Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Τζάρβις - Κεφάλαιο 4)

Σε ένα κεντρικό χωματόδρομο της πόλης Αραζέμ, στο Νότο της Νέας Ηπείρου, η βραδινή κυκλοφορία των εμπόρων και των κάρων είχε σταματήσει, καθώς σε ένα σημείο είχε μαζευτεί κόσμος και κοιτούσε ψηλά. Κάποιος στεκόταν μετέωρος και ετοιμαζόταν να πηδήξει από την άκρη του πανύψηλου γκρεμού.

Ένας περαστικός νέος, με ένα δερμάτινο σακίδιο στην πλάτη, σταμάτησε να δει τι συμβαίνει. Αφού είδε τον άνθρωπο στην άκρη της απόκρημνης πλαγιάς, έτοιμο να πέσει στα κεφάλια τους, αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να ανέβει επάνω για να τον μεταπείσει. Σκαρφαλώνοντας με απίστευτη ταχύτητα και από σημείο που δεν φαινόταν, πολύ σύντομα βρέθηκε κι αυτός στην κορυφή της πλαγιάς. Από το σώμα του επίδοξου αυτόχειρα, κατάλαβε πως πρόκειται για γυναίκα. Αποφάσισε να πάρει κάποιες απαραίτητες ανάσες, πριν τελικά της μιλήσει.

«Κυρία μου;» της φώναξε, προσπαθώντας να χαμογελάσει. Η γυναίκα, νεαρή στην όψη, με κοντό πυρόξανθο μαλλί και υποψία φακίδων στο πρόσωπο, γύρισε προς το μέρος του, στρέφοντας την πλάτη της προς το κενό.

«Γεια!» ξαναπροσπάθησε ο νεαρός άντρας. «Το όνομά μου είναι Τζάρβις και ήρθα να σε πάρω…». Πράγματι αυτό μπόρεσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα να πει. Η κοπέλα, απορημένη με αυτό που άκουσε, έκανε δυο-τρία βήματα μακριά από την άκρη του γκρεμού…

«Ήρθες να με πάρεις; Και να με πας πού; Τζάρβις;» τον ρώτησε με όση ειρωνεία της είχε απομείνει.

«Όπου θέλεις. Ας φύγουμε από εδώ πάνω… Δε ζαλίζεσαι;» απάντησε ο νεαρός άντρας και έκανε τη γυναίκα να γελάσει. Ο Τζάρβις συνέχισε χαμογελώντας «Χαίρομαι που σε διασκεδάζω… Πώς σε λένε;»

«Το όνομα μου είναι Τζάρβις…» είπε κοροϊδευτικά η κοπέλα «…και ήρθα να σε πάρω…» πρόσθεσε και ξαναγύρισε στην αρχική της θέση στην άκρη της πλαγιάς.

«Περίμενε!» φώναξε ο Τζάρβις. «Πες μου το όνομά σου, σε παρακαλώ» της είπε και έκανε μερικά αργά βήματα προς το μέρος της. Η κοπέλα παρέμεινε σιωπηλή και κοίταξε προς τα κάτω. Ο Τζάρβις βρήκε ευκαιρία και την πλησίασε λίγο ακόμα.

«Θα μου πεις πως σε λένε;» επέμεινε. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της. Κοίταξε πρώτα τον ουρανό, στη συνέχεια τον Τζάρβις και μετά τον ρώτησε:

«Γιατί θες να μάθεις πως με λένε;»

«Εγώ σου είπα το όνομά μου. Το ξέρεις τώρα. Εγώ δεν ξέρω το δικό σου» εξήγησε ο Τζάρβις. Η κοπέλα δεν απάντησε. Αφού πέρασε λίγη ώρα τον ξαναρώτησε:

«Τι θέλεις εδώ πάνω; …Γιατί ανέβηκες;»

Ο Τζάρβις στεκόταν πλέον δίπλα της. «Σου είπα και πριν… Ήρθα για να σε πάρω να φύγουμε…» της απάντησε, κοιτώντας κι αυτός τώρα το κενό.

Η κοπέλα παρατήρησε ένα μενταγιόν στο λαιμό του. Έναν σταυρό από ξύλο, μυτερό στο κάτω μέρος. Πρόσεξε και τα μαλλιά του, που ήταν καστανά, γεμάτα τζίβες.

«Είσαι ένας από τους Μποέμιαν;…» τον ρώτησε. Ο Τζάρβις δεν απάντησε και η κοπέλα συνέχισε «…Φυσικά και είσαι Μποέμιαν! Πολύ μακριά από τα μέρη σου βέβαια, αλλά είσαι!»

«Λοιπόν, …κορίτσι…» την αποκάλεσε ο Τζάρβις και της έπιασε το χέρι, «…Τι λες; Πηδάμε; …Με το τρία;»

Η κοπέλα τον κοίταξε απορημένη. Έριξε άλλη μια ματιά στο μποέμικο σταυρό του και μια κάτω στο πλήθος. Από τη γωνία φάνηκαν τέσσερεις-πέντε άντρες να τρέχουν, βαστώντας ένα πλατύ τεντωμένο πάνινο σεντόνι.

«Ένα…» ξεκίνησε να μετρά ο Τζάρβις. Η κοπέλα είχε το βλέμμα καρφωμένο κάτω.

«…Δύο…» συνέχισε ο νεαρός Μποέμιαν, που έδειχνε αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους. Ακριβώς λίγο πριν πει το «τρία» η κοπέλα μίλησε.

«…Έλστα!»

Ο Τζάρβις την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.

«…Έλστα είναι το όνομά μου» επανέλαβε η κοπέλα, μα πριν προλάβει καλά-καλά να τελειώσει τη φράση ο Τζάρβις της είχε τραβήξει το χέρι και το είχε φέρει πίσω από την πλάτη της, ακινητοποιώντας την.

Την απομάκρυνε σχεδόν βίαια από την άκρη και στη συνέχεια κατέβηκαν από τις πέτρινες σκάλες, που οδηγούσαν στο δρόμο.

Εκεί, την παρέδωσε στους άντρες με το σεντόνι, που είχαν φτάσει στην περιοχή πριν από λίγα λεπτά. Η Έλστα τον κοίταξε μπερδεμένη. Δεν ήξερε πώς ένιωθε. Από τη μια ένιωθε προδομένη που την ξεγέλασε κατά αυτό τον τρόπο, όμως από την άλλη ήθελε να τον ευχαριστήσει γιατί την είχε κάνει να ξανασκεφτεί σοβαρά το άλμα από το γκρεμό.

O Τζάρβις δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως η κοπέλα θα ήταν ασφαλής. Έπρεπε όμως να φύγει. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Γύρισε όμως να της πει κάτι τελευταίο:

«Κορίτσι, δεν είμαι μακριά από τα μέρη μου. Οι Μποέμιαν δεν έχουν πατρίδα… Δε μένουν ποτέ σε ένα τόπο για πολύ…»

Η Έλστα χαμογέλασε διστακτικά. Άλλα ο Τζάρβις συνέχισε:

«…Κάνε μου μια χάρη… Αυτός ο σταυρός είναι ότι πιο πολύτιμο έχω…» είπε καθώς τον έβγαζε από το λαιμό του, «…Φύλαξε τον καλά και φέρ’ τον μου σε δεκαπέντε νύχτες στον πύργο της Σινές, την πόλη της Πράσινης Θάλασσας…».

«Πώς μπορείς να με εμπιστευθείς για κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε η Έλστα. Ο Τζάρβις την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Την κίνηση αυτή με το σταυρό την είχε κάνει για να σιγουρευτεί πως η κοπέλα δεν θα βρισκόταν ξανά σε κάποια άκρη, έτοιμη να γκρεμοτσακιστεί.

«Μπορώ…» της απάντησε με σίγουρη φωνή «…μου είπες το όνομα σου στην άκρη του γκρεμού. Με εμπιστεύθηκες, πρώτη εσύ…».

Η Έλστα κράτησε σφιχτά τον ξύλινο σταυρό των Μποέμιαν.

«Ευχαριστώ…» είπε η κοπέλα ξεφυσώντας.

«Αντίο… μέχρι να συναντηθούμε ξανά» απάντησε ο Τζάρβις και γύρισε να φύγει. Η κοπέλα δεν είπε τίποτα, απλά στάθηκε εκεί, τυλιγμένη με το πάνινο σεντόνι, να τον κοιτάζει να απομακρύνεται.

«Μέχρι να συναντηθούμε ξανά…» ψιθύρισε.

Τη νύχτα εκείνη, κανείς από τους δύο δε μπόρεσε να αποχωριστεί τη σκέψη του άλλου…

Κυριάκος Μαυροειδέας