«Όταν έμαθα για το ατύχημά σου από τους γιατρούς του νοσοκομείου, αποφάσισα να θυσιάσω τη ζωή μου, για να ζήσεις, και το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, και θα το έκανα ξανά και ξανά, γιατί είσαι το παιδί μου. Πέτυχε, Ντέμιαν, το άκουσα καθαρά να το λένε πάνω από το άψυχο σώμα μου. Δεν καταλαβαίνω όμως τι σου συμβαίνει» απάντησε και κάθισε στο κρεβάτι του απογοητευμένος.
Ο Ντέμιαν παρέμεινε αμίλητος. Γύρισε μέσα στο δωμάτιο και σταμάτησε, όταν έφτασε στο παράθυρο. Τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί.
«Ο Θάνατος έχει πάρει τη θέση μου» αποκάλυψε στον πατέρα του και πετάχτηκε σαν δαιμονισμένος στους διαδρόμους του νοσοκομείου ψάχνοντας την εντατική. Όταν έφτασε απ’ έξω αναγνώρισε τον ασθενή. Ήταν αυτός. Το σώμα του Ντέμιαν με την ψυχή του Θανάτου, που τον είχε ξεγελάσει.
Μπήκε μέσα και στάθηκε πάνω από το άλλοτε δικό του σώμα. Έδειχνε ήρεμος, σχεδόν νικούσε την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί, όμως δεν ήταν η δική του ψυχή μέσα σ΄ αυτό το σώμα αλλά ενός άλλου. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα σημάδια στο κεφάλι του και τις μελανιές στο σώμα του. Θυμήθηκε ότι οδηγούσε χωρίς κράνος. Θυμήθηκε το κόκκινο φανάρι που προσπέρασε, για να προλάβει και το λευκό αυτοκίνητο που τον χτύπησε ρίχνοντας το σώμα του στη παγωμένη άσφαλτο. «Έφταιγα» ψιθύρισε απογοητευμένος, αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Πέρα από το ατύχημα είδε και κάτι παραπάνω. Κάτι φρικιαστικό. Κάτι που μόνο ο Θάνατος μπορούσε να δει. Η ψυχή που κατοικούσε μέσα στο σώμα του ήταν σκοτεινή, γεμάτη μυστικά. Ήταν μια ψυχή που δεν έπρεπε να επιστρέψει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό του. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έκανε στη θέση του ο Ντέμιαν του ζωντανού κόσμου. Οπισθοχώρησε φοβισμένος και ένα αίσθημα πανικού τον κυρίευσε.
«Δεν θα έκανα τίποτα. Θα κοιτούσα να σωθώ εγώ» μουρμούρισε. Ήταν εγωιστής, το ήξερε. Γνώριζε μέσα του την επιλογή που θα έκανε πολύ πριν αναρωτηθεί. Στάθηκε μπροστά στο μηχάνημα του οξυγόνου.
«Μπορείς, Ντέμιαν» εμψύχωσε τον εαυτό του. «Μπορείς. Αυτός που κοιτάζεις σε ξεγέλασε. Ζει με την καρδιά του πατέρα σου, αλλά δεν είναι εσύ. Μη λυπάσαι. Κάν’ το. Γύρισε το κουμπί και πάρε την ψυχή του. Είσαι ο Θάνατος τώρα. Τιμώρησε. Έχεις το κριτήριο να το κάνεις. Σε ξεγέλασε. Εσένα, τις Μοίρες, όλους. Σας ξεγέλασε, για να πάρει μια θέση ανάμεσα στους ζωντανούς».
Το χέρι του έτρεμε, καθώς πλησίαζε τη βαλβίδα του οξυγόνου.
«Όχι, όχι, δεν είναι αυτή η λύση στο πρόβλημα» πρόσθεσε ενώ οι φωνές μέσα στο κεφάλι του ολοένα και δυνάμωναν. Οι ψυχές είχαν παραμείνει αθέατες στον κόσμο των ζωντανών να τριγυρνούν θυμωμένες, καθώς ο Ντέμιαν αρνιόταν να γίνει ο αφέντης τους. Ο Θάνατος που θα τις οδηγούσε στο βασίλειό του. Κοίταξε την κλεψύδρα, που φορούσε στον λαιμό και πρόσεξε ότι ούτε ένας κόκκος άμμου δεν είχε πέσει στην αντίθετη πλευρά. Ήταν σαν να τον προειδοποιούσε πως είχε χρόνο να αλλάξει την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Βγήκε ξανά έξω και αναζήτησε το άλογό του. Όταν ίππευσε, έφυγαν μαζί για τον Κάτω Κόσμο. Οι Μοίρες ήταν οι μόνες που μπορούσαν να βρουν τη λύση στο πρόβλημά του.
Οι Μοίρες έστεκαν στο ίδιο σημείο όπου τις είχε αφήσει. Συνέχιζαν την ίδια αέναη δουλειά τους. Έγνεθαν και έκοβαν το νήμα της ζωής. Παρουσιάστηκε μπροστά τους έτοιμος να ορίσει αυτός το δικό του τέλος.
«Πού είναι οι ψυχές;» ρώτησαν τον νέο αφέντη τους διψασμένες από το πάθος που τους δημιουργούσε η σκέψη των νέων ψυχών που θα κατεύθαναν στο βασίλειο.
«Οι ψυχές... Οι ψυχές...» επανέλαβε ο Θάνατος. «Καμιά ψυχή δε θα εμφανιστεί, αν δεν πάρω την απάντηση που θέλω» τους είπε και σήκωσε το κοφτερό δρεπάνι εναντίον τους έτοιμος να τις αποκεφαλίσει. «Στον κόσμο των ζωντανών υπάρχει το σώμα μου με μια άλλη ψυχή παγιδευμένη μέσα» αποκάλυψε θυμωμένα. «Ούτε ένας κόκκος άμμου δεν έχει μετακινηθεί στην κλεψύδρα. Αναζητώ την αλήθεια» τους είπε.
Οι Μοίρες πλησίασαν τον Θάνατο και κοίταξαν μέσα στην κλεψύδρα. Όσα τους έλεγε ήταν αλήθεια. Ούτε ένας κόκκος άμμου δεν είχε πέσει. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κάποιος είχε ξεγελάσει ακόμα και τις Μοίρες. Κάποιος είχε αλλάξει μια ζωή και έπρεπε να ανακαλύψουν τι συνέβαινε.
«Άτροπε, δείξε μου το νήμα του Ντέμιαν» είπε η Κλωθώ στην αδερφή της και προς έκπληξή της είδε πως δεν υπήρχε το νήμα του Ντέμιαν στη λίστα τους. Για την ακρίβεια δεν είχε κοπεί το νήμα του, αλλά είχε εγκατασταθεί από μαύρα φτερά κορακιού. Το νήμα του Θανάτου. Η δεύτερη αδερφή τους, αυτή που καθόριζε τι θα συνέβαινε στον κάθε άνθρωπο, η Λάχεσις, πλησίασε τον Ντέμιαν. Έπιασε την κλεψύδρα με τα δυο της χέρια και τη γύρισε πίσω στο παρελθόν. Λίγο πριν αλλάξουν όλα.
« Έλα, μην στεναχωριέσαι, πιες λίγο ποτό να χαλαρώσεις και θα δεις ότι ο πατέρας σου θα βγει σύντομα από το νοσοκομείο» του είπε χτυπώντας τον στην πλάτη ο Στίβεν. Τα φώτα και η δυνατή μουσική μέσα στο μπαρ θόλωσαν για λίγο το μυαλό του Ντέμιαν, ο οποίος κοιτούσε σαστισμένα γύρω του. Είχε μείνει έκπληκτος κοιτάζοντας τους φίλους του να διασκεδάζουν. Οι Μοίρες τον είχαν γυρίσει πίσω στον χρόνο. Ζούσε ξανά την ίδια στιγμή. Τότε που η ευχή του τα άλλαξε όλα.
«Θα σου πω κάτι, φίλε μου, και να το θυμάσαι. Δε γνωρίζουμε πώς και γιατί αποφασίζει ο Θάνατος να πεθάνουμε, αλλά πίστεψέ με είναι καλύτερα έτσι» είπε και σήκωσε το ποτήρι του, κάνοντας ένα νεύμα προς τον Θάνατο που τον κοιτούσε θυμωμένα.
Μαρία Συλαϊδή
Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου