Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 18: Χρήση Ισχυρής Μαγείας)

Σταμάτησαν απότομα, μιας και ήταν εμφανές πως τους είχαν καταλάβει. «Το γρουσούζεψα», σχολίασε ο Κώστας.

«Αυτά τα μπαστούνια είναι κλεμμένα. Πιάστε τους» φώναξε ο ίδιος με πριν.

Γυρνώντας πίσω να κοιτάξει, ο Μιχάλης αντίκρισε αρκετούς έφιππους Χιζέρκα να ορμούν κατά πάνω τους. Δεν ήταν όμως οι μόνοι, αφού και από άλλα σημεία εκτός της πόλης, ερχόταν προς το μέρος τους άνδρες πάνω σε άλογα. Τους περικύκλωσαν από παντού.

Ο Κώστας τότε τέντωσε τα χέρια του προς τα πάνω και διέγραψε με αυτά ένα ημικύκλιο. Πριν ολοκληρώσει όμως την κίνηση αυτή, οι Χιζέρκα εξαπέλυσαν ένα χείμαρρο λάμψεων προς το μέρος τους. Οι πολύχρωμοι κεραυνοί έπεσαν πάνω σε ένα αόρατο τείχος, με τους γνωστούς ήχουν γυαλιών να ακολουθούν.

«Μην τους σκοτώσετε, ηλίθιοι» φώναξε ο Χιζέρκα που διέταξε την επίθεση, «πρέπει να μάθουμε που τα βρήκαν και ό,τι άλλο ξέρουν»

Ο Κώστας εκμεταλλεύτηκε την καθυστέρηση των Χιζέρκα από την προσταγή του αρχηγού τους και έκανε μία κίνηση προς τα μπροστά, σαν να έσπρωχνε ένα εμπόδιο με πολλή δύναμη. Αμέσως μετά το έδαφος κάτω από τα πόδια τους τραντάχτηκε σαν από σεισμό και τα άλογα των ανδρών που πλησίαζαν από τα σημεία έξω από τη Ραμόνα ταρακουνήθηκαν έντονα και έπεσαν κάτω παρασύροντας στην πτώση και τους αναβάτες τους.

«Τελειώνετε και σταματήστε τους» τους φώναξε ο αρχηγός τους.

Ένας από τους Χιζέρκα που είχαν βγει από την πόλη έφτασε μπροστά από τον Μιχάλη και έκανε μία κίνηση να τον πιάσει από το μπράτσο. Τα αντανακλαστικά του αγοριού τότε έδρασαν ακαριαία, τόσο γρήγορα που δεν πίστευε ότι γινόταν αυτό ούτε ο ίδιος, καταλήγοντας να σταματήσει το σπαθί του άνδρα με το μπαστούνι. Κάτι αόρατο χτύπησε τον Κώστα την ίδια στιγμή και τον έριξε κάτω. Ο Μιχάλης τότε έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε μπροστά του, βάζοντας το σώμα του σαν ασπίδα στα νέα πυρά.

Οι υπόλοιποι που Χιζέρκα που πλησίαζαν από την πόλη είχαν ήδη φτάσει και σταμάτησαν ακριβώς μπροστά από τον Μιχάλη, έχοντας ένα απαίσιο χαμόγελο στα πρόσωπά τους, σαν να έδειχναν την ικανοποίησή τους που κανείς δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα εναντίον τους. Ο Μιχάλης όμως, αντί να φοβηθεί, ένιωσε μια απίστευτη οργή. Ήθελε όσο τίποτε πια να παλέψει μαζί τους, να τους διαλύσει, έστω και αν γνώριζε πως δεν είχε καμία ελπίδα.

Μπόρεσε να δει πάντως τον αρχηγό τους, που στεκόταν ακόμη στην άκρη της πόλης και πλησίαζε με αργό ρυθμό, να κάνει μία κίνηση με το χέρι του. Στη συνέχεια ένα μικρό αεράκι, πάνω ακριβώς από το έδαφος, άρχισε να κινείται προς το αγόρι. Έφτασε σε ελάχιστο χρόνο εκεί, διαπερνώντας τα άλογα των υπολοίπων Χιζέρκα. Ο Μιχάλης δεν ήξερε φυσικά τι ήταν αυτό, αλλά ήταν σίγουρος πως έπρεπε να το σταματήσει και λειτούργησε με την πρώτη ιδέα που του ήρθε στο μυαλό. Σήκωσε το μπαστούνι και το κοπάνησε με όλη του τη δύναμη στο έδαφος, λες και το αεράκι ήταν φίδι που ορμούσε πάνω του και εκείνος προσπαθούσε να το σκοτώσει. Αυτό που ακολούθησε ήταν σίγουρο πως θα έκανε πολύ καιρό να το πιστέψει και να κατανοήσει πως συνέβη.

Τη στιγμή ακριβώς που χτυπούσε με το μπαστούνι στο έδαφος ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στα δυο του χέρια, το οποίο χάθηκε μετά από λίγο. Το αεράκι που κινούνταν παράλληλα με το έδαφος εξαφανίστηκε, αλλά δεν ήταν αυτό το εντυπωσιακό. Στο σημείο εκείνο δημιουργήθηκε μία μεγάλη ρωγμή που έφτασε μέχρι τον αρχηγό των Χιζέρκα, δηλαδή το έδαφος σχίστηκε στα δύο με απίστευτη ταχύτητα. Πριν καν προλάβει όμως να αντιληφθεί την εικόνα που έβλεπε μπροστά του, είδε μαύρες αστραπές να πετάγονται από το έδαφος και να χτυπάνε όλους τους Χιζέρκα, που ήδη είχαν τρανταχτεί από τη διάλυση του εδάφους, εκσφεδονίζοντάς τους μακριά. Μετά από μία στιγμή, όλοι έσκασαν στο έδαφος αναίσθητοι. Ο Μιχάλης εντωμεταξύ είχε μείνει σύξυλος βλέποντας να διαδραματίζονται όλα αυτά μπροστά του σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.

«Απίστευτο» άκουσε από πίσω του τον Κώστα.

Εκείνος είχε σηκωθεί όρθιος και κοίταζε το θέαμα τους Χιζέρκα. Μετά γύρισε και κοίταξε τους υπηρέτες των Ηγετών πίσω τους, που τους είχε ρίξει προηγουμένως εκείνος, που κοιτούσαν και αυτοί έκπληκτοι το θέαμα.

«Γρήγορα, ανέβα» του φώναξε ο Κώστας, καθώς με μία κίνηση εξαφάνισε το μπαστούνι από τα χέρια του Μιχάλη και με μία δεύτερη τον βοήθησε να ανέβει στο άλογο, αφού ανέβηκε εκείνος.

Τράβηξε γρήγορα και δυνατά τα χαλινάρια, κάνοντας το άλογο να ανασηκωθεί λιγάκι πριν ξεκινήσει αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα και φεύγοντας από εκείνο το σημείο.

Οι υπόλοιποι Χιζέρκα δεν έκαναν καμία κίνηση να τους ακολουθήσουν. Πέρασαν μέσα από ένα δάσος και συνέχισαν στον ειδικά διαμορφωμένο δρόμο που έφτιαξαν οι μάγοι της χώρας για άλογα κυρίως αλλά και ανθρώπους που πιθανώς να περπατούσαν εκεί, όπως έμαθε από τον Κώστα. Οι δρόμοι αυτοί μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως οι εθνικοί οδοί της Ζερκαλίας.

Σταμάτησαν πολύ αργότερα και αφού ο ήλιος είχε δύσει σε ένα ξέφωτο και πάλι. Ο Κώστας άναψε φωτιά, όπως είχε κάνει και την προηγούμενη μέρα και κάθισαν να φάνε τα σάντουιτς που είχε πάρει από τη Ραμόνα. Δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες, μέχρι να τελειώσουν το γεύμα τους. Μόλις ήπιε και την τελευταία γουλιά από το δροσιστικό χυμό πορτοκάλι που είχε αγοράσει, μίλησε.

«Γιατί δε μας ακολούθησαν οι υπόλοιποι Χιζέρκα;»

«Σιγά μην τολμούσαν κάτι τέτοιο. Είχαν παγώσει από το φόβο τους» αποκρίθηκε εκείνος.

«Πώς όμως έγινε εκείνο;» ρώτησε μετά από λίγο.

«Εννοείς ότι δεν ξέρεις πως έγινε;» τον ρώτησε έκπληκτος ο Κώστας.

«Όχι»

Ο νεαρός άνδρας τον κοίταξε για λίγη ώρα ανέκφραστα, σαν να σκεφτόταν κάτι.

«Νομίζω πως είναι καλύτερο αυτό να σου το απαντήσει ο Ζεραήλ».

Ο Μιχάλης πήγε να επιμείνει, αλλά και μόνο από το βλέμμα του άνδρα, μπορούσε να καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να του απαντήσει. Έτσι, απλώς ξάπλωσε, με το κεφάλι του να ακουμπά πάνω σε ένα πανί που φούσκωσε από μόνο του, μοιάζοντας με μαξιλάρι, το οποίο εμφάνισε από το πουθενά ο Κώστας. Εκείνος έσβησε τη φωτιά με μία κίνηση του χεριού του πριν κοιμηθεί. Ο Μιχάλης έκανε λίγη ώρα να αποκοιμηθεί, καθώς στο μυαλό του τριγυρνούσε εκείνη η σκηνή, με τους Χιζέρκα στο τέλος να πέφτουν αναίσθητοι. Τελικά, χαμογελώντας με την τελευταία σκέψη, αποκοιμήθηκε.

Την επόμενη μέρα, όπως είχε πει ο Κώστας, κινούνταν με το άλογο για πάρα πολλή ώρα, διανύοντας αρκετά μεγάλη απόσταση. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κάτι απρόοπτο, αφού δε χρειάστηκε να περάσουν ξανά από κατοικημένη περιοχή. Στο τέλος της ημέρας ο Κώστας τον ενημέρωσε πως θα ξεκινούσαν την ανάβαση ενός βουνού το επόμενο πρωί.

Το βουνό αυτό ήταν πολύ πιο βραχώδες και επικίνδυνο στην ανάβαση από ότι φαινόταν από μακριά. Ο Κώστας προπορευόταν, καθώς τραβούσε και το άλογο πίσω του, με τον Μιχάλη να ακολουθεί, σε ένα μονοπάτι που ήταν πολύ στενό και έντονα ανηφορικό και δημιουργούσε την αίσθηση ότι θα έπεφτες αν σταματούσες. Για αυτό το λόγο, αλλά και στο φόβο ότι θα ζαλιστεί εάν κοιτάξει πίσω, ο Μιχάλης κοιτούσε μόνο μπροστά.

Αν και δεν είχαν πολλή ώρα που διέσχιζαν το μονοπάτι που οδηγούσε ψηλά στο βουνό, προς την κορυφή του δηλαδή, είχαν βρεθεί ήδη σε πολύ μεγάλο ύψος και η κούραση που ένιωθε ο Μιχάλης τον έκανε να χάσει το ρυθμό του και να αργοπορεί. Το χειρότερο όμως ήταν ο πόνος στο τραύμα στο στήθος που ένιωθε, που του προκαλούσε δύσπνοια, Σε κάποιο σημείο αναγκάστηκε να σταματήσει και να σκύψει προς τα εμπρός, στηρίζοντας τα χέρια του στα γόνατά του και παίρνοντας μεγάλες και βαθιές ανάσες.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Κώστας μόλις αντιλήφθηκε πως ο Μιχάλης σταμάτησε.

Εκείνος δεν του απάντησε αμέσως γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσε να επαναφέρει τις αναπνοές του στο φυσιολογικό ρυθμό, κάτι που αυτή τη φορά έδειξε να έχει καλύτερα αποτελέσματα. Μετά από λίγο ήταν και πάλι σε θέση να μιλήσει, ενώ ο Κώστας είχε βρεθεί μπροστά του και τον κοιτούσε ανήσυχος.

«Ναι, απλά δυσκολευόμουν λίγο στην αναπνοή» του απάντησε, ενώ η φωνή του ακούστηκε βραχνή, «ας συνεχίσουμε»

«Εννοείται πως θα σταματήσουμε» είπε ο Κώστας, ενώ γέλασε ελαφρά σαν να ήταν αστεία η πρόταση του Μιχάλη να συνεχίσουν, «δε φαντάστηκα όμως ότι η πληγή σου είναι τόσο άσχημη»

«Μου είχαν πει ότι είναι πολύ βαθιά»

«Από εδώ» συνέχισε ο Κώστας, δείχνοντας ένα μέρος στα δεξιά τους, όπου εξείχε ένας ογκώδης βράχος, με αρκετό χώρο να καθίσουν, όπως και το άλογο.

«Δυστυχώς δεν έχω πολλές γνώσεις σχετικά με θεραπείες τραυμάτων, αλλά και να ήξερα θα ήταν καλύτερα να κοιτάξει την πληγή σου ο Ζεραήλ. Πώς το έπαθες πάντως αυτό;».

Όταν του εξήγησε, ο Κώστας φάνηκε αρκετά σκεφτικός. Δεν εξήγησε όμως τίποτα. Έτσι, παρέμειναν σιωπηλοί μέχρι να αισθανθεί καλύτερα ο Μιχάλης και να συνεχίσουν.

Το μονοπάτι από ένα σημείο και μετά ακολουθούσε διάφορες κατευθύνσεις, παύοντας να είναι ευθύ, έχοντας αρκετές στροφές που κάλυπταν αρκετό από το πλάτος του βουνού, κάνοντας τη διαδρομή έτσι μεγαλύτερη, αλλά λιγότερο κουραστική, αφού δεν υπήρχε πια εκείνη η άγρια ανηφόρα. Ο ήλιος πια δεν ήταν τόσο ζεστός όσο τις προηγούμενες μέρες, αφού ήταν πια φθινόπωρο και το περπάτημα ήταν πια ευκολότερο. Μάλιστα, ο Κώστας του είπε πως ίσως έχει λίγη ομίχλη στα υψηλότερα σημεία του βουνού, αλλά μέχρι τότε κάτι τέτοιο δε φαινόταν πουθενά. Πάντως, ούτε βαρετή χαρακτηριζόταν η διαδρομή, με την υπέροχη θέα και τις απότομες καμπές, στις οποίες έπρεπε να προσέχουν για να μην παρασυρθούν από τις ξαφνικές πλαγιές και πέσουν.

Το μονοπάτι αποτελούνταν από ένα λεπτό στρώμα άμμου που κάλυπτε τα βράχια, έδαφος δηλαδή που ήταν διαθέσιμο για περπάτημα. Δίπλα σε αυτό υπήρχαν απότομα βράχια αλλά και πολλά δέντρα και θάμνοι, που ομόρφαιναν το τοπίο. Αν και το βουνό δε φαινόταν ιδιαίτερα προσφιλές για ανάβαση ή κατοίκηση, παρουσίαζε ωραίο θέαμα.

Δύο μέρες πορείας χρειάστηκαν, μέχρι να του πει ο Κώστας πως κόντευαν να φτάσουν. Κάπου εκεί συνάντησαν ένα μικρό ρυάκι, που περνούσε σε κάποια σημεία δίπλα από το μονοπάτι, ενώ σε άλλα χανόταν πίσω από τα δέντρα που υπήρχαν στο βουνό. Τελικά, ανακάλυψε πως αυτά ήταν παρακλάδια ενός ποταμιού με παγωμένο νερό.

Σε κάποιο ψηλότερο σημείο δημιουργούσε έναν άγριο και μεγάλο καταρράκτη, στην κατάληξη του οποίου μάλιστα τελείωνε το μονοπάτι.. Μόλις έφτασαν δίπλα του, σταμάτησαν πια, αφού μπροστά τους υπήρχαν μόνο βράχια.

«Θα περάσουμε μέσα από τον καταρράκτη, ε;» ρώτησε στο τέλος τον Κώστα, μόλις έφτασε δίπλα του και σταμάτησε.

Εκείνος γέλασε ελαφρά. «Έξυπνο. Αλλά εμείς θα κάνουμε κάτι πιο έξυπνο»

«Δηλαδή;»

«Ακολούθησέ με και θα σου εξηγήσω μετά»

Αμέσως μετά κατευθύνθηκε μαζί με το άλογό του προς τα δεξιά, όπου υπήρχαν δύο ψηλά δέντρα μπροστά από τα βράχια. Ύψωσε το δεξί του χέρι σταματώντας ακριβώς μπροστά τους, στον καρπό του οποίου είχε εμφανιστεί ένα περικάρπιο από ασήμι και με ένα σχέδιο πάνω του, που έμοιαζε με αστέρι.

Τότε, τα δύο δέντρα, τα οποία έγερναν λίγο προς το κέντρο ανάμεσά τους, άρχισαν να μετακινούνται προς τις αντίθετες κατευθύνσεις, αποκαλύπτοντας ένα πολύ μικρό άνοιγμα στο βράχο που υπήρχε πίσω τους. Ο κώστας προχώρησε μετά μπροστά και άγγιξε με το χέρι του τον βράχο, μουρμουρίζοντας κάτι που δεν κατάφερε να ακούσει ο Μιχάλης, και αμέσως μετά το άνοιγμα έγινε μεγαλύτερο, τόσο ώστε να χωρούν άνετα να μπουν μέσα στο εσωτερικό του, που έμοιαζε με σπηλιά.

«Έλα, μπες γρήγορα» του είπε ο Κώστας και εκείνος οδηγήθηκε μέσα στη σπηλιά.

Εκείνη ήταν αρκετά σκοτεινή και κρύα. Δε φαινόταν και πολλά, αλλά ο Μιχάλης μπορούσε τουλάχιστον να δει πως ήταν μικρή σε μέγεθος, ενώ στο εσωτερικό του βράχου υπήρχε πολύ χώμα. Δεν πρόλαβε όμως να δει περισσότερα, αφού όλα παραδόθηκαν στο σκοτάδι, μόλις ο Κώστας μπήκε με το άλογό του και το άνοιγμα μίκρυνε και πάλι και καλύφθηκε πλήρως από τα δύο μεγάλα δέντρα.

«Συνέχισε απλά μπροστά, δεν έχει στροφές» του είπε ο Κώστας, καθώς τον προσπερνούσε και συνέχιζε την πορεία του.

Το έδαφος ήταν αρκετά καθαρό και λείο, με αποτέλεσμα να μην έχει πρόβλημα στο περπάτημα. Πήγε να ρωτήσει τον Κώστα για όλα αυτά, αλλά εκείνος τον σταμάτησε πριν καν ξεστομίσει την πρώτη λέξη της ερώτησής του.

«Θα σ’ τα εξηγήσω όλα σε λίγο»

Δεν πρέπει να πέρασε ούτε ένα λεπτό, όταν σταμάτησε εκείνος. Αμέσως μετά, ένα δυνατό φως τον χτύπησε, τυφλώνοντάς τον. Έκλεισε τα μάτια του και τα κάλυψε με το χέρι του, για να προστατευτεί από αυτό, αφού είχε συνηθίσει τόση ώρα στο απόλυτο σκοτάδι. Από κάπου μετά ακούστηκαν ομιλίες. Μόλις άνοιξε και πάλι τα μάτια του, αντίκρισε ένα άνοιγμα, όπως εκείνο από όπου είχαν μπει, από το οποίο έμπαινε το φως του ήλιου, που πρέπει να βρισκόταν στο κέντρο του ουρανού. Ο Κώστας στεκόταν έξω ακριβώς από το άνοιγμα και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.

«Καλωσόρισες στο Ελέστερ» του είπε.

Παναγιώτης Βάβαλος