Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 31 - μέρος 1)

Κίρα

Η υγρασία τα από βαριά γκρίζα σύννεφα που κρεμόντουσαν χαμηλά στον ουρανό πιανόταν στα ρούχα και στα μαλλιά της. Το στρατόπεδο απλωνόταν από κάτω τους, μια ολόκληρη πόλη
από σκηνές, άλογα, και κάρα που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ο Έντγκαρ τους είχε πει πως ο Αίρυς είχε ξεκινήσει από την πρωτεύουσα με είκοσι χιλιάδες άντρες. Από το μέγεθος του στρατοπέδου και τον αριθμό των σκηνών η Κίρα υπολόγιζε ότι το νούμερο ήταν μεγαλύτερο.


Η Οροσειρά της Υρκόνια υψωνόταν περιφανή μπροστά τους ρίχνοντας δυσοίωνα την σκιά της πάνω στο στρατόπεδο. Οι περισσότερες κορυφές της ήταν στολισμένες με χιόνι, με τις πιο ψηλές να τρυπάνε τα σύννεφα και να χάνονται στον ουρανό.

Ο στρατός είναι πολύ κοντά στις μάγισσες, σκέφτηκε η Κίρα.

Ένας μεγάλος χώρος είχε μείνει κενός ανάμεσα στις σκηνές. Οι τρεις δράκοι, ένας μαύρος, ένας γαλάζιος, και ένας χρυσός, μαζί με τους αναβάτες τους, το έβαλαν στόχο και βούτηξαν στον αέρα. Τα μαλλιά της Κίρας μαστίγωναν το πρόσωπο της. Με το ένα χέρι κρατιόταν γερά από ένα από τα μεγαλύτερα καρφιά στη πλάτη του Ντέβαν ενώ το άλλο ήταν κρατούσε προστατευτικά τον Ραίγκαρ πάνω στο στήθος της. Ο γιος της έμοιαζε με μια χνουδωτή μπάλα, τυλιγμένος με στρώσεις από γούνες για να τον προστατεύσουν από τον τσουχτερό αέρα που έκανε τα δόντια της Κίρας να χτυπάνε.

Στρατιώτες έτρεχαν για να δουν τους δράκους που προσγειωνόντουσαν. Αυτοί είναι όλοι; ήταν η αυθόρμητη πρώτη σκέψη της Κίρας. Για ένα στρατόπεδο τέτοιου μεγέθους περίμενε μεγαλύτερη υποδοχή. Εκτός κι αν δεν θεωρούσαν την άφιξη των παιδιών του Άρχοντα τους σπουδαίο γεγονός.

Με σβέλτες κινήσεις γλίστρησε από την πλάτη του δράκου. Το ξερό χορτάρι θρυμματίστηκε κάτω από τα πόδια της με έναν παραπονεμένο ήχο. Τις πρώτες φορές που είχε πετάξει με τον Ντέβαν είχε δυσκολευτεί να ανέβει και να κατέβει από ένα τόσο ψηλό πλάσμα αλλά πλέον το έκανε χωρίς να το πολυσκέφτεται. Η μύτη της είχε μουδιάσει και τα μάγουλα της είχαν πάρει ένα έντονο κόκκινο χρώμα από το κρύο του ουρανού, αλλά για ακόμα μια φορά η εμπειρία της είχε κόψει την ανάσα. Αν είχε γεννηθεί Μεταμορφίστρια και μπορούσε να πάρει την μορφή ενός πλάσματος με φτερά αμφέβαλλε αν τα πόδια της θα άγγιζαν ξανά τη γη.

Ο Ραίγκαρ τιναζόταν νευρικά, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τις βαριές στρώσεις των υφασμάτων που τον περιόριζαν.

«Μια στιγμή» του είπε η μητέρα του και άρχισε να λύνει τις γούνες. Τις τράβηξε από πάνω του αλλά ο μικρός δεν έδειχνε να ηρεμεί.

Ο Ντέβαν πήγε κοντά της. Η Κίρα γύρισε το κεφάλι της και είδε πως η Ορόρα και η Νερίσσα είχαν επιστρέψει και εκείνες στην ανθρώπινη μορφή τους. Ο Νάριαν και ο Κάσσιαν στεκόντουσαν παραδίπλα.

Οι σκηνές γύρω από το σημείο που είχαν προσγειωθεί ήταν μεγαλύτερες, με κόκκινα και χρυσά πανιά αντί για απλά καφέ. Αυτές ήταν σκηνές ανώτερων αξιωματικών. Μια έντονη μυρωδιά την έκανε να ζαρώσει την μύτη της. Ήταν η μυρωδιά της αρρώστιας, ένα μίγμα της μεταλλικής οσμής του αίματος και της ξινίλας του εμετού. Έκανε το στομάχι της να αναγουλιάζει. Βήχας και δυστυχισμένα βογκητά ακουγόντουσαν παντού γύρω τους, ο ήχος έβγαινε πνιχτός μέσα από τις σκηνές.

Τα πλούσια υφάσματα που αποτελούσαν την είσοδο μιας από τις μεγαλύτερες σκηνές άνοιξαν και ένας πολύ θυμωμένος Αίρυς εμφανίστηκε. Ήταν ντυμένος με μια αστραφτερή πανοπλία, σφαλημένη έτσι ώστε να μοιάζει με φολίδες. Ο δράκος των Ντρόγκομιρ δέσποζε περήφανος στο κέντρο του θώρακα. Τα πάντα πάνω του ήταν αιχμηρά. Ακόμα και τα σιδερένια γάντια του είχαν αγκαθωτές προεξοχές πάνω στις αρθρώσεις των δαχτύλων. Με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να γίνει ακόμα πιο εχθρικός και απειλητικός απ' ότι συνήθως. Παρόλο που είχε την ανθρώπινη μορφή του δεν υπήρχε τίποτα ανθρώπινο και ζεστό πάνω του.

Το θέαμα της πανοπλίας την ξένιζε. Οι Ντρόγκομιρ δεν φορούσαν πανοπλίες. Μάθαιναν να χειρίζονται όπλα αλλά σε περίπτωση μάχης όλοι περίμεναν πως θα μεταμορφωνόντουσαν. Το σπαθί που κουβαλούσε πάνω του ο Ντέβαν σπάνια έβγαινε από το θηκάρι του.

Ο Άρχοντας προχώρησε με γρήγορο και αποφασιστικό βήμα προς το μέρος τους. Μια μικρή ομάδα αντρών τον ακολούθησαν έξω από τη σκηνή. Απ' ότι φαίνεται, η ξαφνική εμφάνιση τους είχε διακόψει κάποιο συμβούλιο.

Τα πύρινα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν πάνω στην Ορόρα. «Σε εξόρισα. Πως τολμάς να εμφανίζεσαι μπροστά μου;»

«Με εξόρισες από το κάστρο» του υπενθύμισε. «Όχι από ένα τυχαίο κομμάτι γης στην άκρη της χώρας»

Τα μάτια του Αίρυς στένεψαν. Ήταν έτοιμος να απαντήσει όταν πρόσεξε ποια άτομα περιτριγύριζαν την κόρη του. Το βλέμμα του στάθηκε πάνω στην Κίρα και το μωρό.

«Φέρατε τον εγγονό μου εδώ;!» Η κατηγορία που βγήκε από το στόμα του έσταζε με οργή. Υπήρχε κάτι στην φωνή του, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

Αλλά για ποιό πράγμα τους κατηγορούσε; Ο τόνος και η έκφραση του ήταν λες και είχαν κάνει κάτι για να βλάψουν το αγοράκι, που ήταν παράλογο και γελοίο. Η Κίρα αναρωτήθηκε αν ο Άρχοντας είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Δεν θα της φαινόταν διόλου περίεργο.

«Πάρε τον γιο σου και φύγε αμέσως από εδώ» διέταξε τον Ντέβαν.

Υπήρχε κίνηση στο στρατόπεδο. Στρατιώτες πήγαιναν από το ένα μέρος στο άλλο κάνοντας αγγαρείες όπως να μεταφέρουν κουβάδες με νερό, να μαζεύουν καυσόξυλα, να γυαλίζουν πανοπλίες, και να φροντίζουν τα άλογα. Η Κίρα κοίταξε έναν που έριχνε ματωμένα πανιά μέσα σε ένα καζάνι με βραστό νερό. Κανείς δεν μιλούσε. Οι ώμοι τους ήταν σκυφτοί, τα πρόσωπα τους χλωμά και σοβαρά, το βλέμμα τους σκοτεινιασμένο.

Φόβος

Αυτό είχε διακρίνει στην φωνή του Αίρυς. Αλλά ο Αίρυς ήταν τόσο αλαζόνας που δεν φοβόταν τίποτα, γι' αυτό δεν μπορούσε να σχετίσει αυτό το συναίσθημα με τα λόγια του. Όμως τώρα το έβλεπε καθαρά. Κάτι είχε συμβεί που είχε κλονίσει το σίγουρο περίβλημα του.

Μια παγωμένη αίσθηση απλώθηκε στα κόκαλα της. Αν ο Αίρυς είχε φτάσει στο σημείο να ανησυχεί τότε συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό.

Μια από τις διπλανές σκηνές άνοιξε και το κόκκινο κεφάλι της Κάλικ ξεπρόβαλε από μέσα. Τα σμαραγδένια μάτια της σάρωσαν με περιέργεια το τοπίο. «Νάριαν!»φώναξε. Το όνομα έκρυβε μέσα του πραγματική χαρά. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε κατά πάνω του, με τις πύρινες μπούκλες της να ανεμίζουν πίσω της. Έπεσε πάνω του με τέτοια ορμή που ήταν θαύμα που δεν κατέληξαν και οι δυο στο έδαφος. «Συγνώμη» του είπε και τον αγκάλιασε, με δάκρυα στα μάτια. «Κανένας μας δεν ήξερε πως ο Κλάους σκόπευε να κάνει κάτι τόσο φριχτό, σ' το ορκίζομαι»

«Το ξέρω» της είπε μαλακά και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Δεν ήταν εκείνη υπεύθυνη για τις πράξεις του αδελφού της. Ο μόνος που κατηγορούσε για όσα είχαν συμβεί ήταν ο Κλάους.

Ο Έντγκαρ και ο Κάσρελ ακολούθησαν την αδελφή τους έξω από τη σκηνή που μοιραζόντουσαν. Η βλοσυρή έκφραση του Κάσρελ επειδή ο Αίρυς τους είχε κρατήσει έξω από το συμβούλιο θα μπορούσε να κάνει ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο στρατιώτη να αρχίσει να τρέχει, αν βέβαια ήταν αρκετά ανόητος για να διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό του. Ένας νεαρός άρχοντας με πληγωμένη περηφάνια ήταν κάτι που ήθελες να αποφύγεις. Είχαν την τάση να γίνονται θερμοκέφαλοι. Ο Έντγκαρ από την άλλη φορούσε μια ουδέτερη μάσκα που δεν αποκάλυπτε τίποτα.

«Τι γυρεύετε εδώ;» Η ερώτηση του απευθυνόταν σε όλους αλλά τα μάτια του κοίταζαν την Ορόρα. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς, λες και περίμενε να ακούσει κακά νέα. Τα έκρυψε πίσω από την πλάτη του.

«Ήρθαμε για να βοηθήσουμε, ξάδερφε» του απάντησε. «Τι άλλο;»

Ο νεαρός Ντρόγκομιρ έδειξε να χαλαρώνει για μια στιγμή και στη συνέχεια να αδιαφορεί για τον λόγο της παρουσίας τους. Αφού δεν είχε συμβεί κάτι στην Αμελί και η Ορόρα δεν ήταν εδώ για να του φέρει μαύρα νέα, δεν τον απασχολούσε τι είχαν έρθει να κάνουν.

Η Κάλικ ξεκόλλησε από τον πρόσφατα αναστημένο ξάδερφο της και πλησίασε την Κίρα. «Δεν έπρεπε να φέρετε τον Ραίγκαρ εδώ» τους είπε, κοιτάζοντας προβληματισμένη τον ανήσυχο ανιψιό της. «Μπορεί να κολλήσει την αρρώστια»

«Ποια αρρώστια;» ρώτησε ο Ντέβαν.

«Οι μάγισσες έριξαν επιδημία στο στρατόπεδο» του απάντησε ο Κάσρελ. «Οι στρατιώτες αρρωσταίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Οι μισοί είναι κατάκοιτοι»

«Τι είδους επιδημία;» ρώτησε ο Κάσσιαν, βγαίνοντας μπροστά.

«Ποιος στην ευχή είσαι εσύ;» απαίτησε να μάθει ο Αίρυς.

«Κάποιος που ίσως μπορεί να βοηθήσει αν απαντήσετε στην ερώτηση» απάντησε ατάραχα ο μάγος, λες και συναντούσε κάθε μέρα θυμωμένους Άρχοντες και το θέαμα δεν τον ξάφνιαζε. «Αν η αρρώστια που έστειλαν προέρχεται από ξόρκι ίσως μπορούμε να το λύσουμε»

Κοίταξε τον Νάριαν ζητώντας υποστήριξη. Ο ξανθός ένευσε καταφατικά. «Αν η ασθένεια βασίζεται μόνο σε μαγεία και όχι σε φυσικά μέσα τότε μπορεί να αντιμετωπιστεί με διαφορετικά ξόρκια»

«Αρχοντά μου, έχω την άδεια να μιλήσω;» είπε ένας άντρας από το συμβούλιο του Αίρυς. Ο Άρχοντας του του έδωσε την άδεια με ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού και ο άντρας βγήκε μπροστά. Έδειχνε να έχει την ηλικία του Αίρυς και καλοσυνάτο παρουσιαστικό. Η πορφυρή του πανοπλία ήταν καλοφτιαγμένη και θα πρέπει να είχε στοιχίσει περισσότερο από όσα χρήματα διέθετε μια πολυμελής οικογένεια για τα τρόφιμα μιας ολόκληρης χρονιάς. «Οι άντρες που αρρώστησαν αιμορραγούν από τα μάτια και τη μύτη» τους εξήγησε. «Όταν βήχουν φτύνουν αίμα, αλλά οι θεραπευτές λένε πως δεν ακούν υγρό στους πνεύμονες. Έχουν υψηλό πυρετό και δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, πόσο μάλλον να κρατήσουν σπαθί και ασπίδα»

Ο Κάσσιαν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του Νάριαν. Σιγανές κουβέντες πέρασαν ανάμεσα στους δυο μάγους.

«Πόσοι έχουν πεθάνει;» ρώτησε ο Νάριαν.

«Μέχρι στιγμής κανένας»

«Θα χρειαστεί να δούμε τους ασθενείς» είπε ο Κάσσιαν.

Κανένας δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να τους οδηγήσει. Ο καστανόξανθος μάγος σήκωσε ειρωνικά ένα φρύδι. «Φοβάστε μερικούς αρρώστους; Εσείς είστε οι γενναίοι που θα εισβάλετε σε ένα ξένο βασίλειο;» τους ειρωνεύτηκε. «Δεν πειράζει, θα βρούμε τον δρόμο μόνοι μας. Έλα, Νάριαν»

Ο Κάσρελ στριφογύρισε τα μάτια του. «Θα σας δείξω τον δρόμο. Ακολουθήστε με»

«Θα έρθω κι εγώ» είπε η Νερίσσα.

«Άρχοντα μου, αρχόντισσα μου...» επενέβη ο στρατηγός που είχε μιλήσει προηγουμένως. «Ίσως να ήταν πιο σοφό να μείνετε εδώ. Η αρρώστια είναι μεταδοτική. Θα οδηγήσω εγ-»

«Δεν θα φοβηθώ τα κόλπα των μαγισσών» τον έκοψε απότομα ο Κάσρελ.

«Και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για την αρχόντισσα σου» πρόσθεσε ο Κάσσιαν. «Θα είναι μια χαρά. Έχει εμένα να φροντίζω γι' αυτό» Έβαλε το χέρι του στην πλάτη της Νερίσσας και την οδήγησε μπροστά, ανυπόμονος να πάει στους στρατιώτες. Όσοι πρόσεξαν την κίνηση επέλεξαν να μη την σχολιάσουν.

Οι γροθιές του Ντέβαν έσφιγγαν και ξέσφιγγαν και τα χρυσαφένια μάτια του γυάλιζαν από θυμό δίνοντας σε ολόκληρο το πρόσωπο του μια πιο σκληρή όψη, λες και τα χαρακτηριστικά του ήταν σμιλεμένα από μάρμαρο. Αλλά η Κίρα έβλεπε πίσω από την οργή του. Τον πλήγωνε που οι άνθρωποι του υπέφεραν. Αυτή η διαφορά θα τον έκανε καλύτερο Άρχοντα από τον πατέρα του. Ο Ντέβαν νοιαζόταν.

«Εσύ ευθύνεσαι γι' αυτό» κατηγόρησε τον Αίρυς.

«Οι μάγισσες ευθύνονται που έστειλαν την επιδημία» αποκρίθηκε παγερά, αποποιώντας κάθε είδους ευθύνης από πάνω του και εξαγριώνοντας περισσότερο τον γιο του.

«Έστειλαν επιδημία επειδή απειλείς την περιοχή τους!»

«Αδιαφορώ για τις μάγισσες και την περιοχή τους. Αν δεν είχαν μπει στον δρόμο μου δεν θα είχα ασχοληθεί μαζί τους και θα τις άφηνα να συνεχίσουν τις ασήμαντες ζωές τους. Τώρα θα υποστούν τις συνέπειες»

«Έχεις χάσει τα λογικά σου, άρχοντα μου; Ή μήπως δεν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου; Ο Ελεαζάρ αχρήστευσε τον μισό στρατό σου επειδή πλησίασες την οροσειρά. Τι πιστεύεις πως θα κάνει αν εισβάλεις στη Σύναξη;»

«Μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε» δήλωσε ένας από τους άντρες πίσω του. Ήταν ψηλός, με κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά και γερακίσια μύτη «Εξακολουθούμε να υπερισχύουμε αριθμητικά. Και με οχτώ δράκους μπορούμε να εξαλείψουμε τις μάγισσες σε ένα δεκαπενθήμερο»

«Δεν έχεις οχτώ δράκους» είπε η Ορόρα που κατακεραύνωνε τον άντρα με σκληρό βλέμμα. «Εκτός κι αν έχεις παραισθήσεις σαν τον πατέρα μου, Μπλάκγουντ. Δείχνουμε πρόθυμοι να συμβάλουμε σε αυτή τη παράνοια;»

«Και τότε για ποιο λόγο ήρθατε, αρχόντισσα μου;» Ο τίτλος της μέσα από τα χείλη του ακούστηκε σαν χλευασμός.

«Ήρθαμε να δώσουμε τέλος σε κάτι που παρατράβηξε» απάντησε ο Ντέβαν αντί για εκείνη, με το βλέμμα του να πετάει μαχαίρια στον αναιδή στρατηγό.

«Και πως σκοπεύετε να το κάνετε αυτό;» ρώτησε ο Αίρυς τον γιο του, με τον απόηχο μιας πρόκλησης να κρέμεται στην άκρη της πρότασης.

«Θα μάθεις σύντομα, άρχοντα μου»

Οι δυο άντρες αναμετρήθηκαν σιωπηλά με το βλέμμα. Ήταν σαν δυο λύκους που προσπαθούσαν να επιβληθούν ο ένας στον άλλο για την κυριαρχία στην αγέλη. Δεν θα αργούσαν να βγάλουν τα δόντια τους. Από τη μια πλευρά ήταν ο Αίρυς, ντυμένος με ατσάλι, και από την άλλη ο Ντέβαν που έδειχνε τρομαχτικά ευάλωτος σε σχέση με τον πατέρα του. Και οι δυο άντρες ήταν οπλισμένοι με την ίδια αποφασιστικότητα. Ο Αίρυς είχε δύναμη και εμπειρία αλλά ο Ντέβαν είχε πιο ισχυρό κίνητρο.

Επιπλέον, είχε πίσω του μια ομάδα ανθρώπων που πίστευαν σε εκείνον και θα τον στήριζαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Όμως τι μπορούσαν να κάνουν; Ο Ντέβαν είχε με το μέρος του δυο δράκαινες και δυο ισχυρούς μάγους. Ο λαός θα τον στήριζε, ειδικά αν κατάφερνε να φέρει πίσω τους γιους, τους αδελφούς, τους πατεράδες, και τους συζύγους τους από τα χαρακώματα. Είχε συμμάχους πέρα από τα σύνορα όπως τη Ναζλί. Η Ραζιγιέ τους είχε βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές στο παρελθόν, και παρόλο που είχε δηλώσει ότι θα έμενε αμέτοχη στην υπόθεση του Ελεαζάρ, ο εκθρονισμός του Αίρυς ίσως την ενδιέφερε.

Όμως τίποτα απ' όλα αυτά δεν είχε σημασία επειδή όταν θα αντιμετώπιζε τον πατέρα του για τον θρόνο θα ήταν μόνος του.

Η σκέψη ότι ο Ντέβαν θα πληγωνόταν έκανε το στομάχι της να γυρίζει.

Θα μπορούσε να γλιστρήσει στα κρυφά μέσα στη σκηνή του Αίρυς τη νύχτα και να του κόψει τον λαιμό με το μαχαίρι που κρεμόταν από τη ζώνη της. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν άρρωστοι, αμφέβαλλε ότι θα συναντούσε μεγάλη αντίσταση. Όμως τότε θα στερούσε από τον Ντέβαν την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του. Όχι, χρειαζόταν μια πιο διακριτική λύση.

Ωστόσο, κράτησε αυτό το σχέδιο στο πίσω μέρος του μυαλού της για παν ενδεχόμενο.

Ο Ραίγκαρ σάλεψε άβολα στην αγκαλιά της κλαψουρίζοντας.

«Νιώθεις την μαγεία στον αέρα;» τον ρώτησε σιγανά, χωρίς να περιμένει πραγματική απάντηση. Ο Ραίγκαρ αντιλαμβανόταν περισσότερα από όλους. Ευχήθηκε να μπορούσε να της μιλήσει. Ίσως εκείνος να έβρισκε τη λύση σε κάποιο μέρος που η Κίρα δεν είχε σκεφτεί ακόμα να ψάξει.

Ίσως να της έλεγε να εμπιστευτεί τον Ντέβαν και να τον αφήσει να χειριστεί μόνος του την κατάσταση. Αλλά πως μπορούσε να μείνει αμέτοχη όταν ο άντρας που αγαπούσε σκόπευε να αναμετρηθεί με τον άντρα που είχε καταστρέψει τη ζωή της μια φορά, και τώρα απειλούσε να το κάνει και δεύτερη;

«Καλά νέα» ανακοίνωσε ο Κάσσιαν που πλησίαζε μαζί με την Νερίσσα, τον Νάριαν και τον Κάσρελ. «Η ασθένεια δεν είναι θανατηφόρα»

«Ωραία» αποκρίθηκε ο Αίρυς.

Ο Κάσρελ πήγε στα αδέλφια του ενώ οι άλλοι τρεις στάθηκαν δίπλα στον Ντέβαν, διαχωρίζοντας τη θέση τους από το υπόλοιπο στρατόπεδο.

«Μπορείτε να λύσετε το ξόρκι;» ρώτησε διακριτικά ο Ντέβαν.

«Ίσως» απάντησε ο Νάριαν.

«Θα είναι δύσκολο. Οι επιδημίες σε τέτοια κλίμακα είναι εξαιρετικά περίπλοκη δουλειά. Το ιδανικό θα ήταν να το λύσει αυτός που το έκανε, αλλά μπορώ να δοκιμάσω»

«Μη το κάνεις» είπε σιγανά το Ντέβαν. «Τη στιγμή που οι άντρες θα σταθούν στα πόδια τους ο πατέρας μου θα προελάσει μέσα από τα βουνά»

«Άρα θέλεις να αφήσω τους στρατιώτες στον πόνο και την μιζέρια τους για να τους σώσουμε τη ζωή αργότερα» παρατήρησε ο Κάσσιαν.

«Απάλυνε τον πόνο τους αν μπορείς αλλά μην κάνεις τίποτα άλλο προς το παρών»

«Όπως νομίζεις»

«Θα πάω στις μάγισσες» είπε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι. «Θα διαπραγματευτώ μαζί του και θα προσπαθήσω να τον πείσω να λύσει το ξόρκι της επιδημίας. Και όταν επιστρέψω...» Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του πατέρα του. «...θα βάλω τα πράγματα στη θέση τους»

Ένα μικρό, σκληρό χαμόγελο χαράχτηκε στη λεπτή γραμμή των χειλιών του Αίρυς. Ήξερε τι σκόπευε να κάνει ο Ντέβαν, συνειδητοποίησε η Κίρα. Ήξερε και δεν φοβόταν. Αντιθέτως, ήταν προετοιμασμένος.

 

Φαίη