Το λιγοστό φως της λάμπας των δρόμων, ίσα που της έδειχνε το μονοπάτι. Εκείνο το βράδυ είχε αέρα και τα δέντρα που κρέμονταν πάνω από το σπίτι της, έμοιαζαν θαρρείς με εύκαμπτα πτώματα, έτσι όπως λίκνιζαν τα κλαδιά τους. Η Ελοντί πάλεψε να τα προσπεράσει, μα όταν έφτασε στην πόρτα της μπροστά, ένα χέρι της έκλεισε το στόμα της με βία. Ο άντρας, μύριζε έντονα ιδρώτα και πάλεψε να την παρασύρει πίσω από το σπίτι, όπου κρυβόταν στα σκοτάδια μία μικρή λίμνη. Η κοπέλα προσπάθησε να αντισταθεί, όταν άκουσε τον ήχο από φερμουάρ που άνοιγε. Με μία απότομη κίνηση ο άντρας που τόση ώρα της έκλεινε το στόμα, την έριξε δίπλα ακριβώς από την λίμνη, έτοιμος να ασελγήσει στο κορμί της, όταν το είδε. Όταν αντίκρισε για δευτερόλεπτα πίσω από τον άντρα, στην αντανάκλαση του νερού, μία φιγούρα απόκοσμη η οποία τον έκανε να τραπεί σε φυγή μέσα σε δευτερόλεπτα.
Η κοπέλα ασθμαίνοντας και σε κατάσταση σοκ κοίταξε τριγύρω της φρενιασμένα, αλλά κανείς δεν στεκόταν μπροστά της. Τότε, ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα γοερά. Το κορμί της έτρεμε, είχε σχεδόν παραδοθεί σε σπασμούς όταν άκουσε τον Πιέρ να ουρλιάζει το όνομά της ξανά και ξανά. Τότε, για κάποιον λόγο ένιωσε οργή. Με όση δύναμη της είχε απομείνει ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το μέρος του και όταν τον έφτασε, τον άρπαξε από τον γιακά και ξεκίνησε να τον χτυπά με δύναμη.
«Αγάπη μου τι συνέβη; Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι; Μίλα μου Ελοντί!» Ξεκίνησε να φωνάζει ενώ η κοπέλα δεν σταμάτησε λεπτό να ωρύεται κλαίγοντας.
«Πού ήσουν Πιέρ; Ένας άγνωστος μου επιτέθηκε και πίστεψέ με, μόνο φάντασμα δεν ήταν! Ολοζώντανο τον είδα με σκοπό να με..» πήγε να πει και ο Πιέρ την έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Να φωνάξουμε την αστυνομία! Το κάθαρμα πρέπει να πληρώσει! Σου είπα πως όλα αυτά ήταν τεχνάσματα κάποιου επικίνδυνου που εκμεταλλεύτηκε όλη αυτή την ιστορία! Ελοντί νομίζω πως κάναμε λάθος που φύγαμε από το Παρίσι» ξεκίνησε εκείνος, ενώ την συνόδευε στο εσωτερικό του σπιτιού και την έβαζε να καθίσει στον καναπέ παλεύοντας να περιποιηθεί τις πληγές που είχε στα πόδια της και τις αμυχές στα χέρια της.
Η Ελοντί συνέχισε να τρέμει και να κλαίει, ώσπου του είπε:
« Όποιος και αν ήταν, ήταν διαφορετικό πρόσωπο από το πλάσμα που ζει εδώ. Αυτό που αντίκρισα πίσω από τον άντρα για δευτερόλεπτα, θα μου μείνει ανεξίτηλο στο μυαλό μου. Θέλω να πάω να κάνω ένα μπάνιο. Θα τα πούμε αργότερα» του είπε ψυχρά και εκείνος την κοίταξε περίλυπα.
«Να σε συνοδεύσω;» Την ρώτησε.
«Όχι. Την ώρα που σε χρειαζόμουν, ήσουν απών» απάντησε εκείνη κοφτά, επηρεασμένη ακόμη από το σοκ του εφιάλτη που έζησε.
Ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο, όταν μπαίνοντας στο λουτρό είδε στον καθρέπτη μία απόκοσμη ζωγραφιά. Κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τα καλλυντικά της, ζωγραφίζοντας μία θλιμμένη, βενετσιάνικη μάσκα. Από κάτω της, υπήρχε ένα μήνυμα που έγραφε:
« Κάποια στιγμή, οι μάσκες θα πέσουν και η σύγκρουση με την πραγματικότητα θα είναι επώδυνη»
Η Ελοντί ξεκίνησε να φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση, μέχρι που πήρε ένα γυάλινο ποτήρι όπου μέσα είχε βάλει το νερό της και το εκτόξευσε στον καθρέπτη κάνοντάς τον θρύψαλα.
«Δεν σε φοβάμαι που να πάρει! Βγες λοιπόν με το άυλο σώμα σου να αιωρείται και πέταξε την μάσκα σου! Εγώ αυτή είμαι και δεν έχω την ανάγκη να κρυφτώ από κανέναν!» Ούρλιαξε σχεδόν όταν τα φώτα του λουτρού άξαφνα έσβησαν και πίσω της κατάφερε να διακρίνει μέσα από τον σπασμένο καθρέπτη, ένα αχνό φως να τρεμοπαίζει και μία μάσκα βενετσιάνικη να αιωρείται.
Σε δευτερόλεπτα το θέαμα εξαφανίστηκε και τα φώτα όλα άναψαν ενώ στη θέση της μάσκας, στεκόταν τώρα ο Πιέρ ο οποίος κοιτούσε σοκαρισμένος τα χιλιάδες κομμάτια γυαλιών που βρίσκονταν διασκορπισμένα στο πάτωμα.
«Δεν μπορεί να μην το είδες...» μονολόγησε η κοπέλα.
«Να δω τι ακριβώς;» Την ρώτησε ελαφρώς αμήχανα.
«Την μάσκα Πιέρ....Τη μάσκα που κρεμόταν ή μάλλον που αιωρούνταν» συνέχισε να παραμιλά εκείνη και τελικά σαν προγραμματισμένο ρομπότ και αψηφώντας όλα τα θρύψαλα που είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα, μπήκε στο μπάνιο και άφησε το ζεστό νερό να κυλήσει στο κορμί της.
«Αγάπη μου όλα θα πάνε καλά. Είμαι δίπλα σου» της είπε ο Πιέρ μα εκείνη το μόνο που του απάντησε ήταν :
«Όχι Πιέρ. Σήμερα δεν ήσουν δίπλα μου. Αν δεν απεικονιζόταν η ίδια η Κόλαση στην λίμνη, ώστε να τραπεί σε φυγή αυτός ο άνθρωπος, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει» του είπε και εκείνος ηττημένος από τα λόγια της, αλλά και τις τύψεις που ένιωσε για την επικίνδυνη απουσία του, πήρε λίγο από το αφρόλουτρο στα χέρια του και ξεκίνησε να της τρίβει την πλάτη τρυφερά.
Εκείνη τη νύχτα, δεν ακούστηκε τίποτε άλλο. Κανένας θόρυβος, κανένα απολύτως χτύπημα. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά σαν να ήταν ένα κανονικό, ζεστό επαρχιακό σπίτι. Τίποτε απολύτως δεν μαρτυρούσε την ιδιαιτερότητά του. Το κακό ήταν πως η ιστορία του παραλίγο βιασμού της Ελοντί, θα έπαιρνε τερατώδεις διαστάσεις αναζωπυρώνοντας τον φόβο και τους εφιάλτες που κάποτε οδήγησαν τους κατοίκους του χωριού, στην κίνηση να κάψουν τη συγκεκριμένη μονοκατοικία. Τότε όμως, είχε νόημα. Το θύμα ήταν ζωντανό. Τι θα γινόταν όμως τώρα, που ο δράστης συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πεθαμένους;
Η επόμενη ημέρα στο χωριό, κύλησε όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. Όλοι την κοιτούσαν παράξενα και σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους για το φρικτό περιστατικό που της συνέβη. Κάποιοι μάλιστα την κοιτούσαν ακόμη και με οίκτο, ενώ κάποιοι άλλοι υποστήριζαν ευθαρσώς πως δεν έπρεπε ποτέ να μείνουν στο συγκεκριμένο σπίτι, του οποίου η αύρα ήταν καταραμένη και το πνεύμα που το κατοικούσε εκδικητικό σε σημείο να θέλει να της κάνει κακό.
΄΄Διάβολος ήταν εν ζωή, το ίδιο παραμένει και μεταθάνατον΄΄ έλεγαν οι ψίθυροι ξανά και ξανά. Ο Πιέρ από την άλλη, είχε επηρεαστεί αρκετά, σε σημείο να θέλει να τα μαζέψει και να φύγει. Ήταν χαμένος, θαρρείς στον δικό του κόσμο και η Ελοντί δεν τον είχε συνηθίσει με αυτήν την καινούργια διάθεση. Είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη και όρεξη, ενώ είχε ξεκινήσει να συμφωνεί με τους υπόλοιπους του χωριού πως κάτι πολύ κακό συνέβαινε. Οι δυο τους έκαναν στάση στον φούρνο για να πάρουν κάτι φαγώσιμο προκειμένου να το έχουν μαζί τους στη δουλειά. Την πόρτα τους άνοιξε η Ναταλί, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε και ο ήχος από ένα μικρό κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο.
«Καλή μου κοπέλα..» της είπε ξέπνοα μόλις την είδε. «Τι κακό σε βρήκε; Τι σου έκανε αυτός ο Σατανάς; Αχ, Θεέ μου πόσα κακά θα βρουν ακόμη τον τόπο μας; Πότε αυτός ο Παράδεισος θα ελευθερωθεί;» ξεκίνησε τον ακατάπαυστο μονόλογο και η Ελοντί ένιωσε μέσα της την ανάγκη να μιλήσει με αλήθειες. Συνοφρυωμένη λοιπόν, πήρε μία βαθιά ανάσα και της είπε :
«Κυρία Ναταλί, με όλο το σεβασμό, αλλά αν υπάρχει κάποια που γνωρίζει τι πραγματικά της συνέβη, μιας που το βίωσε και μάλιστα ολομόναχη» τόνισε την λέξη «αυτή είμαι εγώ. Σας πληροφορώ λοιπόν, πως ο βιαστής μου, όχι απλά δεν ήταν πνεύμα, το αντίθετο θα έλεγα. Ήταν άνθρωπος με σάρκα και οστά που βρομοκοπούσε ιδρώτα. Θα έλεγα πως σώθηκα, χάρη στην παρουσία αυτού που αποκαλείτε Διάβολο. Νομίζω πως ο Φιλίπ, προσπάθησε να με προστατέψει. Τον είδα για δευτερόλεπτα να απεικονίζεται στα στάσιμα νερά μίας μικρής λίμνης που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το σπίτι. Ήταν τρομακτικός, απόκοσμος θα έλεγα, ωστόσο αυτός που με κρατούσε ήταν χειρότερος, πολύ χειρότερος. Αντιλαμβάνομαι απόλυτα τον φόβο σας και την πίστη σας στις δεισιδαιμονίες, αλλά νομίζω πως έχετε στρέψει την προσοχή σας στον λάθος ένοχο» τελείωσε αφήνοντας την γυναίκα να την κοιτάζει σοκαρισμένη.
«Ω Θεέ μου, αυτό σημαίνει πως στο χωριό μας εκτός από το εκδικητικό πνεύμα, κυκλοφορεί και κάποιος βιαστής;» έθεσε την ερώτηση περισσότερο στον ίδιο της τον εαυτό.
«Ελοντί, καλύτερα να πηγαίνουμε» άκουσε την φωνή του Πιέρ που την κρατούσε τρυφερά από το μπράτσο.
Για λίγο περπάτησαν σιωπηλοί μέχρι εκείνο το σταυροδρόμι, όπου οι δρόμοι τους πάντοτε χώριζαν. Φτάνοντας έξω από το ξενοδοχείο, είδε την Ζακελίν κλαμένη να τρέχει και να την αγκαλιάζει.
«Άλλη φορά, αν ο Πιέρ δεν μπορεί ή δεν προλαβαίνει να σε συνοδεύσει, θα το κάνω εγώ. Δεν θα σε αφήσω ξανά να πας μονάχη σου και μην ανησυχείς για την επιστροφή μου. Γνωρίζω πολύ καλά τα κατατόπια και μπορώ να επιστρέψω με ασφάλεια» της είπε η Ζακελίν η οποία την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. «Ελοντί, γιατί δεν φεύγεις; Στο λέω γιατί φοβάμαι πολύ για εσένα. Τον φοβάμαι ώρες ώρες τον Φιλίπ, το φάντασμα, τον δαίμονα ή ότι άλλο είναι τελοσπάντων. Πού θα πάει αυτή η ιστορία;» τη ρώτησε και εκείνη την πήρε από το χέρι και αφού ακούμπησε τα πράγματά της προκειμένου να πάει στην υποδοχή, της είπε:
«Ειλικρινά, μην ανησυχείς καθόλου για αυτό που βρίσκεται εκεί μέσα. Έξω είναι που κυκλοφορούν τα χειρότερα τέρατα» της απάντησε και καθόλη τη διάρκεια της εργασίας της, σκεφτόταν πιθανούς τρόπους προκειμένου να προσεγγίσει αυτό το πλάσμα που ζούσε στην τελευταία μονοκατοικία του Λουρμαρέν.
Αργά το απόγευμα και καθώς τελείωσε σχετικά νωρίς με την δουλειά της, αποφάσισε να περπατήσει μονάχη της μέχρι το σπίτι, καθώς ήταν ακόμη μέρα και επιπλέον οι γείτονες στο απέναντι και διαγώνια σπίτι, είχαν κάποια γιορτή και βρίσκονταν όλοι τους μαζεμένοι στην αυλή. Καθώς περνούσε από μπροστά τους, τους είδε να την χαιρετούν, ενώ κάποιοι άλλοι σχολίασαν μέσα από τα δόντια τους το χθεσινό περιστατικό. Κατάκοπη, μπήκε στο σπίτι, όπου αρχικά βασίλευε η απόλυτη ησυχία. Μην γνωρίζοντας τι να κάνει, στάθηκε στο μέσον της κουζίνας και ξεκίνησε να μιλά απευθυνόμενη στον Φιλίπ :
«Δεν γνωρίζω αν βρίσκεσαι εδώ, ή αν με ακούς. Ωστόσο θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που μου έσωσες την ζωή. Ξέρω πως η διορία μου να τα μαζέψω μαζί με τον δεσμό μου και να φύγουμε, λήγει σήμερα. Ωστόσο, δεν θα σου κάνω τη χάρη και ξέρεις γιατί; Γιατί νομίζω πως το αληθινό τέρας δεν είσαι εσύ, αλλά ο άνθρωπος που κυκλοφορεί εκεί έξω. Σήμερα λοιπόν, θα φτιάξω χοιρινό στο φούρνο με πορτοκάλι από τον κήπο σου. Θα σου αφήσω λίγο φαγητό, αφού το συλλέγεις σαν τρόπαιο» τελείωσε τον μονόλογο και για λίγο ένιωσε ηλίθια αφού δεν πήρε καμία απάντηση, ενώ βαθιά μέσα της προσδοκούσε.
Στράφηκε λοιπόν προς τον πάγκο της κουζίνας, προκειμένου να ξεκινήσει να ετοιμάζει το φαγητό, δίχως να γνωρίζει πως από μία σκοτεινή γωνία και αθέατη στην ίδια, δύο καταγάλανα μάτια την παρακολουθούσαν με απορία. Ήταν εκείνος που δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώσει γι' αυτόν τον μονόλογο. Από την μία του τραβούσε το ενδιαφέρον, το οποίο όμως σύντομα επέστρεφε στην αδιάφορη στάση που είχε πάντοτε για όλους όσους πέρασαν ποτέ από αυτό εδώ το σπίτι. Η κοπέλα ετοίμασε τα υλικά και τοποθετώντας τα στο ταψί, ξεκίνησε να ανεβαίνει στις κρεβατοκάμαρες για να βάλει πρόχειρα ρούχα, όταν επάνω στο κρεβάτι βρήκε ένα σκίτσο. Ένα σκίτσο που απεικόνιζε την ίδια, μπροστά από αυτήν την μονοκατοικία. Η Ελοντί κοιτούσε την ζωγραφιά θαμπωμένη, κυρίως εξαιτίας των απίστευτων λεπτομερειών τόσο του προσώπου της, όσο και του περιβάλλοντος γύρω από την ίδια. Γιατί όμως το βλέμμα της ήταν τόσο θλιμμένο και γιατί στο βάθος του σκίτσου, σε ένα από τα παράθυρα του σπιτιού, υπήρχε ζωγραφισμένη για ακόμη μία φορά εκείνη η απόκοσμη βενετσιάνικη μάσκα;
Το πήρε στα χέρια της και κατέβηκε ξανά στον χώρο της κουζίνας. Με τα δάχτυλά της ψηλάφιζε τις λεπτομέρειές του, όταν άκουσε ξανά εκείνη τη βαθιά φωνή να της μιλά :
«Είμαι βέβαιος, πως τόση ώρα αναρωτιέσαι για τον γρίφο με την μάσκα. Η μάσκα ταιριάζει σε κάθε πρόσωπο, τόσο στα όμορφα, όσο και στα άσχημα. Δεν κάνει διαχωρισμούς και όλοι μας φοράμε μία. Το ερώτημα Ελοντί, που τίθεται εδώ, είναι τι θα συμβεί, όταν τελικά αυτή η μάσκα καταρρεύσει. Θα μπορέσουμε να δεχτούμε την αλήθεια και να την αντικρίσουμε κατάματα; Ή θα στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού παραδομένοι στον στρουθοκαμηλισμό μας;» της ψιθύρισε η φωνή και η Ελοντί συνέχισε να κοιτάζει τον χώρο γύρω της αδυνατώντας να κατανοήσει την προέλευση της φωνής.
«Ωστόσο, εγώ δεν φοράω καμία μάσκα. Ποτέ μου δεν φόρεσα γιατί πολύ απλά, ποτέ μου δεν θέλησα να κρύψω αυτό που είμαι. Ποιός είσαι όμως; Ή καλύτερα τι είσαι;» συνέχισε να τον ρωτά η κοπέλα.
«Θα καεί το φαγητό σου, θυσιασμένο στον βωμό της περιέργειάς σου» ήταν η τελευταία κουβέντα που ακούστηκε προτού η μυρωδιά του καμένου φτάσει στα ρουθούνια της και την αναστατώσει.
Πίσω, κρυμμένος πάντοτε στις σκιές, για δευτερόλεπτα χαμογέλασε.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη