Στην τραπεζαρία του πανδοχείου «Παλαί» ο κάπελας παρέλαβε ένα σφραγισμένο γράμμα. Το «Παλαί» ήταν ίσως το φθηνότερο χάνι στην πιο πλούσια πόλη της δυτικής Γηραιάς Ηπείρου, Λουζ. Σπάνια κάποιος δεχόταν αλληλογραφία εκεί, κι όταν αυτό συνέβαινε, συνήθως επρόκειτο για παρανόμους της περιοχής, που κρύβονταν από τα αφιλόξενα φώτα της πόλης.
Ο κάπελας, χοντρός και ιδρωμένος, διάβασε συλλαβιστά το μήνυμα, που αναγραφόταν στο εξωτερικό του φακέλου. Μπορεί να ήταν δύστροπος και άξεστος, ήταν όμως διακριτικός.
« Για τον κύριο Κάρλος…» συλλάβισε συνοφρυωμένος. Γνώριζε που έπρεπε να το παραδώσει, αλλά δεν ήθελε να τον διακόψει κιόλας. Λίγο πριν φθάσει το γράμμα, ο κύριος Κάρλος είχε αποσυρθεί σε κάποιο από τα υγρά και μισοβρόμικα δωμάτια του πανδοχείου, μαζί με συντροφιά. Μια φτηνή πόρνη, που του είχε νοικιάσει ο ίδιος ο κάπελας.
Αφού, πέρασε κάμποση ώρα, η ξύλινη πόρτα του δωματίου χτύπησε.
«Ποιος είναι;» απάντησε μια βραχνή αντρική φωνή.
«Ακούω…» είπε ο Κάρλος Εσκόλτα, που έδειχνε να καταλαβαίνει με ποιόν μιλούσε.
«Έχει φθάσει ένα μήνυμα για εσάς…» είπε μιλώντας πιο σίγουρα τώρα, ο γλοιώδης ταβερνιάρης.
«Πέτα το κάτω από την πόρτα…» απάντησε κοφτά ο θηριώδης άντρας «…αν μπορείς να το πεις αυτό πόρτα…» συνέχισε χαμηλόφωνα, εμφανώς ειρωνευόμενος. Η πόρνη που του κρατούσε συντροφιά γέλασε και κατέβηκε από το κρεβάτι για να πιάσει το μήνυμα.
«Παράτα το…» της είπε απότομα, μα η φωνή του έγινε αμέσως πιο προσιτή «..και έλα στο κρεβάτι να συνεχίσουμε…»
Το κρατούσε ήδη στα χέρια της. Δεν του το έδωσε όμως αμέσως, μα ύστερα από πολλά παιχνίδια, ερωτικά και μη. Ο Κάρλος το πήρε και το άνοιξε σχίζοντας το φάκελο, που ήταν σφραγισμένος με έναν δικέφαλο λύκο.
«Ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας…» σκέφτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει το μήνυμα. «…Πώς;!..» πετάχτηκε εκνευρισμένος μόλις το τελείωσε, σχεδόν ρίχνοντας την πόρνη του κάτω από το κρεβάτι.
«Πρέπει να φύγω…» της είπε καθώς ντυνόταν με αστραπιαία ταχύτητα. «…Δεν είμαι κανένα πουλί…» είπε από μέσα του, σκεπτικός «…Πώς είναι δυνατόν να φτάσω σε δυο βράδια στη Μεγάλη Νήσο;…» αναρωτήθηκε καθώς βροντούσε την πόρτα πίσω του.
Αφού άφησε κάμποσες αργυρές λίρες στον ιδιοκτήτη του πανδοχείου, του είπε:
«…Σιγουρέψου πως θα τις χρησιμοποιήσεις σωστά... Εγώ στη θέση σου θα άλλαζα καμιά πόρτα… Θα έριχνα και λίγη πάστρα εδώ μέσα…». Ο κάπελας γέλασε βροντερά και ευχαρίστησε τον πελάτη του.
Ο Κάρλος Εσκόλτα ήταν μεγαλόσωμος, με σπαστά ξανθά μαλλιά και με άγρια ομορφιά. Όσοι τον γνώριζαν έλεγαν πως κυκλοφορούσε πάντα πάνω στο μαύρο του άλογο. Καταγόταν από τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά αν τον ρωτούσες από ποιο μέρος, σου απαντούσε –αν είχε διάθεση- «Από όλα».
Στη συνέχεια της ιστορίας μας θα τον γνωρίσουμε καλύτερα…
Κυριάκος Μαυροειδέας