Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 19: Το Ελέστερ)

Μπροστά ακριβώς από τον Μιχάλη και την έξοδο της μικρής σπηλιάς υπήρχε ένα χωριό πάνω στα ανισόπεδα μέρη του βουνού, καταλαμβάνοντας αρκετό χώρο ανάμεσα στα πολλά και πυκνά δέντρα που ήταν φυτρωμένα εκεί. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε ένα τέτοιο θέαμα, που πραγματικά τον άφησε άφωνο. Τα σπίτια που βρισκόταν εκεί έμοιαζαν περισσότερο με καλοφτιαγμένες καλύβες παρά με συνηθισμένα χωριατόσπιτα, όπως είχε συναντήσει σε άλλα μέρη της χώρας. Ήταν μικρά και στρόγγυλα στο σχέδιο, κατασκευασμένα από τσιμέντο και όλα σε λευκό χρώμα, ενώ οι οροφές τους είχαν σχήμα κώνου, φτιαγμένες από άχυρο, πολύ καλά τοποθετημένο, τόσο που πίστευες ότι είναι κεραμίδια με τέτοιο σχέδιο. Τα δύο κτήρια που ξεχώριζαν ήταν ένα μικρό εκκλησάκι, όπως εκείνα που ήξερε, ενώ το άλλο ήταν κάπως μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, με ένα κόκκινο σταυρό πάνω από την οροφή του. Δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ για να καταλάβει πως αποτελούσε ένα είδος μικρού θεραπευτηρίου.

Το πιο όμορφο σημείο όμως ήταν μία μικρή λίμνη που υπήρχε στο κέντρο ολόκληρου του χωριού, η οποία αποτελούνταν από πεντακάθαρα νερά που γυάλιζαν, ενώ πάνω της επέπλεαν μερικές πάπιες, κάνοντας θόρυβο με τα κραξίματά τους και χαλώντας την ησυχία που επικρατούσε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν όμως και πολλά άλλα ζώα, είτε πάνω σε δέντρα, είτε στη γύρω περιοχή, ακόμα και σκύλοι και γάτες.

Με το που πάτησε το πόδι του εκεί βγαίνοντας από τη σπηλιά, δύο άνδρες τον πλησίασαν και τον κοίταξαν εξεταστικά. Ήταν και οι δύο ψηλοί και γεροδεμένοι, φορώντας μαύρα συνηθισμένα για τη χώρα ρούχα, αλλά δεν είχαν το άγριο ύφος των Χιζέρκα.

«Ας περάσει» είπε ο ένας από τους δύο με τη βαριά φωνή του.

Ο Μιχάλης καθώς περνούσε από δίπλα τους, αφού έκαναν στην άκρη για να περάσει, τους ανταπέδωσε το άγριο βλέμμα με το οποίο τον κοίταξαν στο τέλος. «Μην τους δίνεις σημασία» του είπε ο Κώστας μετά από λίγο, «απλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί πια, ειδικά με τους άγνωστους που έρχονται»

Το αγόρι απλώς ένευσε συγκαταβαστικά.

«Αν έχεις απορία ακόμη για τον τρόπο που βρεθήκαμε εδώ» άρχισε και πάλι ο νεαρός άνδρας, «είναι ένα έξυπνο κόλπο που σκαρφίστηκε ο Ζεραήλ. Ο καταρράκτης είναι παγίδα, την οποία φτιάξαμε για όσους θέλουν να μπουν κρυφά εδώ. Όπως κι εσύ, όλοι θα σκέφτονταν πως εκείνος είναι η είσοδος, κι έτσι θα την πατάνε. Έχουμε λάβει όμως πολλά μέτρα για την πραγματική είσοδο και μόνο όσοι ανήκουν εδώ και έχουν ειδική άδεια από το συμβούλιο, μπορούν να τη χρησιμοποιούν»

Ένας σκύλος πέρασε από δίπλα τους γαυγίζοντας και σταμάτησε όταν ο Κώστας έκανε μία κίνηση για να τον χαϊδέψει, απολαμβάνοντας το τρίψιμο στην πλάτη που του έκανε ο νεαρός άνδρας. Μετά έφυγε από εκεί, συνεχίζοντας την πορεία του. Συνέχισαν για λίγο ακόμη, μέχρι που σταμάτησαν μπροστά από ένα από τα σπίτια του χωριού.

«Αυτή είναι η καλύβα του Ζεραήλ» του είπε ο Κώστας, «θα πάω μέσα να τον ενημερώσω. Περίμενέ με εδώ»

Του έδωσε τα χαλινάρια του αλόγου και χτύπησε με το δεξί του χέρι την πόρτα. Εκείνη άνοιξε μετά από λίγο και ο άνδρας μπήκε μέσα. Από το σημείο που βρισκόταν ο Μιχάλης δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα από το εσωτερικό της καλύβας, με την πόρτα να κλείνει μετά από λίγο.

Στο χωριό εκείνη τη στιγμή δεν περπατούσε κανείς, δηλαδή όλοι πρέπει να βρίσκονταν μέσα στις καλύβες ή να έλειπαν. Έτσι, περίμενε αμίλητος. Η αναμονή πάντως δεν κράτησε πολύ.

«Πήγαινε, θέλει να σε δει» του είπε ο Κώστας καθώς έπαιρνε τα χαλινάρια του αλόγου από τα χέρια του, «εγώ φεύγω. Θα τα πούμε σύντομα»

Αφού τον χαιρέτησε, μπήκε μέσα. Μόλις πέρασε από την πόρτα, το βλέμμα του τράβηξε το εσωτερικό της καλύβας, το οποίο είχε ένα απαλό γκρίζο χρώμα και αρκετά κάδρα κρεμασμένα στους τοίχους, τα οποία έδειχναν διάφορα τοπία. Υπήρχαν επίσης κάποιες γλάστρες και ένα τραπέζι στο κέντρο του περίπου.

Σε μία καρέκλα δίπλα στο τραπέζι καθόταν ένας άνδρας, μεγάλης ηλικίας, με ασπρισμένα μακριά μαλλιά, τα οποία όμως ήταν πολύ αραιά στο σημείο πάνω από το μέτωπό του, και λίγα κάτασπρα γένια, ενώ τα γαλανά του μάτια είχαν ένα οξύ βλέμμα, που σε έκανε να παγώνεις στη θέση σου μόλις το κοιτούσες. Φορούσε μία άσπρη μπλούζα και ένα καφέ παντελόνι, που ήταν πολύ φθαρμένο σε πολλά σημεία.

Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος τότε που έκανε τον Μιχάλη να τιναχτεί και να γυρίσει ξαφνιασμένος προς τα πίσω, αντικρίζοντας την πόρτα που μόλις είχε κλείσει. Μόλις γύρισε απορημένος και πάλι μπροστά, είδε τον άνδρα να έχει στρέψει το βλέμμα του στην πληγή του.

«Το σκοτεινό καρφί». Η φωνή του ακούστηκε πολύ περίεργη στον Μιχάλη, δυνατή και καθαρή όμως, «ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον»

«Ποιο… ποιο πράγμα;»

«Το ότι επέζησες μέσα στο Χίελθ» είπε κοιτάζοντας τώρα το πάτωμα, «έχεις κάτι να μου δώσεις όμως, έτσι δεν είναι;». Σήκωσε το βλέμμα του και το κάρφωσε στο αγόρι.

Εκείνος κοκάλωσε προς στιγμήν, προσπαθώντας να καταλάβει αυτό που του είπε, αλλά παράλληλα και κάποιο συμπέρασμα για τον άνδρα. Τελικά, λειτούργησε πιο γρήγορα από ότι περίμενε, βγάζοντας το δαχτυλίδι που φορούσε από το χέρι του και τείνοντάς το στον άνδρα.

«Μου το έδωσε ο Σταμάτης, που ήταν μαθητής σας. Είπε ότι μπορείτε να τον βοηθήσετε εσείς»

«Ναι, ο Σταματάκης» είπε ο άνδρας καθώς έκανε μία κίνηση και άρπαξε το δαχτυλίδι από το χέρι του Μιχάλη με μία αστραπιαία κίνηση και βάζοντάς το στο γέρικο χέρι του, «ήταν υπερβολικά εγωιστής για να ζητήσει βοήθεια σε πολλές καταστάσεις, αλλά τελικά έφτασε σε αυτό το σημείο» συνέχισε γελώντας, σαν να είχε μόλις κερδίσει έναν αγώνα.

Αυτό το τελευταίο έκανε τον Μιχάλη να τον κοιτάξει παραξενεμένος, αφού τέτοια συμπεριφορά δεν την περίμενε από εκείνον.

«Θα τον βοηθήσετε δηλαδή;»

«Αυτό είναι δική μου δουλειά» του απάντησε ευθέως, ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα, που τον έκανε να τρομάξει για μια στιγμή.

«Μα…» πήγε να διαμαρτυρηθεί μόλις ξαναβρήκε το θάρρος του, αλλά σταμάτησε μετά από ένα δυνατό χτύπημα στο πάτωμα που έκανε ο Ζεραήλ με ένα μπαστούνι, το οποίο είχε εμφανίσει από το πουθενά σε ανύποπτο χρόνο.

«Κομμένες οι ερωτήσεις. Έμαθα επίσης πως είχες μια πληροφορία για τον στρατό του βασιλιά. Τι ήταν αυτή;»

Πλέον, ο Μιχάλης δεν ήξερε αν έπρεπε να απαντήσει ή όχι. Θυμόταν που ο Σέκαρ του είπε να μην το πει σε κανέναν άλλο εκτός από την Αθηνά, αλλά εκείνη πια ήταν νεκρή.

«Οι Ηγέτες έχουν στα χέρια τους το ιερό διαμάντι» είπε όταν πήρε την απόφασή του.

Αντί όμως ο άνδρας να αρχίσει να γελάει ή να του πει ότι το γνωρίζει, είδε στο πρόσωπό του να εμφανίζεται η έκφραση της έκπληξης. Τον κοίταξε για λίγη ώρα έτσι και μετά κατέβασε το βλέμμα του αναστενάζοντας.

«Ωραία πληροφορία είχες να μεταφέρεις. Καταλαβαίνεις φυσικά τι σημαίνει αυτό, ε;»

«Περίπου. Και κάτι ακόμη. Το διαμάντι το έχει ο Ερυθρός Ηγέτης, και κρατάει το φύλακά του. Τον οδήγησαν εκεί, μαζί με το διαμάντι, υπηρέτες του Μαύρου Ηγέτη»

Ο Ζεραήλ έμεινε να τον κοιτάζει για λίγη ώρα αμίλητος. «Έτσι εξηγούνται όλα»

«Ποια όλα;» ρώτησε με περιέργεια ο Μιχάλης, που κι εκείνος ήθελε να μάθει περισσότερα.

«Είπα, όχι ερωτήσεις» έχοντας πιο άγριο ύφος, «Ο γεροξούρης τα έκανε θάλασσα»

Ο Μιχάλης αυτή τη φορά δε ρώτησε σε ποιον αναφερόταν, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να του απαντήσει. Στη συνέχεια, ακολούθησε παύση, στην οποία ο Ζεραήλ έμεινε για αρκετή ώρα ακίνητος και σκεφτικός. Ξαναμίλησε αργότερα.

«Έμαθα επίσης πως χρησιμοποίησες ισχυρή μαγεία χωρίς να το καταλάβεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τις δυνάμεις σου;».

«Τι; Μα δεν είμαι μάγος»

Ο άνδρας γέλασε ειρωνικά. «Τελικά, είσαι τόσο βλάκας όσο φαίνεσαι, ε; Κι επίσης δεν είσαι από αυτή τη χώρα, βλέπω»

Ο Μιχάλης δεν απάντησε, αφού είχε αρχίσει πια να χάνει την ψυχραιμία του μετά και την προσβολή του άνδρα. Ήθελε να φύγει εκείνη τη στιγμή, αλλά πριν κάνει οτιδήποτε μίλησε και πάλι ο άνδρας.

«Δυστυχώς, είμαι αναγκασμένος να σε εκπαιδεύσω για να μην ξεκάνεις κανέναν με τις δυνάμεις σου. Θα μείνεις εδώ μέχρι να φτάσουμε σε ένα καλό σημείο. Και σε αυτή τη διάρκεια, θα κάνεις ότι σου λέω. Ερωτήσεις και αντιρρήσεις κομμένες»

Ο Μιχάλης πήγε να πει πως δε θα έκανε τίποτε από αυτά, αλλά το άγριο και αποφασιστικό βλέμμα του άνδρα τον έκοψε. Είχε τρομάξει λίγο από την περίπτωση να κάνει κακό σε άλλους.

Ο Ζεραήλ την επόμενη στιγμή χτύπησε τα δάχτυλά του και έμεινε ακίνητος και σκεφτικός, όπως και ο Μιχάλης. Δεν καταλάβαινε πια τίποτα και τον έτρωγε η περιέργεια. Έκανε όμως υπομονή, κάτι που έμαθε πια από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε σε εκείνη τη χώρα.

«Θα είσαι προσεκτικός από εδώ και πέρα» έσπασε μετά από λίγο και πάλι τη σιωπή ο άνδρας, «μην μάθω μόνο ότι έχεις κάνει κάποια απερισκεψία»

Το αγόρι έμεινε απλώς να κοιτάζει κάτω.

«Θα το κάνεις. Και όσα ακούσεις και μάθεις σε αυτό το μέρος, δε θα τα πεις πουθενά»

Αυτή τη φορά συμφώνησε με ένα νεύμα. Αυτό το τελευταίο είχε καταλάβει πως έπρεπε να το κάνει από την πρώτη στιγμή που πάτησε σε εκείνο το μέρος.

Τις σκέψεις του διέκοψε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. Ο Ζεραήλ έκανε μία μικρή κίνηση με το χέρι του, σαν να έσπρωχνε ένα μυγάκι από μπροστά του και η πόρτα της καλύβας άνοιξε. Γυρίζοντας να κοιτάξει εκεί ο Μιχάλης, αντίκρισε μία κοπέλα, περίπου στην ηλικία του, με μακριά σγουρά ξανθά μαλλιά, έντονα γαλανά μάτια και ωραία χαρακτηριστικά προσώπου. Φορούσε μία κίτρινη μπλούζα και μία γκρι φούστα που έφτανε μέχρι κάτω από τα γόνατά της. Κοίταξε προς το Ζεραήλ, σαν να περίμενε κάτι να της πει.

«Πάρε αυτόν εδώ τον βλάκα και πήγαινέ τον στον ανατολικό ξενώνα» ενώ σήκωσε το μπαστούνι του και το κοπάνησε με δύναμη στον αριστερό ώμο του Μιχάλη, «ας τον να ξεκουραστεί εκεί και αύριο το πρωί φερ’ τον εδώ»

Ο Μιχάλης εντωμεταξύ έκανε ένα μορφασμό πόνου μόλις τον χτύπησε ο άνδρας, αλλά μετά έσκυψε το κεφάλι του κοιτώντας απογοητευμένος το πάτωμα. Ο μεγαλύτερος εξευτελισμός που θα μπορούσε να δεχτεί κάποιος στην ηλικία του ήταν να τον προσβάλει κάποιος άλλος και μάλιστα μπροστά σε ένα συνομήλικο κορίτσι.

«Άντε, φύγε» του είπε ο Ζεραήλ ξαφνικά, κοπανώντας τον με δύναμη στην πλάτη με το μπαστούνι του.

Κρατήθηκε με το ζόρι για να μην ουρλιάξει από τον πόνο και βγήκε βιαστικά από την καλύβα, βρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Ο πόρτα έκλεισε με δύναμη μόλις βγήκε από εκεί, αλλά ανακουφίστηκε που δεν τον έβλεπε πια, αφού δε θα άκουγε περισσότερες προσβολές. Η κοπέλα που είχε έρθει, γέλασε λιγάκι βλέποντάς τον και στη συνέχεια του έκανε νόημα να την ακολουθήσει, σε ένα δρόμο που οδηγούσε στο απέναντι σημείο της λίμνης από εκεί που βρισκόταν η καλύβα του Ζεραήλ.

«Μην επηρεάζεσαι από αυτά που λέει, έτσι είναι με όλους»

«Δεν μπορώ να πω ότι έχει και πολύ καλούς τρόπους»

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά θα τον συνηθίσεις»

«Το ελπίζω». Ήταν κιόλας απογοητευμένος στη σκέψη ότι θα περνούσε ώρες με τον Ζεραήλ, ακούγοντας τις προσβολές του.

«Τι σε θέλει όμως για αύριο; Δε συνηθίζει να ζητάει κάτι από όσους έρχονται για να κρυφτούν εδώ»

«Να με εκπαιδεύσει θέλει»

«Σοβαρά μιλάς;». Σταμάτησε απότομα τότε.

Ο Μιχάλης σταμάτησε και αυτός και την κοίταξε περίεργα. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο της φάνηκε τόσο περίεργο αυτό. «Ναι, πού είναι το παράξενο;»

Εκείνη γέλασε, σαν είχε πει κάτι αστείο ο Μιχάλης. «Πρέπει να είσαι ξεχωριστός τότε. Μόνο όσους έχουν προοπτικές για κάτι σημαντικό εκπαιδεύει ο Ζεραήλ. Δεν το ήξερες;» ενώ άρχισε να προχωρά και πάλι.

«Όχι» απάντησε εκείνος, που άρχισε τώρα να αισθάνεται ακόμη πιο άβολα από ότι πριν.

Συνέχισαν για λίγο αμίλητοι. Πήγε να τη ρωτήσει μετά σε πόση ώρα θα έφταναν, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει.

«Ποιος είναι αυτός;»

Παναγιώτης Βάβαλος