Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 16)

Ο Τζέιμς και ο Γουίλ ισορροπούσαν πάνω στην στέγη του σπιτιού του Ντέμιαν. Τα βήματα τους ήταν ανάλαφρα σαν γάτας πάνω στα ξεθωριασμένα από τον ήλιο κόκκινα κεραμίδια. Με μεγάλη προσοχή, πήγαν στην άκρη της επικλινής σκεπής και ξάπλωσαν πάνω στις κοιλιές τους. Μαύρες τούφες μαλλιών έπεσαν πάνω στα γαλάζια μάτια τους καθώς έσκυψαν τα κεφάλια τους για να δουν μέσα από το παράθυρο που βρισκόταν από κάτω τους. Κάποιος το είχε αφήσει ανοιχτό και η κουρτίνες κυμάτιζαν ελαφρά στο καλοκαιρινό αεράκι. Η συζήτηση που βρισκόταν σε εξέλιξη μέσα στο δωμάτιο έφτανε πεντακάθαρη στα αυτιά τους.

Οι αρχηγοί των Κυνηγών όλων των χωριών είχαν μαζευτεί. Πολλοί είχαν μαζί τους και τους υπαρχηγούς τους. Το βλέμμα τους εντόπισε τον Τομ να στέκεται δίπλα στον Ντέμιαν. Όλοι τους ήταν οπλισμένοι, ακονισμένα σπαθιά και καλογυαλισμένα στιλέτα άστραφταν στις ζώνες τους, ενώ μερικοί κρατούσαν ακόμα και τόξα, σαν να ήταν έτοιμοι να ριχτούν στη μάχη ανά πάσα στιγμή. Όμως παρά τον βαρύ οπλισμό τους δεν είχαν ταξιδέψει μέχρι εκεί για να πολεμήσουν. Ένα συμβούλιο ανάμεσα στους Κυνηγούς δεν ήταν κάτι πρωτάκουστο, ωστόσο ήταν σπάνιο. Σήμαινε πως τα πράγματα ήταν δύσκολα και έπρεπε να πάρουν όλοι μαζί αποφάσεις για να προστατεύσουν τους ανθρώπους.

Από αυτά που άκουγαν τα δίδυμα φαινόταν πως οι επιθέσεις των λύκων είχαν πολύ μεγαλύτερες συνέπειες απ' ότι πίστευαν. Δυο χωριά είχαν καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς και οι λιγοστοί επιζήσαντες είχαν μετακινηθεί προς τις μεγαλύτερες πόλεις αναζητώντας ασφάλεια. Όμως το κόστος δεν περιοριζόταν σε ανθρώπινες ζωές. Πολλά κοπάδια είχαν χαθεί, βόδια, κατσίκες και κότες βορά στα δόντια των τεράτων. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τόσο που δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους και καθώς πλησίαζε η ώρα να θερίσουν τα σιτηρά κινδύνευαν να χάσουν και τις σοδειές. Αν δεν βρισκόταν μια λύση γρήγορα θα βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με έναν από τους χειρότερους χειμώνες των τελευταίων δεκαετιών και χιλιάδες θα πέθαιναν από την πείνα.

Τα αγόρια κοίταξαν ξανά τον Τομ που στεκόταν σοβαρός και αμίλητος ένα βήμα πίσω από τον Ντέμιαν, με το βλέμμα του να σαρώνει τον χώρο σε εγρήγορση, ένας στρατιώτης έτοιμος να κάνει το καθήκον του. Φερόταν περίεργα τελευταία. Δεν καθόταν μαζί τους στο τραπέζι ούτε μιλούσε πολύ. Είχε διαρκώς μια προβληματισμένη έκφραση όμως παρά τις προσπάθειες του πατέρα τους δεν ήταν πρόθυμος να μοιραστεί τις σκέψεις του. Και αν αυτό δεν ήταν αρκετή απόδειξη πως κάτι έτρεχε μαζί του, το γεγονός ότι απέφευγε τους άλλους Κυνηγούς επαλήθευε τις υποψίες τους. Ο Τομ, που αν μπορούσε θα περνούσε κάθε στιγμή της ημέρας στην εκπαίδευση και μαζί με τους συντρόφους του.

«Να χτίσουμε έναν τοίχο ανάμεσα στο δάσος και στα χωριά μας» πρότεινε ένας από τους ξένους Κυνηγούς.

«Και πού θα βρούμε το ξύλο;» ρώτησε ένας άλλος και στράφηκε προς τους υπόλοιπους. «Πριν από δυο μέρες δυο ξυλοκόποι από το χωριό μας πήγαν να κόψουν ξύλα στα όρια του δάσους. Ο ένας επέστρεψε, κατάχλωμος και τρομοκρατημένος, φωνάζοντας ότι τα κλαδιά είχαν αρπάξει τον φίλο του και τον πέταξαν στο έδαφος σκοτώνοντας τον»

«Οι μάγισσες μας κηρύττουν ανοιχτά τον πόλεμο» είπε ένας μεγαλόσωμος άντρας με βαριά, τραχιά φωνή. Ήταν ο πιο ψηλός από όλους τους άντρες στο δωμάτιο και το στέρνο του ήταν φαρδύ σαν κορμός βελανιδιάς. Το μακρύ μπερδεμένο μαύρο γένι του ήταν στολισμένο με λευκές πινελιές και έδινε στο πρόσωπο του μια άγρια όψη. «Εγώ λέω να βάλουμε φωτιά στο δάσος και σε ό,τι ζει εκεί μέσα. Να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του»

«Κι αν η φωτιά κάνει τα τέρατα να βγουν από το δάσος και να σαρώσουν τα χωριά μας;»

«Τότε θα τους περιμένουμε, με τα σπαθιά και τα βέλη μας έτοιμα»

«Ηλίθιοι» μουρμούρισε ο Τζέιμς. Ο Γούιλ του έκανε αμέσως νόημα να σωπάσει αλλά ήταν αργά.

Όλα τα κεφάλια στο δωμάτιο στράφηκαν προς το ανοιχτό παράθυρο.

Τα αγόρια σήκωσαν γρήγορα τα κεφάλια τους, οπισθοχωρώντας πάνω στη στέγη.

«Θα πρέπει να αστειεύεστε» ξεφύσησε σιγανά ο Τομ. «Γουίλ! Τζέιμς! Κατεβείτε αμέσως από την στέγη!»

Τα δίδυμα αντάλλαξαν ένα βλέμμα, ξέροντας πως είχαν μπλέξει άσχημα. Πριν φύγει για να πάει στη συνέλευση ο Τομ τους είχε προειδοποιήσει να μην πλησιάσουν όχι απλά το σπίτι του Ντέμιαν, αλλά ολόκληρη τη δυτική πλευρά του χωριού. Πιάστηκαν από την άκρη της στέγης και γλίστρησαν με χάρη γάτας μέσα από το παράθυρο στο δωμάτιο. Χαμήλωσαν απολογητικά τα κεφάλια τους και έμπλεξαν τα χέρια τους πίσω από τις πλάτες τους σε μια απόπειρα να φανούν αθώα. Όχι πως αυτό το κόλπο είχε πιάσει ποτέ στον Τομ.

Ο Ντέμιαν έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στα τρία αδέλφια. «Τόμας, απαιτώ μια εξήγηση»

«Θέλαμε να δούμε τους Κυνηγούς από τα άλλα χωριά» είπε δήθεν απολογητικά και λίγο θλιμμένα ο Γουίλ, ελπίζοντας να μην μπλέξει ο Τομ εξαιτίας τους.

«Και να ακούσουμε τις χαζές ιδέες τους» πρόσθεσε ο Τζέιμς γιατί παρά τις πιο φιλότιμες προσπάθειες του δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ο Γουίλ τον σκούντηξε στον ώμο, αρκετά δυνατά για να τον κάνει να φωνάξει.

«Τι εννοείς, αγόρι;» είπε ο ψηλός Κυνηγός με τα γένια.

Ο Τζέιμς έτριψε το μελανιασμένο μπράτσο του και έριξε μια δολοφονική ματιά στον δίδυμο αδελφό του πριν του απαντήσει. «Ότι οι ιδέες σας είναι χαζές» αποκρίθηκε σαν να ήταν αυτονόητο. «Για αρχή, είναι λάθος. Οι μάγισσες δεν ελέγχουν τα τέρατα. Είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια ένα από αυτά να προσπαθεί να φάει μια» Μουρμουρητά ξέσπασαν μέσα στο δωμάτιο και ο Γουίλ ένευσε συμφωνώντας. «Αλλά οι μάγισσες ξέρουν πως να τα διώξουν. Αν συνεργαζόσασταν μαζί τους...»

Τα μουρμουρητά μετατράπηκαν σε δυνατές φωνές και ο Τομ άνοιξε δρόμο μέσα από τους άντρες για να φτάσει τα αδέλφια του. Τα έπιασε από το μπράτσο και προσπάθησε να τα βγάλει έξω από την αίθουσα. Τα αγόρια άρχισαν να χτυπιούνται, αρνούμενα να κουνηθούν από τη θέση τους.

«Οι μάγισσες μπορούν να μας βοηθήσουν!» φώναξε ο Γουίλ, προσπαθώντας να ελευθερωθεί από την λαβή του αδελφού του.

«Γουίλ, πάψε» είπε απότομα ο Τομ.

«Είναι αλήθεια!» επέμεινε ο Τζέιμς. «Εκείνη η μάγισσα έδιωξε τον λύκο για να προστατεύσει τον Έρικ!»

Η προσοχή όλων εστίασε πάνω στα αγόρια.

«Τομ, πάρ' τους από εδώ αμέσως» διέταξε ο Ντέμιαν, με τα λόγια του να βγαίνουν μέσα από σφιγμένα δόντια. Καταλάβαιναν την οργή του. Τι εικόνα έδιναν τα αδέλφια ενός από τους Κυνηγούς που υποστήριζαν ανοιχτά τις μάγισσες μέσα στο συμβούλιο των Κυνηγών;

«Μισό λεπτό» επενέβη ένας από τους άντρες. Ήταν ξανθός και το απαλό πρόσωπο του πρόδιδε μια νεαρή ηλικία, με ψηλόλιγνη κορμοστασιά και σίγουρο βλέμμα. «Θέλω να ακούσω τι έχουν να πουν»

Ο Τζέιμς και ο Γουίλ τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι, το ίδιο και οι υπόλοιποι.

«Παιδικές ανοησίες» είπε ο Ντέμιαν, περιμένοντας η συζήτηση να λήξει εκεί. Όμως ο Κυνηγός που στεκόταν απέναντι του δεν ήταν ένας από τους άντρες του και δεν μπορούσε να τον κάνει να σωπάσει με ένα νεύμα. Ήταν και οι δυο αρχηγοί και ο λόγος τους ήταν ίσος.

Ο ξανθός άντρας τον αγνόησε και στράφηκε προς τα δίδυμα. «Έλατε πιο κοντά αγόρια» Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του ήταν φιλικά.

Ο Τζέιμς και ο Γουίλ τράβηξαν τα χέρια τους από τα χέρια του αδελφού τους με μια θριαμβευτική έκφραση και προχώρησαν μπροστά. Τουλάχιστον ένας ήταν πρόθυμος να τους ακούσει και αυτή ήταν μια μικρή νίκη.

«Πως είδατε μια μάγισσα να διώχνει το τέρας;» ζήτησε να μάθει.

Αντάλλαξαν ένα νευρικό βλέμμα, ξέροντας πως δεν θα ήταν εύκολο να τους εξηγήσουν πως είχαν συμμετάσχει στην απόδραση μιας μάγισσας. Ο Γουίλ ξεροκατάπιε και ίσιωσε την πλάτη του.

«Πριν από λίγο καιρό ο Έρικ, ο δεύτερος αδελφός μας, έφερε στο χωριό ένα κορίτσι» ξεκίνησε να λέει άβολα, ενώ ταυτόχρονα προσευχόταν να τους αφήσουν να τελειώσουν πριν βγάλουν τα συμπεράσματα τους. «Οι Κυνηγοί είπαν πως ήταν μάγισσα και την έκλεισαν στην φυλακή»

«Πριν από μέρες τον βοηθήσαμε να την βγάλει από εκεί»

Κι άλλες φωνές γέμισαν το δωμάτιο, θυμωμένες, άγριες, εκτοξεύοντας προσβολές για τις μάγισσες και τον Έρικ.

«Προδοσία!» φώναξε κάποιος.

«Έτσι εκπαιδεύεις τους Κυνηγούς σου, Ντέμιαν;»

«Βρείτε τον και πάρτε του το κεφάλι με το σπαθί του για παραδειγματισμό! Οι προδότες δεν έχουν θέση στους Κυνηγούς!»

Ο Τομ δεν έκανε καμία κίνηση για να απαντήσει στις προσβολές που είχαν εκτοξεύσει για τον Έρικ, αλλά τα χέρια του έσφιγγαν και ξέσφιγγαν σε γροθιές.

«Ο Έρικ δεν είναι προδότης!» φώναξε Τζέιμς, με τα μάγουλα του να έχουν πάρει ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα από τον θυμό. «Εκείνη η μάγισσα μας έσωσε! Έδιωξε τον λύκο για να μας προστατεύσει»

Τα λόγια του σόκαραν τους Κυνηγούς που σταμάτησαν και έστρεψαν ξανά την προσοχή τους στα αγόρια.

«Αυτό είναι παράλογο» επενέβη ο Ντέμιαν, απευθυνόμενος προς τους άντρες. « Τα παιδιά δεν ξέρουν τι λένε. Οι μάγισσες είναι οι εχθροί μας»

Ο ξανθός Κυνηγός που είχε μιλήσει προηγουμένως έκανε ένα βήμα μπροστά, έχοντας μια σκεφτική έκφραση. «Στο παρελθόν εχθροί έχουν γίνει σύμμαχοι για να αντιμετωπίσουν μια κοινή απειλή»

«Τι;» είπε δύσπιστα ο Ντέμιαν στενεύοντας τα μάτια του. Κάποιοι ετοιμάστηκαν να πιάσουν τα όπλα τους. Ποιος ήταν αυτός που τολμούσε να προτείνει κάτι τόσο αδιανόητο; Ο νεαρός άντρας σήκωσε τα χέρια του ζητώντας να ακουστεί.

«Θυμηθείτε τα λόγια του όρκου μας. Ορκίζομαι να προστατεύω αυτούς που έχουν ανάγκη. Οι άνθρωποι που ορκιστήκαμε να προστατεύουμε βρίσκονται σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές που έχουμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε. Αυτή τη στιγμή, εκείνα τα πλάσματα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή που έχουμε μπροστά μας. Αν υπάρχει έστω και μια ελπίδα να απαλλάξουμε τους ανθρώπους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν μόνοι τους τον εαυτό τους, ποιοι είμαστε εμείς για να τους την στερήσουμε;»

«Πόσο χρονών είσαι;» τον ρώτησε ο Ντέμιαν.

«Είκοσι»

«Και πόσο καιρό υπηρετείς τους Κυνηγούς;»

«Τέσσερα χρόνια»

Ο Ντέμιαν έκανε μια κίνηση με το χέρι του δείχνοντας τους ανθρώπους που τους περικύκλωναν. «Μέσα σε αυτό το δωμάτιο υπάρχουν άντρες που πολεμάνε δέκα, είκοσι χρόνια. Άντρες που έχουν ματώσει για τον σκοπό μας. Που κρατούσαν το σπαθί και πολεμούσαν για να προστατεύσουν τους ανθρώπους και τα σπίτια τους όταν εσύ μάθαινες να περπατάς. Θεωρείς ότι έχεις αρκετή πείρα για να κρίνεις τις μεθόδους και τις πράξεις μας;»

«Μπορεί να μην έχω την πείρα που έχετε εσείς» αποκρίθηκε και στράφηκε προς τους υπόλοιπους. Δυνάμωσε την φωνή του για να μπορεί να απευθυνθεί σε όλους. «Είμαι νέος, ναι. Αλλά ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το δικό μου μυαλό είναι πιο ανοιχτό στις πιθανότητες. Καταλαβαίνω πως η ιδέα μιας συμμαχίας με τις μάγισσες είναι σοκαριστική αλλά αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι το συμφέρων των ανθρώπων. Το να κάψουμε το δάσος ή να χτίσουμε ένα τοίχος δεν είναι λύση. Ζούμε με αυτόν τον τρόπο εδώ και δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρξει κάτι διαφορετικό. Αλλά ο καιρός και οι περιστάσεις έχουν αλλάξει και ίσως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε κι εμείς. Η ιστορία μας έχει αποδείξει πως η αλλαγή, αργά ή γρήγορα θα έρθει. Ας μη φερθούμε σαν ανόητοι και προσπαθήσουμε να κλείσουμε τα μάτια μας σε κάτι που είναι αναπόφευκτο»

Ο Τζέιμς και ο Γουίλ φοβήθηκαν πως η Κυνηγοί θα επιτίθονταν στον νεαρό άντρα αλλά δεν πρόλαβαν να δουν τι συνέβη. Ο Ντέμιαν έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα στον Τομ που τους πήρε και βγήκε από το δωμάτιο. Πρόλαβαν να ακούσουν τις φωνές και τις λογομαχίες που ξέσπασαν καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους, χωρίς να έχουν ιδέα τι κατάληξη θα είχε αυτή η συνέλευση.



Πίσω στο σπίτι, ο Τομ βημάτιζε πάνω- κάτω στο καθιστικό σαν θηρίο μέσα σε κλουβί. Ήταν μια από τις λίγες φορές που τα δίδυμα καθόντουσαν ήσυχα και χωρίς να μιλάνε στον καναπέ. Περίμεναν να δουν πόσο έξαλλος ήταν ο αδελφός τους μαζί τους. Ο πατέρας τους τους είχε ήδη κατσαδιάσει που εισέβαλλαν και διέκοψαν το συμβούλιο των Κυνηγών τονίζοντας τους πόσο απογοητευμένος ήταν από την συμπεριφορά τους και ρωτώντας τους πότε επιτέλους θα σοβαρευτούν. Τώρα περίμεναν να ακούσουν και το κήρυγμα από τον Τομ που καθυστερούσε αξιοσημείωτα να έρθει. Ο Τομ δεν ήταν από τους ανθρώπους που συγκρατούσαν τα νεύρα τους. Ξεσπούσε και το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να καλυφθείς και να περιμένεις να περάσει η καταιγίδα.

Όμως ό,τι κι αν τους έλεγε τα δίδυμα δεν θα άλλαζαν γνώμη. Οι μάγισσες δεν ήταν κακές. Τουλάχιστον όχι αυτή που είχε σώσει ο Έρικ. Τους είχαν πει πως οι μάγισσες ήταν υπεύθυνες για τον θάνατο της μητέρας τους και πως για αυτό θα έπρεπε να τις μισούν όπως τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, αλλά και οι άνθρωποι δεν σκότωναν άλλους ανθρώπους; Ήταν δίκαιο να τους κρίνουν όλους για τις πράξεις των λίγων; Η στάση των Κυνηγών ήταν λάθος. Έλεγαν ότι οι μάγισσες είναι κακιές αλλά και αυτοί ήταν κακοί μαζί τους. Ήταν σαν να τους έλεγε ο πατέρας τους να πάνε να παίξουν με τον γιο του χασάπη που μια φορά τους είχε πετάξει πέτρες. Γιατί να θέλουν να είναι φιλικοί μαζί του αφού τους φερόταν άσχημα; Μήπως και οι μάγισσες ένιωθαν το ίδιο για τους ανθρώπους;

«Αυτό είναι» είπε τελικά ο Τομ και σταμάτησε να βηματίζει. «Τέλος. Δεν αντέχω άλλο»

«Είσαι πολύ θυμωμένος μαζί μας;» τον ρώτησε ο Γουίλ.

«Όχι» του απάντησε. «Είμαι θυμωμένος με αυτούς. Βαρέθηκα να τους ακούω να μιλάνε για τον Έρικ λες και είναι κανένας εγκληματίας. Βαρέθηκα να παριστάνω ότι έχω ξεγράψει τον αδελφό μου»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί μέσα από το γιλέκο του.

«Εμφανίστηκε από το πουθενά πάνω στο κρεβάτι του Έρικ. Θα έπρεπε να το παραδώσω στον Ντέμιαν αλλά…» Καθάρισε τον λαιμό του και κοίταξε άβολα το τσαλακωμένο χαρτί.

Ο πατέρας τους το πήρε από το χέρι του και το άνοιξε.



Τομ,

Ξέρω πως είσαι έξαλλος μαζί μου. Σε παρακαλώ, μη θυμώσεις με τον Γουίλ και τον Τζέιμς. Έκαναν ό,τι τους ζήτησα και η ευθύνη βαραίνει μονάχα τους δικούς μου ώμους. Σου ζητώ να με πιστέψεις όταν σου λέω πως ποτέ δεν θέλησα να σε απογοητεύσω ή να φέρω ντροπή στο όνομα της οικογένειας μας. Αλλά δεν μετανιώνω που ελευθέρωσα την Σελίν.

Είδα το χωριό τους, Τομ. Οι μάγισσες δεν είναι τα τέρατα που οι Κυνηγοί μας οδήγησαν να πιστεύουμε πως είναι. Υπάρχουν κι άλλα που ανακάλυψα και θέλω να μοιραστώ μαζί σου αλλά δεν μπορώ να το κάνω μέσα από ένα απρόσωπο γράμμα. Ελπίζω μια μέρα να σας ξαναδώ από κοντά. Δώσε την αγάπη μου στον πατέρα και τα δίδυμα.

-Έρικ





Τα μάτια του πατέρα τους άστραψαν. «Ο Έρικ είναι ζωντανός» Η φωνή του ήταν βαριά από την συγκίνηση, ένας αναστεναγμός και μια ευχαριστία στον Θεό επειδή ο γιος του ήταν καλά.

Ήξεραν πως αν μπορούσε θα είχε τρέξει στο δάσος από την πρώτη στιγμή για να βρει το χαμένο παιδί του αλλά έπρεπε να φροντίσει τα αγόρια και την Άλις. Ο πατέρας τους δεν είχε φοβηθεί ποτέ το δάσος ούτε μοιραζόταν το μίσος των υπολοίπων για τις μάγισσες.

Ο Τομ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του. «Θα τον βρω» του υποσχέθηκε. «Σήμερα κιόλας θα φύγω και θα μπω στο δάσος. Θα βρω τον Έρικ και θα τον φέρω στο σπίτι»

«Και ο Ντέμιαν;» ρώτησε ο Τζέιμς.

«Στο διάολο ο Ντέμιαν. Δεν θα αφήσω την οικογένεια μου να διαλυθεί για να τον ευχαριστήσω»

Τα δίδυμα πήδηξαν από τον καναπέ και σηκώθηκαν όρθια. «Θα έρθουμε κι εμείς» είπαν ταυτόχρονα.

«Αποκλείεται» δήλωσε κατηγορηματικά ο Τομ.

«Ο Έρικ είναι και δικός μας αδελφός» διαμαρτυρήθηκε ο Γουίλ και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. «Έχουμε κι εμείς δικαίωμα να ψάξουμε για να τον βρούμε»

«Εξάλλου, χρειάζεσαι κάποιον για να σε προσέχει. Ποιος ξέρει τι θα συναντήσουμε μέσα στο δάσος; Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα»

Ενθουσιασμός τους κατέκλυσε. Ο Έρικ είχε καταφέρει να βρει το χωριό των μαγισσών που οι Κυνηγοί αναζητούσαν όλα αυτά τα χρόνια δίχως αποτέλεσμα. Και τώρα εκείνοι θα ταξίδευαν στο μυστηριώδες δάσος για το οποίο είχαν ακούσει τόσες τρομαχτικές ιστορίες με ζωντανά φυτά και τρομερά πλάσματα, αψηφώντας τον Ντέμιαν και τους ανόητους νόμους του για να τον βρουν. Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα τους έκανε να χάσουν αυτή την περιπέτεια.

Ο Τομ άνοιξε το στόμα του για να διαφωνήσει αλλά ο πατέρας τους τον διέκοψε.

«Πριν φύγεις, υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις» Η φωνή του ήταν επιφυλακτική και ελαφρώς αγχωμένη, προδίδοντας πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που σκόπευε να του αποκαλύψει ήταν σημαντικό. Αλλά τα δίδυμα δεν έμαθαν ποτέ τι ήταν αυτό αφού ο Ρίτσαρντ πήρε τον μεγαλύτερο γιο του στην κρεβατοκάμαρα και έκλεισε την πόρτα.

Σε άλλη περίπτωση θα είχαν προσπαθήσει να κρυφακούσουν αλλά αυτή τη φορά εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τρέξουν και να ετοιμάσουν τα πράγματα τους. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και δεν θα χρειαζόταν να κουβαλήσουν χοντρά ρούχα και βαριές κουβέρτες. Κατέβηκαν στην κουζίνα για να πάρουν το φαγητό που θα χρειαζόντουσαν, αφού σίγουρα ο Τομ θα κανόνιζε τα όπλα. Πήραν τυρί, παστό κρέας, ψωμί και μερικά μήλα και τα έβαλαν μέσα στους μπόγους τους. Αν έμεναν περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζαν μέσα στο δάσος θα έπρεπε να αναζητήσουν άλλες πηγές τροφής όπως μούρα, ρίζες και κυνήγι. Έπρεπε να πάνε να γεμίσουν τα φλασκιά τους με νερό από το πηγάδι πριν φύγουν.

Όταν ο Τομ βγήκε από το δωμάτιο το βλέμμα του ήταν αποπροσανατολισμένο, ζαλισμένο. Αλλά είχε ξεχάσει όλες τις αντιρρήσεις που είχε για να μην έρθουν τα αγόρια στο ταξίδι και αυτό ήταν το μόνο που τους ενδιέφερε.

Μέσα σε μια ώρα είχαν φύγει.

Φαίη