Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 15)

Από όλα τα άτομα που είχαν περάσει από το σπίτι της Αλθία για να την επισκεφτούν ο τελευταίος που περίμενε να δει ήταν ο Ελάιζα. Δεν ήταν ότι της είχε φερθεί ποτέ άσχημα ή ήταν αγενής μαζί της, αλλά κάτι στην στάση του την έκανε να αισθάνεται πως δεν την ενέκρινε και για κάποιο λόγο που δεν είχε καταλάβει ποτέ δεν έβλεπε με καλό μάτι την φιλία της με την Αριάνα.

Πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι αλλά ο μεγαλύτερος μάγος την σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι του.

«Σε στιγμές σαν κι αυτές δεν χρειάζεται να κρατάμε τους τύπους». Πήγε προς το μέρος της αλλά δεν πήρε μια από τις καρέκλες για να καθίσει. Τα καστανά μάτια του την μελετούσαν προσεχτικά. «Πώς νιώθεις;»

«Καλά», του απάντησε, μπερδεμένη από το ξαφνικό ενδιαφέρον. Φαίνεται πως η εξορία του Άιζακ είχε διαταράξει τελείως τις ισορροπίες στη Σύναξη.

Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε πολύ καλύτερα. Σωματικά τουλάχιστον. Κουρασμένη, όπως όταν ανάρρωνες από ένα βαρύ κρύωμα, αλλά ανυπομονούσε να σηκωθεί από αυτό το κρεβάτι όπου ήταν καθηλωμένη τις τελευταίες δυο μέρες.

Η ακινησία την έκανε νευρική. Αν και έπρεπε να παραδεχθεί ότι απολάμβανε τις περιποιήσεις της Αλθία και του Ρόραν, που της αφιέρωνε όσες ώρες κατάφερνε να ξεκλέψει. Ήταν ωραίο να νιώθεις πως έχεις ανθρώπους που σε νοιάζονται και σε προσέχουν και το ενδιαφέρωο της Σύναξης –τουλάχιστον των περισσότερων– την είχε συγκινήσει.

«Θέλω να σου μεταβιβάσω τις ευχές του Συμβουλίου για μια γρήγορη ανάρρωση», της είπε ο Ελάιζα, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή του λίγο πιο ζεστή αλλά βγήκε το ίδιο επίσημη όπως πάντα. «Και να ξεκαθαρίσω πως κανένας μας δεν είχε ανάμιξη στο σχέδιο του Άιζακ. Σε διαβεβαιώ πως αν γνωρίζαμε τι σκόπευε να κάνει θα τον είχαμε εμποδίσει».

«Σε πιστεύω», απάντησε η κοπέλα, ισιώνοντας άβολα τις ζάρες της κουβέρτας με το χέρι της. Δεν ήθελε να μιλήσει ούτε να σκέφτεται αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει ο Άιζακ. Εκείνη και ο Ρόραν πρόσεχαν να αποφεύγουν την οποιαδήποτε αναφορά σε εκείνον. Ήξερε πως ήταν δύσκολο για τον Ρόραν να μη μιλάει για τον πατέρα του και ένιωθε άσχημα για αυτό αλλά… Δεν ήταν έτοιμη.

«Θέλουμε να ξέρεις πως η Σύναξη είναι ασφαλής για ‘σένα», της είπε ο Ελάιζα. «Αυτό είναι το σπίτι σου. Αν χρειαστεί το οτιδήποτε οι Πρεσβύτεροι θα είναι δίπλα σου».

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε. Μπορεί να μην είχε κάποια ιδιαίτερη αγάπη για τους Πρεσβύτερους αλλά το εκτιμούσε.

Ο Ελάιζα ένευσε. «Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς».

Μόλις έφυγε, η Σελίν πέταξε στην άκρη τη κουβέρτα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Περίμενε μια στιγμή για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ζαλιστεί και πήγε αργά προς το καθιστικό. Η Νταίνα καθόταν στον καναπέ και έπινε κάτι μέσα από μια κούπα που άχνιζε. Η Αλθία πρέπει να την είχε αφήσει στη θέση της για να πάει σε κάποια δουλειά.

Θυμήθηκε κάτι που της είχε πει η ηλικιωμένη πριν από καιρό: Τα καταφέρνεις καλά με τα φίλτρα και τα βότανα. Η Σύναξη χρειάζεται κι άλλες θεραπεύτριες. Έχεις σκεφτεί ποτέ να ακολουθήσεις αυτό το μονοπάτι;

Είχε αλλάξει τη κουβέντα χωρίς να απαντήσει. Η Αλθία της είχε προτείνει να μαθητεύσει δίπλα της. Η Αλίρα της έλεγε πάντα ότι ήταν γεννημένη για να γίνει δασκάλα. Ο Άιζακ την προόριζε για σύζυγο του επόμενου αρχηγού της Σύναξης. Η ίδια δεν είχε σκεφτεί τον εαυτό της ως τίποτα απ’ όλα αυτά. Αν το έκανε θα σήμαινε μια ζωή καθηλωμένη στο χωριό ενώ εκείνη ονειρευόταν να ανακαλύψει τι υπήρχε πέρα από αυτό, μακριά από τα ίδια μέρη που έβλεπε σε όλη της τη ζωή, τους ίδιους ανθρώπους, την ίδια μονότονη καθημερινότητα.

Και τώρα;

Αν τα Πνεύματα την τιμωρούσαν για τον εγωισμό της και πλέον δεν είχε καμία θέση στη Σύναξη; Ο Ελάιζα της είχε πει πως αυτό ήταν το σπίτι της, αλλά ήξερε πως η επιστροφή της στο χωριό δεν θα ήταν ομαλή και δίχως εντάσεις. Μπορεί να μην ήθελαν να την δουν νεκρή αλλά είχε φέρει έναν Κυνηγό στο κατώφλι τους, είχε φερθεί τον Ρόραν με έναν τρόπο που πολλοί θεωρούσαν ανέντιμο και ο Άιζακ είχε εξοριστεί εξαιτίας της. Δεν θα τα ξεχνούσαν όλα αυτά.

Κούνησε το κεφάλι της και έδιωξε τις σκέψεις. Δεν μπορούσε να αλλάξει αυτά που είχαν γίνει και θα αντιμετώπιζε τις συνέπειες όταν ερχόντουσαν.

«Τι πίνεις;»

Η Νταίνα γύρισε το κεφάλι της και την κοίταξε. «Τσάι από άγριο τριαντάφυλλο. Το έβρασα ενώ κοιμόσουν». Ένευσε προς το χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού και το τσαγιερό πάνω του που άχνιζε ακόμα. «Θέλεις λίγο;»

«Ναι, σε παρακαλώ», της απάντησε και κάθισε βαριά στον καναπέ. Ακόμα και αυτή η ελάχιστη άσκηση την είχε επηρεάσει, αλλά ήταν ωραία που κινούταν ξανά.

Η Νταίνα σηκώθηκε και πήγε στη κουζίνα. Επέστρεψε κρατώντας μια άδεια κούπα και ένα μικρό πήλινο πιατάκι με μια πράσινη πάστα. Το άφησε πάνω στο τραπεζάκι και σέρβιρε την Σελίν.

«Σ’ ευχαριστώ», της είπε, παίρνοντας την ζεστή κούπα στα χέρια της.

«Αν η Αλθία δει ότι σηκώθηκες θα μου βάλει τις φωνές».

«Θα γυρίσω στο κρεβάτι πριν επιστρέψει», της υποσχέθηκε. «Ήθελα απλώς να ξεμουδιάσω λίγο».

Η Νταίνα έπιασε το πιατάκι με την πάστα και τράβηξε προς τα κάτω τη λαιμοκοπή του φορέματος της Σελίν. Το αποτύπωμα της κατάρας του Άιζακ ήταν ακόμα εμφανές κάτω από την κλείδα της και οι μικρές φλέβες γύρω του είχαν ένα ασθενικό γκρίζο χρώμα. Απέστρεψε το βλέμμα της σε μια ανόητη προσπάθεια να προσποιηθεί ότι δεν υπήρχε. Η Νταίνα πήρε την πράσινη πάστα με τις άκρες των δαχτύλων της και την άπλωσε πάνω στο σημάδι. Η έντονη μυρωδιά έκανε την Σελίν να σουφρώσει τη μύτη της αλλά ευτυχώς ξεθώριασε γρήγορα.

Ήπιε μια γουλιά από το κοκκινωπό τσάι. Η ζέστη που απλώθηκε μέσα της και το άρωμα του τριαντάφυλλου είχαν έναν υπέροχο τρόπο να την χαλαρώνουν.

Στο μυαλό της ήρθε άλλο ένα άτομο που θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό.

«Μπορώ να έχω άλλη μια κούπα;»

Η Νταίνα την κοίταξε με απορία. «Τι να την κάνεις;»

«Θέλω να την πάω κάπου», απάντησε αόριστα.

Η Νταίνα συνοφρυώθηκε, δείχνοντάς της πως δεν ενέκρινε ό,τι κι αν ήταν αυτό που σκόπευε να κάνει, αλλά πήγε και έφερε αυτό που της ζήτησε χωρίς να πει τίποτα. Ωραία. Δεν χρειαζόταν την άδεια της ούτε της όφειλε εξηγήσεις.

Έπιασε το τσαγερό, που πρέπει να διατηρούσε τη θερμοκρασία του με μαγεία, και γέμισε την άδεια κούπα. Πήγε στο παλιό δωμάτιο της κόρης της Αλθίας και χτύπησε την πόρτα.

Δεν πήρε απάντηση, που από τεχνικής άποψης δεν σήμαινε ότι της απαγόρευαν την είσοδο -σωστά;- οπότε άνοιξε και μπήκε. Μια ελαφριά μυρωδιά σκόνης πλανιόταν στον αέρα. Το δωμάτιο πρέπει να ήταν κλειστό πολύ καιρό αφού η Μύριαμ ήταν παντρεμένη εδώ και δεκαπέντε χρόνια και η Αλθία σπάνια άφηνε κάποιον να μπει εδώ μέσα.

Βρήκε τον Έρικ να στέκεται δίπλα στο παράθυρο, με το βλέμμα του καρφωμένο έξω λες και όλες οι απαντήσεις που αναζητούσε κρύβονταν κάπου εκεί και αν συγκεντρωνόταν πολύ θα τις έβρισκε. Πήγε δίπλα του και του έδωσε το τσάι. Πήρε τη κούπα από το χέρι της χωρίς να πει λέξη και την άφησε πάνω στο περβάζι.

«Η Αλθία μου μίλησε», του είπε. «Αν δεν θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό δεν θα σε πιέσω αλλά θα μείνω εδώ»

Αν βρισκόταν εκείνη στη θέση του θα ήθελε να έχει κάποιον δίπλα της για να της συμπαρασταθεί και εφόσον ήταν το μόνο πρόσωπο που γνώριζε ο Έρικ μέσα σε αυτό το χωριό γεμάτο αγνώστους θα αναλάμβανε αυτόν τον ρόλο. Αθόρυβα, πήγε και κάθισε στο κρεβάτι. Το στρώμα ήταν πιο μαλακό από αυτό στη κουζίνα και η νεαρή μάγισσα ένιωσε μια επιθυμία να κλείσει τα μάτια της και να αποκοιμηθεί.

Ο Έρικ γύρισε και την κοίταξε. Έδειχνε κουρασμένος, σαν να είχε μείνει ξάγρυπνος εδώ και δυο μέρες.

«Θέλεις να το συζητήσεις;» τον ρώτησε η Σελίν.

Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Θα αλλάξει κάτι αν μιλήσω γι’ αυτό; Ξαφνικά μαθαίνω πως η μητέρα μου ήταν μάγισσα. Μάγισσα. Και εγώ… Δεν ξέρω τι είμαι».

«Πρέπει να είναι δύσκολο να το αποδεχθείς…»

«Δεν είναι δύσκολο, είναι αδύνατον!» είπε απότομα. «Πριν από λίγο καιρό νόμιζα ότι ήξερα ποιος είμαι και πως είχα μια πορεία στη ζωή μου και τώρα ανακαλύπτω πως όλα αυτά τα χρόνια ζούσα μέσα σε ένα ψέμα. Πώς γίνεται να ξέρω ποιος είμαι όταν υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου που αγνοούσα;» Κοίταξε οργισμένα τον ουρανό. «Δεν το πιστεύω πως ο πατέρας μου μας κορόιδεψε με αυτόν τον τρόπο».

«Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο πατέρας σου αλλά φαντάζομαι πως το έκανε για να σας προστατεύει. Για να κρατήσει ασφαλή τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο καθένας στη θέση του θα είχε κάνει το ίδιο».

Τα καστανά μάτια του Έρικ ήταν γεμάτα θυμό, το πρόσωπο του σφιγμένο και σκληρό σαν ενός αγάλματος. «Μας εξαπάτησε», είπε μέσα από τα δόντια του. «Δεν είχε κανένα δικαίωμα να μας κρύψει την αλήθεια!»

«Και τι θα είχε συμβεί αν σας είχε μιλήσει; Θα συνεχίζατε τις ζωές σας όπως και πριν ή θα ζούσατε μέσα στον φόβο μήπως κάποιος το ανακαλύψει; Κάποια μυστικά είναι πολύ βαριά για την ψυχή ενός ανθρώπου, Έρικ».

Της γύρισε την πλάτη και έστρεψε ξανά το βλέμμα του έξω από το παράθυρο, με την έκφραση του να έχει γίνει ξανά απόμακρη. «Δεν ξέρεις πως είναι να ανακαλύπτεις πως η οικογένεια σου δεν είναι αυτό που πίστευες».

Το λόγια του χτύπησαν ένα νεύρο που δεν ήξερε ότι είχε. Μια τσουχτερή παγωνιά απλώθηκε μέσα της διώχνοντας κάθε σημάδι ζεστασιάς.

«Εγώ δεν ξέρω;» του είπε, με την φωνή της να βγαίνει σκληρή, αγνώριστη. «Μόλις έχασα τον μοναδικό γονιό που γνώριζα, κάποιον που αγαπούσα και που πίστευα πως με αγαπούσε κι εκείνος, αλλά έκανα λάθος. Και εγώ έμαθα την αλήθεια με πολύ πιο σκληρό τρόπο απ’ ότι εσύ επειδή προσπάθησε να με σκοτώσει. Ή μήπως εννοείς πως δεν μπορώ να καταλάβω επειδή εγώ δεν γνώρισα ποτέ την μητέρα μου και τον πατέρα μου;»

Ο Έρικ γύρισε απότομα προς το μέρος της, συνειδητοποιώντας πως είχαν ακουστεί τα λόγια του.

Ήταν λες και το αρχικό μούδιασμα είχε φύγει και συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά τι είχε προσπαθήσει να κάνει ο Άιζακ. Όλος ο αέρας έφυγε από μέσα της λες και της έδωσαν γροθιά στο στομάχι. Γιατί το είχε κάνει αυτό; Γιατί είχε περάσει δεκαεφτά χρόνια μεγαλώνοντάς τη και μέσα σε μια μέρα είχε αποφασίσει να την ξεφορτωθεί; Γιατί δεν της άξιζε καμία οικογένεια που να μπορούσε να την αγαπήσει; Ο κόσμος θόλωσε από τα δάκρια που μαζεύτηκαν στα μάτια της και απειλούσαν να κυλήσουν.

Ο Έρικ βρέθηκε μπροστά της. «Συγνώμη. Δεν θα έπρεπε να μιλάω έτσι ενώ ξέρω την ιστορία με την μητέρα σου. Είμαι ο μεγαλύτερος βλάκας του κόσμου».

Κατάπιε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στον λαιμό της. «Όχι και ο μεγαλύτερος». Σκούπισε ένα αδέσποτο δάκρυ που είχε τρέξει πάνω στο μάγουλο της. Το μισούσε που έκλαιγε, λες και αυτό θα άλλαζε το οτιδήποτε. «Ξέρω τουλάχιστον τέσσερις που είναι πιο βλάκες από εσένα».

Ο Έρικ χαμογέλασε αδύναμα και έπιασε το χέρι της.

Η κίνηση την ξάφνιασε τόσο που έμεινε τελείως ακίνητη. Μπορεί και να σταμάτησε να αναπνέει για μια-δυο στιγμές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την άγγιζε αλλά αυτό ήταν διαφορετικό, πιο οικείο, πιο… Δεν ήξερε πώς να το περιγράψει.

«Δεν θα το πιστέψεις αλλά προσευχόμουν για ΄σένα», της είπε.

«Προσευχόσουν για μια μάγισσα;» Προσπάθησε να ακουστεί σαν να αστειευόταν αλλά οι λέξεις βγήκαν περισσότερο σαν να πνιγόταν.

Το βλέμμα του Έρικ συνάντησε το δικό της. «Φοβήθηκα για ‘σένα. Αν δεν είχες ξυπνήσει εγώ…» Το μέτωπό του ζάρωσε και η πρόταση του έμεινε μισή λες και οι σκέψεις που του έφερνε στο μυαλό ήταν υπερβολικά δυσάρεστες για να την ολοκληρώσει.

«Τι θα είχες κάνει;» Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που ζαλιζόταν. Συγκεντρώσου, διέταξε τον εαυτό της.

«Δεν ξέρω», παραδέχθηκε. «Τελευταία νιώθω ότι δεν ξέρω τίποτα. Είναι λες και οι σκέψεις μου έχουν γίνει ένα μπερδεμένο κουβάρι μέσα στο μυαλό μου και δεν ξέρω πώς να τις ξεμπλέξω».

«Είναι λογικό», του απάντησε, προσπαθώντας να μη σκέφτεται πως το χέρι της ήταν ακόμα μέσα στο δικό του. Ένιωθε τους κάλους που είχαν σχηματιστεί από το σπαθί και την ζεστασιά που εξέπεμπε το σώμα του. «Έχεις περάσει πολλά».

Τα έντονα καστανά μάτια του καρφώθηκαν μέσα στα σκούρα μπλε δικά της. «Εσύ με μπερδεύεις».

«Εγώ; Πώς;»

«Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω –ή αν υπάρχει εξήγηση– αλλά αυτό που νιώθω είναι μπερδεμένο και έντονο, λες και έχω βρεθεί στη μέση μιας καταιγίδας. Έχω χάσει τον ύπνο μου. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ούτε εγώ καταλαβαίνω». Κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί και να λέω ανοησίες».

Ήθελε να του πει ότι δεν έλεγε ανοησίες, ότι καταλάβαινε ακριβώς τι εννοεί, αλλά πώς θα το έκανε χωρίς να του εξηγήσει τι αισθανόταν εκείνη; Πώς γινόταν δυο άνθρωποι να νιώθουν το ίδιο πράγμα; Ήταν τρομαχτικό.

Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα ενωμένα χέρια τους και εστίασε στο μαύρο σημάδι στο εσωτερικό του δεξιού καρπού του.

«Τι είναι αυτό;»

Ο Έρικ την άφησε να πάρει το χέρι του και να το γυρίσει για να δει καλύτερα. Τα μάτια της άνοιξαν ελαφρά μόλις αναγνώρισε τους δυο ενωμένους κύκλους. Αν του το είχε κάνει ο Ρόραν ορκιζόταν πως…

«Αυτό; Η φίλη σου μου το έκανε», της απάντησε, διακόπτοντας τις δολοφονικές της σκέψεις που θα την έκαναν ακόμα λιγότερο δημοφιλή στο χωριό. «Η μικροκαμωμένη με τα γαλάζια μάτια».

Τον κοίταξε έκπληκτη. «Η Αριάνα;»

«Με απείλησε πως αν κουνιόμουν από τη θέση μου θα με σκότωνε. Το έκανε για να σε προστατεύσει».

«Δεν κινδυνεύω από εσένα», είπε, χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί.

«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτό;»

Διέκρινε κάτι περίεργο στο βάθος των ματιών του, ένα μικρό ψήγμα ελπίδας ανακατεμένο με επιφυλακή και φόβο.

«Ναι». Γιατί την κοιτούσε έτσι;

Σήκωσε ψηλά το χέρι του για να εξετάσει το σημάδι. «Απίστευτο». Πέρασε τα δάχτυλα της πάνω από τους δυο λεπτούς μαύρους κύκλους, νιώθοντας τον σφυγμό του Έρικ κάτω από το δέρμα του. «Αυτό θα κλείσει τα στόματα όλων όσων λένε πως η Αριάνα δεν είναι καλή στη μαγεία».

«Πώς γίνεται μια μάγισσα να μην είναι καλή στη μαγεία;» τη ρώτησε με απορία ο Έρικ.

«Η μαγεία είναι μια δεξιότητα που πρέπει να εξασκήσεις, όπως το σπαθί ή το να φτιάχνεις γλυπτά από ξύλο. Κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα σε αυτό και κάποιοι άλλοι όχι και τόσο». Του έδειξε το σύμβολο. «Αυτό είναι ένα ισχυρό ξόρκι δεσίματος». του εξήγησε. «Σημαίνει πως η μάγισσα που το έκανε δημιούργησε ένα δεσμό ανάμεσα σας. Μπορεί να χρησιμοποιήσει το σημάδι για να σε βρει όσο μακριά κι αν τρέξεις, να σου φέρει τύχη ή κακοτυχία, να σε γιατρέψει αν είσαι τραυματισμένος. Ή να σε σκοτώσει. Μην ανησυχείς, η Αριάνα δεν θα πείραζε ούτε μυρμήγκι». Διευκρίνισε μόλις είδε την έκφραση του. «Αλλά αυτό εδώ αποδεικνύει ότι έχει τις προδιαγραφές για να γίνει μια πολύ ισχυρή μάγισσα».

Ο Έρικ είχε μια σκεφτική έκφραση στο πρόσωπο του σαν να προσπαθούσε να φανταστεί την ήσυχη και ανασφαλή κοπελίτσα που είχε γνωρίσει ως τη μάγισσα που περιέγραφε η Σελίν.

«Τελικά τα φαινόμενα απατούν. Αλλά εμείς οι δυο το ξέρουμε αυτό καλύτερα από τον καθένα, έτσι δεν είναι;» Έκανε μια μικρή παύση και την κοίταξε. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ για πολύ ακόμα».

«Το ξέρω».

Η παρουσία του ήταν ένα αγκάθι για τις μάγισσες που τρυπούσε μια μολυσμένη πληγή. Τραβούσαν το σκοινί ολοένα και περισσότερο με τη κάθε μέρα που έμενε εκεί και σύντομα θα ερχόταν η στιγμή που θα έσπαγε. Η Αλθία μπορούσε να τους συγκρατήσει για ένα διάστημα αλλά όχι για πάντα. Ο Έρικ έπρεπε να φύγει.

Αλλά δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη να τον αποχαιρετήσει.


Λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Ροραν ήρθε για να τη δει η Σελίν είχε πάρει μια απόφαση. Και όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ρόραν δεν αντέδρασε καθόλου καλά όταν του την ανακοίνωσε.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να πας να βρεις τη Μπαστιάνα», δήλωσε κατηγορηματικά. «Καμία απολύτως! Μόνο πάνω από το πτώμα μου θα πας στα βαθύτερα σημεία του δάσους».

«Σκέψου λογικά», του είπε ήρεμα, ελπίζοντας πως ο τόνος της θα τον ηρεμούσε. «Βαδίζουμε σε μια μάχη με έναν εχθρό για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Και ο μόνος που γνώριζε για εκείνη εξορίστηκε». Η αναφορά στον Άιζακ έτσουξε και ο πόνος αντικατοπτρίστηκε και στα μάτια του Ρόραν. «Αν θέλουμε να έχουμε μια ελπίδα να την νικήσουμε πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι πολεμάμε. Θα βρω όσα περισσότερα στοιχεία μπορώ και θα επιστρέψω».

«Όχι!» της φώναξε. Σταμάτησε μπροστά της και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της, σαν να ήθελε να την κρατήσει ριζωμένη σε εκείνο το σημείο. «Παραλίγο να σε χάσω δύο φορές, Σελίν. Δυο. Δεν μπορώ να το ξαναπεράσω αυτό».

«Μα δεν με έχασες. Κοίτα με, είμαι ακόμα εδώ».

«Αλλά θέλεις να φύγεις».

Χάιδεψε το ζεστό του μάγουλο και το χέρι της έμεινε εκεί. «Το ξέρω ότι νοιάζεσαι για ‘μένα. Αλλά αυτή τη στιγμή η παρουσία μου δεν κάνει καλό στη Σύναξη. Ο Έρικ, ο Άιζακ… Έχουν γίνει πολλά και το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να δημιουργηθούν κι άλλες εντάσεις. Άσε με να το κάνω αυτό. Να βάλω μια απόσταση για λίγο και ταυτόχρονα να βοηθήσω τους ανθρώπους μας».

Τα χέρια του Ρόραν μετακινήθηκαν από τους ώμους της και έπιασαν τα χέρια της. Τα πράσινα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της, φλογερά και αποφασιστικά.

«Τότε θα έρθω μαζί σου».

Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι. Το χωριό σε χρειάζεται. Η θέση σου είναι εδώ. Δεν είμαι πια το μικρό κοριτσάκι που πρέπει να προστατεύσεις, Ρόραν. Έπαψα να είμαι εδώ και καιρό».

«Το ξέρω πως έχεις αλλάξει», της είπε. «Όμως αυτό δεν σημαίνει πως θα σταματήσω να θέλω να σε προστατεύσω και να ανησυχώ για ‘σένα. Αυτό κάνει η οικογένεια».

Τα λόγια του ζέσταναν την καρδιά της. «Και εγώ θέλω να προστατεύσω εσένα, γι’ αυτό πρέπει να το κάνω. Θυμήσου, δεν πηγαίνω για να πολεμήσω αλλά για να δω», του είπε, ελπίζοντας να του μεταδώσει τη σιγουριά της. «Θα γυρίσω πίσω πριν το καταλάβεις».

Δεν θα του έλεγε να μην ανησυχεί επειδή δεν θα είχε νόημα. Πάντα θα ανησυχούσε, όπως κι εκείνη θα ανησυχούσε πάντα για εκείνον. Αυτό ήταν το τίμημα του να αγαπάς κάποιον.

«Υποσχέσου το».

«Το υπόσχομαι».

Πέρασαν το απόγευμα μαζί, συζητώντας ποιες διαδρομές ήταν προτιμότερο να ακολουθήσει (τουλάχιστον στα σημεία του δάσους που τους ήταν γνωστά) και τι προμήθειες θα χρειαζόταν να πάρει μαζί της. Ένιωθε πως ο Ρόραν ήλπιζε να την ακούσει να του λέει ότι άλλαξε γνώμη και ότι το σχέδιο ματαιωνόταν αλλά δεν εκφώνησε ξανά τις αντιρρήσεις του. Του ήταν ευγνώμων για αυτό, για την εμπιστοσύνη που της έδειχνε κι ας μη συμφωνούσε με την απόφαση της.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγει ήταν διστακτικός. Τον αγκάλιασε και του υποσχέθηκε πως θα μιλούσαν ξανά το πρωί πριν αναχωρήσει για τα βάθη του δάσους. Δεν ήθελε να περιμένει μερικές μέρες όπως της είχε προτείνει. Η ανάγκη για απαντήσεις ήταν πιο επιτακτική από ποτέ και δεν είχαν χρόνο για χάσιμο.

Μόλις έφυγε η Σελίν πήγε στο δωμάτιο που είχε παραχωρήσει η Αλθία στον Έρικ. Ακόμα και τη στιγμή που του εξηγούσε τι σκόπευε να κάνει δεν ήταν σίγουρη γιατί του τα έλεγε. Αλλά κι εκείνος σκόπευε να φύγει από το χωριό, σωστά; Δεν ήξερε το δάσος και θα ήταν πιο ασφαλές για εκείνον αν είχε έναν συνταξιδιώτη. Τουλάχιστον αυτή τη δικαιολογία είπε στον εαυτό της.

«Μπορώ να σε βοηθήσω να βγεις από το δάσος και να συνεχίσεις από εκεί για όποιο μέρος επιθυμείς. Ή η Αλθία μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις μια θέση στη Σύναξη. Ο Ρόραν ξέρει μέσα από τις αναμνήσεις μου ότι δεν έχεις σκοτώσει μάγισσες οπότε θα το επιβεβαιώσει».

Ο Έρικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Και οι δυο ήξεραν πως μπορεί να κυλούσε αίμα μάγισσας στις φλέβες του αλλά η Σύναξη δεν θα τον αποδεχόταν ποτέ.

«Νομίζω πως θα σε ακολουθήσω. Η κατασκοπία μιας πανίσχυρης μάγισσας σε ένα επικίνδυνο μέρος ακούγεται σαν περιπέτεια», είπε, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή του να ακουστεί ανάλαφρη. «Άλλωστε, έχω αρχίσει να συνηθίζω τη συντροφιά σου, μικρή μάγισσα».

Ένα μικρό χαμόγελο απειλούσε να σχηματιστεί στις γωνίες των χειλιών της. «Και εγώ το ίδιο, Κυνηγέ».

«Αλλά πρώτα θέλω να σου ζητήσω κάτι». Το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Υπάρχει τρόπος να στείλω ένα γράμμα στο χωριό μου; Μπορείς να το διαβάσεις αν θες για να βεβαιωθείς ότι δεν έχω σκοπό να σας προδώσω στους Κυνηγούς αλλά πρέπει να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου».

Συλλογίστηκε το αίτημά του. «Υπάρχουν τρόποι να στείλω το μήνυμα αλλά θα πρέπει να ζητήσω πρώτα την άδεια του Ρόραν».

Αναρωτήθηκε τι ήθελε να τους γράψει, αν είχε μετανιώσει που τους άφησε και αν θα ανέφερε την παράλογη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Άραγε πώς θα περιέγραφε τις μάγισσες;

Ο Έρικ ένευσε. «Καταλαβαίνω. Οπότε, πότε ξεκινάμε;» τη ρώτησε. Τα καστανά μάτια του έλαμπαν με τον νέο σκοπό που είχε βρει. Το συναίσθημα ήταν μεταδοτικό.

«Να είσαι έτοιμος με το πρώτο φως της αυγής αλλιώς θα φύγω χωρίς εσένα».

Του γύρισε την πλάτη για να φύγει αλλά ο Έρικ πρόλαβε να δει το μικρό χαμόγελο στα χείλη της.






Φαίη