Storm III (Κεφάλαιο 4)

Έφτασαν στην είσοδο του Αρχηγείου της πόλης. Όσες φορές είχε έρθει από αυτή την είσοδο δεν είχε συναντήσει πολύ κόσμο. Τώρα όμως ήταν γεμάτη. Μια μεγάλη ουρά απλωνόταν μέχρι το ασανσέρ.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Έμιλι.
«Η πύλη του δάσους είναι ανοιχτή μόνο το πρωί. Θα το ήξερες αν δεν έμενες μακριά όλο το καλοκαίρι» της απάντησε ο Μάικλ.
Η Έμιλι τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Τα λόγια του ήταν γεμάτα πικρία.
«Συγγνώμη» απολογήθηκε αμέσως.
«Πέτυχε αυτό που ήθελε» είπε η Έμιλι.
«Τι εννοείς;»
«Θέλει να ζούμε μέσα στον φόβο. Να κρυβόμαστε. Να ορθώσουμε τοίχους προς όλους. Και μέχρι στιγμής μια χαρά το καταφέρνει».
«Και τι να κάνουμε; Ναι… Μας φοβίζει, αυτή είναι η αλήθεια, Έμς… Όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι».
«Έχεις δίκιο» είπε η Έμιλι κοιτάζοντας αλλού.

* * *
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που τελικά μπήκαν στο ασανσέρ. Ήταν οι δυο τους.
«Έχεις ιδέα για ποιον λόγο μας κάλεσε ο πατέρας σου τέτοια ώρα;» τον ρώτησε.
«Όχι. Το μόνο που μου είπε είναι πως ήταν επείγον».
«Μάλιστα».
«Ήθελες να δεις τους Αγώνες Πείνας, έτσι δεν είναι;» Η Έμιλι γύρισε και τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Πώς;»
«Κάθε φορά που κάτι σοβαρό συμβαίνει βλέπεις είτε Άρχοντα των Δαχτυλιδιών είτε Αγώνες Πείνας. Κρίνοντας από το παγωτό, στάνταρ ήταν Αγώνες Πείνας. Ποτέ δεν τρως όταν βλέπεις Άρχοντα των Δαχτυλιδιών γιατί δε θες τίποτα να σου αποσπά την προσοχή. Έχω δίκιο;» τη διέκοψε. Είχε απόλυτο δίκιο. Την ήξερε τόσο καλά. Και την αγαπούσε τόσο πολύ που είχε μάθει όλες της τις συνήθειες.
«Έχεις δίκιο. Αλλά οι Αγώνες Πείνας μπορούν να περιμένουν, σωστά;»
Έφτασαν στο λόμπι και όταν οι πόρτες άνοιξαν βρέθηκαν σε ένα Αρχηγείο γεμάτο με κόσμο που πηγαινοερχόταν βιαστικά. Αυτή η εικόνα ήταν εντελώς πρωτόγνωρη για την Έμιλι.
«Έλα» της είπε ο Μάικλ πηγαίνοντας προς το γραφείο του πατέρα του. Μαζί με τον Κρίστοφερ ήταν η Αμάντα Σίμονς και δυο ακόμα άτομα που δεν κατάλαβαν ποιοι ήταν καθώς είχαν τις πλάτες τους γυρισμένες προς την πόρτα.
«Μάικλ, Έμιλι. Επιτέλους ήρθατε!» είπε ο πατέρας του ανυπόμονα.
Τα δυο άγνωστα άτομα σηκώθηκαν και γύρισαν για να τους χαιρετήσουν. Ήταν ο Μέισον Ρέιμαν και η μητέρα του. Η Έμιλι και ο Μάικλ τούς κοίταξαν μπερδεμένοι.
«Καλύτερα να καθίσετε» είπε η μητέρα του Μέισον. Η Έμιλι και ο Μάικλ κάθισαν στις άδειες πολυθρόνες ανυποψίαστοι.
«Λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Μάικλ.
«Είχαμε εξελίξεις» απάντησε ο Κρίστοφερ. Ο Μάικλ και η Έμιλι κοιταχτήκαν αγχωμένοι.
«Επέστρεψε» είπε ο Μέισον.
«Τι;» ρώτησε ο Μάικλ.
«Αγνοούνται ξανά Χαρισματικοί… Και όχι μόνο» είπε η μητέρα του Μέισον.
«Απαγάγει και Μάγους» πρόσθεσε ο Μέισον.
«Είμαστε σίγουροι πως είναι αυτός;» είπε η Έμιλι που μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα. «Θέλω να πω… Έχει να φανεί σχεδόν τρεις μήνες. Τι περίμενε;»
«Είναι αρκετά έξυπνος για να αφήσει τους Ομοσπονδιακούς να τον πάρουν στο κατόπι. Έμεινε κρυμμένος για λίγο καιρό και μετά συνέχισε το σχέδιό του από εκεί που το είχε αφήσει» είπε η Αμάντα.
«Λοιπόν, απ’ ότι φαίνεται, δεν πρόκειται να σταματήσει» είπε ο Μάικλ.
«Κρίστοφερ… Δεν ήρθαμε εδώ μόνο και μόνο για να σας μεταφέρουμε αυτή την πληροφορία» είπε η μητέρα του Μέισον.
«Και για ποιον άλλο λόγο είστε εδώ;» ρώτησε ο Κρίστοφερ.
«Έχουμε έναν κοινό εχθρό, ένα κοινό μυστικό, μια κοινή μυστική ταυτότητα».
«Δεν είμαστε όμως ίδιοι» τη διέκοψε ο Κρίστοφερ.
«Όχι, δεν είμαστε. Αλλά χρειάζεστε τη βοήθειά μας και εμείς τη δική σας. Θα είναι πιο δύσκολο για τον Γκρεγκ να πολεμήσει όλους τους εχθρούς του μαζί παρά χώρια. Οι Χαρισματικοί έχετε ήδη συνασπισθεί, οι Μάγοι όμως αρνούνται να συνταχθούν με τις άλλες Συνάξεις. Είτε οι Μάγοι που χρησιμοποιούν Λευκή Μαγεία θα έχουν πρόβλημα με εκείνους που ασκούν Μαύρη Μαγεία είτε με εμάς. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας».
«Και θα την έχετε!» είπε ο Κρίστοφερ μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. «Έρχεται πόλεμος. Πρέπει να ενωθούμε».


* * *


Η Έμιλι βγήκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη για να βρει την Ντέμυ.
«Έμιλι;» είπε ο Μέισον. «Πώς είσαι;»
«Καλά».
«Έμιλι!» της είπε αυστηρά.
«Μέισον… Σοβαρά τώρα μάθε να ελέγχεις τα οράματά σου. Δεν αντέχω όλο αυτό που ξέρεις τι μου συμβαίνει. Η ιδιωτικότητά μου είναι απαραίτητη».
«Νοιάζομαι για εσένα».
«Και σε ευχαριστώ που το κάνεις, αλλά θα είμαι καλά. Θα το προσπαθήσω».
«Το ξέρεις πως αν με χρειαστείς θα είμαι εκεί έτσι;»
«Ναι… Το ξέρω».
«ΟΚ! Πρέπει να φύγω. Τα λέμε».
Η Έμιλι έφτασε στη βιβλιοθήκη όπου βρήκε την Ντέμυ και τον Άλεξ να φιλιούνται.
«Για όνομα του Θεού, βρείτε ένα δωμάτιο. Δε σέβεστε τίποτα;» είπε η Έμιλι γελώντας.
Η Ντέμυ και ο Άλεξ πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι.
«Έμς… Αυτό δεν ήταν καθόλου ωραίο» είπε τρομαγμένος ο Άλεξ.
«Σοβαρά τώρα δε φοβηθήκατε ότι θα μπει κάποιος εδώ μέσα και σας δει;»
«Μπήκε κάποιος… Εσύ!» είπε ο Άλεξ.
«Το Αρχηγείο είναι γεμάτο κόσμο και εσείς φασώνεστε. Δε νομίζω πως έχεις το δικαίωμα να μου κάνεις πνεύμα, Άλεξ» είπε ενώ καθόταν στο τραπέζι απέναντί τους.
«Συμβαίνουν ιστορικά γεγονότα σήμερα» είπε η Ντέμυ.
«Ναι… Συμβαίνουν!» είπε σκυθρωπά η Έμιλι.
«Έρχονται Μάγοι για πρώτη φορά στο Αρχηγείο» είπε ο Άλεξ.
«Και γινόμαστε σύμμαχοι» προσέθεσε η Έμιλι.
«Τι;» φώναξαν η Ντέμυ και ο Άλεξ σοκαρισμένοι.
«Ήμουν κι εγώ στο γραφείο» απάντησε η Έμιλι.
«Πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα;» ρώτησε σοβαρός ο Άλεξ.
«Περισσότερο δύσκολα απ’ όσο ελπίζαμε… και λιγότερο δύσκολα από αυτά που μας περιμένουν» απάντησε η Έμιλι.
«Ωραία το έθεσες. Πολύ ποιητικά» είπε ο Άλεξ προσπαθώντας να κρύψει το άγχος του. «Πρέπει να φύγω» είπε και έφυγε.
«Ήταν και ο Μέισον μέσα. Σωστά;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Ναι» απάντησε η Έμιλι.
«Χμ… Μάλιστα!» είπε όλο νόημα η Ντέμυ.
«Τι;» είπε η Έμιλι εκνευρισμένη.
«Θα μπορούσε να μην έρθει. Εξάλλου η μητέρα του είναι η Αρχηγός των Ανεξάρτητων όχι εκείνος. Γιατί να έρθει;»
«Ντι… Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί έχεις φαγωθεί ότι αρέσω στον Μέισον».
«Γιατί βλέπω τον τρόπο που σε κοιτάει. Πόσες φορές σου είπε ότι θα είναι εκεί για εσένα;»
«Αρκετές» παραδέχθηκε η Έμιλι.
«Και πόσες φορές σου πρότεινε να συναντηθείτε;»
«Πολλές».
«Και πόσες φορές συναντηθήκατε;»
«Όλες».
«Βλέπεις; Έχω δίκιο τελικά!»
«Όχι… Ντι, μπορεί αν ήσουν μαζί μας στην αποθήκη αλλά δεν πέρασες τίποτα μπροστά σε αυτό που περάσαμε εγώ και ο Μέισον. Ντι… Με τον Μέισον μάς ενώνει αυτός ο άνθρωπος. Μας ενώνουν όσα έγιναν».
«Σου αρέσει όμως;»
«Όχι. Ο Μέισον για εμένα είναι μόνο ένας καλός φίλος. Το ξέρεις καλά αυτό».
«Το ελπίζω. Γιατί κάποιος ανησυχεί».
«Τι εννοείς;»
«Ο Μάικλ φοβάται πως κάτι συμβαίνει ανάμεσα σε εσένα και τον Ρέιμαν».
«Σου έχει πει κάτι τέτοιο;»
«Όχι σε εμένα. Στον Άλεξ. Σας έχει πετύχει αρκετές φορές έξω. Και αρχίζει να το πιστεύει ολοένα και περισσότερο αφού τον αποφεύγεις».
«Θέλω να του μιλήσω».
«Τότε μίλα του!»
«Δεν είμαι έτοιμη. Όχι ακόμα».
«Και πότε θα είσαι; Μίλησέ του. Όλο αυτό το δράμα καταντά εκνευριστικό. Δεν μπορείτε να έχετε εμένα και τον Άλεξ στη μέση και να μας μιλάτε συνέχεια για εσάς. Δικό σας είναι το πρόβλημα. Λύστε το αλλιώς σταματήστε να ασχολείστε με αυτό».
«ΟΚ. Έγινες κατανοητή» είπε η Έμιλι ξαφνιασμένη από το ξέσπασμα της Ντέμυ.
«Συγγνώμη, αλλά πρέπει να το λύσετε» είπε η Ντέμυ γεμάτη τύψεις.
«Το ξέρω».
«Συγγνώμη που σου βάζω τις φωνές».
«Δεν πειράζει. Καλά κάνεις».
«Τέλος πάντων».
«Πώς πάει η απεξάρτηση;»
Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καλά… Έτσι νομίζω τουλάχιστον».
«Τι κάνεις;»
«Τρέχω, ζωγραφίζω. Έχω κυριολεκτικά γεμίσει την αποθήκη με πίνακες. Οι γονείς μου έχουν τρελαθεί και δεν ξέρουν τι να τους κάνουν». Η Ντέμυ γέλασε.
«Μπορείς να τους πουλήσεις»
«Χμ. Τώρα που το λες… Καλή ιδέα» είπε η Έμιλι γελώντας.
Η πόρτα της βιβλιοθήκης άνοιξε και μέσα μπήκε ο Μάικλ.
«Έμς;» είπε. «Φεύγουμε;»
«Ναι» απάντησε η Έμιλι και σηκώθηκε. Η Ντέμυ την αγκάλιασε.
«Καληνύχτα» της είπε.
«Καληνύχτα».
Το Αρχηγείο είχε σχεδόν αδειάσει. Ο Μάικλ και η Έμιλι δεν αντάλλαξαν κουβέντα στο ασανσέρ κυρίως επειδή δεν ήταν μόνοι τους. Η ίδια σιωπή όμως επικράτησε και στο αυτοκίνητο την ώρα που γύριζαν.
Η Έμιλι προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία της όσο πιο πολύ μπορούσε. Είχε μαρμαρώσει στη θέση του συνοδηγού προσπαθώντας να ελέγξει τα πόδια της από το να κουνιούνται νευρικά. Με το που έφτασαν έξω από το σπίτι της και το αυτοκίνητο σταμάτησε, η Έμιλι πετάχτηκε έξω λέγοντάς του βιαστικά «Ευχαριστώ που με έφερες».
Ο Μάικλ είχε αντιληφθεί την αμηχανία της και έδρασε το ίδιο γρήγορα με εκείνη. Η Έμιλι είχε ήδη ξεκλειδώσει την πόρτα και είχε μπει στο σπίτι.
«Έμιλι» της είπε φτάνοντας στο κατώφλι. «Έτσι θα είμαστε από εδώ και πέρα;»
«Ελπίζω πως όχι» απάντησε η Έμιλι.
«Μίλα μου. Σε παρακαλώ».
«Όχι τώρα».
«Μα τι λέω; Εσύ δεν μπορείς ούτε να με κοιτάξεις».
«Δεν μπορώ».
«Γιατί; Μίλα μου, Έμς… Σε παρακαλώ».
«Μάικ…»
«Σ’ αγαπάω» τη διέκοψε. Υπήρχε ένας λυγμός στη φωνή του. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει ελάχιστα. Η Έμιλι κράτησε την ανάσα της. Εγωίστρια σκύλα, σκέφτηκε η Έμιλι. Δε σου αξίζει ο Μάικλ…
«Σου υπόσχομαι ότι μέσα στις επόμενες ημέρες θα σου μιλήσω. Σου το υπόσχομαι. Αλλά όχι τώρα. Όχι σήμερα, Μάικ. Σε παρακαλώ».
«Εντάξει. Καληνύχτα» της είπε άτονα.
«Καληνύχτα».
Η Έμιλι έκλεισε την πόρτα και πήγε αθόρυβα προς το παράθυρο κοιτάζοντας τον Μάικλ να φεύγει. Έπρεπε να το ξεπεράσει. Έπρεπε να ξεπεράσει όσα έγιναν σε εκείνη την αποθήκη γιατί οι δυσκολότερες στιγμές θα άρχιζαν τώρα. Και θα χρειαζόταν τον Μάικλ στο πλευρό της.

Rene Rafael