Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 18 - μέρος 3)

«Πως είναι να έχεις τόσα αδέλφια;» ρώτησε τον Έρικ την επόμενη μέρα καθώς περπατούσαν μέσα στο δάσος. Είχε αρνηθεί την προσφορά του να κουβαλήσει τον σάκο της αλλά τον είχε αφήσει να κρατήσει το χέρι της.

«Όταν εγώ και ο Τομ ήμασταν μικροί τσακωνόμασταν συνέχεια για το ποιος ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μας. Και μετά ήρθαν τα δίδυμα που ήταν τα μικρά και απασχολούσαν πολύ από τον χρόνο και την προσοχή της οπότε εγώ και ο Τομ κάναμε ομάδα εναντίον τους»

«Οπότε το να έχεις αδέλφια είναι σαν να βρίσκεσαι σε πόλεμο;»

«Περίπου, αλλά αγαπώ τους αδελφούς μου κι ας θέλω να τους στραγγαλίσω μερικές φορές. Εσύ πως ήσουν μικρή;»

Έκανε στην άκρη για να αποφύγει ένα μαυρισμένο κομμάτι γης. Δεν ήταν το πρώτο που συναντούσαν. Είχαν προσπεράσει κι άλλα. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου ήταν βαριά στην ατμόσφαιρα. Γκρίζα στάχτη σηκωνόταν κάτω από τα πόδια τους με κάθε βήμα που έκαναν. Αναρωτήθηκε αν είχαν πέσει κεραυνοί σε αυτό το κομμάτι του δάσους.

«Κακομαθημένη» του απάντησε. «Ο Ρόραν με φρόντιζε από τότε που ήμουν μικρή και έκανε ό,τι του ζητούσα. Νομίζω πως προσπαθούσε να επανορθώσει με αυτόν τον τρόπο για την ψυχρότητα του Άιζακ και να μη με αφήσει να την νιώσω» Μια σουβλιά θλίψης διαπέρασε το στήθος της καθώς σκεφτόταν την «παλιά» της οικογένεια. «Και οι περισσότεροι μου έδειχναν ειδική μεταχείριση επειδή ήμουν ορφανή οπότε δεν έμαθα να παίρνω το όχι για απάντηση. Θυμάμαι όταν ήμουν εννιά ή δέκα χρονών είδα την κόρη της γειτόνισσας μας να παίζει έξω από το σπίτι της φορώντας έναν μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά της. Ήταν φτιαγμένος από ένα περίεργο γυαλιστερό ροζ ύφασμα και ήταν στολισμένος με χρυσοκλωστή στις άκρες. Μου άρεσε και τον ήθελα. Όταν αρνήθηκε να μου τον δώσει –γιατί φυσικά και αρνήθηκε- της είπα ότι η μαμά της μπορούσε να της φτιάξει έναν άλλο ενώ εγώ δεν είχα μαμά. Ακόμα θυμάμαι την έκφραση στο πρόσωπο της καθώς έλυνε τον φιόγκο για να μου τον δώσει»

«Αλήθεια το έκανες αυτό;»

«Το παραδέχομαι, δεν ήταν πολύ ευγενές από μέρους μου. Ήμουν μια μικρή εκμεταλλεύτρια»

Τα πράσινα δέντρα άρχισαν να δίνουν την θέση τους σε καψαλισμένους κορμούς και οι θάμνοι, το χορτάρι, και τα αγριολούλουδα αντικαταστάθηκαν από ξερό, σκασμένο χώμα. Το τοπίο μπροστά τους έμοιαζε με έναν μουτζουρωμένο λεκέ στη μέση του δάσους.

Αυτό σίγουρα δεν είχε δημιουργηθεί από κεραυνούς.

«Πυρκαγιά;» είπε ο Έρικ, διατυπώνοντας δυνατά την απορία του.

«Δράκοι» αποκρίθηκε η μάγισσα. Η όσφρηση τους ήταν πολύ ευαίσθητη οπότε έκαιγαν τα δέντρα και τα φυτά στις περιοχές που έφτιαχναν τις φωλιές τους για να μην τους ενοχλεί η μυρωδιά. Σάρωσε την περιοχή με το βλέμμα της αλλά δεν μπορούσε να δει που τέλειωνε το μαύρο ώστε να κάνουν κύκλο και να το παρακάμψουν. «Αυτή είναι η περιοχή τους. Ας περάσουμε γρήγορα»

Ο Έρικ ξεθηκάρωσε το σπαθί του και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην πλάτη της, κρατώντας την κοντά του. Η μάγισσα έψαξε για ίχνη χρώματος όπως λουλούδια και χορτάρι ή νεαρά δέντρα. Κάποιο σημάδι που να υποδείκνυε πως οι δράκοι είχαν εγκαταλείψει την περιοχή και το δάσος είχε αρχίσει να γιατρεύεται.

Το μόνο που αντίκρισε ήταν στάχτες.

Δεν της άρεσε που είχαν χάσει την κάλυψη των δέντρων και είχαν βρεθεί εκτεθειμένοι. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της όσα ήξερε για τους δράκους, που δεν ήταν πολλά. Οι μάγισσες έστηναν τα χωριά τους κοντά στα όρια του δάσους ενώ αυτά τα πλάσματα ζούσαν πιο βαθιά, εκεί που τα όρια της καλής και της μαύρης μαγείας θόλωναν. Οι δράκοι ήταν πολύ προστατευτικοί με την περιοχή τους και κανείς δεν ήταν αρκετά ανόητος ώστε να τους πλησιάσει εκτός κι αν ήθελε να γίνει γεύμα. Αυτοί ήταν δυο πολύ καλοί λόγοι για να μείνουν μακριά από τα άγρια, πανίσχυρα πλάσματα, αλλά ταυτόχρονα τους εμπόδιζε να συλλέξουν πληροφορίες για αυτά.

«Σελίν» είπε ο Έρικ για να τραβήξει την προσοχή της, διακόπτοντας τις σκέψεις της.

Η κοπέλα ακολούθησε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Πέντε μαύρα σχήματα πετούσαν από πάνω τους. Από αυτή την απόσταση θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν κοράκια. Άρχισαν να χαμηλώνουν κάνοντας απειλητικά κύκλους από πάνω τους, σαν όρνεα που βουτούσαν στον αέρα για να ξεσκίσουν ένα ετοιμοθάνατο ζώο.

«Μη τους προκαλέσεις αλλά κράτα το έδαφος σου» είπε στον Έρικ αλλά και στον εαυτό της, φέρνοντας στο μυαλό της τα λόγια που της είχε πει ο Ρόραν πριν από χρόνια. «Μη δείξεις φόβο»

Αλλά ο Ρόραν δεν είχε δει δράκο ποτέ στη ζωή του. Όσα της είχε πει τα είχε διαβάσει στα βιβλία του Άιζακ. Πως ήξεραν ότι αυτά που έγραφαν ήταν έγκυρα;

Οι δράκοι είχαν χαμηλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να δει καθαρά τα μαύρα σάρκινα φτερά σαν νυχτερίδας, τα γαμψά νύχια που έμοιαζαν με στιλέτα, τα οστέινα καρφιά που εξείχαν κατά μήκος της σπονδυλικής τους στήλης.

Μη δείξεις φόβο, επανέλαβε ξανά και ξανά από μέσα της σαν προσευχή.

Οι δράκοι βούτηξαν στον αέρα. Τεράστια σύννεφα στάχτης υψώθηκαν στον αέρα εκεί όπου προσγειώθηκαν δίνοντας στο καμένο δάσος μια στοιχειωμένη όψη, λες και είχε καλυφθεί από μια απόκοσμη ομίχλη.

Σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από τους δυο νέους αποκόβοντας τους από το υπόλοιπο δάσος.

Προσπαθούν να μας τρομάξουν, σκέφτηκε η μάγισσα. Θέλουν να μας δείξουν πως δεν υπάρχει διαφυγή. Άραγε συνήθιζαν να παίζουν με το θήραμα τους πριν το σκοτώσουν ή μπορούσαν να αισθανθούν ότι είχαν μια μάγισσα απέναντι τους και δίσταζαν επειδή ήξεραν ότι θα αντεπιτεθεί;

Γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος του Έρικ και ψιθύρισε. «Μείνε στη θέση σου και άφησε αυτούς να έρθουν σε εμάς»

Το αγόρι ένευσε διακριτικά και κράτησε το χέρι του στην πλάτη της. Το άγγιγμα του την ηρεμούσε. Εστίασε σε αυτή την αίσθηση και όχι στην καρδιά της που βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της. Ήλπιζε ότι οι δράκοι δεν μπορούσαν να την ακούσουν.

Παρά τον φόβο της -γιατί θα ήταν ψέμα αν ισχυριζόταν πως δεν φοβόταν- δεν μπορούσε να μην θαυμάσει τα πλάσματα. Οι δράκοι ήταν τεράστιοι, μεγαλύτεροι από κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα που είχε δει στη ζωή της. Παρά την απειλή και τον κίνδυνο που εξέπεμπαν είχαν μια άγρια ομορφιά που αιχμαλώτιζε την προσοχή της. Το βλέμμα της εστίασε στους δυνατούς μύες τους και στις γυαλιστερές φολίδες τους που λαμπύριζαν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο πριν προχωρήσει στα εντυπωσιακά φτερά τους. Πως είναι να είσαι ο κυρίαρχος των ουρανών; αναρωτήθηκε. Το πιο ισχυρό πλάσμα στους αιθέρες, να μπορείς να πετάς όπου ήθελες χωρίς κανέναν περιορισμό;

Ένας από τους δράκους στα δεξιά τους έσπασε τον κύκλο και προχώρησε προς το μέρος τους. Τα οστέινα καρφιά άρχισαν να μικραίνουν και να υποχωρούν μέσα στο δέρμα. Οι τραχιές μαύρες φολίδες απέκτησαν μια πιο επίπεδη όψη και σταδιακά έγιναν λείες. Τα άκρα του συρρικνώθηκαν και χωρίς να σταματήσει να προχωράει ο δράκος σηκώθηκε στα δυο πισινά του πόδια.

Ο Έρικ έβρισε σιγανά πίσω της. Η Σελίν είχε μείνει τελείως ακίνητη, τα σκούρα μπλε μάτια της διάπλατα ανοιχτά καθώς τα φτερά μετατράπηκαν σε χέρια, τα κοφτερά νύχια σε δάχτυλα, ο δράκος εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια τους αφήνοντας πίσω έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα. Αντί για ρούχα, μια πανοπλία από γυαλιστερές μαύρες φολίδες κάλυπτε το σώμα του, από τους αστραγάλους και τους καρπούς μέχρι τον λαιμό.

Οι δράκοι μπορούν να πάρουν ανθρώπινη μορφή, συνειδητοποίησε σαστισμένη. Πόσες φορές ένας δράκος είχε μεταμορφωθεί και είχε περπατήσει ανάμεσα σε ανθρώπους ή μάγισσες; Πόσο εύκολο θα ήταν για αυτούς να τους κατασκοπεύσουν και να συλλέξουν πληροφορίες ενώ όλοι οι υπόλοιποι ήταν βυθισμένοι στην άγνοια για το είδος τους. Πόσους έχουν σκοτώσει για να κρατήσουν το μυστικό τους κρυφό;

Κάθε βήμα του άντρα... δράκου...δεν ήταν σίγουρη πως έπρεπε να τον αποκαλέσει, μείωνε την απόσταση που τους χώριζε, τη στιγμή που κάθε ένστικτο της Σελίν της φώναζε να βάλει απόσταση μεταξύ τους. Αλλά δεν υποχώρησε.

«Καταπατητές» είπε το πλάσμα με μια φωνή που κατά κάποιο τρόπο της θύμιζε τον βασιλιά των ξωτικών, σαν υγρό βελούδο. Η διαφορά ήταν ότι ο δράκος δεν προσπαθούσε να κρύψει πόσο επικίνδυνος ήταν.

«Ταξιδιώτες» τον διόρθωσε.

Ο τόνος της ήταν σταθερός αλλά όχι αγενής. Δεν ήθελε να του δώσει την εντύπωση ότι τον προκαλούσε. Ίσως κατάφερναν να το περάσουν αυτό χωρίς να χρειαστεί να εμπλακούν σε μάχη. Ίσως να ήταν ένα υπερβολικά αισιόδοξο σενάριο αλλά όφειλαν να προσπαθήσουν. «Το μόνο που θέλουμε είναι να συνεχίσουμε την πορεία μας»

Κάθε βήμα του ήταν αργό και μετρημένο, σαν να δοκίμαζε την αντοχή τους. Πόσο κοντά τους θα άντεχαν να βρεθεί πριν το βάλουν στα πόδια.

Η Σελίν ίσιωσε την πλάτη της και σήκωσε το πιγούνι της λίγο ψηλότερα. Αρνούνταν να επιτρέψει σε έναν νταή να την τρομοκρατήσει ή να παίξει μαζί της. Δεν είχε λόγο να φοβάται Δεν ήταν ένα ανυπεράσπιστο κοριτσάκι και δεν σκόπευε να φερθεί με αυτό τον τρόπο, παρόλο που οι μύες της είχαν σφιχτεί τόσο πολύ που οι ώμοι της πονούσαν και το στομάχι της είχε γίνει ένας σφιχτός κόμπος. Είχε τα μέσα για να προστατεύσει τον εαυτό της. Μπορεί στη Σύναξη τους μάθαιναν ότι ήταν ανεπίτρεπτο για μια μάγισσα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της για να βλάψει άλλο πλάσμα αλλά ήταν πρόθυμη να ξεχάσει τους κανόνες αν διακινδυνευόταν η ζωή της ή η ζωή του Έρικ.

«Δεν ψάχνουμε για προβλήματα» προσπάθησε ξανά, αφήνοντας την προειδοποίηση να ακουστεί στην φωνή της.

«Τότε ίσως θα έπρεπε να το είχατε σκεφτεί αυτό νωρίτερα, μάγισσα» αποκρίθηκε φαρμακερά ο δράκος, λες και το να είσαι μάγισσα ήταν κάτι βρόμικο.

Πλέον ήταν αρκετά κοντά για να μπορεί να διακρίνει ξεκάθαρα το πρόσωπο του. Περίμενε να δει άγρια χαρακτηριστικά, άσχημα, το πρόσωπο ενός βάρβαρου πολεμιστή που είχε αλλοιωθεί και σκληρύνει από τις μάχες. Ωστόσο, αυτό που αντίκρισε ήταν διαφορετικό: Τα χαρακτηριστικά του ήταν λεπτά, σχεδόν αριστοκρατικά, ταίριαζαν περισσότερο σε έναν άντρα που θα κρατούσε περγαμηνή και πένα παρά σε κάποιον που μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα φτερωτό τέρας. Θα ήταν ένας ελκυστικός άντρας αν η αριστερή πλευρά του προσώπου του δεν ήταν τόσο σημαδεμένη. Λευκές ουλές διέτρεχαν όλη την επιφάνεια του μαγουλού του και του σαγονιού του κατεβαίνοντας μέχρι τον λαιμό του. Το χλωμό δέρμα ήταν τραχύ και άνισο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που το είχε προκαλέσει θα πρέπει να είχε αφήσει το πρόσωπο του κατακρεουργημένο όταν έγινε η επίθεση.

Κάθε δράκος μπορεί να προκαλέσει τον αρχηγό της αγέλης σε μάχη και να διεκδικήσει τη θέση του, της είχε πει ο Ρόραν. Οι μονομαχίες είναι βάρβαρες και μέχρι θανάτου. Οι δράκοι δεν ανέχονται τους αδύναμους και θα σκοτώσουν όποιον λιποτακτήσει σε μια μάχη ή αποπειραθεί να εγκαταλείψει την αγέλη.

«Άφησε μας να περάσουμε» απαίτησε η μάγισσα.

Τα μάτια του πλάσματος, κατάμαυρα σαν όνυχας, καρφώθηκαν πάνω της και ένα χαμηλό γρύλισμα βγήκε βαθιά μέσα από το στήθος του. Δεν ήταν το είδος του γρυλίσματος που είχε σκοπό να τρομοκρατήσει. Αυτός ο ήχος υποδείκνυε πραγματικό μίσος. Οι τρίχες στα χέρια της Σελίν σηκώθηκαν όρθιες αλλά δεν έκανε πίσω. Αντίθετα, του ανταπέδωσε το βλέμμα. Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα για μια παρατεταμένη στιγμή, χωρίς κανένας τους να είναι πρόθυμος να υποχωρήσει και να σπάσει την οπτική επαφή.

Ο δράκος την κοίταζε με έναν αλλόκοτο τρόπο, σχεδόν σαν να την σιχαινόταν. Όχι σαν να σιχαινόταν το είδος της αλλά εκείνη προσωπικά. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Η Σελίν έβλεπε αυτόν τον άντρα για πρώτη φορά, και οπωσδήποτε δεν είχε προλάβει να κάνει τίποτα για να τον προσβάλει τόσο έντονα όσο δήλωνε η στάση του.

«Πως τολμάει;» είπε μέσα από τα δόντια του, η φωνή του σιγανή σαν ψίθυρος και γεμάτη ένταση. Απόλυτο, καυτό μίσος ήταν χαραγμένο σε κάθε γραμμή του προσώπου του κάνοντας τις ουλές του να δείχνουν πιο τρομαχτικές. «Μας αναγκάζει να υπηρετούμε το θέλημα της λες και είμαστε σκυλιά και τώρα έχει το θράσος να στέλνει εσένα στην περιοχή μας. Ποιος είναι ο σκοπός της, μικρή μάγισσα;» απαίτησε να μάθει. Έκανε ένα βήμα μπροστά, παραβιάζοντας τον προσωπικό της χώρο. Μια φλέβα παλλόταν στον κρόταφο του και η Σελίν ήταν σίγουρη ότι ήταν μερικές στιγμές μακριά από το να της επιτεθεί. «Σκοπεύει να πάρει και τα σπίτια μας εκτός από την ελευθερία μας;»

Τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα.

«Κανείς δεν μας έστειλε»

Δεν μπορεί να εννοούσε τον Ρόραν. Από τον τρόπο που μιλούσε ήταν ξεκάθαρο ότι αναφερόταν σε κάποια γυναίκα. «Το μόνο που θέλουμε είναι να συνεχίσουμε τον δρόμο μας» επανέλαβε.

Ο δράκος άπλωσε το χέρι του και έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά της. Η κοπέλα ανατρίχιασε, αυτή τη φορά από αποστροφή.

«Θα έπρεπε να σε σκοτώσουμε τώρα» της είπε με έναν τρομαχτικά ήρεμο τόνο και τύλιξε την καστανή μπούκλα γύρω από το δάχτυλο του. «Πήρε κάτι από εμάς. Είναι δίκαιο να πάρουμε κι εμείς κάτι από εκείνη»

Η άκρη του σπαθιού του Έρικ προσγειώθηκε πάνω στον καρπό του. «Πάρε το χέρι σου από πάνω της αλλιώς θα το χάσεις» απείλησε ο Κυνηγός.

Ο δράκος πήρε το βλέμμα του από το πρόσωπο της, ίσα για να αγριοκοιτάξει το αγόρι, αλλά η στιγμή ήταν αρκετή.

Η Σελίν άρπαξε το χέρι του. Το δέρμα του ήρθε σε επαφή με το δικό της στο σημείο που έμενε απροστάτευτο από την πανοπλία του.

Η μαγεία της γαντζώθηκε πάνω στην ενέργεια που κυλούσε μέσα του και την τράβηξε προς τα έξω. Έμοιαζε περισσότερο με ποτάμι από καυτή λάβα παρά με το φωτεινό νήμα του λαγού. Ένα μικρό σύριγμα ξέφυγε από τα χείλη του καθώς εγκατέλειπε το σώμα του και περνούσε στο δικό της. Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του αλλά η μάγισσα δεν τον άφησε.

Τα ψήγματα ενέργειας που είχε πάρει από τον λαγό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που βίωνε τώρα. Κύματα ενέργειας την διαπερνούσαν και έκαναν κάθε νεύρο και ίνα του κορμιού της να ζωντανεύει. Το αίμα τραγουδούσε μέσα στις φλέβες της. Ένιωθε ζωντανή και πανίσχυρη, σαν ένα αστέρι που έκαιγε δυνατά έτοιμο να εκραγεί.

Ήθελε περισσότερα.

Ο δράκος έπεσε στα γόνατα, η έκφραση πόνου που πλέον δεν μπορούσε να κρύψει δημιουργούσε μικρές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του και το σφιγμένο στόμα του. Οι σύντροφοι του σάλεψαν νευρικά αλλά δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ποτέ πριν δεν είχε νιώσει την ανάγκη να κρατήσει την ενέργεια που έπαιρνε, πάντα την διοχέτευε σε κάτι άλλο. Αλλά αυτή η νέα εξαίσια, μεθυστική αίσθηση την έκανε να διψάει για περισσότερα.

«Σελίν» είπε ο Έρικ πίσω της.

Τα μάτια του πλάσματος άλλαξαν χρώμα και έγιναν χρυσά, με μια μαύρη κόρη να χωρίζει κάθετα την ίριδα όπως τα μάτια ενός ερπετού. Το αψεγάδιαστο δέρμα στην δεξιά πλευρά του προσώπου του άρχισε να κινείτε και να γίνεται τραχύ λες και υπήρχαν παγιδευμένα λέπια από κάτω του που πάλευαν να βγουν στην επιφάνεια. Η μαγεία που συντηρούσε αυτή τη μορφή εξαντλούνταν και περνούσε σε εκείνη για να ενωθεί και να ενισχύσει τη δική της δύναμη.

Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τραγουδούσε μια φωνή μέσα στο μυαλό της.

«Σελίν!» φώναξε ο Έρικ, η φωνή του σκληρή σαν ατσάλι, το όνομα της μια διαταγή.

Την επανέφερε στην πραγματικότητα και η κοπέλα ανοιγόκλεισε δυο-τρεις φορές τα μάτια της για να καθαρίσει το κεφάλι της από την θολούρα που την είχε τυλίξει. Κοίταξε τον άντρα -ή ό,τι είχε απομείνει από αυτόν- που ήταν πεσμένος στα πόδια της. Στάλες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπο του. Το δέρμα του είχε πάρει μια σταχτιά απόχρωση και τα χείλη του είχαν χάσει το χρώμα τους.

«Διέταξε τους δικούς σου να μας αφήσουν να περάσουμε» του είπε με μια φωνή που δεν αναγνώριζε. Σκληρή, παγωμένη, έτοιμη να κάνει τα πάντα χωρίς να νιώσει τύψεις ή μεταμέλεια. Και πράγματι, δεν ένιωθε καμία ενοχή για την κατάσταση στην οποία τον είχε φέρει. Μόνος του το προκάλεσε αυτό στον εαυτό του, συμφώνησε η φωνή.

«Ανόητο κορίτσι, πιστεύεις πως μπορείς να πολεμήσεις τέσσερις δράκους;» Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν σαν βρισιά. Πάλεψε να ξαναβρεί την ανάσα του. «Θα σας ξεσκίσουν και θα αφήσουν τα πτώματα σας βορρά για το όρνεα»

Χωρίς να αφήνει το χέρι του, η Σελίν έσκυψε μπροστά για να μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα. «Ξέρεις τι χρειάζεται για να καταφέρεις να κάνεις έναν δράκο να πέσει στα γόνατα;» τον ρώτησε, με τα σκούρα μπλε μάτια της να μην αφήνουν στιγμή τα φιδίσια δικά του. «Χρειάζεται δύναμη. Και εσύ δεν έχεις δει ακόμα τίποτα από τη δική μου. Μπορώ να πάρω την ενέργεια σου και να την χρησιμοποιήσω ενάντια στους δικούς σου. Και μετά θα πάρω και την δική τους. Προκάλεσε με, αν τολμάς, και θα δούμε με ποιανού το κουφάρι θα δειπνίσουν απόψε τα όρνεα»

Ο άντρας γύμνωσε απειλητικά τα δόντια του αλλά αυτή ήταν μια μάχη που είχε ήδη χάσει. Ηττημένος στράφηκε προς τους συντρόφους του και φώναξε κάτι. Ήταν πιο πολύ βρυχηθμός παρά λέξη αλλά οι υπόλοιποι δράκοι άνοιξαν τα φτερά τους. Η Σελίν και ο Έρικ μισόκλεισαν τα μάτια τους για να τα προστατεύσουν από τα ισχυρά κύματα αέρα που δημιουργούσαν καθώς τα χτυπούσαν για να απογειωθούν, στέλνοντας σκόνη και στάχτες προς το μέρος τους. Περίμενε να τους δει να χάνονται στον ουρανό και έπειτα ελευθέρωσε το χέρι του.

«Δεν τελειώσαμε ακόμα, μάγισσα» την απείλησε.

Ήταν σίγουρη για αυτό. Τον είχε ταπεινώσει μπροστά στους δικούς του. Φυσικά και θα ζητούσε εκδίκηση.

«Μια μέρα οι δρόμοι μας θα ξανασυναντηθούν»

«Να εύχεσαι να αργήσει πολύ αυτή η μέρα» του απάντησε. Οι απειλές του δεν την τρόμαζαν. «Γιατί αν σε ξαναδώ θα τελειώσω αυτό που ξεκίνησα σήμερα»

Κοίταξε τον Έρικ και του έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Ανυπομονούσε να αφήσει αυτό το καταραμένο μέρος πίσω της.

Αναρωτήθηκε τι άλλο θα συναντούσαν στον δρόμο τους μέχρι να φτάσουν στο τέλος του ταξιδιού τους.

Φαίη