Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 17: Το Σύμβολο των Ηγετών)

Μόλις σταμάτησαν, μετά από λίγη ώρα, ο Μιχάλης πήδηξε από το άλογο, κίνηση που έκανε και ο νεαρός άνδρας, ενώ μετά το άφησε να πάει και να καθίσει δίπλα σε ένα δέντρο που υπήρχε μπροστά από ένα ξέφωτο εκεί κοντά. Μετά έκανε μία κίνηση με το χέρι του, την οποία δεν μπόρεσε να διακρίνει λεπτομερώς ο Μιχάλης, αλλά ακούστηκε σαν να κοβόντουσαν κομμάτια ξύλου από δέντρα, τα οποία είδε μετά να κατευθύνονται, πετώντας, στο κέντρο του ξέφωτου. Μόλις βρέθηκαν στο έδαφος, έτεινε την παλάμη του προς αυτά και την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε μια δυνατή φωτιά να καίει πάνω από τα μικρά κομμάτια ξύλου.

Το ξαφνικό έντονο φως ενόχλησε τα μάτια του Μιχάλη, ο οποίος τα έκλεισε και περίμενε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθουν και να συνηθίσουν. Όταν ήταν εντάξει, τον είδε να κάθεται δίπλα στη φωτιά, ενώ δίπλα του είχε απλωμένο ένα πανί, πάνω στο οποίο υπήρχαν διάφορα φρούτα, όπως μήλα, ροδάκινα και σταφύλια. Ο Μιχάλης πλησίασε προς τα εκεί, αν και είχε κάποιες επιφυλάξεις ακόμη για τον άνδρα αυτόν.

«Δε σε έχω ξαναδεί» του είπε εκείνος, «από πού γνωρίζεις τον Ζεραήλ;»

«Δεν τον γνωρίζω». Είχε κρατήσει μια απόσταση από εκείνον.

«Τότε πώς έχεις αυτό το δαχτυλίδι, και μάλιστα τον ειδοποίησες με αυτό;» με το βλέμμα του στο αντικείμενο.

Ο Μιχάλης γύρισε και το κοίταξε κι εκείνος. Τότε συνειδητοποίησε πως πράγματι είχαν συμβεί όσα του είχε πει ο Σταμάτης. Του εξήγησε την κατάσταση.

«Στο Χίελθ; Εννοείς ότι το έσκασες από το Χίελθ; Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» αναρωτήθηκε στο τέλος εκείνος.

Απλά το επιβεβαίωσε. Ήξερε ήδη πόσο απίθανο φαινόταν το εγχείρημά του.

«Αν λάβουμε υπόψη μας πόσο εξαγριωμένοι ήταν οι Χιζέρκα που σε κυνηγούσαν, μάλλον έχεις δίκιο. Άρα, θα πρέπει να πάμε γρήγορα στο Ζεραήλ»

«Πότε θα φτάσουμε;».

«Θα κάνουμε λίγες μέρες. Είναι λίγο μακριά από εδώ»

Τον κοίταξε κάπως παραξενεμένος. «Και τότε εσύ πώς βρέθηκες κατευθείαν εκεί που ήμουν;»

Το ίδιο απορημένος φάνηκε και εκείνος. «Προφανώς μέσω ειδικής πύλης που συνδεόταν με το δαχτυλίδι που έχεις»

«Και δε γίνεται να τη χρησιμοποιήσουμε πάλι;»

«Όχι. Το δαχτυλίδι σου είναι προορισμός. Και δε θα ήταν και έξυπνο να γίνεται το αντίθετο. Θα μπορούσαν μας πιάσουν υπηρέτες των Ηγετών άνετα. Ακόμη και να προσπαθούσαμε να φτιάξουμε μία νέα πύλη, θα ήταν ρίσκο. Ήδη ρισκάραμε πολλά που ήρθα εδώ έτσι»

«Έχετε πρόβλημα κι εσείς με τους Ηγέτες;»

Το ερώτημα αυτό όμως φάνηκε αστείο στον άνδρα, ο οποίος άρχισε να γελά, ενώ το γέλιο του αντιλάλησε στο δάσος, κάνοντας τον Μιχάλη να φοβηθεί μην ανακαλύψει κανένας Χιζέρκα την παρουσία τους εκεί.

«Φυσικά» είπε μόλις σταμάτησε να γελά, «χωριό των Ζέρκα είμαστε»

«Οι Ηγέτες έχουν καταλάβει όλη τη χώρα;» ρώτησε μετά.

«Κοντεύουν. Ελάχιστες περιοχές δεν έχουν πέσει στα χέρια τους ακόμη»

«Δεν υπάρχει δηλαδή ελπίδα, ε;»

«Ωραία ερώτηση. Δεν έχω απάντηση όμως. Μην ανησυχείς πάντως, εκεί που θα πάμε είναι ασφαλές μέρος. Δεν πρόκειται να μας βρουν ποτέ οι Χιζέρκα, ούτε καν οι ίδιοι οι Ηγέτες, όσο και να ψάχνουν»

Ο Μιχάλης αναστέναξε, καταλαβαίνοντας πως είχε αποτύχει. Αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα. Ο βασικός του στόχος άλλωστε ήταν να βρει τον Δημήτρη. Κάτι που έμοιαζε αρκετά πιο δύσκολο.

«Κάτσε να φάμε». Του έκανε νόημα λίγη ώρα αργότερα ο άλλος.

Ο Μιχάλης ακολούθησε τη συμβουλή του και μόλις κάθισε, όρμησε σαν πεινασμένος λύκος στα νόστιμα και ζουμερά φρούτα που είχε απλώσει πάνω στο πανί εκείνος. Είχε φάει πολλά φρούτα, όταν ένιωσε το στομάχι του να φουσκώνει από το πολύ νερό που περιείχαν.

«Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι καλύτερο» του είπε εκείνος.

«Δεν πειράζει, και αυτά ωραία ήταν». Του φάνηκαν πεντανόστιμα μπροστά στα σάπια φαγητά που έτρωγε στο Χίελθ.

«Πάντως, φαίνεσαι χάλια. Και αυτό το τραύμα στο στήθος μου φαίνεται πολύ άσχημο»

Το αγόρι συμφώνησε απλά, δείχνοντας και το χέρι του.

«Θα τα θεραπεύσουμε όταν φτάσουμε» είπε ο νεαρός άνδρας μετά, «Τώρα όμως ας κοιμηθούμε, γιατί έχουμε πολύ δρόμο αύριο»

Ο Μιχάλης ξάπλωσε, ευχαριστημένος με την προοπτική ότι θα θεραπευόταν και θα επανερχόταν ξανά στην κατάσταση που ήταν κάποτε. Ήταν πολύ κουρασμένος και δεν άργησε να κλείσει τα μάτια του και να αποκοιμηθεί.

Έμοιαζε να μην πέρασε ούτε μια στιγμή από την ώρα που αποκοιμήθηκε μέχρι την ώρα που τον ξύπνησε ο Κώστας, όπως έλεγαν τον νεαρό άνδρα, για να ξεκινήσουν. Είχε δημιουργήσει ένα αυλάκι σε μία μεγάλη πέτρα από όπου άρχισε να κυλά νερό, κι ας μην υπήρχε πουθενά κάποια πηγή. Αφού πλύθηκαν εκεί, ξεκίνησαν.

Ταξίδευαν έτσι για πολλή ώρα, χωρίς να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες, με τον Μιχάλη απλά να παρακολουθεί το πανέμορφο τοπίο που δημιουργούσαν τα εκατοντάδες δέντρα της περιοχής, αλλά και οι θάμνοι και ό,τι άλλο πράσινο υπήρχε. Αν και είχαν εγκαταλείψει σύντομα το δάσος, τοπίο που ακολούθησε στην πορεία τους έμοιαζε και αυτό με δάσος, με αποτέλεσμα να μην αλλάξει και πολύ η αίσθηση που είχε ο Μιχάλης.

Πριν όμως ο ήλιος βρεθεί στο κέντρο του ουρανού, σύννεφα άρχισαν να καλύπτουν την καταγάλανη μέχρι τότε όψη του, συνοδευόμενα από βροντές. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως στο σημείο όπου κατευθυνόταν πλησίαζε καταιγίδα.

«Λίγα χιλιόμετρα από εδώ υπάρχει μία πόλη» άρχισε μετά από λίγο ο Κώστας, «την οποία την έχουν καταλάβει οι Χιζέρκα. Δεν μπορούμε να περάσουμε από έξω, γιατί έχουν αποκλείσει το γύρω χώρο και είμαστε αναγκασμένοι να μπούμε μέσα. Για αυτό θα χρειαστεί να μεταμφιεστούμε ελαφρώς»

«Δηλαδή τι θα κάνουμε;»

«Θα παριστάνουμε δυο ταξιδιώτες γέρους, που είναι με το μέρος τους»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε παραξενεμένος. Δεν είχε παραστήσει ποτέ στη ζωή του κάποιον άλλο και του φαινόταν πολύ δύσκολο ή ακόμη και απίθανο να τα καταφέρει τώρα, ειδικά κάτω από συνθήκες τόσης πίεσης.

Αφού σταμάτησαν και κατέβηκαν από το άλογο, εμφανίστηκαν πάνω στο δεξί χέρι του Κώστα δύο υφάσματα με μαύρο ξεθωριασμένο χρώμα, ενώ στο άλλο του χέρι βρέθηκε να κρατά δύο παλιά μπαστούνια από ξύλο. Στήριξε τα μπαστούνια στο δέντρο δίπλα τους και διαχώρισε τα δύο υφάσματα, δίνοντας το ένα στον Μιχάλη. Δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν μανδύας, καθώς ο Κώστας του έκανε νόημα να τον φορέσει.

Για πρώτη φορά στη ζωή του λοιπόν φόρεσε έναν μανδύα. Αισθάνθηκε άβολα με αυτό το ένδυμα, αφού είχε συνηθίσει σε απλά ρούχα.

«Μια χαρά είσαι» σχολίασε ο Κώστας, «πάρε και αυτό» συνέχισε καθώς έκανε μία κίνηση με το δεξί του χέρι, δείχνοντας με το δείκτη και το μέσο του το ένα μπαστούνι, σαν να του έλεγε να κατευθυνθεί προς τον Μιχάλη, κάτι που όντως συνέβη αμέσως μετά.

Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του και το έπιασε λίγο πριν τον χτυπήσει αυτό με τη φόρα που είχε αποκτήσει. Ο Κώστας φόρεσε και εκείνος μανδύα και τράβηξε το δεύτερο μπαστούνι προς το μέρος του, σαν μαγνήτης που έλκει ένα σίδερο.

Μετά, ο Μιχάλης περιεργάστηκε το μπαστούνι στο χέρι του, βλέποντας πως δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Η λαβή του θύμιζε τον ιωνικό ρυθμό στις κολώνες της αρχαίας Ελλάδας, αλλά εκείνο που τράβηξε το βλέμμα του ήταν ένα περίεργο σχήμα στο κέντρο της. Εκεί υπήρχε ένα ανάγλυφο σχέδιο, το οποίο έδειχνε ένα κύκλο, με τρία σχήματα μέσα του. Αυτά ήταν δύο σπαθιά, τα οποία σχημάτιζαν το γράμμα χ, με τις λεπίδες τους στραμμένες προς τα πάνω, ενώ το τρίτο έμοιαζε με δρεπάνι, η αιχμή του οποίου κατέληγε στο ανώτερο σημείο του κύκλου. Ήταν δηλαδή στραμμένο προς τα πάνω, με την κοίλη του πάνω από το σημείο που διασταυρωνόταν τα δύο σπαθιά.

«Τι είναι αυτό;»

«Το σύμβολο των Ηγετών» του απάντησε ο Κώστας κατευθείαν, «Με αυτό θα νομίζουν πως είμαστε δικοί τους και δε θα μας ενοχλήσουν»

Ξεκίνησαν και πάλι, με τον Κώστα να εξαφανίζει τα δύο μπαστούνια πριν ανέβουν στο άλογο, λέγοντας πως θα τα χρειαστούν λίγο πριν μπουν στην πόλη, Ραμόνα όπως την έλεγαν. Του είπε να καλύψει και το κεφάλι του με την κουκούλα του μανδύα για λόγους ασφαλείας, καθώς πολλοί Χιζέρκα περιπολούσαν στην περιοχή.

Ο μανδύας πάντως περιόριζε τις κινήσεις του. Έτσι, δεν έκανε πολλές, ούτε παρατηρούσε πολύ την περιοχή. Δεν είχαν πάντως κάποιο πρόβλημα μέχρι να φτάσουν έξω από την πόλη.

Ο Κώστας επανεμφάνισε τα μπαστούνια, δίνοντας το ένα στον Μιχάλη, και άρχισε να κατευθύνει με το ένα του χέρι το άλογο κρατώντας το χαλινάρι του, ενώ με το άλλο άρχισε να στηρίζεται στο μπαστούνι. Το ίδιο έκανε και ο Μιχάλης, με αποτέλεσμα ο ρυθμός του να μειωθεί πάρα πολύ, καθώς πλησίαζαν με αργό ρυθμό πια τη Ραμόνα.

Το μάτι του Μιχάλη, έστω και κάτω από την κουκούλα του μανδύα, εντόπισε κάποιους άνδρες που έκοβαν βόλτες στην περιοχή δίπλα στην πόλη, μερικοί από τους οποίους ήταν έφιπποι ενώ οι άλλοι πεζοί. Μπόρεσε επίσης να διακρίνει και θήκες σπαθιών, που στηρίζονταν στις ζώνες των μαύρων παντελονιών που φορούσαν, τα οποία ταίριαζαν και με τις κατάμαυρες μπλούζες τους. Μερικοί από εκείνους που βρίσκονταν πιο κοντά τους, γύρισαν και τους κοίταξαν καθώς έμπαιναν στην πόλη, αλλά μετά από λίγο απέστρεφαν το βλέμμα τους δίχως να τους δώσουν περαιτέρω σημασία.

Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη πόλη μάγων που επισκεπτόταν ο Μιχάλης, αλλά η κατάσταση εκεί ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που είχε συναντήσει στην Αλεσία. Στους φαρδύς πλακόστρωτους δρόμους της πόλης ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με σκυμμένο το κεφάλι τους και ύφος φοβισμένο, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν τραύματα στο πρόσωπο και τα χέρια. Όλοι βρίσκονταν υπό την επίβλεψη έφιππων ανδρών, που είχαν ένα άγριο βλέμμα που έκανε τον Μιχάλη να τρομάξει.

Η Ραμόνα γενικά ήταν πολύ ωραία πόλη, με σπίτια που τραβούσαν τα βλέμματα και με μνημεία να διακοσμούν τις δύο εντυπωσιακές πλατείες της μαζί με συντριβάνια και παιδικές χαρές, αλλά και το σχέδιο της πόλης ήταν ωραίο, με όλους τους κεντρικούς δρόμους να καταλήγουν σε κάποια από τις δύο πλατείες. Αυτές ήταν μεγάλες, σε τετράγωνο σχήμα με δάπεδο από μάρμαρο και διάφορα παγκάκια σε πολλά σημεία, ενώ υπήρχαν και διάφορα τραπέζια και καρέκλες, που μάλλον ανήκαν σε καφετέριες, ή έστω τα καταστήματα της χώρας που αντιστοιχούσαν σε αυτές. Όταν πέρασαν όμως από εκεί όλα ήταν άδεια και ερημωμένα, με τους ανθρώπους να βρίσκονται στα σπίτια τους, κάτι που του είπε ο Κώστας.

Περπατούσαν ήδη αρκετή ώρα, με αργό πάντα ρυθμό, όπου είχαν την ευκαιρία να δουν όλη σχεδόν την πόλη και να συναντηθούν με τους ελάχιστους κατοίκους που είχαν βγει από τα σπίτια τους. Οι Χιζέρκα πάνω στα άλογα τους κοιτούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Δε φαινόταν να συμπαθούσαν και πολύ τους γέρους, έστω και αν ήταν στο δικό τους μέρος, έτσι δεν αντάλλαξαν ούτε μία κουβέντα. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά άσχημο ήταν για τον Μιχάλη και τον Κώστα, καθώς ελαχιστοποιούσε τους κινδύνους να τους αντιληφθούν.

Μετά από λίγη ώρα έκαναν τη στάση για να αγοράσουν κάτι να φάνε, με τον Κώστα να είναι γρήγορος. Έτσι, δεν άργησαν να φτάσουν στην άκρη της πόλης και τελικά να καταλήξουν έξω από αυτήν.

«Τα καταφέραμε» είπε ο Κώστας, «λίγο περπάτημα ακόμα και θα φύγουμε με το άλογο»

«Σταματήστε» κάποιος φώναξε τότε.

Παναγιώτης Βάβαλος