«Μα οι μπόρες της καρδιάς είναι χειρότερες».
Η Αμαλία με τον Λουκά γνωρίζονται ένα πρωινό στη Φιλοσοφική. Η έλξη μεταξύ τους είναι αμοιβαία, ώσπου διαπιστώνουν ότι διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Ένα τηλεσκόπιο και ένας χορός κάτω από τ’ αστέρια μπορούν να τα αλλάξουν όλα; Μια ιστορία για δυο αντίθετους (ή μήπως ίδιους;) χαρακτήρες που παλεύουν με τα δυνατά τους συναισθήματα, ενώ η μουσική κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους.
Η Αμαλία και ο Λουκάς γνωρίζονται ένα πρωινό με έναν κάπως κλισέ –αλλά χαριτωμένο τρόπο– στη Φιλοσοφική. Η έλξη μεταξύ τους είναι εμφανής από την αρχή, αλλά γρήγορα συνειδητοποιούν ότι τα θέλω τους έρχονται σε αντίθεση. Τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά ούτε εύκολα. Οι στιγμές μεταξύ τους εκρηκτικές αλλά και γλυκές. Δε γίνεται να αποφασίσεις αν μπορούν να τα καταφέρουν μεταξύ τους, αν θα φιληθούν ή αν θα τσακωθούν.
Η Μαίρη Ελευθεριάδου με ταξίδεψε στα φοιτητικά μου χρόνια στη φιλοσοφική και τις περιοχές της Αθήνας που συχνάζαμε και πίναμε καφέδες ολημερίς. Μια ιστορία με νέους ανθρώπους, καθημερινούς, και μια ιστορία διόλου ξένη σ’ εμάς.
Οι χαρακτήρες είναι πιο συγκροτημένοι από το πρώτο βιβλίο, πιο τρισδιάστατοι, ενώ οι πράξεις τους αντικατοπτρίζουν την προσωπικότητα που τους έχει δώσει η συγγραφέας (ή που έχουν αποκτήσει μόνοι τους. Όσοι γράφετε, καταλαβαίνετε τι εννοώ). Οι διάλογοι είναι πιο φυσικοί, οι στιγμές ρομαντικές αλλά και αληθινές. Τα δύο βιβλία μπλέκονται όμορφα μέσα από τη διάδραση των χαρακτήρων, που μας αφήνει να ρίξουμε μια ματιά και στη ζωή της Ηλέκτρας και του Πέτρου. Η γραφή της Μαίρης, που συνδυάζει τριτοπρόσωπη με αποσπάσματα πρωτοπρόσωπης, δημιουργεί ένα ξεχωριστό στυλ γραφής.
Ένα τηλεσκόπιο και ένας χορός καθορίζουν
τη σχέση της Αμαλίας και του Λουκά σε ένα ταξίδι μέσα από τη μουσική και αθηναϊκά
στέκια. Ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.