Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 14)

Παλιά πίστευε πως αν ποτέ βρισκόταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο μάγισσες, θα τραβούσε το σπαθί του και θα ριχνόταν στην μάχη. Κι όμως, τώρα στεκόταν σιωπηλός σε μια άκρη προσπαθώντας να κάνει την παρουσία του όσο πιο διακριτική γινόταν για να μην αποσπά την προσοχή τους από το έργο. Μπροστά του δεν είχε τις επικίνδυνες μάγισσες για τις οποίες μιλούσε ο Ντέμιαν, αλλά δυο κορίτσια τα οποία προσπαθούσαν να βοηθήσουν μια φίλη, που τύγχανε να είναι μια κοπέλα που του δημιουργούσε πολύ περίπλοκα συναισθήματα.


Δεν υπήρχαν λόγια για να περιγράψει ο Έρικ την ανακούφισή του όταν το μαύρο σημάδι στο δέρμα της Σελίν άρχισε να υποχωρεί και να ξεθωριάζει. Ήταν λες και ένα βάρος σηκώθηκε από το στήθος του, αφήνοντάς τον να αναπνεύσει ξανά. Ο παραλυτικός φόβος που τον είχε κυριεύσει τις ελάχιστες στιγμές που πίστεψε πως η Σελίν ίσως να μη τα κατάφερνε ήταν ένα από τα πιο τρομαχτικά πράγματα που είχε ζήσει, όχι ακριβώς σαν τον φόβο που ένιωθε στη σκέψη να χάσει τον πατέρα του ή ένα από τα αδέλφια του, αλλά εξίσου βαθύ και έντονο. Δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει.

Παρακολούθησε την μικροκαμωμένη μάγισσα που είχε ακούσει τους άλλους να αποκαλούν Αριάνα να ακουμπάει ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπο της Σελίν. Θα μπορούσαν να είναι αδελφές, με το ίδιο αψεγάδιαστο πορσελάνινο δέρμα, τις πυκνές μπούκλες και τα λεπτά χαρακτηριστικά, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν πιο μικρόσωμη, με μαλλιά μαύρα σαν μελάνι και ανοιχτά γαλανά μάτια σαν τον καθαρό ουρανό.

Ό,τι κι αν είχε κάνει ο αντιπαθητικός ξανθός μάγος είχε αποτέλεσμα. Βέβαια, αν ήθελε να είναι δίκαιος έπρεπε να παραδεχθεί πως ο νεαρός άντρας δεν είχε τίποτα αντιπαθητικό πάνω του. Απλά ήθελε να προστατεύσει τους ανθρώπους του. Το σεβόταν αυτό. Ήταν κάπως σοκαριστικό να βλέπει πως στα δικά τους μάτια εκείνος ήταν το τέρας.

Η Σελίν ανασάλεψε και μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της και οι δυο νεαρές μάγισσες έσκυψαν από πάνω της για να ακούσουν καλύτερα. Το έκανε αυτό εδώ και αρκετή ώρα. Οι περισσότερες λέξεις που έλεγε δεν έβγαζαν νόημα, παραλήρημα από τον πυρετό. Αλλά από τις εκφράσεις στα πρόσωπα των κοριτσιών ο Έρικ κατάλαβε πως αυτή τη φορά είχαν καταφέρει να ξεχωρίσουν κάτι.

«Το άκουσες αυτό;» ρώτησε η Νταίνα, με ύφος που υπονοούσε ότι είχε ακούσει ξεκάθαρα αλλά ζητούσε επιβεβαίωση.

«Νομίζω πως είπε Ρόραν».

Η Σελίν μουρμούρισε ξανά και αυτή τη φορά ακόμα και ο Έρικ άκουσε το όνομα του ξανθού μάγου να βγαίνει από τα χείλη της. Ένιωσε μια σουβλιά απογοήτευσης να διαπερνά το στήθος του και μια πικρή γεύση γέμισε το στόμα του. Αλλά γιατί; Ήταν λογικό να θέλει τον Ρόραν δίπλα της.

Τον αρραβωνιαστικό της.

Τους είχε ακούσει να μιλάνε στο σαλόνι και είχε μάθει την αλήθεια. Η Σελίν ήταν αρραβωνιασμένη. Γιατί δεν του το είχε πει σε καμία από τις συναντήσεις τους; Ήξερε ότι αυτό ήταν το μικρότερο ψέμα σε σχέση με όλα τα άλλα και πως δεν του χρωστούσε καμία εξήγηση, αλλά και πάλι ένιωθε ήταν σαν να του είχαν δώσει κλοτσιά στο στομάχι.

Η Αριάνα έδωσε το βρεγμένο πανί στην Νάγια και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Μπορείς να την προσέχεις μόνη σου για λίγο; Θέλω να πάω να βρω τον πατέρα μου για να μάθω τι έγινε και να φέρω την Αλθία»

Η Νάγια ένευσε καταφατικά. Τα νέα για τον Άιζακ είχαν εξαπλωθεί στο χωριό πιο γρήγορα και από πυρκαγιά. Υπήρχε μια θολούρα γύρω από τις λεπτομέρειες αλλά πλέον όλοι ήξεραν πως είχε προσπαθήσει να σκοτώσει την Σελίν. Το χωριό είχε μαζευτεί στην πλατεία για να ακούσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με την εξορία του αλλά και πώς θα συνέχιζαν μετά από αυτή την εξέλιξη. Μιας και η Σελίν είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο η Αλθία είχε πάει μαζί τους.

Η Αριάνα κοίταξε τον Έρικ και έμεινε ακίνητη, σαν να είχε ξεχάσει την παρουσία του στο δωμάτιο. Τα γαλάζια μάτια της τον παρατηρούσαν εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω, σαν να είχε απέναντι της ένα άγριο ζώο και προσπαθούσε να αποφασίσει αν μπορούσε να προχωρήσει ή αν θα της επιτεθεί.

«Έλα μαζί μου» είπε τελικά, προσπαθώντας να ακουστεί δυναμική αλλά η νευρικότητα στην φωνή της την πρόδιδε.

Ο Έρικ δεν ήθελε να φύγει από εκείνο το δωμάτιο, δεν ήθελε να αφήσει την Σελίν. Γινόταν ανόητος. Δεν είχε θέση εκεί, και άλλωστε, δεν ήταν έξυπνη ιδέα να θυμώσει τις μάγισσες. Οπότε, έπνιξε τις διαμαρτυρίες του και την ακολούθησε στο καθιστικό.

Η Αριάνα κοίταξε αβέβαια γύρω της σαν να μην είχε σκεφτεί τι θα έκανε αφότου τον έβγαζε από την κουζίνα. Προσπάθησε να το καλύψει πίσω από μια σκληρή έκφραση που όμως έδειχνε αφύσικη πάνω στο αθώο πρόσωπο της.

«Έχεις όπλα;» απαίτησε να μάθει, αλλά και μόνο η ερώτησή της έδειχνε ότι δεν είχε ιδέα τι να κάνει σε μια κατάσταση όπως αυτή που είχε βρεθεί.

Άνοιξε τα χέρια του και κοίταξε με έμφαση την άδεια ζώνη του για να της δείξει πως ήταν άοπλος. Η Νάγια του είχε πάρει το σπαθί και τα μαχαίρια του και τα είχε κρύψει στη ντουλάπα της. Θα μπορούσε να τα είχε πάρει πίσω όταν η κοκκινομάλλα μάγισσα κοιμόταν αλλά επέλεξε να μη το κάνει. Άλλη μια απόφασή του την οποία δεν καταλάβαινε.

«Και τώρα τι;» την ρώτησε.

«Δεν ξέρω» αναστέναξε. «Η Αλίρα δε μας έμαθε τι να κάνουμε σε περίπτωση που βρεθούμε στο ίδιο δωμάτιο με έναν Κυνηγό που η θεραπεύτρια της Σύναξης έχει πάρει υπό την προστασία της». Κοίταξε τον καναπέ και του έκανε νόημα να καθίσει. «Να, κάτσε εκεί και μην κουνηθείς καθόλου μέχρι να έρθουν οι Πρεσβύτεροι».

«Και αν κουνηθώ θα μου επιτεθείς;» τη ρώτησε, αλλά έκανε αυτό που του υπέδειξε.

«Εσύ θα μας επιτεθείς;» αντιγύρισε το κορίτσι.

Αν ήξερε πως θα γινόταν Κυνηγός ώστε μια μέρα να τρομάζει μικρά κοριτσάκια δεν θα είχε πάρει ποτέ τους όρκους. Άραγε αν οι άνθρωποι έβλεπαν τις μάγισσες όπως τις έβλεπε τώρα εκείνος θα υπήρχαν Κυνηγοί;

«Όχι» απάντησε ειλικρινά.

Και τότε συνέβη το απρόσμενο: Η μικρή μάγισσα κάθισε δίπλα του και ξεφύσηξε.

«Δεν καταλαβαίνω. Από τη μια συλλαμβάνεις την Σελίν και από την άλλη την φέρνεις σπίτι. Τι προσπαθείς να πετύχεις;''

«Δεν θα υποθέσεις κι εσύ ότι το έκανα για να κερδίσω την εμπιστοσύνη της ώστε να μου δείξει τον δρόμο για το χωριό σας και οδηγήσω εδώ τους Κυνηγούς;»

«Η Σελίν δεν είναι αφελής. Αν αυτή ήταν η πρόθεσή σου δεν θα σε είχε οδηγήσει ποτέ στο χωριό». Τα καθαρά γαλάζια μάτια της βρήκαν τα δικά του. «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου».

Δεν ήξερε τι απάντηση να δώσει. Οι σκέψεις του ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι. Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα που δεν είχε χρόνο για να τα επεξεργαστεί, όχι πραγματικά. Ένιωθε ότι έχανε τον έλεγχο της ζωής του και το μισούσε αυτό.

«Τι θα γίνει με εμένα;» ρώτησε, αφήνοντας τη δική της ερώτηση αναπάντητη.

Το μυαλό του περιπλανήθηκε στο σπίτι που δεν μπορούσε να επιστρέψει και στην οικογένεια που είχε αφήσει πίσω. Τι έκαναν οι δικοί του τώρα; Σίγουρα ο Τομ ήταν έξαλλος μαζί του, ενώ ο πατέρας του θα είχε τρελαθεί από την ανησυχία. Πιθανότατα ήταν απογοητευμένος που ο γιος του το είχε σκάσει σαν δειλός μέσα στη νύχτα.

«Πολλοί θα απαιτήσουν να κρεμαστείς» απάντησε η μάγισσα με ωμή ειλικρίνεια. «Ή ίσως προτείνουν να σε κάψουν».

Προσπάθησε να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα προτιμούσε να πεθάνει αν του δινόταν η επιλογή. Τι μακάβρια σκέψη! Το ιδανικό θα ήταν να πεθάνει σε μια μάχη, όχι κάτι άνανδρο όπως το κρέμασμα ή ο αποκεφαλισμός, αλλά στην θέση που βρισκόταν το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν κάτι γρήγορο.

«Ο Ρόραν δεν θα τους αφήσει».

Την κοίταξε ξαφνιασμένος, υψώνοντας τα φρύδια του. «Και εγώ που νόμιζα ότι αυτός θα είναι που θα κρατάει τον πυρσό».

«Δεν είμαστε βάρβαροι». Σε αντίθεση με εσάς, ήταν οι λέξεις που έμειναν να αιωρούνται ανάμεσα τους. Τον κοίταζε επικριτικά αλλά δεν υπήρχε πραγματική σκληρότητα στο βλέμμα της. Τα μάτια της στένεψαν ελαφρώς σαν να τον μελετούσε, σαν να προσπαθούσε να δει μέσα του και να ξετυλίξει τα μυστικά του. Του θύμιζε την Σελίν. «Άλλωστε, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω η Αλθία θέλει να σε κρατήσει ζωντανό».

Κρίμα, ήλπιζε να του αποκαλύψει τον λόγο πίσω από την στάση της ηλικιωμένης μάγισσας. Ήταν πολύ ύποπτη.

Χωρίς προειδοποίηση, η Αριάνα τίναξε το χέρι της και άρπαξε τον δεξιό καρπό του. Ένα έντονο κάψιμο απλώθηκε πάνω στο δέρμα του σαν να τον άγγιζε πυρακτωμένο σίδερο αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει η κοπέλα τον άφησε. Ο Έρικ πήρε δυο κοφτές γρήγορες ανάσες για να διώξει τον πόνο. Έπιασε το χέρι του και το κοίταξε.

Δυο λεπτοί κύκλοι που ενώνονταν είχαν εμφανιστεί στο εσωτερικό του καρπού του, ελαφρά υπερυψωμένοι σαν ουλές και με το δέρμα γύρω τους να έχει κοκκινίσει.

Έπνιξε μια βρισιά και κοίταξε την νεαρή μάγισσα που σηκώθηκε όρθια. «Τι στο καλό είναι αυτό;» απαίτησε να μάθει.

«Μια μικρή προφύλαξη» απάντησε η Αριάνα, ξεκάθαρα ευχαριστημένη με τον εαυτό της για αυτό που είχε κάνει. «Αν κουνηθείς θα το μάθω. Και αν κάνεις έστω και ένα ύποπτο βήμα προς τις φίλες μου θα σε σκοτώσω» τον προειδοποίησε.

Στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια του και την παρακολούθησε να φεύγει, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει στο διπλανό δωμάτιο.



Το κεφάλι της πονούσε λες και τη χτυπούσε σφυρί.

Όταν ήταν δεκατριών είχε μεθύσει για πρώτη φορά μαζί με τον Ρόραν και τη Νάγια. Ο Άιζακ είχε γίνει έξαλλος όταν τους βρήκε. Για δυο μέρες ένιωθε το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει και το στομάχι της ανακατευόταν τόσο που δεν τολμούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Μέχρι να περάσει και να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια της είχε ορκιστεί πως δεν θα ξανάπινε ποτέ στη ζωή της.

Κάπως έτσι ένιωθε τώρα.

Το πρώτο που αντιλήφθηκε όταν άρχισε να ανακτά επαφή με το περιβάλλον γύρω της ήταν πως βρισκόταν ξαπλωμένη, αλλά το στρώμα ήταν πιο σκληρό από αυτό που είχε στο κρεβάτι της. Άρα, δε βρισκόταν στο δωμάτιό της. Ένα αγόρι καθόταν δίπλα της αλλά η μορφή του ήταν θολή και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις λεπτομέρειες του προσώπου του. Κρατούσε το χέρι της και ο αντίχειρας του σχημάτιζε αφηρημένα σχέδια στο εσωτερικό του καρπού της. Η κίνηση την νανούριζε.

«Σελίν» άκουσε μια φωνή να την καλεί. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του ή τουλάχιστον νόμισε ότι το έκανε, δε μπορούσε να είναι σίγουρη. Ένα δροσερό χέρι ακούμπησε το μάγουλό της. «Σελίν, με ακούς;»

Ακόμα κι αν βρισκόταν ανάμεσα σε ένα πλήθος χιλίων ατόμων θα αναγνώριζε αυτή τη φωνή. Ξαφνικά σταμάτησε να αναρωτιέται πού βρισκόταν. Δεν είχε σημασία. Αφού εκείνος ήταν δίπλα της τότε ήταν ασφαλής.

«Ροράν». Η φωνή της ήταν βραχνή και ο λαιμός της ήταν ξερός και πονούσε.

«Δόξα τα Πνεύματα, έπιασε» ξεφύσηξε το αγόρι και έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του για μερικές στιγμές, λες και η ανακούφιση που ένιωσε ήταν υπερβολική για να την αντέξει. «Πως νιώθεις;»

«Θυμάσαι τη γιορτή της Ρεάννα, στο κελάρι με την Νάγια;»

«Τόσο χάλια;»

«Τόσο χάλια» μουρμούρισε. «Τι συνέβη;»

«Δεν έχει σημασία» της απάντησε. «Πέρασε. Ξεκουράσου. Όλα τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν».

«Ρόραν, τι έγινε;» επέμεινε. Δεν είχε καταρρεύσει χωρίς λόγο και δεν ήθελε να μιλήσουν αργότερα. Ήθελε να μάθει τώρα. Ο Ρόραν ποτέ δεν της έκρυψε την αλήθεια. Αν είχε γίνει κάτι και δεν ήθελε να της πει τότε ήξερε πως ήταν κάτι άσχημο.

Το δωμάτιο σταμάτησε να γυρίζει και οι λεπτομέρειες άρχισαν να ξεδιαλύνονται. Επιτέλους μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπό του: την έντονη γραμμή του σαγονιού του, τη μικρή ουλή στην άκρη του αριστερού φρυδιού, τα πράσινα μάτια του που καθρέφτιζαν την πάλη που μαινόταν μέσα του καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να απαντήσει στην ερώτηση, ενώ ταυτόχρονα ήθελε απελπισμένα να την αποφύγει.

Πόσο καιρό κοιμόταν; Και τι είχε συμβεί όσο ήταν αναίσθητη;

Και πού ήταν ο Έρικ; Επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της και ανασηκώθηκε. Μια σουβλιά διαπέρασε τους κροτάφους της αλλά την αγνόησε. Στηρίχτηκε στους αγκώνες και σάρωσε τον χώρο με το βλέμμα της. Το μυστήριο του πού βρισκόταν λύθηκε, αφού αυτή ήταν ξεκάθαρα η κουζίνα της Άλθια, αλλά μονάχα εκείνη και ο Ρόραν βρίσκονταν στο δωμάτιο.

Είχαν εκτελέσει τον Έρικ; Ο πανικός έσφιξε το στήθος της, κόβοντάς της την ανάσα. Αυτό προσπαθούσε να της πει;

«Σε καταράστηκαν» είπε ο Ρόραν, χαμηλώνοντας το βλέμμα του στο χέρι του, που κρατούσε ακόμα το δικό της.

«Τι;» Είχε σαστίσει τόσο που σχεδόν ξέχασε τον πανικό της. «Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Γιατί;»

«Ο πατέρας μου» απάντησε πικρά το αγόρι. Η έκφρασή του ήταν πονεμένη σαν να τον είχαν χτυπήσει στο στομάχι.

«Όχι» είπε η κοπέλα κουνώντας δύσπιστα το κεφάλι της, μορφάζοντας από τον πόνο που προκάλεσε η κίνηση στο κρανίο της. «Ο Άιζακ δεν είναι δολοφόνος. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο».

«Τον έπιασα με τη ρίζα του μανδραγόρα στο χέρι και δεν προσπάθησε καν να το αρνηθεί» επέμεινε ο Ρόραν, λίγο πιο απότομα απ' όσο σκόπευε. Μπορεί να προσπαθούσε να φανεί δυνατός μπροστά σε εκείνη και στο χωριό αλλά το βάρος των καταστάσεων είχε αρχίσει να τον λυγίζει. Είχε χάσει τον πατέρα του. Θα έπρεπε να μπορέσει τουλάχιστον να θρηνήσει αλλά μετά από αυτό που είχε κάνει ο Άιζακ δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να το κάνει.

Η καρδιά της μάτωσε για εκείνον.

«Δεν καταλαβαίνω». Ξάπλωσε ξανά. «Το ήξερα πως ο Άιζακ ήταν θυμωμένος μαζί μου αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι με μισούσε».

«Ούτε κι εγώ φαντάστηκα κάτι τέτοιο, αλλά δεν πιστεύω ότι σε μισούσε. Όταν τον βρήκαμε είπε κάποια πράγματα... Πράγματα που δεν έβγαζαν νόημα». Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να διώξει την ανάμνηση και αναστέναξε κουρασμένα. «Ειλικρινά, δε μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανε. Ήξερε πως είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο θα έχανε τα πάντα».

Έσφιξε το χέρι του με όση δύναμη είχε. «Κοιμήθηκες καθόλου;» Το δέρμα του ήταν χλωμό και υπήρχαν γκρίζες σκιές κάτω από τα μάτια του.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Θυμάσαι, όταν ήμασταν μικροί, πώς ξαπλώναμε ο ένας δίπλα στον άλλο και μιλούσαμε μέχρι να αποκοιμηθούμε;»

«Θυμάμαι πως εσύ ερχόσουν στο κρεβάτι μου και με ξυπνούσες επειδή δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Μετά μου έπιανες την κουβέντα και πάντα τη στιγμή που εγώ ξυπνούσα τελείως και δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ σε έπαιρνε ο ύπνος».

Γέλασαν και οι δυο και ο Ρόραν ξάπλωσε δίπλα της. Πέρασε το χέρι του κάτω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του, όπως έκαναν παλιά. Η Σελίν βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του και τον κοίταξε.

«Τι θα κάνεις τώρα;»

«Θα πάρω τη θέση του πατέρα μου στο Συμβούλιο» της απάντησε σαν να ήταν κάτι αυτονόητο, σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Και αυτό ήταν άδικο επειδή όλοι θα έπρεπε να έχουν επιλογές. «Φοβάμαι» παραδέχθηκε.

«Τι φοβάσαι;» τον ρώτησε.

«Ότι δεν θα τα καταφέρω. Ότι δεν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες που έχουν για μένα και θα τους απογοητεύσω όλους. Τους έπεισα να σταματήσουν τις Θυσίες. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Αν η Μπαστιάνα ζητήσει αντίποινα, αυτό το αίμα θα είναι στα δικά μου χέρια. Αν δεν μπορέσω να τους προστατεύσω;»

«Δεν έχει κάνει καμία κίνηση για να δείξει ότι θέλει τις Θυσίες; Έχει περάσει τόσος καιρός».

«Όχι, και αυτό είναι που με ανησυχεί. Μου θυμίζει εσένα όταν θυμώνεις, όταν είσαι πραγματικά θυμωμένη, που στην αρχή δεν κάνεις τίποτα και τη στιγμή που δεν το περιμένουμε...»

«Ξεσπάει το χάος». Σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της και τα σκούρα μπλε μάτια της βρήκαν τα πράσινα δικά του. «Πιστεύω σε εσένα, Ρόραν. Δεν θα εμπιστευόμουν κανέναν άλλον περισσότερο από εσένα για να μας οδηγήσει και είμαι σίγουρη και πως οι υπόλοιποι νιώθουν το ίδιο. Αλλά δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι ότι είσαι μόνος σου σε αυτό. Η Σύναξη δεν ψάχνει κάποιον για να κρυφτεί πίσω του και να τον αφήσει να δώσει τις μάχες τους. Θέλουν κάποιον που ξέρουν ότι θα πολεμήσει δίπλα τους».

«Ελπίζω να έχεις δίκιο».

Έμεινε σιωπηλός για λίγο, χαμένος στις σκέψεις του και η Σελίν δεν τόλμησε να σπάσει την σιωπή παρά τις ερωτήσεις που βασάνιζαν το μυαλό της.

«Άσε με να δω» της είπε σηκώνοντας απαλά το χέρι της και η Σελίν κατάλαβε αμέσως πως εννοούσε τις αναμνήσεις της με τον Έρικ.

«Ρόραν, μη. Το μόνο που μπορεί να φέρει αυτό είναι περισσότερος πόνος».

Έμπλεξε τα δάχτυλα του μέσα στα δικά της και κοίταξε τα ενωμένα χέρια τους.

«Όταν ανακάλυψα τι είχε κάνει ο πατέρας μου δεν ήξερα αν είχα προλάβει να τον σταματήσω εγκαίρως ή αν ήταν αργά». της εξομολογήθηκε και η Σελίν ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. «Καθόμουν εδώ όσο ήσουν αναίσθητη και προσευχόμουν σε κάθε Θεό που ήξερα να ανοίξεις τα μάτια σου. Και δεν με ένοιαζε αν θα περνούσες την ζωή σου κοιτώντας εμένα ή τον Κυνηγό. Αλήθεια σου λέω, δεν με ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα ήταν ξυπνήσεις».

«Ρόραν...»

«Σε παρακαλώ, άσε με να τελειώσω» την σταμάτησε. «Το ξέρω πως έχω φερθεί εγωιστικά στο παρελθόν και πως τα αισθήματα που έχω για σένα δεν έχουν ανταπόκριση, μα αυτό δεν σημαίνει πως έχω σταματήσει να σε νοιάζομαι. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, με όποιον κι αν θέλεις να είσαι, είσαι η οικογένειά μου και αυτό που μετράει για εμένα είναι να είσαι καλά». Κοίταξε ξανά τα μπλεγμένα χέρια τους. «Αλλά έχω ανάγκη να ξέρω».

Δίστασε, όμως μετά από τόσα ψέματα του χρωστούσε την αλήθεια. Άνοιξε το μυαλό της και οι αναμνήσεις κύλησαν μέσα από τον δεσμό τους. Τον άφησε να δει την πρώτη της συνάντηση με τον Έρικ στην γιορτή, τη μάχη που είχε δώσει με τον εαυτό της πριν πάει να τον συναντήσει στον λόφο με την βελανιδιά, πριν από κάθε τους συνάντηση, επειδή ήξερε πως ήταν λάθος να λαχταρά να τον δει αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να πάψει να τον σκέφτεται. Του έδειξε την επίθεση του λύκου και τον χρόνο που είχε περάσει μέσα σε εκείνο το σκοτεινό κελί, που τώρα έμοιαζαν με κακό όνειρο. Το βράδυ που ο Έρικ και τα αδέλφια του την ελευθέρωσαν ενώ το χωριό τους τυλιγόταν στις φλόγες. Πως την είχε βοηθήσει να γυρίσει στο σπίτι της θυσιάζοντας κάθε ελπίδα να επιστρέψει στο δικό του, πως τον είχε μισήσει στην αρχή αλλά με κάποιο τρόπο που ούτε εκείνη καταλάβαινε είχε καταλήξει να τον εμπιστεύεται.

Ο Ρόραν τράβηξε απαλά το χέρι του από το δικό της και η ροή των οραμάτων σταμάτησε. «Τώρα καταλαβαίνω» κατέληξε, απευθυνόμενος περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη.

Ήθελε να του πει ότι απλά νοιαζόταν για τον Έρικ και ότι τα περίπλοκα συναισθήματα που έτρεφε για το αγόρι δεν σήμαιναν τίποτα περισσότερο, αλλά δεν το έκανε. Οι λέξεις απαιτούσαν ενέργεια και ξαφνικά ένιωθε πολύ, πολύ κουρασμένη.

«Οπότε, τι κάνουμε τώρα;» την ρώτησε ο Ρόραν.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος την ρωτούσε τι ήθελε να κάνει αντί απλά να της το ανακοινώσει. Αφιέρωσε μια στιγμή για να το σκεφτεί.

«Τίποτα» του απάντησε. «Νομίζω πως και οι δυο χρειαζόμαστε ένα καλό, πολύ μεγάλο ύπνο».

«Καλή ιδέα» συμφώνησε το αγόρι και έκλεισε τα μάτια του.

Έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι να αποκοιμηθούν, όπως όταν ήταν παιδιά.



Τα δάχτυλά του έτρεχαν πάνω στο σημάδι με τους δυο ενωμένους κύκλους στο εσωτερικό του καρπού του. Δεν είχε κουνηθεί από το σημείο που τον είχε αφήσει η Αριάνα, όχι επειδή πίστευε ότι η μικρή μάγισσα θα πραγματοποιούσε τις απειλές της αλλά επειδή δεν είχε λόγο να το κάνει. Που να πάει; Στην κουζίνα μαζί με την Σελίν και τον Ρόραν; Από το σημείο που καθόταν μπορούσε να τους δει, μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, να κοιμούνται αγκαλιασμένοι στο μικρό κρεβάτι. Και οι δυο έδειχναν ήρεμοι, σαν να είχαν αποκοπεί από τα πάντα γύρω τους και να βρίσκονταν σε έναν δικό τους γαλήνιο κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο εκείνος δεν ανήκε. Πίεσε με δύναμη το σημάδι στο χέρι του λες και αυτό θα βοηθούσε να χαλαρώσει το σφίξιμο στο στήθος του.

Είχε ολοκληρώσει την αποστολή του να φέρει την Σελίν στο σπίτι της και εφόσον οι μάγισσες δεν έδειχναν κάποια ιδιαίτερη διάθεση να τον σκοτώσουν –προς το παρόν– είχε έρθει η ώρα να φύγει. Τώρα, προτού τα πρόσφατα γεγονότα με την εξορία του αρχηγού τους ξεθωριάσουν και η Σύναξη αποφασίσει να στρέψει την προσοχή της πάνω του.

Στην αρχή σκόπευε απλά να φύγει μακριά, να ανέβει σε ένα άλογο και να καλπάσει μέχρι να βρει μια νέα πατρίδα, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Τώρα έβλεπε πως αυτό δεν ήταν επιλογή. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του και να πει στους ανθρώπους την αλήθεια για τις μάγισσες. Το μίσος μέσα στο οποίο είχαν μεγαλώσει τόσες γενιές ήταν ένα ψέμα, αφού οι μάγισσες δεν ήταν τα τέρατα που πίστευαν ότι είναι. Πολλοί δεν θα τον πίστευαν και ακόμα περισσότεροι δεν θα ήθελαν καν να τον ακούσουν αλλά είχε χρέος να προσπαθήσει να διορθώσει τις αδικίες που είχαν διαπράξει οι πρόγονοί του.

Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρες και τα μόνα ξύπνια άτομα μέσα στο σπίτι ήταν εκείνος και η ηλικιωμένη μάγισσα. Αρκετοί είχαν περάσει ζητώντας να δουν την Σελίν ή ψάχνοντας για τον Ρόραν, αλλά η θεραπεύτρια τους έδιωχνε με συνοπτικές διαδικασίες. Και τα δυο παιδιά είχαν περάσει πολλά και χρειάζονταν ξεκούραση και δεν έπρεπε να τους ενοχλήσουν, έλεγε. Ο Έρικ πρόλαβε να δει αρκετές καχύποπτες ματιές προς το μέρος του πριν κλείσει η πόρτα. Ωστόσο, η ηλικιωμένη μάγισσα δεν του είχε δώσει μεγάλη προσοχή, περνώντας την περισσότερη νύχτα στην κουζίνα βράζοντας βότανα και ελέγχοντας τακτικά τους δυο κοιμισμένους νεαρούς. Οι κινήσεις και τα βήματά της ήταν αθόρυβα, σαν γάτας και ο Έρικ, απορροφημένος στις σκέψεις του, είχε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία της, ώσπου η μάγισσα βγήκε από την κουζίνα και πλησίασε προς το μέρος του.

«Ορίστε» του είπε, τείνοντας μια πήλινη κούπα που άχνιζε προς το μέρος του. «Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις και να κοιμηθείς λίγο».

Ο Έρικ την κοίταξε καχύποπτα χωρίς να κάνει καμία κίνηση για να πάρει την κούπα που του πρόσφερε. «Τι είναι αυτό;»

«Χαμομήλι. Πιστεύω πως είναι αρκετά διαδεδομένο ανάμεσα και στους ανθρώπους».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν το θέλω».

«Πιστεύεις ότι προσπαθώ να σε δηλητηριάσω;» ρώτησε η μάγισσα, σηκώνοντας τα λεπτά λευκά φρύδια της.

«Τι θα γίνει αν πω ναι;»

«Θα μου αποδείξεις ότι είσαι ένας ανόητος» αποκρίθηκε απλά η ηλικιωμένη. «Θα μπορούσα να σου απαριθμήσω τους λόγους, αλλά είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Οι μάγισσες δεν είμαστε δολοφόνοι αλλά όταν θέλουμε να σκοτώσουμε το κάνουμε με πολύ πιο εντυπωσιακό τρόπο από το δηλητήριο. Γι' αυτό πάρε την κούπα. Αυτά τα γέρικα κόκαλα δεν μπορούν να την κρατάνε στον αέρα για πολύ».

Ο Έρικ πήρε επιφυλακτικά την κούπα από τα ζαρωμένα χέρια της και την κοίταξε. «Γιατί είσαι καλή μαζί μου;»

«Εσύ γιατί ήσουν καλός με την Σελίν;»

Αυτό ήταν το πρόβλημα, δεν ήταν καλός μαζί της. «Επειδή την αδίκησα και ήθελα να επανορθώσω» απάντησε, κοιτάζοντας το αχνιστό ρόφημα. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε ποτέ να ξεπλύνει την ντροπή του για τις πράξεις του εκείνη τη μέρα στον λόφο.

«Αυτός είναι ο μόνος λόγος για να δείξεις καλοσύνη;» τον ρώτησε η θεραπεύτρια. «Για να ξεπληρώσεις ένα χρέος; Πολύ θλιβερή προσέγγιση για ένα τόσο νεαρό άτομο».

«Δεν απάντησες στην ερώτησή μου».

«Πιες και θα το κάνω».

Ο Έρικ κούνησε την κούπα και παρακολούθησε το ρόφημα να σχηματίζει μια μικρή δίνη μέσα της. Τι είχε να χάσει; Αυτή η γριούλα δεν φαινόταν ικανή να δηλητηριάσει κάποιον. Έφερε τη κούπα στα χείλη του και ήπιε μια γουλιά, καλωσορίζοντας το κάψιμο στη γλώσσα του, αφήνοντάς το να τον αποσπάσει για μερικές στιγμές από τις σκέψεις του.

«Έχεις τα μάτια της μητέρας σου» είπε η Αλθία.

Ο Έρικ κατέβασε την κούπα και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι». Η ζέστη από το ρόφημα να απλώθηκε μέσα του. «Η μητέρα μου είχε μαύρα μάτια. Τα δικά μου είναι καστανά».

«Κι όμως, μοιάζουν».

Ο Έρικ ετοιμάστηκε να της πει πως τα μάτια της μητέρας του ήταν έντονα και λαμπερά σαν όνυχας, όχι το δικό του βαρετό καστανό, μα ξαφνικά πάγωσε.

Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στην ηλικιωμένη μάγισσα.

«Πώς ξέρεις πώς ήταν τα μάτια της μητέρας μου;»

«Επειδή την είδα να μεγαλώνει παίζοντας σε αυτούς τους δρόμους» του απάντησε με κάτι που μόνο ως θλίψη θα μπορούσε να περιγραφεί στη φωνή της. «Ήμουν στο σπίτι της τη μέρα που γεννήθηκε και της έδωσαν τις ευλογίες και ήμουν ανάμεσα στους λίγους που μαζεύτηκαν για να την αποχαιρετίσουν όταν έφυγε».

Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. Η κούπα παραλίγο να γλιστρήσει από τα χέρια του.

«Όχι!» είπε κατηγορηματικά. «Όχι, κάνεις λάθος. Η μητέρα μου ήταν άνθρωπος. Ούτε καν πλησίαζε το δάσος».

«Επειδή επέλεξε να το εγκαταλείψει».

«Η μητέρα μου δεν ήταν μάγισσα!» φώναξε, αλλά αμέσως χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του, κοιτάζοντας προς το μέρος της κουζίνας για να δει αν είχε ξυπνήσει την Σελίν. Όμως εκείνη και ο Ρόραν κοιμούνταν βαθιά Η προσοχή του επέστρεψε στην Αλθία. «Η μητέρα μου δεν ήταν μάγισσα» επανέλαβε πιο σιγανά, αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν απόλυτος. «Η μητέρα μου σκοτώθηκε από μάγισσες».

Η μάγισσα κάθισε στη θέση που εκείνος εγκατέλειψε. «Δυστυχώς, φοβάμαι πως αυτό είναι αλήθεια» αναστέναξε. «Αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Με πίστεψες όταν σου είπα πως δεν είχα σκοπό να σε δηλητηριάσω. Ελπίζω να με πιστέψεις και τώρα που σου λέω ότι δεν έχω λόγο ή προσωπικό όφελος να σε εξαπατήσω». Τα θολά γαλανά μάτια της τον κοίταξαν με συμπάθεια. «Ήξερα την Βίβιαν από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι. Τα μάτια της ήταν γεμάτα ζωή και περιέργεια, διψούσε να ανακαλύψει τον κόσμο. Μου θυμίζει μια άλλη νεαρή μάγισσα που ξέρω». Το βλέμμα της γλίστρησε προς το μέρος της κουζίνας, εκεί όπου κοιμούνταν ο Ρόραν και η Σελίν πριν επιστρέψει ξανά σε εκείνον. «Άρχισε να μαθαίνει δίπλα μου τους τρόπους των θεραπευτών όταν έκλεισε τα δεκαεφτά. Μέχρι και σήμερα ήταν η καλύτερη μαθήτρια που είχα. Της άρεσε να πηγαίνει στο δάσος για να μαζεύει βότανα επειδή αυτό της έδινε την ευκαιρία να εξερευνήσει τι υπήρχε πέρα από το χωριό. Όμως μια μέρα αντί να βρει τα μανιτάρια και τα βρύα που αναζητούσε βρήκε έναν άνθρωπο, τον γιο ενός σιδερά που είχε χαθεί μέσα στο δάσος».

Τα χέρια του Έρικ έτρεμαν. Δεν είχε γνωρίσει τους παππούδες του αφού η μητέρα του δεν είχε ζωντανούς συγγενείς και ο πατέρας του είχε φύγει από το χωριό που μεγάλωσε λίγο αφότου παντρεύτηκαν αλλά ήταν αλήθεια πως ο παππούς του από την μεριά του πατέρα του ήταν σιδεράς. Θυμόταν τον πατέρα του να τους λέει ότι μπορούσε να φτιάξει τα πάντα, από σπαθιά και εργαλεία μέχρι κλειδαριές που κρατούσαν ακόμα και τους πιο επιδέξιους ληστές μακριά.

Αυτό δεν σήμαινε πως η μάγισσα του έλεγε την αλήθεια. Η Σελίν του είχε δείξει μια ανάμνησή της, μπορεί αυτή η γερόντισσα να είχε κάποιο τρόπο για να δει τις δικές του και να τις χρησιμοποιεί για να τον χειραγωγήσει.

«Τον αγάπησε και εγκατέλειψε τη Σύναξη για να τον παντρευτεί» συνέχισε η Αλθία. «Δε μπορούσε να τα έχει και τα δυο αλλά από την έκφραση της τη τελευταία φορά που την είδα δεν νομίζω πως μετάνιωσε για την επιλογή της».

Κοίταξε τον Έρικ σαν να περίμενε να το επιβεβαιώσει αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός, με τα χείλη του να έχουν σχηματίσει μια σφιχτή γραμμή.

«Απ’ όσο ξέρω έφυγαν μαζί και εγκαταστάθηκαν σε ένα άλλο χωριό όπου κανείς δεν τους γνώριζε και κανείς δεν θα υποψιαζόταν την καταγωγή της. Προσευχόμουν τα Πνεύματα να είναι σπλαχνικά μαζί της και να της δώσουν μια καλή ζωή με τη νέα της οικογένεια, αλλά δυστυχώς η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Θα μάθεις πως η Σύναξη φροντίζει τους δικούς της αλλά δεν συγχωρεί αυτούς που την πρόδωσαν».

Ήθελε να της φωνάξει ότι έλεγε ψέματα, ότι τα έβγαζε όλα από το μυαλό της αλλά όσο την άκουγε μικρές λεπτομέρειες από τη ζωή της οικογένειάς του τού έρχονταν στο μυαλό: το βιβλίο με τα βότανα της μητέρας του, η πιο πολύτιμη κατοχή της... ο τρόπος που αναγνώριζε κάθε φυτό που φύτρωνε στο δάσος κι ας μην είχε πάει ποτέ της εκεί... το πώς έτρεχε για να βοηθήσει κάθε φορά πως κάποιος αρρώσταινε...

Και δεν μιλούσε ποτέ για την οικογένεια της ή τη ζωή τους πριν τον πατέρα τους.

Και πάλι όμως δεν μπορούσε να το δεχθεί. Τα πάντα είχαν μείνει ακίνητα μέσα του λες και το αίμα στις φλέβες του είχε μετατραπεί σε πάγο κλέβοντας κάθε ίχνος ζεστασιάς. Η μητέρα του μάγισσα; Η σκέψη φαινόταν τόσο παράλογη όσο το να βγει το φεγγάρι στον μεσημεριανό ουρανό.

Οι κρόταφοί του πονούσαν από την πίεση μέσα στο κεφάλι του. Μια ερώτηση κατέπνιξε κάθε άλλη σκέψη μέσα στο μυαλό του. Δεν ήθελε να αποδεχθεί τα λεγόμενα της μάγισσας λέγοντας τη δυνατά αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις του να μείνει σιωπηλός..

«Γιατί την σκότωσαν;» ψιθύρισε.

Η Αλθία έκανε μια παύση και έψαξε για τις κατάλληλες λέξεις. «Τι ξέρεις για τις Θυσίες;»

«Η Σελίν μου είπε για αυτές».

«Άρα ξέρεις ότι κάθε καλοκαίρι εδώ και τριανταδύο χρόνια η Σύναξη καλείται να πάρει μια τρομερή απόφαση. Είσαι έξυπνος νεαρός, Έρικ Στόρμπορν. Θα πρέπει να καταλαβαίνεις πως όταν έρχεται η ώρα για κάτι τέτοιο είναι πιο εύκολο να πείσεις τον εαυτό σου ότι κάνεις το σωστό επιλέγοντας να θυσιάσεις κάποιον που θεωρείς ότι σε εγκατέλειψε παρά αυτόν που έχεις δίπλα σου». Στάθηκε όρθια μπροστά του. «Δεν είναι δίκαιο, παιδί μου, ούτε και σωστό, αλλά αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε. Ένας πεθαίνει για να ζήσουν οι πολλοί».

«Θα μπορούσατε να πολεμήσετε» είπε μέσα από τα δόντια του. Τα χέρια του έτρεμαν αλλά δεν ήξερε αν ήταν από το σοκ ή από την οργή. Ο θυμός που τον κυρίευσε έκανε την παγωνιά μέσα του να μετατραπεί σε μανιασμένη πυρκαγιά. «Η μητέρα μου είναι νεκρή επειδή επιλέξατε τον εύκολο δρόμο, επειδή φερθήκατε σαν δειλοί αντί να πολεμήσετε!»

Εκείνος και τα αδέλφια του είχαν στερηθεί το χάδι της. Ο πατέρας τους είχε μαραζώσει μετά τον χαμό της. Η οικογένεια τους είχε διαλυθεί.

«Φοβόμασταν πολύ για να το κάνουμε» του είπε η Αλθία, λες και αυτό ήταν δικαιολογία. «Εσείς πιστεύετε ότι οι μάγισσες είναι τα χειρότερα πλάσματα αλλά δεν γνωρίζεται τι πραγματικά υπάρχει μέσα στο δάσος, τι τρόμοι κατοικούν εκεί. Υπάρχουν μέρη που ακόμα και οι πιο ισχυροί από εμάς δεν τολμούν να διαβούν, μέρη γεμάτα σκοτάδι και θάνατο. Ο Ρόραν είναι ο πρώτος που προσπάθησε να φέρει την αλλαγή αλλά, αν θέλεις να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν αξίζει το τίμημα». Ακούμπησε το γερασμένο χέρι της στον ώμο του. «Το ξέρω πως αυτά που σου είπα είναι πολλά για να τα χωνέψεις μέσα σε μια νύχτα αλλά σου δίνω τον λόγο μου ότι όλα θα ξεδιαλύνουν με τον καιρό. Βρέθηκες εδώ για έναν λόγο».

Απομακρύνθηκε από κοντά του και βάδισε αργά προς την κρεβατοκάμαρα της, αλλά σταμάτησε στα μισά της διαδρομής και γύρισε για να τον κοιτάξει σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι.

«Με ρώτησες γιατί είμαι καλή μαζί σου. Η απάντηση είναι επειδή οι μάγισσες φροντίζουν τους δικούς τους. Και επειδή ίσως έτσι επανορθώσουμε για μια αδικία που διαπράξαμε εις βάρος της οικογένειας σου».

«Δεν είμαι μάγος» ήταν το μόνο που είπε.

Το μυαλό του είχε σταματήσει. Η μητέρα μου ήταν μάγισσα. Ο πατέρας τους τα ήξερε όλα, γι’ αυτό δεν ήθελε οι γιοι του να γίνουν Κυνηγοί, και τους το είχε κρατήσει κρυφό όλα αυτά τα χρόνια.

«Ίσως να μην μπορείς να χρησιμοποιήσεις μαγεία αλλά ένιωσα το αίμα της μάγισσας που κυλάει στις φλέβες σου. Και πιστεύω πως και η Σελίν το ένιωσε. Είμαι σίγουρη ότι έχεις ερωτήσεις αλλά μπορούν να περιμένουν μέχρι το πρωί. Προσπάθησε να ξεκουραστείς λίγο».

Του γύρισε την πλάτη και πήγε στο δωμάτιό της, αφήνοντάς τον μόνο καθώς ο κόσμος του κατέρρεε.


Φαίη