Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 17 - μέρος 2)

Η Σελίν δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της μια πόλη των ξωτικών ούτε γνώριζε κάποια άλλη μάγισσα που να το είχε κάνει. Τα ξωτικά έκρυβαν τις πόλεις τους και τα χωριά τους με μαγεία. Αν πλησίαζες τα σύνορα τους ένιωθες μια ανεξήγητη παρόρμηση να αλλάξεις πορεία χωρίς να το συνειδητοποιήσεις. Αν κάποιος τύχαινε να βρει τις πόλεις ήταν επειδή τα ξωτικά τον άφηναν να τις βρει.


Αν πίστευε ότι οι μάγισσες ήταν η φυλή που ζούσε σε απόλυτη αρμονία με την φύση τότε το θέαμα που αντίκρισε την διέψευσε. Η πόλη και το δάσος ήταν ένα. Τα δέντρα ήταν αφύσικα φαρδιά και ψηλά, με ασύμμετρες πόρτες και παράθυρα σκαλισμένα στους κορμούς τους. Οπλισμένοι φρουροί περιπολούσαν περπατώντας πάνω σε γέφυρες από πράσινα κλίματα και ξύλινες σανίδες που συνέδεαν τις κορυφές τους. Μπόρεσε να διακρίνει μερικά μικρά ξύλινα σπιτάκια σαν παρατηρητήρια μέσα στο πλούσιο φύλλωμα των δέντρων.

Πλακόστρωτοι δρόμοι διέσχιζαν την πόλη σαν φλέβες. Το κορίτσι-ξωτικό που κρατούσε ακόμα το χέρι της και που δεν είχε θεωρήσει σημαντικό να τους συστηθεί –όχι πως ένα ξωτικό θα σου αποκάλυπτε ποτέ το πραγματικό του όνομα- τους οδήγησε στον κεντρικό δρόμο, προσπερνώντας άμαξες που σταματούσαν μπροστά στα σπίτια και κάρα που μετέφεραν σανό ή λαχανικά. Τα ξωτικά δεν φάνηκαν να ταράζονται στη θέα ενός ανθρώπου και μιας μάγισσας. Πολλά σταμάτησαν και τους χαιρέτησαν χαμογελώντας σαν να ήταν παλιοί φίλοι που είχαν να δουν καιρό.

«Αυτό το μέρος είναι περίεργο» ψιθύρισε ο Έρικ στο αυτί της.

Κοίταξε μια παρέα παιδιών που πλατσούριζαν μέσα σε μια λίμνη με νούφαρα, πειράζοντας τα πολύχρωμα ψάρια που κολυμπούσαν μέσα στα κρυστάλλινα νερά της. Ο σιγανός ήχος ενός τραγουδιού ερχόταν από κάπου μακριά. Έκαναν στην άκρη για να αποφύγουν μερικά ξωτικά που τους προσπέρασαν τρέχοντας κρατώντας πήλινες στάμνες, με τα κατάμαυρα ή ασημόξανθα μαλλιά τους να ανεμίζουν πίσω τους σαν σημαίες. Παντού ακουγόντουσαν χαρούμενες φωνές και γέλια.

Όλα ήταν πολύ όμορφα, πολύ τέλεια για να είναι αληθινά. Ή έστω για να μην κρύβεται και κάτι άλλο από πίσω. Αυτή η πόλη της θύμιζε τα Κόκκινα Δάκρυα που σε γοήτευαν για να πας κοντά τους και μετά... Μετά ήξεραν όλοι τι συνέβαινε.

Κοίταξε πλάγια τον Έρικ. Αυτός ήταν το μόνο που μπορούσε να εμπιστευτεί εκείνη τη στιγμή, η μόνη αλήθεια για την οποία ήταν σίγουρη.

Η μουσική δυνάμωσε καθώς προχωρούσαν και το μικρό ξωτικό τους οδήγησε σε μια πλακόστρωτη πλατεία με ένα μεγάλο σιντριβάνι στο κέντρο της. Μόνο που μέσα του δεν υπήρχε νερό αλλά κατακόκκινες, κίτρινες και πορτοκαλί φλόγες που υψωνόντουσαν επιβλητικά σαν να προσπαθούσαν να αγγίξουν τον ουρανό. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν το θέαμα ήταν μαγευτικό ή τρομαχτικό. Τα ξωτικά είχαν στήσει μακριά ξύλινα τραπέζια, στολισμένα με κορδέλες από λουλούδια και κισσό, σε έναν σχηματισμό που θύμιζε μισοφέγγαρο. Τα ασημένια και χρυσά σκεύη αντανακλούσαν το φως της φωτιάς. Ξωτικά με πολύχρωμα φορέματα και πανέμορφα, ψυχρά πρόσωπα, χόρευαν στον γρήγορο κυκλικό χορό που είχε δημιουργηθεί στο κέντρο των τραπεζιών υπό τους ήχους της φλογέρας, του βιολιού και της άρπας.

Το κορίτσι τους οδήγησε σε έναν υπερυψωμένο χώρο στα τραπέζια. Ένας άντρας καθόταν στο κέντρο του κρατώντας το σώμα του τόσο στητό και ακίνητο που για μια στιγμή η Σελίν τον πέρασε για άγαλμα. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα μαλλιά του που ήταν κατάμαυρα σαν την νύχτα αλλά είχαν μέσα τους μια μπλε χροιά. Δεν χρειάστηκαν συστάσεις για να μάθουν ποιος ήταν. Το χρυσό στέμμα στο κεφάλι του τα εξηγούσε όλα.

Το μικρό ξωτικό άφησε το χέρι της Σελίν, υποκλίθηκε βαθιά και έφυγε πισοπατώντας χωρίς να του γυρίσει την πλάτη.

Ο βασιλιάς των ξωτικών σηκώθηκε όρθιος και η μουσική σώπασε. Είχε ένα πρόσωπο αιώνιο, από εκείνα που δεν μπορούσες να μαντέψεις την ηλικία τους. Ούτε μια ρυτίδα δεν αυλάκωνε τα χαρακτηριστικά του που ήταν αρκετά απαλά για να μοιάζει με έναν νεαρό άντρα γύρω στα τριάντα αλλά ταυτόχρονα εξέπεμπαν μια σοφία και κυνισμό σαν είχε ζήσει αιώνες και είχε δει τα πάντα. Τα μάτια του ήταν δυο μπλε σφαίρες. Ήταν αδύνατον να καταλάβει αν το βλέμμα του εστίαζε πάνω της ή αν παρατηρούσε τα πάντα.

Ενστικτωδώς, κοίταξε προς το μέρος του Έρικ. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμα δίπλα της, πως τα ξωτικά δεν τον είχαν πάρει μακριά την ώρα που η προσοχή της ήταν στραμμένη αλλού. Ένα ζευγάρι καστανά μάτια της ανταπέδιδε το βλέμμα.

Κατάλαβε το λάθος της και γύρισε γρήγορα μπροστά, αναγκάζοντας το πρόσωπο της να υιοθετήσει μια ουδέτερη έκφραση. Όλα όσα αποκάλυπταν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίων τους και τα συναισθήματα ήταν ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο όπλο σε ένα μέρος σαν κι αυτό.

Ένα μικρό μειδίαμα να εμφανίστηκε στα λεπτά χείλη του βασιλιά. «Έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που υποδεχθήκαμε μια μάγισσα, ένα μέλος της αδελφής-φυλής μας, στη πόλη μας» Η φωνή του χάιδευε τα αυτιά τους σαν βελούδο, σκοτεινή και πλούσια. Σήκωσε το κύπελλο του, που ήταν διακοσμημένο με αληθινά αμπελόφυλλα. «Καλωσορίζουμε την αδελφή μας, και την... ενδιαφέρουσα ανωμαλία που ταξιδεύει μαζί της. Έναν ημίαιμο» ανακήρυξε.

Τα χέρια της έσφιξαν σε γροθιές. Βασιλιάς ή όχι, ήθελε να πάρει αυτό το κύπελλο και να αδειάσει το περιεχόμενο του πάνω στο κεφάλι του. Δεν υπήρχε τίποτα λάθος με τον Έρικ.

Προσπαθεί να μας προκαλέσει, θύμισε στον εαυτό της. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της και να χαλαρώσει.

Τα ξωτικά ήταν ένας λαός που ζούσε για αιώνες. Όταν όμως κάποιος ζούσε για τόσο πολύ τα συναισθήματα του άρχιζαν να αμβλύνονται και να παγώνουν. Οι αυθόρμητες αντιδράσεις και τα έντονα συναισθήματα των θνητών ήταν μεθυστικά για εκείνους όπως το παλιό καλό κρασί. Δεν θα του χάριζε την ικανοποίηση του θυμού της.

Ο βασιλιάς τους έδειξε τις δυο κενές θέσεις στα δεξιά του. Με κάποιο τρόπο κατάφερε να κάνει αυτή την τόσο απλή και συνηθισμένη κίνηση να φανεί γεμάτη χάρη. «Απόψε, προσφέρω στους δυο ξεχωριστούς καλεσμένους μας μια θέση στο τραπέζι μου, την ύψιστη τιμή που μπορεί να κάνει ένα ξωτικό σε έναν ξένο, και τους προσκαλώ να γιορτάσουν μαζί μας»

Λες και είχαν κι άλλη επιλογή, σκέφτηκε η Σελίν. Ανέβηκαν στην εξέδρα και κάθισαν στις θέσεις που τους υπέδειξε και το γλέντι συνέχισε σαν να μην είχε σταματήσει. Δυο κοριτσάκια με τα ίδια μαύρα-μπλέ μαλλιά καθόντουσαν στην άλλη πλευρά του βασιλιά και σιγοχαχάνιζαν με κάτι που έλεγαν.

«Ομολογώ πως είμαι περίεργος» ξεκίνησε να λέει, στρέφοντας τα αλλόκοτα μάτια του πάνω στη Σελίν που καθόταν δίπλα του. Το βλέμμα του την έκανε να νιώθει άβολα, λες και ήθελε να δει μέσα στην ψυχή της και να τραβήξει έξω όλα τα μυστικά της. «Τι γυρεύει μια μάγισσα τόσο μακριά από την επικράτεια των μαγισσών;»

«Βρισκόμαστε σε μια επίσημη αποστολή της Σύναξης»

Αυτό ήταν αλήθεια. Απ' ότι της είχε πει κάποτε η Αλίρα, τα ξωτικά μπορούσαν να καταλάβουν πότε κάποιος ήταν ειλικρινής και πότε όχι. Και αλίμονο σε αυτόν που θα προσπαθούσε να τα γελάσει.

«Ακούγεται σοβαρό, ιδίως μετά την εξορία του αρχηγού σας»

Πως στο όνομα των Πνευμάτων ήξερε αυτό;

«Φαντάζομαι πως προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή στη Σύναξη. Όταν ο λαός χάνει μια μορφή εξουσίας που γνωρίζει η ισορροπίες διαταράσσονται. Τυπικό πρόβλημα των θνητών που οι ηγέτες τους αλλάζουν τόσο συχνά. Ή δολοφονούνται» Οι γωνίες των χειλιών του κύρτωσαν ελαφρώς προς τα πάνω λες και είχε πει κάτι αστείο.

«Δηλαδή η άποψη σας είναι πως πρέπει να υπάρχει μόνο ένας ηγέτης που να κυβερνά για πάντα;» Φυσικά και το πίστευε. Ήταν ξωτικό.

Ξωτικά που κουβαλούσαν πιατέλες με με κρέας, πίτες, φρούτα και τυριά, πήγαν κοντά τους και με σβέλτες κινήσεις τα άφησαν πάνω στο τραπέζι.

«Είναι πιο πρακτικό. Ο λαός ξέρει ποιον ακολουθεί και υπάρχει σταθερότητα»

«Αλλά μόνο μέσα από την αλλαγή έρχεται η εξέλιξη και η πρόοδος»

«Πολύ ανθρώπινη άποψη. Ελπίζω να βοηθήσει την Σύναξη σας αυτή τη δύσκολη ώρα»

«Η Σύναξη έχει έναν νέο αρχηγό. Κάποιον πολύ ικανό που θα αναλάβει τη θέση του Άιζακ»

Τα ξωτικά άφησαν μεγάλα κύπελλα με κρασί μπροστά τους. Η Σελίν είδε ένα ροζ λουλουδάκι σαν μικροσκοπικός λωτός να επιπλέει στο κέντρο του δικού της. Το έπιασε προσεχτικά με τις άκρες των δαχτύλων της και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα μικρά φαναράκια που ήταν πάνω στα τραπέζια, στο έδαφος, ή κρεμασμένα στα κλαδιά των δέντρων σαν πυγολαμπίδες. Έκαιγαν με ένα απαλό γαλάζιο ή μοβ φως αλλά δεν είχαν φλόγα, και όταν άγγιξε το φαναράκι που ήταν μπροστά της το γυαλί ήταν κρύο.

«Αυτά είναι καλά νέα, πράγματι. Χαίρομαι που μαθαίνω ότι όλα εξελίσσονται ομαλά στη Σύναξη σας»

Αμφέβαλλε ειλικρινά για το αν ο βασιλιάς νοιαζόταν για το αν οι μάγισσες ζούσαν ή εξαφανιζόντουσαν.

«Θα ήθελα να ακούσω περισσότερα για τον νέο ηγέτη σας. Τα ξωτικά και οι μάγισσες πρέπει να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον. Παρά τις διαφορές μας το ίδιο μαγικό αίμα κυλάει στις φλέβες μας. Ας πιούμε σε αυτό»

Πήγε να πιάσει το κύπελλο της.

Πόνος διαπέρασε τα δάχτυλα της. Τράβηξε πίσω το χέρι της αφήνοντας ένα πονεμένο επιφώνημα.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε ο Έρικ και έπιασε απαλά το δεξί της χέρι. Άνοιξε τα δάχτυλα της και είδε το αίμα που κυλούσε πάνω τους.

«Δεν είναι τίποτα» αποκρίθηκε η κοπέλα και τράβηξε γρήγορα το χέρι της. Με την άκρη του ματιού της είδε τα δυο κοριτσάκια να παρακολουθούν τις αντιδράσεις τους διασκεδάζοντας.

Είχε τρυπήσει τα δάχτυλα της πάνω στα αγκάθια που στόλιζαν το κύπελλο. Οι πληγές έτσουζαν αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Περισσότερο την είχε εκνευρίσει, αλλά δεν θα τους έκανε την χάρη να το δείξει. Έπιασε ξανά το κύπελλο, με περισσότερη προσοχή αυτή τη φορά, και ο Έρικ δίπλα της έκανε το ίδιο. Ο βασιλιάς ήπιε πρώτος και οι υπόλοιποι ακολούθησαν το παράδειγμα του.

Το κρασί είχε έντονη γεύση και έκανε το κεφάλι της να θολώσει για μερικές στιγμές. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Ο Έρικ δίπλα της είχε μια μπερδεμένη έκφραση στο πρόσωπο του λες και προς στιγμή είχε ξεχάσει πως και γιατί είχε βρεθεί εκεί.

Η αλήθεια ήταν ότι η αίσθηση δεν ήταν δυσάρεστη. Τώρα που η θολούρα είχε περάσει μια ευχάριστη ζεστασιά κυλούσε μέσα της, συνοδευόμενη από ένα αίσθημα ευφορίας. Ετοιμάστηκε να πιει ξανά αλλά ο Έρικ ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της σαν να την προειδοποιούσε να μη το κάνει.

Ανάγκασε τον εαυτό της να αφήσει το κύπελλο στην άκρη. Δεν ήθελε να το κάνει αλλά αφού ο Έρικ της έλεγε να μη πιει τότε κάτι θα ήξερε, σωστά; Ήταν έξυπνος και τον εμπιστευόταν.

«Πρέπει να παραδεχθώ πως για πρώτη φορά εδώ και τριακόσια χρόνια νιώθω έκπληξη» είπε ο βασιλιάς στρέφοντας την προσοχή του στον Έρικ. «Το αίμα των μαγισσών ενωμένο με το αίμα των ανθρώπων. Αναρωτιέμαι τι χαρίσματα μπορεί να προκύψουν από έναν τέτοιο συνδυασμό που μέχρι πρότινος ήταν ανήκουστος»

«Κι εγώ το ίδιο» μουρμούρισε ο Έρικ, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον συνομιλητή του.

Η κίνηση των χειλιών του αιχμαλώτισε την προσοχή της. Ήθελε να φιλήσει αυτά τα χείλη.

Τι;

«Πες μου, νεαρέ άνθρωπε, πως βρέθηκες να ταξιδεύεις με μια μάγισσα; Απ' όσο θυμάμαι δεν υπάρχει μεγάλη αγάπη ανάμεσα στους λαούς σας»

«Θέλω να την βοηθήσω» του απάντησε σφιγμένα.

«Αυτό που θέλω να μάθω είναι το γιατί» τον πίεσε περισσότερο.

Ξαφνικά η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική. Λεπτές στάλες ιδρώτα κυλούσαν στον λαιμό της Σελίν λες και στεκόταν μπροστά στη φωτιά. Το δέρμα της δεν την χωρούσε. Τα χέρια της έτρεμαν νευρικά. Τα κατέβασε στην ποδιά της και τα έπλεξε μεταξύ τους για να τα σταματήσει.

«Ο μοναδικός λόγος που σε παρακινεί είναι η ανιδιοτελής επιθυμία να βοηθήσεις μια κοπέλα; Κάποια που ανήκει σε μια φυλή που οι δικοί σου κυνηγούν και σκοτώνουν σαν να είναι ζώα, τολμώ να προσθέσω»

«Δεν είναι ο μόνος λόγος» είπε πνιχτά ο Έρικ, λες και οι λέξεις σκάλωναν στον λαιμό του.

Το βλέμμα του βασιλιά έγινε πιο έντονο, σαν το λιοντάρι που περίμενε την ευκαιρία για να επιτεθεί στο θύμα του. Ο μπάσταρδος το απολάμβανε, σκέφτηκε η Σελίν. «Τότε;» επέμεινε το ξωτικό.

«Βασιλιά μου, η συντροφιά σου μας είναι ιδιαίτερα ευχάριστη και μας τιμά» επενέβη η Σελίν προτού του δοθεί η ευκαιρία να στριμώξει περισσότερο τον Έρικ. «Αλλά είμαστε σε μια γιορτή και την περνάμε καθισμένοι στο τραπέζι» Κοίταξε τον χορό μπροστά τους. «Έχουμε την άδεια σας;»

«Ο σκοπός της γιορτής είναι η διασκέδαση» ήταν η μόνη απάντηση που πήραν από το ξωτικό.

Δεν στάθηκε για να δει αν είχε ενοχληθεί που του είχε διακόψει το παιχνίδι-ανάκριση του. Έπιασε το χέρι του Έρικ και σηκώθηκαν. Απομακρύνθηκαν από το τραπέζι όσο γινόταν πιο γρήγορα χωρίς να αρχίσουν να τρέχουν.

Η μουσική είχε αλλάξει σε έναν πιο αργό ρυθμό. Άντρες και γυναίκες ξωτικά είχαν χωριστεί σε ζευγάρια και κινιόντουσαν κυκλικά, με τα χέρια τους ενωμένα.

«Χόρεψε μαζί μου» του είπε.

Σήκωσαν το δεξί τους χέρι στον αέρα και ένωσαν τις παλάμες τους, κρατώντας τα ελεύθερα χέρια τους πίσω από την πλάτη τους.

«Σ' ευχαριστώ» της είπε ο Έρικ, εμφανώς ανακουφισμένος που είχε ξεφύγει από την επιρροή του βασιλιά.

«Μην τον αφήνεις να παίζει με το μυαλό σου. Είναι ένας αθάνατος μπάσταρδος που βαριέται την ζωή του και παίρνει ευχαρίστηση από το να ανακατεύει τις ζωές των άλλων. Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σκεφτώ μια δικαιολογία για να φύγουμε»

Δεν θα τολμούσε να κρατήσει μια μάγισσα παρά τη θέληση της εδώ. Αλλά ακόμα κι αν το επιχειρούσε η Σελίν δεν σκόπευε να το δεχθεί αδιαμαρτύρητα. Τα ξωτικά ήταν αθάνατα και πονηρά αλλά και οι μάγισσες είχαν δύναμη.

Τα ζευγάρια άλλαξαν χέρια και άρχισαν να κινούνται αντίστροφα.

Ο Έρικ συνοφρυώθηκε. «Γίνεται κάποιος να χρησιμοποιήσει μαγεία χωρίς να πει ξόρκια;»

Η ερώτηση την ξάφνιασε. «Γίνεται. Απαιτεί πολύ περισσότερη ενέργεια αλλά μπορεί να γίνει. Γιατί ρωτάς;»

«Όταν μου έκανε τις ερωτήσεις ένιωθα λες και ένα αγκίστρι τραβούσε τις απαντήσεις από μέσα μου. Κυριολεκτικά το ένιωθα. Σαν να μην είχα άλλη επιλογή παρά να πω την αλήθεια»

Ο παλιομπάσταρδος, σκέφτηκε η Σελίν. Έπρεπε να μάθει στον Έρικ πως να οχυρώνει το μυαλό του και να το προφυλάσσει από τις νοητικές επιθέσεις. Ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαιναν οι μάγισσες. Αν ο εχθρός σου έμπαινε μέσα στο μυαλό σου ήσουν χαμένος.

Τα ξωτικά γύρω τους ένωσαν και τα δυο χέρια και οι δυο νέοι τους μιμήθηκαν. Τα χέρια του Έρικ ήταν ζεστά κάτω από τα δικά της, τραχιά από τους κάλους αλλά προσεχτικά στον τρόπο που την άγγιζε. Αναρωτήθηκε τι αίσθηση θα είχαν αυτά τα χέρια πάνω στο δέρμα της.

Η σκέψη είχε έρθει από το πουθενά, τόσο απρόσμενη που την έκανε να σαστίσει. Γιατί είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο;

Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της για να το καθαρίσει.

Τα καστανά του μάτια καρφώθηκαν πάνω στα σκούρα μπλε δικά της, και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι είχε ακούσει τις σκέψεις της. Η ένταση στο βλέμμα του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ξέχασε που βρισκόντουσαν και ότι τα μάτια του βασιλιά των ξωτικών ήταν καρφωμένα πάνω τους. Ή απλά σταμάτησε να νοιάζεται. Δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ο τρόπος που την κοιτούσε.



Φαίη