Η Έμιλι κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στην κουζίνα τρέχοντας.
«Είναι έτοιμο;» ρώτησε τη μητέρα της.
«Έμς, είναι κρέας. Θέλει τον χρόνο του για να ψηθεί» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Ίσως μπορώ να βοηθήσω» είπε η Έμιλι.
«Δεν ήξερα ότι οι Χαρισματικοί μπορούν να ψήσουν και κοτόπουλο με το στοιχείο τους» είπε ειρωνικά ο πατέρας της μπαίνοντας στην κουζίνα.
«Μπαμπά!» διαμαρτυρήθηκε η Έμιλι. «Εννοούσα να βοηθήσω τη μαμά με τη σαλάτα. Ή ό,τι κάνει, τέλος πάντων».
«Τη σαλάτα θα την κόψουμε λίγο πριν το δείπνο. Προς το παρόν θέλω να καθίσεις στο σαλόνι και να περιμένεις τον Μάικλ» είπε η μητέρα της.
Το ίδιο πρωί, η μητέρα της της είχε προτείνει να καλέσει τον Μάικλ για δείπνο. Όπως της είχε υποσχεθεί: «το δείπνο θα είναι χαλαρό· δε θα κάνουμε καμία περίεργη ερώτηση».
Η Έμιλι κάθισε στον καναπέ αγχωμένη.
«ΟΚ. Αυτά τα έχουμε ξαναπεράσει. Θέλω να είστε χαλαροί. Μην κάνετε καμία περίεργη ερώτηση…»
«Γλυκιά μου, σου υποσχέθηκα το πρωί ότι θα είναι ένα απλό, τυπικό δείπνο. Δε θα σε φέρουμε σε δύσκολη θέση» είπε η μητέρα της.
«Για τον Μάικλ πάλι δεν υποσχόμαστε κάτι» είπε ο πατέρας της χαμηλόφωνα.
«Το ξέρω ότι με τρολλάρεις, μπαμπά. Δόξα τω Θεώ που η ιδέα για το αποψινό δείπνο ήταν της μαμάς και όχι δική σου».
Οι γονείς της κοιταχτήκαν συνωμοτικά και δεν είπαν τίποτα.
«Όχι. Όχι, όχι, όχι, όχι και όχι» είπε η Έμιλι που έπιασε τα βλέμματά τους και σηκώθηκε εκνευρισμένη από τον καναπέ. «Τι στο καλό προσπαθείτε να κάνετε; Θέλετε να χωρίσω με τον Μάικλ;»
«Έμς, απλά θέλουμε να διαπιστώσουμε αν ο Μάικλ είναι καλό παιδί ή αν είναι σαν τον πατέρα του» είπε η μητέρα της.
«Για όνομα του Θεού, μαμά» διαμαρτυρήθηκε η Έμιλι.
«Είναι ο γιος του άντρα, που σε άφησε απροστάτευτη σε ένα κλαμπ με εκατομμύρια κινδύνους, ειδικά έναν μισότρελο, αν όχι τρελό, μάγο που θέλει να σκοτώσει όλους τους Χαρισματικούς που υπάρχουν στη Γη. Συγγνώμη αν το ενδιαφέρον για την κόρη μου με κάνει κακό πατέρα».
«Δεν είπα αυτό, μπαμπά» είπε η Έμιλι χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Εξάλλου, με τον Μάικλ τα έχω. Όχι με τον Κρίστοφερ». Έπειτα από δύο δευτερόλεπτα, αφότου σκέφτηκε τι είχε πει, μόρφασε. «Ίου! Ας προσποιηθούμε όλοι πως δεν ακούσαμε αυτό που μόλις είπα».
Το κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι ίσιωσε την μπλούζα της. Κοίταξε τον πατέρα της μοχθηρά. «Εσύ… Φρόνιμα».
«Εντάξει, πριγκίπισσα» της είπε χαμογελώντας διαβολικά.
Η Έμιλι άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε το πανέμορφο χαμόγελο του Μάικλ.
«Γεια» της είπε χαμογελώντας αμήχανα. Φορούσε ένα ανθρακί πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι. Κρατούσε στα χέρια του ένα μπουκάλι κρασί. Η αμηχανία ήταν εμφανής στο πρόσωπό του· προσπαθούσε όμως να το κρύψει. Η Έμιλι δεν του είπε τίποτα ελπίζοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα χαλάρωνε. Πέρασε το κατώφλι και είδε τον πατέρα της Έμιλι να σηκώνεται από τον καναπέ και να πηγαίνει προς το μέρος του.
«Γεια σου, Μάικλ» είπε η μητέρα της Έμιλι από τον πάγκο της κουζίνας.
«Γεια σας, κυρία Τόμσεν» είπε ο Μάικλ.
«Καλώς ήλθες» είπε ο Τζορτζ δίνοντας το χέρι του στον Μάικλ, για να ανταλλάξουν χειραψία.
«Κύριε Τόμσεν» είπε επίσημα.
«Προς Θεού, Μάικλ. Να μου μιλάς στον ενικό» του είπε ο Τζορτζ.
«Ένας καλεσμένος δεν επιτρέπεται να έρχεται με άδεια χέρια. Σας έφερα αυτό. Ελπίζω να έκανα καλή επιλογή» είπε ο Μάικλ δίνοντας το μπουκάλι με το κρασί στον Τζορτζ.
«Πινό νουάρ;» ρώτησε έκπληκτος ο Τζορτζ. «Εξαιρετική επιλογή. Πίνεις, δηλαδή».
Η Έμιλι κοίταξε τον πατέρα της εκνευρισμένη γουρλώνοντας τα μάτια της.
«Πίνω… Αλλά μόνο όσο επιτρέπεται. Ο προπονητής μάς έχει απαγορεύσει να πίνουμε πάνω από τρία ποτήρια αλκοόλ την εβδομάδα» απάντησε ο Μάικλ.
«Μπορούμε να βγούμε στη βεράντα μέχρι να γίνει το φαγητό» είπε η μητέρα της Έμιλι. «Θέλετε να ανοίξουμε τώρα το κρασί που έφερε ο Μάικλ ή αργότερα;»
«Καλύτερα να το ανοίξουμε την ώρα του δείπνου» είπε η Έμιλι.
«Λοιπόν, Μάικλ; Ποια είναι τα σχέδια σου για μετά το λύκειο;» ρώτησε ο πατέρας της Έμιλι.
«Μπαμπά!» είπε η Έμιλι προειδοποιητικά.
«Είναι εντάξει, Έμς. Δε μου έκανε και καμία περίεργη ερώτηση» είπε ο Μάικλ. «Θα δηλώσω σε όλα τα πανεπιστήμια με ομάδες λακρός. Θα έχουμε πολλούς κυνηγούς ταλέντων φέτος στους αγώνες».
«Έμς;» είπε η μητέρα της. «Θα πας να δεις το φαγητό και να κόψεις τη σαλάτα;»
«Φυσικά. Έλα, Μάικλ» είπε η Έμιλι και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
Έφτασαν στην κουζίνα και η Έμιλι άρχισε να γελάει.
«Τι;» είπε ο Μάικλ.
«Είναι τόσο αστείο να βλέπω όλη αυτήν την κατάσταση. Ο πατέρας μου σε περνάει από ανάκριση και εσύ είσαι σαν βρεγμένο σκυλί» του απάντησε, ενώ άνοιγε το ψυγείο, για να βγάλει το μαρούλι.
«Εγώ; Βρεγμένο σκυλί;» Τον πλησίασε και πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του.
«Σέξι βρεγμένο σκυλί. Αλλά και πάλι βρεγμένο». Πήγε να τον φιλήσει αλλά εκείνος απομακρύνθηκε.
«Δεν είναι πρέπον. Οι γονείς σου είναι δέκα μέτρα μακριά» απολογήθηκε ο Μάικλ.
«ΟΚ… Την επόμενη φορά που θα σε καλέσω για δείπνο με τους γονείς μου να μου θυμίσεις αυτό το σκηνικό. Εντάξει;» είπε η Έμιλι ξενερωμένη και πήγε να κόψει τη σαλάτα. Ο Μάικλ πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της.
«Είμαι αγχωμένος. Αυτό είναι όλο. Θέλω να κάνω καλή εντύπωση στους δικούς σου».
«Σε ξέρουν από όταν ήσουν έξι, Μάικ».
«Είμαι το αγόρι σου, Έμς. Δεν είναι το ίδιο». Η Έμιλι άφησε το μαχαίρι στον πάγκο και γύρισε να κοιτάξει τον Μάικλ.
«Ακόμα και να μη σε συμπαθούν οι δικοί μου, αυτά που νιώθω για εσένα δεν πρόκειται να αλλάξουν».
«Αλλά οι γονείς σου με συμπαθούν, σωστά;» Σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι.
«Ναι, Μάικ, σε συμπαθούν. Για αυτό μην ψαρώνεις με τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Είναι απλά ένα τεστ».
***
Η υπόλοιπη βραδιά συνεχίστηκε με ερωτήσεις-παγίδα προς τον Μάικλ από τον πατέρα της Έμιλι, τις οποίες απαντούσε πλέον πιο χαλαρά. Όταν τελείωσαν το δείπνο, κάθισαν στη βεράντα πίνοντας από το κρασί που είχε φέρει ο Μάικλ.
«Λοιπόν, κύριε Τόμσεν… Τζορτζ. Πέρασα το τεστ σου;» είπε ο Μάικλ πίνοντας μια γουλιά κρασί. Ο Τζορτζ τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Τι έγινε, μπαμπά; Σε στρίμωξε;» είπε η Έμιλι γελώντας.
«Είσαι ένα εξαιρετικό παιδί, Μάικλ. Χαίρομαι που η Έμιλι σε έχει στη ζωή της» είπε ο Τζορτζ.
«Άρα μπορεί να μείνει εδώ το βράδυ, ε;» είπε η Έμιλι. Ο πατέρας της την κοίταξε αυστηρά.
«Φυσικά και δεν μπορεί να μείνει… και δε με άφησες να ολοκληρώσω, Έμς»
«ΟΚ. Ολοκλήρωσε».
«Όπως είπα, Μάικλ, είσαι ένα εξαιρετικό παιδί. Ξέρω πόσο αγαπάς την Έμιλι ή τουλάχιστον μπορώ να μαντέψω. Και ακριβώς επειδή την αγαπάς… θα ήθελα να την κρατήσεις όσο πιο μακριά γίνεται από τον πατέρα σου».
«Δεν είναι κάτι που μπορώ να τηρήσω αυτή τη στιγμή με όλα όσα γίνονται. Όμως όταν όλα αυτά τελειώσουν, κύριε Τόμσεν… Τζορτζ… σου υπόσχομαι θα την κρατήσω όσο πιο μακριά γίνεται από τον Κρίστοφερ» είπε σκυθρωπά ο Μάικλ.
Η Έμιλι τον κοίταξε τρυφερά. Σκέφτηκε όλο αυτό τον καιρό που πήγε χαμένος επειδή επέμενε στην ιδέα ότι δεν της άξιζε. Ότι εκείνη δεν του άξιζε γιατί ήταν Σκοτεινή. Και όμως, χωρίς τον Μάικλ θα ήταν σκληρή, σκύλα, ψυχρή. Ο Μάικλ ήταν αυτός που την κρατούσε από το να αποδεχτεί τη σκοτεινή της φύση. Και για αυτόν θα προσπαθούσε να αλλάξει. Θα προσπαθήσει να γίνει ξανά Φωτεινή.
Ο Μάικλ σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Πρέπει να πηγαίνω. Αύριο έχω προπόνηση. Αλίσια, Τζορτζ, σας ευχαριστώ για αυτό το θαυμάσιο δείπνο. Ελπίζω να τα ξανά πούμε σύντομα. Καληνύχτα». Η Έμιλι τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητό του.
«Τελικά, το αποψινό πήγε καλά» είπε ανακουφισμένος.
«Ναι» είπε η Έμιλι άτονα. Ο Μάικλ έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό της.
«Ει. Τι σε απασχολεί;»
«Απλώς συνειδητοποίησα ότι με βοηθάς να βγάλω στην επιφάνεια τον καλύτερό μου εαυτό».
«Αυτό είναι καλό ή κακό;» ρώτησε εκείνος.
«Κρίνοντας από το γεγονός ότι είμαι Σκοτεινή… είναι καλό».
«Δε με χωρίζεις, έτσι δεν είναι;»
«Τι είναι αυτά που λες; Φυσικά και όχι! Απλά…»
«Απλά τι;»
«Θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος».
«Είσαι καλύτερος άνθρωπος, Έμιλι Τόμσεν. Απλώς έχεις το κακό συνήθειο να βλέπεις σκοτάδι μέσα σου. Ένα σκοτάδι που δεν υπάρχει… Γιατί είσαι το πιο φωτεινό πρόσωπο που γνωρίζω».
«Πιστεύεις σε εμένα;»
«Πάντα!»
«Πιστεύεις ότι θα καταφέρω να γίνω πάλι Φωτεινή;»
«Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά. ΟΚ;» Εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Έμιλι Τόμσεν, πιστεύω σε εσένα. Πιστεύω στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου την οποία και δείχνεις αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα συμπεριλαμβανόμενου και να γίνεις ξανά Φωτεινή. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πιστέψεις στον εαυτό σου με τον ίδιο τρόπο που πιστεύω κι εγώ. Σ’ αγαπάω» είπε και τη φίλησε.
Δεν έψαχνε να βρει δύναμη στα λόγια του. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον ακούσει να της λέει ότι την αγαπά. Ήταν δυνατή. Και θα παρέμενε δυνατή για εκείνον.
Γιατί τον αγαπούσε.
Γιατί την αγαπούσε.
Και γιατί πίστευε σε εκείνη.