Χρυσάνθη, της Κωνσταντίνας Τομπουλίδου


«Ας ερχόσουν για λίγο, μονάχα για ένα βράδυ…
»

Αυτό το τραγούδι άκουγε και χόρευε μόνος μέσα στο δωμάτιό της, ντυμένος με μία κόκκινη σατέν ρόμπα. Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη, με ένα κόκκινο βαθύ έντονο κραγιόν χρωμάτισε τα χλομά του χείλη, μολύβι στα βλέφαρα και αρκετή μάσκαρα στις βλεφαρίδες του. Έτριψε λίγο τα μάτια του, προκαλώντας ερέθισμα ώστε να δακρύσει λίγο, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Oι κόρες των ματιών του είχαν κοκκινίσει. Παίρνοντας τη θλιμμένη του έκφραση, κάθισε στη γωνία του άστατου κρεβατιού της, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τον εαυτό του μέσα από τον καθρέφτη, έκλεισε τα μάτια του ακούγοντας το τραγούδι και δημιούργησε το ανάλογο σκηνικό.

Είχε περάσει μία υπέροχη ερωτική νύχτα με έναν άντρα που αγαπούσε πολύ, όμως ο άντρας δεν την αγαπούσε το ίδιο… σχεδόν καθόλου. Εκείνη όμως επέμενε, λέγοντάς του, «Μείνε κοντά μου, απόψε. Μείνε κοντά μου. Ίσα να χορτάσω τα χάδια που στερήθηκα. Δεν είμαι άγγελος, μα μου αξίζει να αγαπηθώ όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι…». Χαμογέλασε γλυκά, λυγίζοντας το σβέρκο της. Λες και κάποιος, χαϊδεύοντας τον λαιμό της, προκαλούσε την αθώα ντροπή της. «Αξίζει άραγε να αγαπηθούν οι τιμωρημένοι, όλοι αυτοί που είναι καταραμένοι, που από το μέσα τους αναβλύζει ευλογία περισσότερη από εκείνους που προσεύχονται;»

Σηκώθηκε και έστρωσε το κρεβάτι, αλλάζοντας το σκηνικό. Είχε περάσει πλέον καιρός. Με ένα μολύβι ματιών υποδύθηκε πως καπνίζει, ακουμπώντας το απαλά πάνω στα χείλη της, με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνον που μόλις είχε μπει μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζοντάς τον μέσα από τον καθρέφτη. «Έρχεσαι και φεύγεις. Για εσένα ο χρόνος σταματάει», μιλούσε, μετατρέποντας τη νεανική φωνή της, σε ώριμη βραχνάδα. «Ο εγωισμός να παραδεχτούμε αυτό που νιώθουμε μας κάνει να χάνουμε αυτό που μας αξίζει και ας μη το πιστεύουμε μέχρι τέλους»

Με τα χρόνια είχε γίνει πιο σοφή από πείρα, όμως το μέσα της δεν άλλαξε ούτε μία ημέρα. Προσποιήθηκε τρόμο, σαν κάποιος να την πλησίαζε χωρίς εκείνη να το θέλει. «Μη, όχι, δε θέλω να με δεις έτσι… έχει περάσει τόσος καιρός από εκείνη τη νύχτα. Στη γυναίκα χαράσσονται τα χρόνια. Μη, όχι, δεν έχω βαφτεί καλά…», παραμιλούσε, αποφεύγοντας υποτιθέμενα αγγίγματα.

«Ανάθεμά σε!»

Εισέβαλε απότομα στο δωμάτιό της, διαλύοντάς του το σκηνικό με τις φωνές και τα χτυπήματά της. Ήξερε, θα τον χτυπούσε με τα παπούτσια της, θα του τραβούσε τα μαλλιά απειλώντας. «Θα σου τα κόψω!» είπε, μόνο που αυτή τη φορά το έκανε όντως. Με το ψαλίδι της ραπτικής.

Ήταν ένα άτσαλο κοντοκουρεμένο καρέ. Δεν τον ενόχλησε. Σκέφτηκε πως αναδείκνυε τις γωνίες του προσώπου του. Επιχείρησε να γελάσει, ξεσπώντας τελικά σε κλάματα. Είχε να κουρέψει τα μαλλιά του τόσο κοντά από τότε που πήγαινε στο γυμνάσιο. Από τότε ζήλευε την καλή του φίλη. Τη ζήλευε επειδή μπορούσε να έχει τα μαλλιά της όσο μακριά ήθελε, πιο πολύ όμως για το ντύσιμό της. Φορούσε παντελόνια και όμορφα αέρινα φουστάνια. Τι όμορφα φουστάνια που είχε! Εκείνος αισθανόταν μεγάλη στεναχώρια που έπρεπε να φοράει μόνο παντελόνια. Τον πίεζε τόσο πολύ αυτό το «έπρεπε».

Στον ίδιο άρεσαν τα μακριά φορέματα, με μεγάλα σχισίματα. Είχε και εκείνη ένα όμοιο. Η μητέρα του. Παρασύρθηκε, επειδή είχε κουραστεί μόνο να το θαυμάζει, άνοιξε τη ντουλάπα της και το φόρεσε. Για κακή του τύχη τον έπιασε να το φοράει. Στη προσπάθειά της να του το βγάλει, το έσχισε σε κομμάτια. Ήταν δώδεκα. Αλλά ακόμη και τώρα που κοιτάζει τον εαυτό του, με το κουρεμένο μαλλί στην ηλικία των δέκα έξι, νιώθει την ίδια προσβολή από εκείνη. Ήταν απογοητευμένος και βαθιά πληγωμένος. Περίμενε να κατανοήσει τη διαφορετικότητά του και ίσως να την αποδεχτεί, αλλά αντί αυτού τον μαστίγωνε κάθε μέρα περισσότερο από κάθε άλλον. «Πρέπει να φανείς δυνατός. Οι πρωταγωνιστές απαγορεύεται να λυγίζουν» έλεγε στον εαυτό του, κάθε φορά που κόντευε να βάλει ένα τέλος, χαρίζοντας δύναμη στον εαυτό του να συνεχίσει.

Οι μέρες του ήταν σκοτεινά αδιάφορες, μα οι νύχτες ήταν η απελευθέρωσή του. Περίμενε να αποκοιμηθεί, ναρκωμένη από τα οινοπνεύματα που άδειαζε. Συνήθως την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, χαζεύοντας άσχετα προγράμματα στην τηλεόραση. Μέσα στον λήθαργό της, μουρμούριζε το όνομα εκείνου που τους άφησε χωρίς αιτιολογία. Του πατέρα του. Ο ίδιος είχε πάψει πλέον να στεναχωριέται, διότι και εκείνη στο πουθενά τον είχε εγκαταλείψει. Μετά τα μεσάνυχτα λοιπόν κατάφερνε να διαφύγει, χαμένος στα στενά της πόλης. Ώσπου εντόπισε το δικό του σημείο, δίνοντας κάθε νύχτα το παρόν.

Εκείνη τη νύχτα, ήταν πολύ χαρούμενος. Φορώντας το δανεικό φόρεμα της φίλης του, είχε βγει για σεργιάνι. Για ατυχία του, όμως, τον περίμενε μία απρόσμενη έκπληξη. Μία παρέα αγοριών είχε κάνει κατάληψη στο σημείο του.

«Καλώς την, τη μπουμπού» είπε ένα από αυτά κι από τη φωνή του κατάλαβε ότι ήταν συμμαθητής του. «Νομίζω ότι το κραγιόν σου έχει διαφύγει λίγο. Κάτσε να σ’ το φτιάξω…»

Του έδωσε απευθείας μία μπουνιά στο στόμα. Ζαλίστηκε, παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί. Ξεκίνησαν όλοι μαζί να τον χτυπούν, βρίζοντάς τον. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς τον είχαν βρει, η μόνη που το ήξερε…

«Χρυσάνθη» τους άκουσε να τον αποκαλούν, γελώντας μεταξύ τους. «Χρυσανθούλα!»

Τον έφτυσαν και τον κλότσησαν δυνατά στην κοιλιά, αφήνοντάς τον ξαπλωμένο. Τους άκουγε να απομακρύνονται, δίχως να βγάζει άχνα. Ήταν μόνος. Ήταν σίγουρος ότι είχε μείνει μόνος.

Έσυρε το κορμί του έως το σπίτι, κοντεύοντας να λιποθυμήσει, ανοίγοντας την πόρτα. «Πώς σε έκαναν έτσι;» ήταν η μεθυσμένη αντίδραση της μητέρας του. «Δεν έκανες τα χατίρια τους;» τον ρώτησε γελώντας.

Κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, έκλεισε στα μάτια του για λίγο, έπειτα πήρε κάτω από το κρεβάτι την ασημένια τσίγκινη κασετίνα, που μέσα της φύλαγε το γιατρικό του. Έδεσε πρώτα ένα λάστιχο σφιχτά γύρω από το αριστερό του μπράτσο, στη συνέχεια έχοντας βάλει τη δόση στο κουταλάκι τη ζέστανε με έναν αναπτήρα και γέμισε τη σύριγγα. Το χέρι του έτρεμε, μα κατάφερε να τοποθετήσει τη βελόνα σωστά. Απελευθερωμένος στην πλάνη του, έβγαλε έναν αναστεναγμό από καρδιάς. Άθραυστος και παντοδύναμος αισθανόταν, εκεί που κανείς δε μπορούσε να χαλάσει τη φαντασίωσή του. Έβλεπε τη Χρυσάνθη με τα μακριά της μαλλιά, ντυμένη με ένα ωραίο μακρύ φόρεμα, να χαμογελάει. Χαμογελούσε και αυτός. Γελούσε δυνατά, ακούγοντας το δικό της γέλιο.

Ο θόρυβος από την ηλεκτρική σκούπα τάραξε τον ήσυχο ύπνο του. Σηκώθηκε άτσαλα από το κρεβάτι του, σκορπίζοντας τα πράγματα στο πάτωμα, κι έπεσε να τα μαζέψει, μην έχοντας συνέλθει πλήρως.

«Καταραμένε. Αλήτη» του φώναζε, χτυπώντας τον με το κοντάρι της ηλεκτρικής σκούπας στην πλάτη. «Δεν ντρέπεσαι;» πρόσθεσε κι άφησε το κοντάρι να πέσει στο πάτωμα, συνεχίζοντας να τον χτυπάει με τα χέρια της. «Δε σε θέλω μέσα στο σπίτι. Δε θα τρέφω εγώ έναν ανώμαλο ναρκομανή!»

Τον έπιασε από την κορφή του κεφαλιού του και τον έσυρε έξω από το δωμάτιο. Εκείνος, πιάνοντας το πόδι της, δάγκωσε τη γάμπα της, με μανία. Την έριξε κάτω, με εκείνη να τον κλοτσάει. «Φύγε» του φώναζε δυνατά και επανειλημμένα, δίνοντάς του κλοτσιές στο πρόσωπο.

«Σταμάτα!» της φώναξε. «Θα φύγω. Θα με ξεφορτωθείς, αφού δεν έχεις άλλο ανάγκη τη φροντίδα μου» τόλμησε να την ειρωνευτεί. Εκείνη νευριασμένη όρμησε πάνω του, τραβώντας τα μαλλιά του.

«Δε σε θέλω στο σπίτι μου! Εξαιτίας σου έμεινα μόνη, έμεινα να σε φροντίζω και εσύ με ρεζιλεύεις» του φώναζε κλαίγοντας και χτυπώντας τον στο πρόσωπο, όμως εκείνος κατάφερε ανάμεσα στα χτυπήματά της να αρπάξει το κοντάρι της σκούπας και με αυτό να της δώσει ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, ρίχνοντας την ελαφρώς αναίσθητη στο πάτωμα. Αφήνοντας το κοντάρι από τα χέρια του, ανέβηκε πάνω στην κοιλιά της, περνώντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της.

«Μάνα… Να είσαι ήσυχη για το παιδί σου» της φώναζε, σφίγγοντας παράλληλα τα χέρια του στο λαιμό της. «Το παιδί σου, μάνα… Το παιδί που γέννησες, δεν το κατάλαβες… Για αυτό, το παιδί αποφάσισε να ενηλικιωθεί, αφήνοντάς σε…»

Έχοντας πια ηρεμήσει, απελευθέρωσε τα χέρια του από το λαιμό της. «Μάνα, μήπως το λάθος δεν ήταν μόνο δικό μου, που πρίγκιπας δεν έγινα στο βασίλειό σου;» φώναξε με το κεφάλι του ψηλά. Την πήρε στην αγκαλιά του κλαίγοντας και την άφησε πάνω στο κρεβάτι της. Για λίγο έτσι όπως τη κοιτούσε, σκέφτηκε τι άλλο θα μπορούσε να της κάνει για εκδίκηση, αλλά τη λυπήθηκε.

«Αν δεις τους αγγέλους, να τους πεις την κόλαση δεν τη φοβάμαι» την αποχαιρέτησε, κλείνοντας τα βλέφαρά της, τη φίλησε στο μέτωπο και κίνησε για έναν άλλον σκοπό.

Η προδοσία είναι μία σφαίρα που δύσκολα την αφαιρείς από μέσα σου, ιδίως άμα προέρχεται από έναν φίλο ή από κάποια φίλη, μπορεί να μην τη βγάλεις ποτέ. Η αντίδρασή της, όταν τον είδε να στέκεται μπροστά στο κατώφλι της πόρτας της, ήταν γεμάτη έκπληξη, αλλά ευχάριστη. Στα λόγια της κρυβόταν μία αμηχανία, αλλά με τις λέξεις που πρόφερε έμοιαζε να ενδιαφέρεται. Τον ρώτησε για τα τραύματα του προσώπου του και τον λόγο που εξαφανίστηκε τόσες ημέρες και αν ένιωθε καλύτερα. Για ένα δευτερόλεπτο, σκέφτηκε πως συνέχιζε να είναι η καλή του φίλη, η μοναδική του φίλη. Αλλά ήταν μονόδρομος ο δρόμος που είχε πάρει και είχε πάει αργά για να γυρίσει πίσω.

«Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;» της ζήτησε ευγενικά κι εκείνη σηκώθηκε πρόθυμα, πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Οι κινήσεις του ήταν γρήγορες και εξίσου δυναμικές. Βρέθηκε πίσω της αθόρυβα παίρνοντας ένα μαχαίρι από το νεροχύτη και, πριν προλάβει να κάνει εκείνη κάποια κίνηση αντίστασης, κράτησε το μέτωπο της, λύγισε τον αυχένα της προς τα πίσω και της χάραξε τον λαιμό. Την έβλεπε να αργοπεθαίνει και μέσα του η ευχαρίστηση γινόταν αναγέννηση.

«Σε θαύμαζα για την ελευθερία σου. Μπορούσες να είσαι ότι θέλεις, δίχως να σε κρίνει κάποιος με άσχημο τρόπο» ξεκίνησε να της λέει, ενώ σπαρταρούσε στο πάτωμα αιμορραγώντας, κι έκατσε όρθιος πάνω από το κεφάλι της. «Ήσουν η μόνη που εμπιστευόμουν. Σε πίστευα για δικό μου άνθρωπο. Τώρα είσαι απλά κάτι λερωμένο και άχαρο»

Γονάτισε και τη μαχαίρωσε στο στήθος. «Δε θα καταφέρεις να γίνεις μία από αυτούς» είπε και τη μαχαίρωσε ξανά. «Μια ζωή θα είσαι η φίλη του κουνιστού, του βλαμμένου!» φώναζε, δίνοντάς της μία ακόμη μαχαιριά. «Με πούλησες στην πρώτη ευκαιρία. Τώρα εγώ σε αφήνω ασυγχώρητη, στον κόσμο των καταραμένων» της είπε με χαμόγελο, ύστερα σηκώθηκε και έφυγε από τον τόπο του εγκλήματος, με το μαχαίρι ακόμη στα χέρια του.

Καταραμένο Παιδί τον είχε ονομάσει η μητέρα του, από την πρώτη φορά που αντίκρισε την αλήθεια του. Κατάρα για την ίδια ήταν να παίζει με τα χρώματα έχοντας για καμβά το πρόσωπό του.

Πλέον, η Χρυσάνθη, έχοντας νικήσει τους δαίμονες της, προχωράει με το κεφάλι ψηλά, διαθέτοντας στη γκαρνταρόμπα της όμορφα υφασμάτινα φορέματα. Πριγκίπισσα έγινε του δικού της παραμυθιού, έχοντας εξαγνίσει την κατάρα, κανένας όμως δεν ξέρει τι απέγινε πραγματικά.
 
 
Κωνσταντίνα Τομπουλίδου 
Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου