Το χειμωνιάτικο εκείνο βράδυ, είχε βάρδια ο νοσηλευτής Μάριο Νόμακ, ο νυχτερινός όπως τον αποκαλούσαν. Ούτε κι ο ίδιος δε θυμόταν πώς απόκτησε αυτό το παρατσούκλι, σε αντίθεση με την ουλή στο πρόσωπό του, που δεν μπορούσε να ξεχάσει. Και πώς άλλωστε; Εκτεινόταν αηδιαστική, από το αριστερό του μάτι ως τον κρόταφο, αλλού μεγαλύτερη κι αλλού βαθύτερη, κάνοντας πολλά παιδάκια στην Κίσσε να την κοιτούν επίμονα. Είχε πολλές φορές σκεφτεί να την καλύψει με ένα τατουάζ, όμως ποτέ δεν έβρισκε χρόνο ή διάθεση.
Παρατήρησε ένα γκρίζο άλογο έξω από το κατάλυμα των ασθενών. Ήταν βέβαιος πως δεν το είχε δει άλλη φορά εκεί γύρω. Πρόσεξε πως ήταν ακόμη λαχανιασμένο. Στεκόταν εκεί πανέμορφο και καθαρό, παρόλο που έμοιαζε να έχει διανύσει μίλια αμέτρητα. Αυτό που του κίνησε όμως την περιέργεια ήταν πως ο αναβάτης του δεν είχε κατεβεί.
Μπορεί να μη νιώθει καλά… σκέφτηκε. Αποφάσισε να περιμένει λίγα λεπτά, προτού τελικά πλησιάσει προς τα εκεί με σταθερά, βιαστικά βήματα. Χτύπησε το καμπανάκι, που είχε μαζί του, απαραίτητο για όποιον νοσηλευτή είχε βάρδια. Η αναβάτης, ατάραχη, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. Ο Νόμακ τής έκανε νόημα να κατεβεί από το άλογο.
«Είστε καλά, κυρία μου;» τη ρώτησε ευγενικά.
«Έτσι πιστεύω. Είχα και καλύτερες βραδιές… και χειρότερες» απάντησε αδιάφορα.
«Χρειάζεστε βοήθεια; Εδώ που σταματήσατε είναι το κατάλυμα των ασθενών της Κίσσε…» ξαναρώτησε ο Μάριο, αναρωτώμενος μήπως η γυναίκα έπασχε από κάποια διανοητική διαταραχή. «Μπορείτε να περπατήσετε;» συνέχισε, μιλώντας λίγο δυνατότερα.
Η αγενής, παράξενη γυναίκα, με μια απότομη κίνηση κατέβηκε από το άλογο. Χάιδεψε τη χαίτη του και το χτύπησε επιβραβευτικά στο πλαϊνό μέρος του σβέρκου του. Έπειτα, στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Νόμακ, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή γυναίκα. Φορούσε ένα αρχοντικό γαλανό φόρεμα, κεντημένο και ραμμένο από ευγενικά χέρια. Και το βλέμμα της ήταν τόσο μαγευτικό και τόσο γκρίζο, που σχεδόν τρόμαζε το νυχτερινό.
Ο Νόμακ αναρωτήθηκε αν είχε δει πιο όμορφη κοκκινομάλλα στη ζωή του. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν είχε γνωρίσει πιο εντυπωσιακή γυναίκα.
«Μπορώ με κάποιο τρόπο να σας βοηθήσω;» κατάφερε να ψελλίσει μέσα από τα δόντια του.
«Δεν ξέρω… μπορείς;» του απάντησε με δόση δυσπιστίας στη φωνή της η μυστηριώδης γυναίκα.
«Ψάχνετε κάτι εδώ κοντά;» επέμεινε ο Νόμακ. Η γυναίκα τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω και στη συνέχεια του απάντησε:
«Ναι. Ψάχνω τον Ανατολίτη…»
Ο νυχτερινός κοκάλωσε. Το βλέμμα της γυναίκας τον μάγευε ολοένα και περισσότερο. Παραπάτησε δυο τρία βήματα πίσω, χωρίς να πάρει όμως το βλέμμα του από πάνω της. Δεν είχε δει κανέναν με σοβαρότερο ύφος από αυτό που είχε εκείνη τη στιγμή η γυναίκα. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του πανωφοριού του.
«Ή αλλιώς Νυχτερινό…» συνέχισε η κοκκινομάλλα.
«Φοβάμαι πως δεν υπάρχει ούτε Ανατολίτης, ούτε Νυχτερινός εδώ …» απάντησε βιαστικά ο Μάριο και γύρισε να φύγει.
«Καλά τότε… μήπως υπάρχει Μάριο Νόμακ;» επέμεινε η γυναίκα, σχεδόν χαμογελώντας. Ο Νόμακ στάθηκε και γύρισε το κεφάλι του προς αυτήν.
«Ποια είσαι;»
«Το όνομά μου είναι Γκαμπριέλλ και έχω ένα μήνυμα για σένα, Ανατολίτη. Μήνυμα από τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα της Μεγάλης Νήσου, τον Κάανν».
Ο Νόμακ δε θέλησε να ακούσει περισσότερα. Με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε από τις λερωμένες τσέπες του δυο μαχαίρια –περισσότερο έμοιαζαν με μικρά σπαθιά της Ανατολής– και επιτέθηκε στην αγγελιοφόρο του πρίγκιπα.
Η Γκαμπριέλλ αποδείχθηκε όμως έμπειρη πολεμίστρια. Παρόλο που δεν τράβηξε κάποιο όπλο, κατάφερε να αποφύγει επιδέξια κάθε επίθεση του Νυχτερινού, χωρίς όμως να αντεπιτεθεί. Σε μια στιγμή της μονομαχίας, τον άρπαξε από τον λαιμό και, αφού τον αφόπλισε, τον σήκωσε ψηλά με το ένα της χέρι.
«Άκουσε, Νόμακ! Έχεις ένα μήνυμα από τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα… Χρειάζεσαι τα μάτια σου για να το διαβάσεις, οπότε λέω να μη σου τα βγάλω… για την ώρα. Δε θα χαρεί και πολύ όμως, μόλις μάθει πως επιτέθηκες σε αγγελιοφόρο του...» είπε η Γκαμπριέλλ φανερά θυμωμένη.
Ο νυχτερινός τιναζόταν και πάσχιζε να πατήσει στο χώμα. Η αφύσικα δυνατή γυναίκα τον άφησε τελικά να πέσει κάτω και πέταξε έναν τσαλακωμένο φάκελο πάνω του. Ο Νόμακ, που κοιτούσε την κοκκινομάλλα σαν τιμωρημένο κουτάβι, τον άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει το μήνυμα. Μόλις τελείωσε, σήκωσε το βλέμμα στην Γκαμπριέλλ.
«Γκαμπριέλλ!» αναφώνησε το όνομά της χαμογελαστός. Η διάθεση της γυναίκας, όμως, δεν έδειχνε να αλλάζει.
«Επιτέθηκες σε αγγελιοφόρο του Νυχτερινού Βασιλείου. Γνωρίζεις την τιμωρία για αυτό; Ή ζεις ακόμη στους νόμους της Ανατολής;» απάντησε η γυναίκα.
Ο Νόμακ πάλι παρέμενε στην ίδια παιδιάστικη διάθεση.
«Ω, Γκαμπριέλλ, Γκαμπριέλλ… Είμαι σίγουρος πως με παρεξήγησες. Δεν ξεκινήσαμε σωστά! Όπως θα παρατήρησες, δεν ήθελα να σε πληγώσω… Άλλωστε, δε σε πέτυχα ούτε μια φορά… Κι αυτό στα μέρη μου λέγεται επιδεξιότητα!» καυχήθηκε, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί ο Νόμακ. «Ίσως για αυτό να με καλεί το Σάββατο στον πύργο του ο Κάανν» συνέχισε.
«Πρίγκιπας Κάανν» τον διόρθωσε η Γκαμπριέλλ.
«Ναι! Πρίγκιπας Κάανν… Ξέρει για τις δυνατότητές μου και τις γνωριμίες μου, φαντάζομαι, σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο και…»
«Και… πάρε το άλογό σου να φύγουμε, Ανατολίτη. Δεν έχουμε όλη τη νύχτα!» τον διέκοψε ξανά. «Ή καλύτερα πήγαινε πρώτα να ετοιμαστείς… Πάρε και ρούχα... Είναι τρεις νύχτες ταξίδι από εδώ ως τη Μεγάλη Νήσο, εφόσον το φεγγάρι βγει και δεν έχουμε συννεφιά…»
«Είστε καλά, κυρία μου;» τη ρώτησε ευγενικά.
«Έτσι πιστεύω. Είχα και καλύτερες βραδιές… και χειρότερες» απάντησε αδιάφορα.
«Χρειάζεστε βοήθεια; Εδώ που σταματήσατε είναι το κατάλυμα των ασθενών της Κίσσε…» ξαναρώτησε ο Μάριο, αναρωτώμενος μήπως η γυναίκα έπασχε από κάποια διανοητική διαταραχή. «Μπορείτε να περπατήσετε;» συνέχισε, μιλώντας λίγο δυνατότερα.
Η αγενής, παράξενη γυναίκα, με μια απότομη κίνηση κατέβηκε από το άλογο. Χάιδεψε τη χαίτη του και το χτύπησε επιβραβευτικά στο πλαϊνό μέρος του σβέρκου του. Έπειτα, στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Νόμακ, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή γυναίκα. Φορούσε ένα αρχοντικό γαλανό φόρεμα, κεντημένο και ραμμένο από ευγενικά χέρια. Και το βλέμμα της ήταν τόσο μαγευτικό και τόσο γκρίζο, που σχεδόν τρόμαζε το νυχτερινό.
Ο Νόμακ αναρωτήθηκε αν είχε δει πιο όμορφη κοκκινομάλλα στη ζωή του. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν είχε γνωρίσει πιο εντυπωσιακή γυναίκα.
«Μπορώ με κάποιο τρόπο να σας βοηθήσω;» κατάφερε να ψελλίσει μέσα από τα δόντια του.
«Δεν ξέρω… μπορείς;» του απάντησε με δόση δυσπιστίας στη φωνή της η μυστηριώδης γυναίκα.
«Ψάχνετε κάτι εδώ κοντά;» επέμεινε ο Νόμακ. Η γυναίκα τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω και στη συνέχεια του απάντησε:
«Ναι. Ψάχνω τον Ανατολίτη…»
Ο νυχτερινός κοκάλωσε. Το βλέμμα της γυναίκας τον μάγευε ολοένα και περισσότερο. Παραπάτησε δυο τρία βήματα πίσω, χωρίς να πάρει όμως το βλέμμα του από πάνω της. Δεν είχε δει κανέναν με σοβαρότερο ύφος από αυτό που είχε εκείνη τη στιγμή η γυναίκα. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του πανωφοριού του.
«Ή αλλιώς Νυχτερινό…» συνέχισε η κοκκινομάλλα.
«Φοβάμαι πως δεν υπάρχει ούτε Ανατολίτης, ούτε Νυχτερινός εδώ …» απάντησε βιαστικά ο Μάριο και γύρισε να φύγει.
«Καλά τότε… μήπως υπάρχει Μάριο Νόμακ;» επέμεινε η γυναίκα, σχεδόν χαμογελώντας. Ο Νόμακ στάθηκε και γύρισε το κεφάλι του προς αυτήν.
«Ποια είσαι;»
«Το όνομά μου είναι Γκαμπριέλλ και έχω ένα μήνυμα για σένα, Ανατολίτη. Μήνυμα από τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα της Μεγάλης Νήσου, τον Κάανν».
Ο Νόμακ δε θέλησε να ακούσει περισσότερα. Με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε από τις λερωμένες τσέπες του δυο μαχαίρια –περισσότερο έμοιαζαν με μικρά σπαθιά της Ανατολής– και επιτέθηκε στην αγγελιοφόρο του πρίγκιπα.
Η Γκαμπριέλλ αποδείχθηκε όμως έμπειρη πολεμίστρια. Παρόλο που δεν τράβηξε κάποιο όπλο, κατάφερε να αποφύγει επιδέξια κάθε επίθεση του Νυχτερινού, χωρίς όμως να αντεπιτεθεί. Σε μια στιγμή της μονομαχίας, τον άρπαξε από τον λαιμό και, αφού τον αφόπλισε, τον σήκωσε ψηλά με το ένα της χέρι.
«Άκουσε, Νόμακ! Έχεις ένα μήνυμα από τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα… Χρειάζεσαι τα μάτια σου για να το διαβάσεις, οπότε λέω να μη σου τα βγάλω… για την ώρα. Δε θα χαρεί και πολύ όμως, μόλις μάθει πως επιτέθηκες σε αγγελιοφόρο του...» είπε η Γκαμπριέλλ φανερά θυμωμένη.
Ο νυχτερινός τιναζόταν και πάσχιζε να πατήσει στο χώμα. Η αφύσικα δυνατή γυναίκα τον άφησε τελικά να πέσει κάτω και πέταξε έναν τσαλακωμένο φάκελο πάνω του. Ο Νόμακ, που κοιτούσε την κοκκινομάλλα σαν τιμωρημένο κουτάβι, τον άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει το μήνυμα. Μόλις τελείωσε, σήκωσε το βλέμμα στην Γκαμπριέλλ.
«Γκαμπριέλλ!» αναφώνησε το όνομά της χαμογελαστός. Η διάθεση της γυναίκας, όμως, δεν έδειχνε να αλλάζει.
«Επιτέθηκες σε αγγελιοφόρο του Νυχτερινού Βασιλείου. Γνωρίζεις την τιμωρία για αυτό; Ή ζεις ακόμη στους νόμους της Ανατολής;» απάντησε η γυναίκα.
Ο Νόμακ πάλι παρέμενε στην ίδια παιδιάστικη διάθεση.
«Ω, Γκαμπριέλλ, Γκαμπριέλλ… Είμαι σίγουρος πως με παρεξήγησες. Δεν ξεκινήσαμε σωστά! Όπως θα παρατήρησες, δεν ήθελα να σε πληγώσω… Άλλωστε, δε σε πέτυχα ούτε μια φορά… Κι αυτό στα μέρη μου λέγεται επιδεξιότητα!» καυχήθηκε, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί ο Νόμακ. «Ίσως για αυτό να με καλεί το Σάββατο στον πύργο του ο Κάανν» συνέχισε.
«Πρίγκιπας Κάανν» τον διόρθωσε η Γκαμπριέλλ.
«Ναι! Πρίγκιπας Κάανν… Ξέρει για τις δυνατότητές μου και τις γνωριμίες μου, φαντάζομαι, σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο και…»
«Και… πάρε το άλογό σου να φύγουμε, Ανατολίτη. Δεν έχουμε όλη τη νύχτα!» τον διέκοψε ξανά. «Ή καλύτερα πήγαινε πρώτα να ετοιμαστείς… Πάρε και ρούχα... Είναι τρεις νύχτες ταξίδι από εδώ ως τη Μεγάλη Νήσο, εφόσον το φεγγάρι βγει και δεν έχουμε συννεφιά…»
Κυριάκος Μαυροειδέας
Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου