. Η Κίρα αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Ντέβαν και ήξερε πως σκεφτόντουσαν το ίδιο πράγμα. Όχι μόνο ο Κάσρελ Ρίχακ γνώριζε τι συνέβαινε και τους χλεύαζε παριστάνοντας τον ανήξερο, αλλά είχε κάνει ήδη τις πρώτες κινήσεις σε αυτόν τον πόλεμο. Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Ντέβαν, ζητώντας την προσοχή του.
«Ακόμα κι αν το είχαμε καταλάβει αμέσως, θα είχαμε βρεθεί στο ίδιο σημείο που βρισκόμαστε και τώρα. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε από δω και πέρα»
«Κάποιος πρέπει να ειδοποιήσει τον άρχοντα πατέρα σας» είπε ο Νάριαν, φροντίζοντας να βγάλει τον εαυτό του έξω από αυτό.
«Μη με ανακατεύετε» δήλωσε γρήγορα η Νερίσσα. «Αν βρεθώ μπροστά στον πατέρα σας, μπορεί να του πω την πραγματική άποψη που έχω για αυτόν και δεν νομίζω ότι θα του αρέσει»
Ο Ντέβαν στράφηκε προς την Ορόρα που τον κοίταζε απολογητικά.
«Με εξόρισε. Δε μπορώ να επιστρέψω στον Οίκο όσο ισχύει αυτή η απόφαση. Λυπάμαι, Ντέβαν»
«Άρα πρέπει να πάω στον πατέρα μας και να του πω να αναβάλει την εκδίκησή του, επειδή οι μάγισσες μαρτύρησαν το σχέδιο του στους Ρίχακ» γέλασε πικρά. «Εύκολο»
«Θα καταλάβει ότι είναι μάταιο και θα το ματαιώσει» είπε με ελπίδα η Κίρα, πιο πολύ για να τον ενθαρρύνει, παρά επειδή το πίστευε. Ο Ντέβαν της έριξε ένα βλέμμα σαν να την ευχαριστούσε για την προσπάθεια, αλλά ήξερε πως ήταν ψέμα.
«Θα ξεκινήσω αμέσως»
«Μα είσαι ακόμα κουρασμένος από το ταξίδι»
«Θα τα καταφέρω» τη βεβαίωσε. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο και ήθελε να τελειώσει με αυτό όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Θα βρω τη Ραζιγιέ και θα της μιλήσω» είπε η Κίρα. «Καλό θα ήταν να έχουμε όση περισσότερη βοήθεια μπορούμε να βρούμε, η συνδρομή της νεαρής αρχηγού των Ημισελήνων θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη, ειδικά αν βρεθούμε αντιμέτωποι με μάγισσες….»
Ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά και τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Να προσέχεις» του είπε. Ήθελε να πιστεύει ότι ο Αίρυς δε θα έβλαπτε τον γιο του, αλλά ο Άρχοντας των Ντρόγκομιρ δεν της είχε δώσει πολλούς λόγους για να τον εμπιστεύεται.
«Θα γυρίσω σύντομα» της υποσχέθηκε και έφυγε για να κάνει το δυσάρεστο καθήκον του. Όλοι τους ήλπιζαν πως, όταν θα επέστρεφε, θα έφερνε μαζί του καλά νέα.
«Ό,τι πεις... Είμαι σίγουρος πως είσαι το πιο συναρπαστικό άτομο που ξέρεις, πριγκίπισσα»
«Τι λένε;» ψιθύρισε η Αμελί στην Κίρα.
«Δεν έχω ιδέα» αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να μπει στον κόπο να χαμηλώσει τη φωνή της. Όσο η Νερίσσα και ο άγνωστος συνέχιζαν να λογομαχούν, ένα τρίτο άτομο μπήκε μέσα στο σπίτι. Ο ξεβαμμένος ταξιδιωτικός μανδύας κυμάτιζε γύρω από τα πόδια του καθώς περπατούσε, λες και το ύφασμα χόρευε στον κρύο φθινοπωρινό άνεμο, αλλά η κουκούλα ήταν ριγμένη στους ώμους του, αφήνοντας το πρόσωπό του εκτεθειμένο.
Ο Ντέβαν πάγωσε, μένοντας τόσο ακίνητος που θα μπορούσες να τον μπερδέψεις με άγαλμα, κι όλο το αίμα στράγγιξε από τα μάγουλα της Ορόρας, αφήνοντας το πρόσωπό της κάτωχρο. Η Κίρα έτρεξε να πάρει τον Ραίγκαρ από τα χέρια της. Φοβήθηκε ότι θα της έπεφτε.
Η Ορόρα έπιασε το μπράτσο της πολυθρόνας για να στηριχθεί και κάθισε. Η Κίρα στερέωσε το μωρό στον γοφό της και ακολούθησε το παγωμένο βλέμμα της που ήταν καρφωμένο στο νέο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Ήταν ψηλός σαν τον Ντέβαν και η παρουσία του είχε κάτι που σου έδινε την εντύπωση ότι γέμιζε τον χώρο. Της ήταν ξένος, αλλά τα μάτια της τον αναγνώρισαν πριν από το μυαλό της, εστιάζοντας στις μικρές λεπτομέρειες, όπως τις απαλές τούφες των μαλλιών του που σγούραιναν ελαφρά στις άκρες και είχαν την ίδια χρυσή απόχρωση με τα μαλλιά της Νερίσσας. Τα μάτια του ήταν ένα πιο φωτεινό μπλε απ’ ότι της Νερίσσας, ακουαμαρίνα αντί για ζαφείρια, και το πρόσωπό του είχε τις χαρακτηριστικές, αρχοντικές γωνίες των Ντρόγκομιρ.
Η Κίρα δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ -δεν είχε προλάβει- αλλά ήξερε ποιος ήταν.Ένας νεκρός άντρας.
«Δε θα με αγκαλιάσεις, ξάδελφε;» είπε στον Ντέβαν. Τα χείλη του γελούσαν, αλλά τα μάτια του όχι. Οι ώμοι του ήταν κυρτοί, λες και κουβαλούσαν ένα αόρατο βάρος.
Ο πατέρας της συνήθιζε να λέει ότι οι έγνοιες και οι καημοί μπορούσαν να γεράσουν έναν άνθρωπο πριν από την ώρα του. Και σίγουρα ο Νάριαν Ντρόγκομιρ δεν έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου που ήταν ευτυχισμένος, επειδή είχε επιστρέψει από τον Άλλο Κόσμο. Λες και ο θάνατος είχε αφήσει το ίχνος του πάνω του, ένα λεπτό πέπλο που τον τύλιγε.
Οι μικρές τριχούλες στα χέρια της Κίρας σηκώθηκαν όρθιες και η κοπέλα κατέπνιξε ένα ρίγος.
«Και εσύ, ξαδέρφη» είπε, απευθυνόμενος στην Ορόρα. «Μα τα Πνεύματα, εσείς έχετε ασπρίσει. Δε χαίρεστε που με βλέπετε;»
Ο Ντέβαν ξύπνησε από τη ζάλη του και έκανε ένα μικρό, αργό βήμα προς το μέρος του Νάριαν. Και μετά άλλο ένα, και άλλο ένα. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του, σαν να ήθελε να ελέγξει αν η μορφή του ήταν άυλη ή στερεή. Τα χρυσά του μάτια έψαχναν πυρετωδώς το πρόσωπο του άλλου αγοριού, προσπαθώντας να καταλάβει πως ήταν δυνατόν να τον είχε μπροστά του.
«Πώς;» ψιθύρισε ακόμα σαστισμένος, τόσο σιγανά που αν η Κίρα δεν είχε δει τα χείλη του να κινούνται δε θα είχε καταλάβει πως μίλησε.
Ο άγνωστος άντρας δίπλα στη Νερίσσα σήκωσε το χέρι του. «Εγώ το έκανα» δήλωσε, με μια δόση περηφάνιας στη φωνή του. «Σε περίπτωση που αναρωτιέστε»
Η Κίρα και η Ορόρα τον κοίταξαν γουρλώνοντας τα μάτια. «Έφερες κάποιον που κάνει χρήση μαύρης μαγείας στη Σύναξη;» ρώτησε η Κίρα τη Νερίσσα, μην πιστεύοντας στα αυτιά της. Αν το μάθαινε η Ραζιγιέ...
«Μην ανησυχείς, αρχόντισσα μου» αποκρίθηκε ατάραχος ο μάγος, προτού προλάβει να απαντήσει η Νερίσσα. «Το κάνω μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν τα πετράδια και τα χρυσά νομίσματα αρχίζουν να εμφανίζονται. Τον υπόλοιπο καιρό χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου για να γιατρεύω τραυματισμένα λαγουδάκια στο δάσος»
«Τα αστεία του είναι αισχρά» είπε η Νερίσσα, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Αλλά είναι έμπιστος»
«Το είπες και το έκανες» της είπε η Ορόρα και σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακόμα μουδιασμένη από το σοκ, αλλά τα χέρια της είχαν σταματήσει να τρέμουν.
«Αν ήσουν στη θέση μου, θα είχες κάνει το ίδιο…» της αντιγύρισε και η Κίρα δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για αυτό. Η ίδια θα έφτανε μέχρι την άκρη του κόσμου, αν αυτό χρειαζόταν για να τον ξαναβρεί.
«Γιατί δείχνεις τόσο έκπληκτος;» ρώτησε έπειτα ο Νάριαν τον Ντέβαν. «Λες και δεν ξέρεις πόσο πεισματάρες είναι οι γυναίκες στην οικογένειά μας. Εγώ ξαφνιάστηκα όταν άκουσα πως έχεις γυναίκα και παιδί! Πάντα πίστευα -και συγχώρα με που το λέω- πως θα κατέληγες ένας πικρόχολος γέρος με μια διακοσμητική σύζυγο στο πλάι σου που θα σου έπαιρνε τα αυτιά με τη γκρίνια της»
«Μα τους Θεούς, σε ευχαριστώ πολύ, Νάριαν! Αν η οικογένειά μου πιστεύει τόσο σε εμένα, τι άλλο να ζητήσω!»
Ο ελαφρύς τόνος στη φωνή του χαλάρωσε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στο στομάχι της Κίρας, αλλά κάθε μυς στο σώμα της σφίχτηκε, όταν το θαλασσί βλέμμα του ξανθού αγοριού εστίασε πάνω της.
«Και εσύ θα πρέπει να είσαι ο λόγος που έγινε όλη αυτή η φασαρία» άρθρωσε και κινήθηκε προς το μέρος της. Η Κίρα θα είχε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, αν η Αμελί δεν στεκόταν πίσω της κλείνοντάς της τον δρόμο. Σταμάτησε μπροστά της και έκανε μια υπόκλιση που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι δάσκαλοι καλών τρόπων.
«Είναι τιμή μου που σε γνωρίζω, αρχόντισσά μου, έστω και μετά από τόσο καιρό…»
Τα μάτια του έφυγαν από εκείνη και σταμάτησαν πάνω στον Ραίγκαρ. «Ένας μικρός Ημισέληνος» είπε, παρατηρώντας το φυλαχτό της Ραζιγιέ που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον μικρό καρπό του. «Ενδιαφέρον» μουρμούρισε σκεπτικά. «Μου επιτρέπεις;»
«Όχι» αρνήθηκε η Κίρα κι έστρεψε τον κορμό της στο πλάι για να απομακρύνει το μωρό από κοντά του.
«Κίρα» είπε μαλακά ο Ντέβαν. «Ο Νάριαν είναι οικογένεια. Δε θα τον πειράξει»
«Ο αδελφός μου δεν είναι επικίνδυνος» δήλωσε θιγμένη κι η Νερίσσα.
«Σου δίνω τον λόγο μου πως δεν έχω πρόθεση να βλάψω τον γιο σου» τη διαβεβαίωσε και ο Νάριαν. Η Κίρα τον κοίταξε κατάματα.
«Συγγνώμη. Ξέρω πως είχες προσπαθήσει να μας βοηθήσεις και γι’ αυτό θα σου είμαι για πάντα ευγνώμων. Ο Ντέβαν μου είπε πως, όταν ήσασταν μικροί, ο πατέρας σου σας μάθαινε για τα αστέρια, όταν όλοι στο κάστρο κοιμόντουσαν. Ξέρω την αγάπη που σου έχει εκείνος και η Ορόρα, αλλά ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι είσαι το ίδιο άτομο με τον ξάδελφο που θυμούνται; Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω μαγεία, αλλά γνωρίζω πώς λειτουργεί και ξόρκια σαν αυτό που σε έφερε πίσω έχουν συνέπειες. Ο Ραίγκαρ είναι ο γιος μου, το μοναδικό παιδί που θα έχω ποτέ, και οι μάγισσες έχουν προσπαθήσει να μου τον πάρουν δυο φορές, η μια πριν από λίγες μέρες» του εξήγησε και το βλέμμα της ξεστράτισε προς το μέρος του Κάσσιαν για μια στιγμή. «Δεν θέλω να σε προσβάλλω με τη στάση μου, αλλά ούτε έχω σκοπό να το ρισκάρω. Ο θάνατος και η μαύρη μαγεία σε έχουν αγγίξει. Μπορείς να μου εγγυηθείς πως ο γιος μου θα είναι ασφαλής μαζί σου;»
Ο δισταγμός που σκοτείνιασε τα μάτια του ήταν αρκετή απάντηση. Το δωμάτιο τυλίχτηκε στη σιωπή, μονάχα ο ήχος των ξύλων που καιγόντουσαν στο τζάκι και του ανέμου που δυνάμωνε έξω ακουγόντουσαν. Αν η Ντεσμέρα ή η Ραζιγιέ επιβεβαίωναν ότι όλα ήταν καλά με τον Νάριαν, τότε θα ξανασκεφτόταν αν θα τον άφηνε να τον κρατήσει. Η νεκρική σιγή τής έδειχνε πως κανένας από τους Ντρόγκομιρ δεν ήθελε να σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά η πιθανότητα να ισχύει δε μπορούσε να αγνοηθεί, όσο μεγάλη ή μικρή κι αν ήταν, και βαθιά μέσα τους το ήξεραν.
Ένα τράβηγμα στην αγκαλιά της την έκανε να χαμηλώσει το κεφάλι και να κοιτάξει το μωρό. Ο Ραίγκαρ είχε γείρει προς το μέρος του Νάριαν και στριφογύριζε μέσα στα χέρια της, βγάζοντας μικρούς ενοχλημένους ήχους, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγκαλιά της.
«Το βλέπεις;» της είπε ο Νάριαν. «Το ξέρει πως είμαι καλά. Το νιώθει» πρόσθεσε, όμως η ανακούφιση στη φωνή του πρόδιδε ότι οι αμφιβολίες είχαν περάσει και από το δικό του μυαλό. Η Νερίσσα κοίταξε ερωτηματικά τον μάγο κι εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Οι μάγισσες μπορούν να νιώσουν τις ενέργειες των άλλων μαγισσών» της εξήγησε σιγανά. «Αλλά το να μπορεί να νιώσει αν είναι κακόβουλες ή καλές... Αυτό το παιδί πρέπει να είναι πανίσχυρο»
Τώρα ο Ραίγκαρ τιναζόταν πιο έντονα, προσπαθώντας να φτάσει τον Νάριαν, έτοιμος να κλάψει επειδή δεν του έδιναν την προσοχή που ζητούσε. Η Κίρα το σκέφτηκε μονάχα για μια στιγμή, πριν κάνει νόημα στον Νάριαν να πλησιάσει.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε κι ένευσε καταφατικά. Ο Ραίγκαρ καταλάβαινε ποιοι τον αγαπούσαν και η Κίρα εμπιστευόταν το ένστικτό του παιδιού της. Τον άφησε να τον πάρει, αλλά οι άκρες των δαχτύλων της έμειναν κολλημένες πάνω στην πλατούλα του μωρού.
«Τον κρατάω σωστά;»
«Ναι»
«Δε σου αρέσει να τον αφήνεις» παρατήρησε, κοιτάζοντας το χέρι της.
«Όχι» του αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. Φοβόταν πως δεν θα ήταν ποτέ έτοιμη να τον αφήσει, αλλά θα ερχόταν η μέρα που θα άνοιγε τα φτερά του και θα πετούσε μακριά της. Και εκείνη θα ήταν χαρούμενη, γιατί η μοίρα του γιου της ήταν να χαράξει τη δική του πορεία, όποια κι αν ήταν αυτή.
Ο Ραίγκαρ επεξεργαζόταν με ενδιαφέρον το πρόσωπο του Νάριαν, χτυπώντας τα στρουμπουλά χεράκια του πάνω στα μάγουλά του ή πιάνοντας τη μύτη του. Ο Νάριαν έστριψε το κεφάλι του στα δεξιά, για να αποφύγει τα δάχτυλα του μωρού που λίγο έλειψε να χωθούν μέσα στο μάτι του, κι ένα τρυφερό χαμόγελο τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών του.
«Είμαστε οικογένεια, μικρούλη. Μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα. Όταν μεγαλώσεις λίγο, θα σου μάθω τα πάντα για τη μαγεία» είπε στο μωρό και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του Ντέβαν. «Σου μοιάζει» σχολίασε και παρατήρησε πιο προσεχτικά τα χαρακτηριστικά του μωρού. «Έχει τα μάτια...»
Έριξε μια κλεφτή ματιά στην Κίρα και πήρε τη σοφή απόφαση να μην ολοκληρώσει τη φράση του. Ο Ραίγκαρ έπιασε μια από τις ξανθές τούφες των μαλλιών του, την περιεργάστηκε όπως έκανε με κάθε ξένο που συναντούσε και την τράβηξε. Ο Νάριαν γέλασε κι ο ήχος βγήκε τραχύς μέσα από το στήθος του, λες και είχε πολύ καιρό να γελάσει. Η καρδιά της Κίρας σφίχτηκε για το αγόρι.
Το σοκ άρχισε να ξεθωριάζει και η Ορόρα έτρεξε να αγκαλιάσει τον ξάδελφό της, με μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που σίγουρα θα άφηνε μελανιές στα πλευρά του. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και η Κίρα την άκουσε να μουρμουρίζει παραπονεμένα ότι ήταν η δεύτερη φορά που έκλαιγε σαν κοριτσάκι μέσα στην ίδια μέρα.
Η ματιά της Κίρας συνέχιζε να τρέχει προς το μέρος του μάγου που στεκόταν στο πλευρό της Νερίσσας. Η παρουσία του της προκαλούσε μια δυσάρεστη αίσθηση, λες και κάτι περπατούσε πάνω στο δέρμα της. Μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που είχαν εξωθήσει τη Νερίσσα να ζητήσει τη βοήθειά του, αλλά τώρα ο Νάριαν ήταν ζωντανός. Γιατί ο μάγος ήταν ακόμα μαζί της;
«Δε χρειάζεται να με κοιτάς με τέτοια καχυποψία, κυρά» της είπε ο άντρας χωρίς να κομπιάσει, με τα πράσινα σαν νεφρίτη μάτια του να καρφώνονται στα γκρίζα δικά της. «Δεν έχω πρόθεση να κάνω κακό στην οικογένειά σου. Δεν με έχουν πληρώσει για να κάνω κάτι τέτοιο»
«Δηλαδή, αν υπάρξει κάποιος πρόθυμος να σε πληρώσει, θα το κάνεις;»
«Ποια είναι αυτή;» επενέβη η Νερίσσα, προτού ο μάγος προλάβει να απαντήσει, τινάζοντας το πιγούνι της προς το μέρος της Αμελί. Η Αμελί, αμήχανη που ξαφνικά είχε γίνει το κέντρο της προσοχής, ένωσε τα χέρια της μπροστά στην ποδιά της, χαμήλωσε το κεφάλι και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.
«Αμελί Χάισμιθ, αρχόντισσά μου» συστήθηκε και η Νερίσσα της έριξε ένα βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω.
«Είναι έγκυος» δήλωσε το προφανές. «Ενδιαφέρεται κανείς να μας εξηγήσει τον λόγο που έχετε μαζί σας μια έγκυο χωρική στην πόλη των μαγισσών ή πρέπει να μαντέψουμε;» έκανε, και τα μάγουλα της Αμελί πήραν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα.
«Νερίσσα, γίνεσαι αγενής» την επέπληξε ο Νάριαν, δίνοντας τον Ραίγκαρ πίσω στη μητέρα του.
«Ο Έντγκαρ είναι ο πατέρας του μωρού. Πρέπει να κρύψουμε την Αμελί, για τη δική της προστασία και του παιδιού» εξήγησε η Ορόρα και τα λεπτά, χρυσά φρύδια της Νερίσσας σηκώθηκαν και τα ζαφειρένια μάτια της εστίασαν πάνω στην κοπέλα.
«Δεν ξέρω με τι τρόπο σε απείλησε αυτός ο αναθεματισμένος ο ξάδελφός μου, αλλά...»
«Με απείλησε;» τη διέκοψε η Αμελί, φτύνοντας τις λέξεις με αηδία. «Αυτή την ιδέα έχετε για τους συγγενείς σας; Δεν είναι να απορεί κανείς που κοντεύετε να αλληλοσκοτωθείτε!»
Το ξέσπασμά της άφησε τους πάντες άφωνους, εκτός από τον Κάσσιαν που δε γνώριζε τον Έντγκαρ και δεν έδινε σημασία. Η Ορόρα σήκωσε τα χέρια της ανάμεσα στις δυο γυναίκες, σε μια απόπειρα να κατευνάσει τα πνεύματα.
«Ας ηρεμήσουμε. Υπάρχουν πολλά που δεν έχουμε πει ακόμα και όλοι είμαστε ταλαιπωρημένοι. Δεν είναι ώρα για τσακωμούς. Ας ξεκουραστούμε πρώτα και μετά...»
«Φοβάμαι πως δεν υπάρχει χρόνος» είπε ο Νάριαν, τραβώντας ξανά τα βλέμματα πάνω του. «Δυστυχώς, φέρνουμε άσχημα νέα…»
Έβαλε το χέρι του μέσα στο πουκάμισό του και έβγαλε έξω ένα μικρό, τετράγωνο, ταλαιπωρημένο κομμάτι περγαμηνής που είχε διπλωθεί υπερβολικά πολλές φορές λες και είχε προσπαθήσει να το εξαφανίσει με αυτόν τον τρόπο.
«Εδώ και μέρες έβλεπα ένα σύμβολο στον ύπνο μου» είπε, αρχίζοντας να ξεδιπλώνει την περγαμηνή, και η Κίρα, η Ορόρα και ο Ντέβαν πλησίασαν για να βλέπουν καλύτερα. «Στην αρχή νόμιζα πως ήταν τυχαίο, αλλά εξακολουθούσε να εμφανίζεται στα όνειρά μου, κάθε βράδυ… Και μόλις η Νερίσσα μου είπε για το σχέδιο του Άρχοντα Αίρυς να εισβάλει στη Νταχάρα...»
Ξεδίπλωσε μια τελευταία φορά το χαρτί και αποπειράθηκε να το ισιώσει, αλλά τα σημεία που είχε διπλωθεί παρέμεναν τσακισμένα σαν ουλές. Όμως, το φίδι, ζωγραφισμένο με μαύρο μελάνι, που σχημάτιζε έναν κύκλο για να δαγκώσει την ουρά του φαινόταν ξεκάθαρα.
«Νομίζω ότι ξέρω τι σημαίνει»
«Αυτός είναι ο Ουροβόρος» είπε η Κίρα, κάνοντας τους Ντρόγκομιρ να την κοιτάξουν παραξενεμένοι. «Τι; Όλη μου η οικογένεια ήταν μάγοι, θυμάστε;»
«Αλλά εσύ δεν είσαι μάγισσα» παρατήρησε με ενδιαφέρον ο Κάσσιαν.
«Όχι, αλλά γνωρίζω τα μαγικά σύμβολα. Αυτό...» έκανε κι έπιασε τον Ραίγκαρ, που σχεδόν βούτηξε για να αρπάξει το χαρτί. «Είναι το σύμβολο των Μαντισσών που ζουν στην Οροσειρά…»
Τα γκρίζα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς για να ενώσει τα κομμάτια. «Οι Μάντισσες ξέρουν ότι ο Αίρυς σκοπεύει να περάσει με τον στρατό του μέσα από την περιοχή τους. Ο Ελεαζάρ το ξέρει. Και αν το ξέρει εκείνος, τότε θα έχει ειδοποιήσει και τον...»
«Άρχοντα Κάσρελ» τελείωσε τη φράση της ο Ντέβαν και καταράστηκε σιγανά. «Είμαι ένας ηλίθιος. Ο βοηθός της μάγισσας» είπε στην Κίρα, που τον κοιτούσε μπερδεμένη.
«Όταν τον ανακρίναμε, μας είχε πει πως πριν έρθουν στο Νιέζντιελ είχαν ταξιδέψει στην Νταχάρα. Συνάντησαν τον χρυσοχόο του παλατιού για να ανταλλάξουν σχέδια για κοσμήματα»
«Το κολιέ» ψέλλισε η Κίρα, νιώθοντας ακόμα το βάρος του γύρω από τον λαιμό της, παρόλο που το είχαν καταστρέψει. Η Ορόρα τίναξε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του αδελφού της.
«Ποιο κολιέ;» ρώτησε, με τα γαλάζια μάτια της να ψάχνουν ανήσυχα το πρόσωπό του, σαν να γνώριζε κάτι, αλλά η ερώτησή της έμεινε αναπάντητη. Η Κίρα αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Ντέβαν και ήξερε πως σκεφτόντουσαν το ίδιο πράγμα. Όχι μόνο ο Κάσρελ Ρίχακ γνώριζε τι συνέβαινε και τους χλεύαζε παριστάνοντας τον ανήξερο, αλλά είχε κάνει ήδη τις πρώτες κινήσεις σε αυτόν τον πόλεμο. Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Ντέβαν, ζητώντας την προσοχή του.
«Ακόμα κι αν το είχαμε καταλάβει αμέσως, θα είχαμε βρεθεί στο ίδιο σημείο που βρισκόμαστε και τώρα. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε από δω και πέρα»
«Κάποιος πρέπει να ειδοποιήσει τον άρχοντα πατέρα σας» είπε ο Νάριαν, φροντίζοντας να βγάλει τον εαυτό του έξω από αυτό.
«Μη με ανακατεύετε» δήλωσε γρήγορα η Νερίσσα. «Αν βρεθώ μπροστά στον πατέρα σας, μπορεί να του πω την πραγματική άποψη που έχω για αυτόν και δεν νομίζω ότι θα του αρέσει»
Ο Ντέβαν στράφηκε προς την Ορόρα που τον κοίταζε απολογητικά.
«Με εξόρισε. Δε μπορώ να επιστρέψω στον Οίκο όσο ισχύει αυτή η απόφαση. Λυπάμαι, Ντέβαν»
«Άρα πρέπει να πάω στον πατέρα μας και να του πω να αναβάλει την εκδίκησή του, επειδή οι μάγισσες μαρτύρησαν το σχέδιο του στους Ρίχακ» γέλασε πικρά. «Εύκολο»
«Θα καταλάβει ότι είναι μάταιο και θα το ματαιώσει» είπε με ελπίδα η Κίρα, πιο πολύ για να τον ενθαρρύνει, παρά επειδή το πίστευε. Ο Ντέβαν της έριξε ένα βλέμμα σαν να την ευχαριστούσε για την προσπάθεια, αλλά ήξερε πως ήταν ψέμα.
«Θα ξεκινήσω αμέσως»
«Μα είσαι ακόμα κουρασμένος από το ταξίδι»
«Θα τα καταφέρω» τη βεβαίωσε. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο και ήθελε να τελειώσει με αυτό όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Θα βρω τη Ραζιγιέ και θα της μιλήσω» είπε η Κίρα. «Καλό θα ήταν να έχουμε όση περισσότερη βοήθεια μπορούμε να βρούμε, η συνδρομή της νεαρής αρχηγού των Ημισελήνων θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη, ειδικά αν βρεθούμε αντιμέτωποι με μάγισσες….»
Ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά και τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Να προσέχεις» του είπε. Ήθελε να πιστεύει ότι ο Αίρυς δε θα έβλαπτε τον γιο του, αλλά ο Άρχοντας των Ντρόγκομιρ δεν της είχε δώσει πολλούς λόγους για να τον εμπιστεύεται.
«Θα γυρίσω σύντομα» της υποσχέθηκε και έφυγε για να κάνει το δυσάρεστο καθήκον του. Όλοι τους ήλπιζαν πως, όταν θα επέστρεφε, θα έφερνε μαζί του καλά νέα.
Φαίη