The Author's Promises (Διήγημα 6 - Underworld, Μέρος 2ο)

Ένα μαύρο άλογο εμφανίστηκε στον ορίζοντα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το μέρος του νεαρού. Δεν ήταν σαν τα άλλα άλογα που είχε συναντήσει στη ζωή του. Αυτό ήταν διαφορετικό· έμοιαζε μαζί του. Είχε το ίδιο μαύρο χρώμα από ζωντανά φτερά κορακιού. Τον πλησίασε και, αφού υποκλίθηκε στον νέο αφέντη του, περίμενε διαταγές, για να φύγουν προς τη νέα κατεύθυνση: τον κόσμο των ζωντανών. Γύρισε και κοίταξε τις Μοίρες, οι οποίες είχαν ξεκινήσει να υφαίνουν νέο νήμα και να κόβουν. Μια άλλη ζωή σύντομα θα έβρισκε τραγική κατάληξη. Ίππευσε τον συνοδοιπόρο του και χάθηκε μέσα στο πορφυρό χρώμα της ατμόσφαιρας. Το μονοπάτι του τον οδήγησε έξω από ένα κτίριο. Ήξερε ότι ένας άνθρωπος ήταν έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του και αυτός έπρεπε να την παραλάβει. Δεν είχε άλλη επιλογή…

Δίχως να μπορεί να πιστέψει ότι έπρεπε να συλλέξει την πρώτη του ψυχή, περπάτησε βαριανασαίνοντας ως την είσοδο του δωματίου, που του υπέδειξε το ένστικτό του. Δωμάτιο 302 έγραφε η πόρτα απ’ έξω και θυμήθηκε αμέσως ότι γνώριζε ακριβώς ποια ψυχή τον περίμενε μέσα. Ξαφνικά μια λαχτάρα τον τύλιξε. Άνοιξε επιθυμώντας να σταθεί απέναντι από τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε. Ο ηλικιωμένος με τα λευκά μαλλιά και το ρυτιδιασμένο πρόσωπο στεκόταν στο παράθυρο με μάτια βουρκωμένα. Πήρε μια βαθιά ανάσα ανυπομονώντας να του εξηγήσει τον εφιάλτη που βίωνε χωρίς να το θέλει. Τώρα μπροστά του έδειχνε μεγαλόσωμος. Δεν ήταν ο νεαρός που έπαιζε σκάκι τις Κυριακές μαζί του στην αυλή του σπιτιού τους. Ήταν αυτός που θα τον οδηγούσε, χωρίς να το θέλει, στη λήθη.

«Άργησες» ψέλλισε ο ηλικιωμένος στον θάνατο και άπλωσε το χέρι του, για να φύγουν χωρίς να τον κοιτάξει. Ο θάνατος όμως παρέμεινε βουβός. Έσκυψε λυπημένος το κεφάλι χωρίς να αναφέρει λέξη στον άνθρωπο που γνώριζε και έπιασε το χέρι του για να φύγουν. Η φλόγα όμως που ένιωσε ο ηλικιωμένος στο άψυχο χέρι του, καθώς τον άγγιξε, τον έκανε να οπισθοχωρήσει.

«Δεν είσαι ο Θάνατος» είπε ξαφνιασμένος και τον κοίταξε κατάματα. «Βγάλε την κουκούλα από το κεφάλι σου» τον πρόσταξε και ο θάνατος υπάκουσε. Τώρα μπροστά στον ηλικιωμένο στεκόταν ο γιος του, ο Ντέμιαν.

Σάστισε για μια στιγμή. Τα λόγια έγιναν κουβάρι μέσα στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του.

«Τι συμβαίνει, Ντέμιαν;» ρώτησε ο πατέρας του. Ο Θάνατος γύρισε την πλάτη και εξομολογήθηκε τη δική του αλήθεια.

«Οι άνθρωποι είναι εγωιστές. Σίγουρα το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα αυτό. Είμαι και εγώ ένας εγωιστής σαν αυτούς, πατέρα. Χλευάζω χωρίς να ξέρω. Κατακρίνω χωρίς να καταλάβω. Δες με τώρα πώς κατέληξα. Είμαι ο Θάνατος γιατί θέλησα να δω με ποια κριτήρια αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Δες την τραγική ειρωνεία! Είσαι η πρώτη ψυχή που θα συλλέξω και η δική σου ψυχή θα με καταδικάσει μια για πάντα στη θέση που έχω βρεθεί». Χτύπησε νευρικά το πόδι του στα πάτωμα πριν συνεχίσει: «Θέλω όμως μια χάρη. Δώσε μου λίγα λεπτά να κρατήσω ζωντανή στη μνήμη μου την αίσθηση του ζεστού σώματος και θα φύγουμε, σου το ορκίζομαι» απάντησε και τον κοίταξε λυπημένα.

Προχώρησε για λίγο μέσα στο δωμάτιο νοσταλγώντας τη ζωή που είχε και μετά κατευθύνθηκε προς τον ιατρικό φάκελο που υπήρχε στα πόδια του κρεβατιού. Από περιέργεια ήθελε να μάθει την αιτία θανάτου του πατέρα του. Ήταν περίεργο γιατί θυμόταν καθαρά ότι ο πατέρας του θα έπαιρνε σύντομα εξιτήριο. Άλλωστε ότι είχε πάθει ήταν απλά θέμα κόπωσης. Έτριψε όμως τα μάτια του έκπληκτος, καθώς διάβασε την αιτία θανάτου. Πέταξε τον φάκελο κάτω και πλησίασε τον πατέρα του. «Άνοιξε το πουκάμισό σου» τον πρόσταξε και εκείνος δειλά υπάκουσε. Μια ουλή εμφανίστηκε στο στήθος του πατέρα του, που δεν υπήρχε πριν. Έσκυψε και πήρε ξανά στα χέρια του τον φάκελο. Διάβασε δυνατά την αιτία θανάτου:

«Υγιής παρέμεινε ο ασθενής μέχρι σήμερα το πρωί. Η ψυχική του, όμως, αστάθεια μετά το τραγικό γεγονός του θανάτου τού γιου του, ήταν ολέθρια. Δεν άντεξε και έδωσε τέλος στη ζωή του. Η διεύθυνση του νοσοκομείου έλαβε σοβαρά τα χαρτιά που είχε υπογράψει ο Κ. Ντορίν. Σύμφωνα με την επιθυμία του ο ασθενής μετά θάνατον επιθυμούσε να γίνει δωρητής οργάνων».

«Τι έκανες;» τραύλισε από την ταραχή του, αλλά όσο και αν προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμος δεν τα κατάφερε και ξέσπασε.

«Έδωσες τέλος στη ζωή σου; Αυτοκτόνησες;» φώναξε χωρίς να αναλογιστεί τον πόνο που ένιωθε μέσα του ο πατέρας του. Τα δάκρυά του έτρεχαν ακόμη σαν καταρράκτες από τα μάτια του. Ο πατέρας του δεν είχε σταματήσει να κλαίει από τη στιγμή που ο Θάνατος είχε μπει στο δωμάτιο του.

«Δεν καταλαβαίνω, Ντέμιαν. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Είμαι αρκετά μπερδεμένος, αλλά θυμάμαι. Όλα τα θυμάμαι γιατί η ψυχή μου ήταν ακόμη εκεί, γύριζε μέσα στο χειρουργείο. Γύριζε στο πάνω από το παγωμένο σώμα μου. Άκουσα τους γιατρούς που έδιναν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον γιατί είχαν την ευκαιρία να σε σώσουν. Είπαν ότι η αγάπη του πατέρα μπορεί να κάνει θαύματα». Έκπληκτος από τα λόγια που άκουσε από τον πατέρα του γύρισε με απορία προς αυτόν που τον κοιτούσε λυπημένα.

«Ζω;»


Μαρία Συλαϊδή

Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου