Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 17 - μέρος 3)

Ο Έρικ πήρε το χέρι της, ή ίσως εκείνη πήρε το δικό του. Δεν ήταν σίγουρη ποιος είχε πάρει την πρωτοβουλία αλλά το επόμενο πράγμα που ήξερε ήταν ότι απομακρυνόντουσαν από τον χορό και την γιορτή.

Η πόλη ήταν άδεια. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν φωτεινά αλλά οι δρόμοι ήταν αφύσικα έρημοι. Δεν συνάντησαν ούτε ένα ζωτικό καθώς έφευγαν από την γιορτή. Το μόνο στοιχείο ζωής που είδαν ήταν οι πυγολαμπίδες που χόρευαν στον αέρα λες και είχαν στήσει τη δική τους γιορτή. Η Σελίν δεν έδωσε σημασία. Δεν την ένοιαζε που είχαν εξαφανιστεί τα ξωτικά. Οι μόνες σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό της αφορούσαν το αγόρι που της κρατούσε το χέρι.

Σταμάτησαν πίσω από το πρώτο σπίτι που είδαν. Η μουσική από το γλέντι έφτανε δυνατή στα αυτιά τους αλλά δεν άκουσαν βήματα ή κάποιον άλλον ήχο που να υποδείκνυε πως κάποιος πλησίαζε. Το βλέμμα της ταξίδεψε για άλλη μια φορά στα χείλη του, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχαν γίνει το αγαπημένο της θέαμα απόψε, και στη συνέχεια ανέβηκε στα μάτια του. Λάτρευε αυτή την ζέστη απόχρωση του καστανού που άνοιγε και γινόταν σχεδόν χρυσαφί όταν τα χτυπούσε ο ήλιος ή όταν γελούσε, ή το πλούσιο σκούρο καστανό χρώμα που έπαιρναν όταν συγκεντρωνόταν έντονα σε κάτι. Τώρα αυτά τα μάτια ταξίδευαν πάνω στο πρόσωπο της σαν να ήθελε να χαράξει κάθε εκατοστό του στη μνήμη του. Μια ζεστή αίσθηση την πλημμύρισε, ξεκινώντας από το κέντρο του στήθους της, εκεί όπου η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, και φτάνοντας μέχρι τις άκρες των δαχτύλων της.



Τι έχεις πάθει; της φώναξε το κομμάτι του εαυτού της που μπορούσε ακόμα να σκεφτεί λογικά. Συνέλθε.

Αλλά και ο Έρικ δεν έδειχνε περισσότερο συγκεντρωμένος. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο της έχοντας μια σχεδόν σαστισμένη έκφραση, σαν ένας τυφλός που είχε βρει το φως του και αντίκριζε για πρώτη φορά τον φλεγόμενο ήλιο χωρίς να ξέρει αν έπρεπε να νιώσει θαυμασμό ή φόβο.

Η ένταση να μεγαλώνει ανάμεσα τους και μετατράπηκε σε κάτι σχεδόν απτό. Δεν μίλησαν αλλά δεν χρειαζόταν να το κάνουν. Ο χρόνος επιβραδύνθηκε, ο κόσμος μίκρυνε και περιείχε μονάχα τους δυο τους. Η Σελίν είχε την αίσθηση πως αν αφουγκραζόταν πολύ προσεχτικά θα άκουγε την καρδιά του να χτυπάει σε απόλυτο συγχρονισμό με τη δική της. Δεν τολμούσε να ανασάνει από φόβο μήπως χαλάσει τη στιγμή.

Και τότε το κατάλαβε. Ήξερε τι ήθελε να κάνει, την ανάγκη που έκαιγε μέσα της, και συνειδητοποίηση ήταν τόσο συγκλονιστική που η νεαρή μάγισσα δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα άλλο.

Έγειρε μπροστά και κόλλησε τα χείλη της πάνω τα δικά του. Το αγόρι ξαφνιάστηκε στην αρχή αλλά σύντομα ανταποκρίθηκε με θέρμη στο φιλί της. Τα χέρια του έπιασαν την μέση της και την τράβηξαν πάνω του, τα δικά της βρέθηκαν μπλεγμένα μέσα στα μαλλιά του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πως και γιατί βρέθηκαν πίσω από εκείνο το σπίτι αλλά ταυτόχρονα ήξερε πως μόνο εκεί θα ήθελε να βρίσκεται.

Πάντα πίστευε πως το πρώτο της φιλί θα ήταν αργό, διστακτικό στην αρχή καθώς εξερευνούσαν ο ένας τα χείλη του άλλου. Αυτό ήταν βαθύ και πεινασμένο, υποκινούμενο από βαθιά ανάγκη και επιθυμία, λες και μπορούσαν να πάρουν ανάσα μονάχα ο ένας μέσα από τον άλλο. Κόλλησε το σώμα της ακόμα περισσότερο πάνω στο δικό του θέλοντας να κλείσει κάθε απόσταση που υπήρχε ανάμεσα τους.

Σταμάτα

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του για να στηριχθεί. Ένιωθε τα πόδια της ασταθή. Τα χέρια του Έρικ χάιδεψαν τη μέση της, απρόσμενα τρυφερά. Το ήξερε πως δεν έπρεπε να το κάνει αυτό αλλά ταυτόχρονα είχε την ανεξήγητη αίσθηση πως κάτι που έλειπε είχε μπει επιτέλους στη θέση του.

Το κρασί, επέμεινε η φωνή.

Ένας χαμηλός ήχος ξέφυγε μέσα από τον λαιμό του Έρικ και κάθε νεύρο στο σώμα της Σελίν ζωντάνεψε. Οι αισθήσεις που την κατέκλυζαν ήταν σχεδόν υπερβολικές για να τις αντέξει: τα χείλη του πάνω στα δικά της, η γεύση του στόματος του, η μυρωδιά του, η ένταση ανάμεσα τους, η αίσθηση της ολοκλήρωσης και της επιθυμίας που την πλημμύριζαν.

Το κρασί

Το λεπτό γυάλινο τοίχος που περίκλειε τον μικρό τους κόσμο ράγισε.

Δεν ήθελε να τον αφήσει. Αλλά ανάγκασε τον εαυτό της να το κάνει και αυτό έφερε δάκρυα στα μάτια της. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της θέλησης της για να τον σπρώξει μακριά και να δώσει τέλος στο φιλί. Και όταν το έκανε ένιωσε σαν να ξερίζωνε ένα κομμάτι της, κάτι που της ήταν απαραίτητο.

Στάθηκαν ξέπνοοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Έρικ την κοίταζε με μια πονεμένη έκφραση που η Σελίν ήταν σίγουρη πως καθρεφτιζόταν και στο δικό της πρόσωπο. Πως γινόταν κάτι που σε έκανε να νιώθεις τόσο ζωντανή και γεμάτη τη μια στιγμή σε άφηνε τόσο άδεια την επόμενη;

«Τα ξωτικά πρέπει να έβαλαν κάτι μέσα στο κρασί» είπε σιγανά, μην τολμώντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Κάθε ανάσα που έπαιρνε πονούσε και έκανε το στήθος της να σφίγγεται. Μίσος την πλημμύρισε για τα ξωτικά, που σίγουρα τους παρακολουθούσαν κρυμμένα κάπου γελώντας μαζί τους, για την σκληρότητα που μπορούσε να δείξει αυτός ο λαός.

«Πάμε να φύγουμε. Δεν θα προσπαθήσουν να μας σταματήσουν»

Αυτό που ήθελαν ήταν μια παράσταση και την είχαν πάρει.

Φαίη