Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 14: Άσχημα Νέα)

Ο ύπνος τον βοήθησε να ηρεμήσει για λίγο τον πόνο στο στήθος του, αλλά μόλις ξύπνησε εκείνος επέστρεψε ακόμη χειρότερος.

«Τι τους ήθελε αυτούς που πήρε ο τύπος με τα κόκκινα ρούχα;» ρώτησε μετά από λίγο τον συγκρατούμενό του.

Ο άνδρας φάνηκε να αργεί λιγάκι να συνειδητοποιήσει πως μίλησε ο Μιχάλης, μέχρι που φάνηκε να τινάζεται, λες και είχε μόλις ξυπνήσει. Το απλανές βλέμμα του απέκτησε και πάλι την ηρεμία και τη συγκέντρωσή του.

«Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Προτιμώ όμως να μην ξέρω σε τι θέλει να τους χρησιμοποιήσει σε κάτι ο Ερυθρός Ηγέτης»

Ο Μιχάλης δε χρειαζόταν να ακούσει άλλα για να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης.

«Έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο;»

«Όσο ήμουν εγώ εδώ, όχι»

Από την απάντηση δεν μπορούσε να βγάλει και πολλά συμπεράσματα. Όμως, σκέφτηκε να κάνει την ερώτηση που ήθελε από τη στιγμή που ξύπνησε σε εκείνο το μέρος και ήταν αυτό που ήθελε να κάνει πια.

«Σίγουρα δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να αποδράσουμε;»

Τότε ο άνδρας αντέδρασε όπως και την πρώτη νύχτα του Μιχάλη εκεί.

«Ναι, δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρουμε κάτι τέτοιο. Είμαστε, δυστυχώς, καταδικασμένοι»

«Γιατί;»

«Επειδή η κατασκευή του Χίελθ έγινε ειδικά για αυτό το λόγο, να μην μπορούν να αποδράσουν οι φυλακισμένοι εκεί. Οι ικανότητες του Ερυθρού Ηγέτη είναι αναμφισβήτητα εκπληκτικές και δε νομίζω να άφησε κάποια δυνατότητα διαφυγής»

Αναστενάζοντας, προτίμησε να αλλάξει θέμα.«Υπάρχει κάποια θεραπεία για το τραύμα μου;»

«Δεν είμαι θεραπευτής για να σου πω κάτι με σιγουριά. Φαίνεται να κλείνει πάντως, παρόλο που ήταν πολύ βαθιά. Αλλά για να τη θεραπεύσουν... δε νομίζω. Ακόμη και να μπορούσαν, δε θα το έκαναν»

Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρώσει το θάρρος και την αισιοδοξία του, μήπως και κρατήσει κάποια ελπίδα μέσα του. Τότε, ένιωσε ένα καυτό υγρό να ρέει μέσα στο σώμα του, αλλά να μην τον καίει. Αντίθετα, αισθανόταν να του δίνει δύναμη.

Άνοιξε τα μάτια του έκπληκτος, μην μπορώντας να εξηγήσει αυτό που μόλις συνέβη. Ανακάθισε, αλλάζοντας θέση από ξαπλωμένος σε καθιστός στο έδαφος και ετοιμάστηκε να σηκωθεί όρθιος.

«Στάσου, τι πας να κάνεις;» τον ρώτησε ξαφνικά ο συγκρατούμενός του, φωνάζοντας ελαφρώς, με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό του.

«Θέλω απλά να σηκωθώ λίγο»

«Μια τέτοια κίνηση θα σε εξαντλήσει. Έχεις ήδη χάσει πολύ αίμα, μην πιέζεις και άλλο το σώμα σου»

Ο Μιχάλης πήγε να του πει πως ένιωθε καλύτερα και δε χρειαζόταν να ανησυχεί για αυτόν, αλλά κρατήθηκε. Ίσως ο άνδρας να είχε δίκιο και να κατέρρεε μετά από μια τέτοια προσπάθεια, γνωρίζοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Έτσι, κάθισε ξανά πιο βολικά.

«Καλύτερα να μείνεις εκεί, μη ρισκάρεις να σηκωθείς ξανά»

Σε αυτό συμφώνησε, μένοντας απλά ακίνητος και αμίλητος στη θέση του, προσπαθώντας να φανταστεί τρόπους απόδρασης. Αποφάσισε αρχικά να μελετήσει το χώρο των φυλακών.

Έτσι, την επόμενη φορά που ήρθε κάποιος να τους πάρει, περιεργάστηκε όσο περισσότερο μπορούσε το χώρο γύρω από εκεί που περνούσαν. Αυτό που παρατήρησε αρχικά, ήταν πως το μέρος καλυπτόταν από στενούς διαδρόμους, χωρίς να υπάρχει κάποιος ανοιχτός χώρος εκτός από εκείνον που είχαν βρεθεί την πρώτη φορά. Μία ιδέα κατέβηκε στο μυαλό του, αλλά έπρεπε περισσότερη επεξεργασία του χώρου και των κινήσεων για να τη βάλει σε λειτουργία.

Χρειάστηκε μια εβδομάδα για να ολοκληρώσει το σχέδιό του, το οποίο στο τέλος δεν έμοιαζε τόσο ελπιδοφόρο όσο στην αρχή. Ήξερε όμως πως ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.

Στις μέρες που πέρασαν επίσης, είχε την ευκαιρία να γνωριστεί καλύτερα με τον Σταμάτη, το συγκρατούμενό του, μαθαίνοντας πως είχε ηγετικό ρόλο στη μάχη, στην πλευρά του βασιλιά, και πως επίσης έχασε τη γυναίκα και το γιο του, από την επέλαση των Χιζέρκα στην περιοχή όπου ήταν το χωριό τους.

Η μάχη ήταν σκληρή και ο στρατός του βασιλιά είχε την υπεροχή, αλλά όλα άλλαξαν μέσα σε μια μέρα, καθώς οι Χιζέρκα απέκτησαν ένα μυστήριο όπλο που τους εξόντωσε πολύ γρήγορα. Ο Μιχάλης ήξερε φυσικά ότι αυτό ήταν το διαμάντι, που έφτασε στα χέρια του Ερυθρού Ηγέτη. Ελάχιστοι είχαν αιχμαλωτιστεί, με τους περισσότερους να έχουν σκοτωθεί ή να έχουν διαφύγει, ενώ οι Χιζέρκα έκαναν επιδρομή στη χώρα, σε όσα μέρη υπήρχαν μάγοι πιστοί στο βασιλιά. Ήταν διψασμένοι για εκδίκηση και δε θα σταματούσαν μέχρι να κυρίευαν όλη τη χώρα για λογαριασμό των Ηγετών, που τους έταξαν ανώτερες θέσεις από όλους τους άλλους μάγους.

Σε αυτό το θέμα ο Μιχάλης, φυσικά, δεν μπορούσε να έχει μια καθαρή άποψη, αφού και οι δύο πλευρές φαινόταν να είχαν δίκιο. Οι Χιζέρκα είχαν λιγότερα δικαιώματα και καταπιέζονταν από τα άλλα είδη μάγων για πολλά χρόνια, αλλά και η επιθυμία τους να ανέβουν στην εξουσία και ειδικά όσα έκαναν για να τη αποκτήσουν ήταν ακραία. Όπως και να είχε, ήθελε να βοηθήσει να σταματήσουν, πριν χαθούν πολλές ζωές ακόμη. Αυτό θα προσπαθούσε να κάνει.

Η ζωή στις φυλακές του Ερυθρού Ηγέτη δεν ήταν γενικά καλή. Φαγητό δινόταν στους κρατούμενους μία φορά στις τρεις μέρες, και αυτό ήταν λίγο ψωμί μονάχα ή κάποια φρούτα, με αποτέλεσμα οι κρατούμενοι να λιμοκτονούν, αλλά όλοι τους αντιστέκονταν σε όλα τα βασανιστήρια. Το μόνο ευχάριστο που συνέβη ήταν πως η αιμορραγία στο στήθος του σταμάτησε και ο πόνος υποχώρησε λίγο περισσότερο. Τον είχε όμως συνηθίσει πια και δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία.

Έτσι, έφτασε η μέρα της πραγματοποίησης του σχεδίου του.

«Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λίγο ανήσυχος. Παραπάνω από το κανονικό δηλαδή» τον ρώτησε ο Σταμάτης σε κάποιο σημείο.

«Όχι, δεν έχω κάτι άλλο να με ανησυχεί». Δεν ήθελε να τον υποψιαστεί ο συγκρατούμενός του, γιατί ήταν σίγουρος πως θα τον σταματούσε.

Πριν συνεχίσουν την κουβέντα τους, ακούστηκαν κραυγές πανηγυρισμού.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε έκπληκτος.

«Οι Χιζέρκα πανηγυρίζουν για κάποιο λόγο. Σίγουρα για κάτι κακό»

Την επόμενη στιγμή, εμφανίστηκε το άνοιγμα στον τοίχο και μέσα μπήκε ένας από τους φύλακες, με τόση φόρα, που παραλίγο να σκάσει στον τοίχο δίπλα στον Μιχάλη. «Τέλειωσαν τα παραμύθια, ανόητοι» είπε δυνατά, με μια απίστευτη χαρά στο γεμάτο μίσος πρόσωπό του, «ο βασιλιάς σας είναι νεκρός και ανέλαβε την εξουσία ο Άρχοντάς μας. Από εδώ και πέρα θα αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα και να γίνουν όπως πρέπει»

Καθώς μιλούσε, χτύπησε τα χέρια του και τα έτριψε με ικανοποίηση, σαν να είχε συμβεί κάτι που ήθελε πάρα πολύ και ετοιμαζόταν πια να κάνει αυτά που ήθελε, περιγραφή που ταίριαζε τέλεια στην πραγματικότητα φυσικά. Τα μάτια του Χιζέρκα έμοιαζαν να πετάνε σπίθες, ενώ οι κινήσεις του ήταν πιο έντονες. Τώρα ήταν ακόμη πιο τρομακτικός από ότι τις προηγούμενες φορές που τον είχε αντικρίσει ο Μιχάλης.

«Και για ποιο λόγο το λες σε εμας;» τον ρώτησε ξαφνικά ο Σταμάτης, εκπλήσσοντας τον Μιχάλη, «εμείς έτσι κι αλλιώς θα σαπίσουμε εδώ μέσα, δε θα μας επηρεάσει αυτό»

Ο Σταμάτης, καθώς μιλούσε, σήκωσε το πρόσωπό του και κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θάρρος αλλά και απέχθεια το φύλακα που είχε μπει μέσα. Εκείνος όμως, αντί να κάνει κάποια επιθετική κίνηση κατά του Σταμάτη για το θράσος του, κάτι που θα ήταν αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς τη συνολική συμπεριφορά των φυλάκων εκεί, ξέσπασε σε γέλια, λες και ο συγκρατούμενος του Μιχάλη είχε πει το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Τα γέλια του ήταν τόσο τρανταχτά που αντιλαλούσαν στους τοίχους μέσα και έξω από το κελί.

«Για να ξέρετε τι περιμένει την υπόλοιπη φάρα σας» είπε μόλις ηρέμησε από τα γέλια.

Την επόμενη στιγμή έφυγε από το κελί, με τον τοίχο να εμφανίζεται και πάλι στο σημείο όπου υπήρχε η ανοιχτή κυκλική πύλη πριν. Ο Σταμάτης κοίταζε αηδιασμένος το σημείο όπου χάθηκε από τα μάτια τους ο φύλακας, δείχνοντας φανερά ενοχλημένος από το όλο γεγονός που είχε μόλις συμβεί.

Ο Μιχάλης πάλι, δε χρειαζόταν να σκεφτεί πολύ για να καταλάβει πως η κατάσταση έξω από το Χίελθ δε θα διέφερε πια και πολύ από ότι μέσα σε αυτό.

«Θα γίνουν πολύ άσχημα τα πράγματα, έτσι δεν είναι;»

«Πάρα πολύ» απάντησε ο Σταμάτης, που ακόμη κοιτούσε το σημείο της πύλης που καλύφθηκε από το κομμάτι του τοίχου, «πρώτη φορά θα βρεθεί άλλωστε η χώρα υπό καθεστώς τυραννίας»

Δε χρειάστηκε να πει κάτι άλλο ο Σταμάτης, αφού ο Μιχάλης είχε καταλάβει πια τι θα συνέβαινε με τη χώρα. Ήξερε από την ιστορία τι γινόταν σε μέρη υπό το καθεστός τυραννίας.

Ο Σταμάτης δε φαινόταν να θέλει να μιλήσει παραπάνω, κι έτσι δεν είπε τίποτα άλλο. Το στομάχι του ήταν σφιγμένο και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά για αυτό που θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα. Έκλεισε τα μάτια του λίγο αργότερα, προσπαθώντας να ηρεμήσει, αλλά και να κοιμηθεί, για να είναι έτοιμος. Εκείνο το βράδυ ίσως να ήταν και το τελευταίο του στο Χίελθ.

Παναγιώτης Βάβαλος