Ένας οξύς και δυνατός πόνος στο στήθος τον έκανε να τιναχθεί απότομα, όπως απότομα άνοιξε και τα μάτια του. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα, αφού γύρω του βασίλευε το απόλυτο σκοτάδι. Δεν ασχολήθηκε όμως με αυτό, αλλά με τον πόνο του που άρχισε να γίνεται αφόρητος, προκαλώντας του έτσι ναυτία, αλλά και μεγάλη δυσκολία και ακόμη περισσότερο πόνο κάθε φορά που πήγαινε να αναπνεύσει. Προσπάθησε από κάπου να κρατηθεί για να αντέξει τον πόνο, αλλά δε βρήκε τίποτα με το χέρι του, παρά μόνο ακούμπησε στο παγωμένο πέτρινο δάπεδο, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Μετά, έκανε μια προσπάθεια να καλέσει βοήθεια, κάποιον να έρθει δηλαδή για να κάνει κάτι ώστε να μειωθεί ο πόνος του. Δεν μπόρεσε όμως να μιλήσει, λες και ο πόνος αυτός του έσβηνε τη φωνή.
«Μη σπαταλάς τις δυνάμεις σου. Είσαι ήδη αρκετά εξασθενημένος» είπε κάποιος τότε με ήρεμη φωνή.
Ο Μιχάλης φυσικά δεν μπόρεσε να διακρίνει κάτι, αλλά κατάλαβε πως αυτός που μίλησε βρισκόταν κάπου στα δεξιά του. Τότε σταμάτησε να προσπαθεί να μιλήσει, ακούγοντας τη συμβουλή.
«Η πληγή σου είναι πολύ βαθιά και έχεις χάσει πολύ αίμα. Δυστυχώς όμως δεν μπορεί να γίνει τίποτα»
Με μεγάλη δυσκολία και αφόρητους πόνους έβαλε το χέρι του στην πληγή του για να δει αν πράγματι αιμορραγούσε. Σε εκείνο το σημείο, η μπλούζα του ήταν σκισμένη και από το ακάλυπτο στήθος του ένιωθε να τρέχει πολύ αίμα, τρομάζοντάς τον. Η πληγή του ήταν σίγουρα πολύ άσχημη και δεν ήξερε πόσο ακόμη θα άντεχε. Επίσης, ένιωθε το δεξί του χέρι, από τον αγκώνα και πέρα, μουδιασμένο και πολύ δυσκίνητο, σαν να είχαν διαλυθεί όλα του τα κόκκαλα.
«Πού είμαι;»
Ξαφνιάστηκε από το πόσο ξεψυχισμένη και αδύναμη ακούστηκε η φωνή του, αλλά και από το πόση εξάντληση ένιωσε με αυτή του την ερώτηση. Ήταν σαν να έτρεχε επί ώρα και μόλις είχε κουραστεί για τα καλά.
«Στο Χίελθ» απάντησε ο άνδρας, που δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από αυτή την ερώτηση, «στις φυλακές που δημιούργησε ο Ερυθρός Ηγέτης για αυτούς που του αντιτίθενται» πρόσθεσε, λες και κατάλαβε πως ο Μιχάλης δεν το ήξερε.
Και μόνο η αναφορά στον Ερυθρό Ηγέτη προμήνυε κάτι κακό, κάνοντας αναγκαία μια προσπάθεια για να αποδράσει. Τη σκέψη όμως αυτή την εγκατέλειψε πριν την καλοσκεφτεί καν, αφού από τους αφόρητους πόνους δεν μπορούσε ούτε καν να κουνηθεί. Ξεχνώντας εκείνη τη στιγμή τη στεναχώρια και την απελπισία του, μάζεψε όλη του τη δύναμη, με σκοπό να προσπαθήσει να κάνει αυτό που στόχευε.
«Θέλω να δω την υποστράτηγο του βασιλιά»
Αυτή τη φορά όμως, αντί για μία ακόμη ήρεμη και ακριβή απάντηση, από δεξιά άκουσε τον άνδρα να γελάει, λες και είχε πει μόλις κάτι αρκετά διασκεδαστικό. «Πλάκα έχεις, μικρέ. Ακόμη και να ήσουν υγιής, δε θα μπορούσες να αποδράσεις από εδώ. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Αλλά ακόμη και να τα κατάφερνες, δε θα μπορούσες να τη βρεις, γιατί είναι νεκρή»
«Τι;» έκανε τόσο απότομα ο Μιχάλης που το στήθος του πόνεσε σαν να είχε εκραγεί. «Τη σκότωσαν μαζί με πολλούς άλλους, όταν ισοπέδωσαν το τάγμα μας»
Σαν αστραπιαία σκέψη του ήρθαν στο μυαλό η κουβέντα που είχε ακούσει στην τεβάρνα της Αλεσίας, ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η σκέψη του τότε άρχισε να γίνεται πιο αργή και ένιωσε μεγάλη εξάντληση, κυρίως εξαιτίας των προσπαθειών του να μιλήσει. Ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν και τις αισθήσεις του να σβήνουν, Λίγο πριν αφεθεί στο σκοτάδι, άκουσε κάτι αμυδρό, που έμοιαζε σαν κάποιος να μιλάει από αρκετά μακριά...
Κάποιοι ήχοι τον έκαναν να ξυπνήσει, και να αντικρύσει λίγο φως που έμπαινε από κάπου στο σημείο που βρισκόταν. Κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε πως βρισκόταν σε ένα μικρό δωμάτιο το οποίο κάλυπταν τσιμεντένιοι τοίχοι, ενώ σε έναν από αυτούς υπήρχε ένα πολύ μικρό παραθυράκι, από όπου έμπαινε το ελάχιστο φως. Εκείνος βρισκόταν, στην αριστερή άκρη απέναντι από το παράθυρο, ξαπλωμένος ανάσκελα, ενώ λίγο πιο πέρα στα δεξιά του βρισκόταν ένας άνδρας. Πρέπει να ήταν περίπου στα σαράντα, με λίγα γένια και μερικά μαύρα μαλλιά, που άρχιζαν να ασπρίζουν. Στο πρόσωπό του υπήρχαν πολλές πληγές, ενώ το ένα χέρι του ήταν βιαστικά μάλλον δεμένο με ένα λευκό ύφασμα, το οποίο είχε μουσκέψει από πολύ αίμα που έτρεχε λογικά από μία πληγή εκεί. Αίμα όμως υπήρχε και σε άλλα σημεία του σώματός του, που πρόδιδαν ότι είχε δώσει κάποια μάχη και οι αντίπαλοί του τον τραυμάτισαν άσχημα.
Η δική του πληγή πονούσε κάπως λιγότερο. Και πάλι δεν μπορούσε να σηκωθεί, ούτε καν να κουνηθεί από το έδαφος. Πρέπει να είχε χάσει πολύ αίμα από αυτήν την πληγή, κάτι που φαινόταν άλλωστε. Η μπλούζα του ήταν γεμάτη με αίμα, σαν κάποιος να είχε ρίξει έναν ολόκληρο κουβά πάνω της, ενώ από την πληγή του έτρεχε ακόμη.
Έριξε μία καλύτερη ματιά στο χώρο γύρω του, σε μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του από το φριχτό θέαμα που αντίκριζε στο σώμα του, αλλά δεν εντόπισε κάτι το εντυπωσιακό, παρά μόνο το γκρίζο των τοίχων.
«Πού ακριβώς είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε τελικά τον άνδρα κοντά του.
«Δεν ξέρω, μόνο οι υπηρέτες του Ηγέτη το γνωρίζουν αυτό» του αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να ανοίξει καν τα μάτια του.
Ήταν λες και δεν ήθελε να αντικρίσει το θέαμα της φυλακής στην οποία βρισκόταν, σαν να ήταν κάτι φριχτό αυτό.
«Τι έγινε τελικά στη μάχη;» επέμεινε στις ερωτήσεις του ο Μιχάλης.
Ο άνδρας όμως δεν αποκρίθηκε αμέσως, όπως έκανε πριν, αλλά αναστέναξε βαθιά, σαν να του είχε θυμίσει κάτι πολύ άσχημο το αγόρι.
«Χάσαμε, ο στρατός των Ηγετών μας κατατρόπωσε. Προσπαθήσαμε σκληρά να τους περιορίσουμε, αλλά βρήκαν ξαφνικά μια κρυφή δύναμη που μας κατέστρεφε χωρίς να μπορούμε καν να το καταλάβουμε. Δυστυχώς, μας αποδεκάτισαν και δεν έδειξαν κανένα έλεος ούτε στους άμαχους που προστατεύαμε»
Όσο μιλούσε ο άνδρας, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε στο κενό μπροστά του, σαν να έβλεπε κάποιες εικόνες στο μυαλό του, ενώ ταυτόχρονα έκανε μία κίνηση σαν να ήθελε να χτυπήσει με τη γροθιά του τον τοίχο δίπλα του, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να κουνήσει τόσο το πληγωμένο χέρι του.
«Και τώρα τι θα γίνει;»
«Ό,τι χειρότερο έχει συμβεί ποτέ στη χώρα». Μετά σταμάτησε για λίγο και κοίταξε και πάλι το κενό, σαν να προσπαθούσε να δει κάτι με τη φαντασία του. Μίλησε ξανά λίγο αργότερα. «Οι Ηγέτες θέλουν την εξουσία όλης της χώρας και σίγουρα θα ξαμολήσουν τους υπηρέτες τους να την κυριεύσουν ολόκληρη. Πολύ φοβάμαι ότι δε θα σταματήσουν πουθενά, και όποιον αντισταθεί θα τον βγάλουν από τη μέση, όπως έκαναν και με τα παιδιά…» και έκοψε την κουβέντα του συνεχίζοντας να κοιτά το κενό μπροστά.
Η κουνέντα τους δε συνεχίστηκε, μιας και ο Μιχάλης άρχισε να ζαλίζεται και όλα έσβησαν μερικές στιγμές αργότερα.
Όταν ξύπνησε, δεν αντάλλαξε κάποια κουβέντα με τον συγκρατούμενό του, αφού δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Έτσι, έμεινε σιωπηλός, μέχι που ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από κάπου κοντά. Πριν προλάβει όμως να αφουγκραστεί από πού ερχόταν ο κρότος, είδε έκπληκτος ένα μεγάλο κομμάτι του τοίχου απέναντί του να εξαφανίζεται και στη θέση του να δημιουργείται ένα πέρασμα, που είχε κυκλικό σχήμα. Αμέσως μετά, στον μικρό χώρο όρμησαν δύο άντρες. Έμοιαζαν πολύ στην όψη και την εμφάνιση με εκείνους που είχαν επιτεθεί σε αυτόν και τον Όμηρο. Ο ένας από τους δύο βρέθηκε μία στιγμή αργότερα πάνω από το κεφάλι του, ενώ ο άλλος δίπλα στον άλλο άνδρα που βρισκόταν σε εκείνο το κελί.
Ο Χιζέρκα που στεκόταν από πάνω του τον έπιασε από την μπλούζα και τον τράβηξε προς τα πάνω προκειμένου να σταθεί όρθιος, προκαλώντας του έτσι αφόρητο πόνο στο στήθος. Προσπάθησε να ουρλιάξει ασυναίσθητα, αλλά δεν είχε ούτε τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια άρχισε να τον τραβάει με δύναμη προς το άνοιγμα, κάτι που έκανε και ο άλλος Χιζέρκα με το συγκρατούμενο του Μιχάλη. Το αγόρι πραγματικά σερνόταν από τον άνδρα, αφού δεν είχε την παραμικρή δύναμη για να κουνηθεί, ούτε καν να ακολουθήσει το μάγο που τον τραβούσε.
Μόλις βγήκαν από το πέρασμα που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο, βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο, που με δυσκολία χωρούσε δύο ανθρώπους να περπατούν πάνω του ο ένας δίπλα στον άλλο. Κατέληξαν σε ένα σημείο όπου ο διάδρομος χωριζόταν σε δύο μέρη και έστριψαν προς τα δεξιά. Στο τέλος, έφτασαν σε ένα μεγαλύτερο χώρο, όπου υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι.
Εκεί ο Μιχάλης αντίκρισε γύρω στους πενήντα ανθρώπους στην ίδια ή σε παρόμοια κατάσταση με αυτόν, δηλαδή άσχημα τραυματισμένους και με βλέμμα που πρόδιδε φόβο και απογοήτευση, παρατεταγμένους ανά δέκα, σε πέντε σειρές, απέναντι από δέκα Χιζέρκα. Από τους τελευταίους ξεχώριζε ένας, ο οποίος φορούσε ρούχα σε κόκκινη απόχρωση.
«Αυτοί είναι οι τελευταίοι» είπε τότε ο άνδρας που μετέφερε τον Μιχάλη, αφήνοντάς τον στην άκρη, δίπλα από έναν άλλο κρατούμενο εκεί, ενώ στην άλλη άκρη της πρώτης σειράς τοποθέτησαν το συγκρατούμενό του.
«Χρειάζομαι πέντε» είπε ο άνδρας με τα κόκκινα ρούχα, χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει τους τελευταίους που μπήκαν.
Και αμέσως μετά άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα στους κρατούμενους εξετάζοντάς τους λεπτομερώς, σαν να προσπαθούσε να διαλέξει μερικούς, όπως υπέθεσε και ο Μιχάλης. Εκείνον τον κρατούσε όρθιο ο Χιζέρκα που τον οδήγησε εκεί. Τον κυρίευσε ο φόβος και ευχήθηκε, άθελά του, από μέσα του να μην ανήκε σε αυτούς.
Τότε, ο μάγος που περιφερόταν ανάμεσά τους, άρπαξε από τον ώμο έναν νεαρό άνδρα και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα μπροστά, στους υπόλοιπους Χιζέρκα που στεκόταν απέναντί τους. Ο ένας από αυτούς τον άρπαξε και τον κράτησε ακινητοποιημένο. Φυσικά, ο κρατούμενος δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου, σαν να είχε παραλύσει όλο του το σώμα. Αυτό το έκανε με άλλους δύο άνδρες και με μία γυναίκα, τους οποίους άρπαξαν οι άλλοι Χιζέρκα. Μετά όμως σταμάτησε, σαν να δυσκολευόταν να επιλέξει ανάμεσα στους κρατούμενους.
«Τι λες για αυτόν εδώ, αφεντικό;» πρότεινε ο άνδρας δίπλα στον Μιχάλη, κάνοντας την καρδιά του να βουλιάξει και να αρχίσει να χτυπά πιο δυνατά, παρά την εξάντληση που ήδη ένιωθε.
Ο άνδρας που πρέπει να ήταν το αφεντικό των Χιζέρκα εκείνων των φυλακών, που ήταν οι φύλακες εκεί λογικά, πλησίασε και κοίταξε για λίγο προσεκτικά τον Μιχάλη, παρατηρώντας κάθε σημείο πάνω του, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Τέλος, μόρφασε σαν κάποιος να τον ενόχλησε.
«Ζήτησα δυνατούς, όχι σακατεμένους»
Την επόμενη στιγμή γύρισε προς την άλλη πλευρά και έκανε μία μικρή κίνηση με το δεξί του χέρι, σαν να έκανε νόημα σε κάποιον να προχωρήσει, με αποτέλεσμα ο άνδρας που έδειχνε να τιναχθεί προς τα μπρος, σαν να τον έσπρωχνε κάποιος με αρκετή δύναμη. Εκείνος, όπως και οι τέσσερις προηγούμενοι, βρέθηκε στα χέρια των άλλων Χιζέρκα.
«Κράτα τον, ίσως χρειαστεί» είπε απευθυνόμενος στον Χιζέρκα.
Μετά το αφεντικό των φυλάκων έφυγε και οι υπόλοιποι Χιζέρκα που έμειναν εκεί άρχισαν να σπρώχνουν τους κρατούμενους προς τα πίσω, μέχρι που έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, στις τουαλέτες των φυλακών, οι οποίες από μέσα έμοιαζαν με τουαλέτες φυλακών των θνητών. Αφού τελείωσε η όλη διαδικασία, με τους φύλακες να συμπεριφέρονται απάνθρωπα στους κρατούμενους, τους γύρισαν στα κελιά τους.
Ο Μιχάλης βρισκόταν μετά από λίγη ώρα ξαπλωμένος στη γωνία του, νιώθοντας έντονους πόνους και εξάντληση, ενώ η ανάγκη του να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί ήταν πολύ μεγάλη, κάτι που δεν άργησε να γίνει ύστερα από λίγα λεπτά.