Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 33 - μέρος 2)

Η μυρωδιά τη χτύπησε σαν χαστούκι. Τον τελευταίο χρόνο αυτό το άρωμα ήταν αρκετό για να κάνει το στομάχι της να γυρίζει και την αναπνοή της να κόβεται. Στην αρχή είχε απαγορεύσει στις υπηρέτριες της να φέρνουν τριαντάφυλλα μέσα στο κάστρο και στη συνέχεια είχε δώσει διαταγή να ξεριζώσουν όλες τις τριανταφυλλιές από τους κήπους. Το αίμα βούιζε στα αυτιά της πνίγοντας κάθε άλλο ήχο. Ολόκληρο το κορμί της είχε μουδιάσει, επιτρέποντας στον Κάσσιαν να την οδηγήσει μέσα από τα δέντρα δίχως αντίσταση.

Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους.

Κάποτε πίστευε πως το πιο τρομαχτικό μέρος στον κόσμο ήταν η Αρχαία Πόλη, με κοντινό δεύτερο το κάστρο των Ντρόγκομιρ. Αλλά τα Σπήλαια των Οστών ήταν αυτά που στοίχειωναν τα όνειρα της και την έκαναν να ξυπνάει στη μέση της νύχτα ιδρωμένη και ξάγρυπνη.

Τα γαλάζια τριαντάφυλλα ήταν ακόμα εκεί, ολάνθιστα μέσα στον χειμώνα, στολίζοντας το μέρος με την παγερή ομορφιά τους. Τα ίδια τριαντάφυλλα που τα αγκάθια τους είχαν ξεσκίσει το δέρμα της όταν πάλεψε με την Νιλάι. Το αίμα της είχε χυθεί ανάμεσα τους και είχε ποτίσει τις ρίζες τους.

Αυτή τη φορά το ξέφωτο ήταν άδειο αλλά το μυαλό της Κίρας έβλεπε εικόνες που μπέρδευαν παρόν και παρελθόν, παγιδεύοντας την σε ένα χλωμό ενδιάμεσο. Γύρω της, τέρατα φτιαγμένα από χώμα με λεπίδες αντί για χέρια έσπερναν τον τρόμο και τον πανικό. Δράκοι άρπαζαν μάγους που φορούσαν σκούρους μπλε μανδύες με κεντητά μισοφέγγαρα μέσα στα σαγόνια τους και ξέσκιζαν τις σάρκες τους. Η εμετική μυρωδιά του αίματος βάραινε τον αέρα.

Τα γκρίζα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στον βωμό. Ένας κύκλος από ψηλές, λεπτές πέτρες τον έκλειναν προστατευτικά μέσα τους σαν τα τείχη ενός φρουρίου. Η Νιλάι είχε βάλει το παιδί της πάνω σε εκείνος τον βωμό και είχε κρατήσει ένα μαχαίρι από πάνω του απειλώντας να δώσει τέλος στη ζωή του, λίγες ώρες αφότου είχε ξεκινήσει. Η Κίρα είχε πέσει πάνω της και την είχε ρίξει στο έδαφος προτού προλάβει να το κάνει. Όμως η μάγισσα είχε φτάσει τόσο κοντά. Αν δεν είχε προλάβει...

Δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο ούτε μια φορά. Δεν μπορούσε να το κάνει. Αυτό ήταν ένα επικίνδυνο μονοπάτι και φοβόταν πως αν το διάβαινε θα έχανε τα λογικά της.

Μισόκλεισε τα μάτια της για να εστιάσει το βλέμμα της πάνω στο στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι και συνειδητοποίησε με φρίκη ότι δεν ήταν άδειο. Ένας σκελετός ήταν προσεχτικά τοποθετημένος πάνω του, πολύ μικρός για να ανήκει σε ενήλικα.

Η Κίρα ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της. Πήγε να κάνει πίσω αλλά ο Κάσσιαν την έπιασε από τους ώμους και την κράτησε στη θέση της.

«Ηρέμισε» της είπε, αιφνιδιασμένος από την αντίδραση της.

Ήταν τρελός ή τυφλός; Υπήρχε ένα νεκρό παιδί πάνω σε εκείνον τον βωμό!

Θα μπορούσε να είναι το δικό της παιδί.

Ο αέρας εξαφανίστηκε από γύρω της. Το σώμα της έτρεμε τόσο βίαια που τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους. Αν η Νιλάι είχε πετύχει τον σκοπό της τώρα ο σκελετός του Ραίγκαρ θα κείτονταν στον βωμό. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του, λες και κάποια αόρατη δύναμη την ανάγκαζε να το κοιτάει και να φαντάζεται τον γιο της στη θέση του. Το κράτημα του Κασσιαν ήταν ο μόνος λόγος που δεν είχε σωριαστεί στο έδαφος.

«Πάρε ανάσα» άκουσε τον Κάσσιαν να της λέει.

Πως να πάρει ανάσα όταν ο αέρας είχε χαθεί; Έβλεπε τον γιο της νεκρό πάνω στην πέτρα, με το μαχαίρι της Νιλάι καρφωμένο στο μικρό του στήθος, και εκείνη ανίκανη να κάνει κάτι. Δάκρυα ανέβλυσαν στα μάτια της αλλά δεν μπορούσε να νοιαστεί γι' αυτά.

«Γιατί με έφερες εδώ;» Οι λέξεις ήταν τόσο σιγανές που ίσα που ακούστηκαν. Το στόμα της είχε στεγνώσει. «Τι είναι αυτό;»

«Η αδελφή μου» της απάντησε.

Γύρισε αργά το πρόσωπο της προς το μέρος του. «Δεν καταλαβαίνω»

Μπορεί να είχε τρελαθεί και να μην το είχε καταλάβει. Μπορεί να ήταν καταδικασμένη να ζει ξανά και ξανά τον χειρότερο εφιάλτη της.

«Φαντάζομαι τι θα πιστεύεις για εμένα» της είπε ο Κάσσιαν. «Μετά από όλα όσα έκανα θα νομίζεις πως είμαι ένα άτιμο κάθαρμα. Και μάλλον έχεις δίκιο. Έχω διαπράξει αδικήματα για τα οποία θα τιμωρηθώ ακριβά στην επόμενη ζωή, κι όμως αξίζει. Ξέρεις γιατί; Επειδή όλα όσα έχω κάνει είναι για να προστατεύσω την οικογένεια μου. Και γι' αυτό δεν μετανιώνω τίποτα. Είμαι πρόθυμος να θυσιάσω ακόμα και την ψυχή μου για αυτόν τον σκοπό. Και εσύ έχεις άτομα για τα οποία νοιάζεσαι. Τουλάχιστον σε αυτό θα πρέπει να με καταλαβαίνεις»

«Θέλεις να αναστήσεις την αδελφή σου όπως έκανες με τον Νάριαν» συμπέρανε. Δεν συμφωνούσε με εκείνους που χρησιμοποιούσαν μαύρη μαγεία για να διαστρεβλώσουν τους νόμους της Φύσης και των Θεών. Αλλά δεν μπορούσε και να κατηγορήσει αυτούς που θα έκαναν τα πάντα για να φέρουν πίσω έναν αγαπημένο. Επειδή ήξερε πως και εκείνη θα έκανε το ίδιο αν η τραγωδία χτυπούσε την οικογένεια της.

«Τι σχέση έχει αυτό με εμένα;»

«Το ξόρκι απαιτεί μια μεγάλη ποσότητα ενέργειας. Ενέργεια που υπάρχει σε αφθονία σε αυτόν τον τόπο αλλά χρειάζομαι βοήθεια για να την τραβήξω από τη γη. Τη δική σου βοήθεια»

Ξαφνικά βρέθηκε πίσω στην αγορά του Νιέζντιελ, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και ζέσταινε το δέρμα της, και η μάγισσα της εξηγούσε ποιος ήταν ο σκοπός ενός παιδιού που είχε γεννηθεί από μάγους αλλά το ίδιο δεν είχε την ικανότητα να χειρίζεται την μαγεία. Πως το σώμα της ήταν φτιαγμένο για να απορροφά ενέργεια από μαγικές πηγές και πως μπορούσε να την διοχετεύσει αλλού, όπως έκαναν τα πολύτιμα πετράδια που οι μάγοι και οι μάγισσες χρησιμοποιούσαν σαν αγωγούς και αποθήκες ενέργειας.

«Μα...» Τον κοίταξε νευρικά. «Όλη αυτή η ενέργεια θα με σκοτώσει»

«Αυτό δεν είναι σίγουρο» της απάντησε. «Έχω ξανακάνει το ξόρκι. Ξέρω ακριβώς πόση ενέργεια χρειάζομαι ώστε να μην τραβήξω περισσότερη. Μπορώ να την ελέγξω και να την εμποδίσω να σε βλάψει»

Η Κίρα ξεροκατάπιε. «Αν το πίστευες ειλικρινά αυτό θα είχες ζητήσει την βοήθεια μου, δεν θα με είχες απαγάγει»

«Υπάρχει ρίσκο, το παραδέχομαι. Αλλά γνωρίζω τις δυνατότητες μου. Ξέρω πως μπορώ να το κάνω»

«Σε παρακαλώ, Κάσσιαν» τον ικέτεψε. «Έχω ένα παιδί. Αν πεθάνω ο Ραίγκαρ δεν θα με θυμάται όταν θα μεγαλώσει»

Δεν θα τον άκουγε να λέει την πρώτη του λέξη. Δεν θα παρακολουθούσε από το παράθυρο τον Ντέβαν να τον μαθαίνει να πετάει με ένα χαμόγελο στα χείλη της. Ο Ραίγκαρ θα μεγάλωνε χωρίς να θυμάται την όψη της, την φωνή της, πως ήταν όταν τον κρατούσε στην αγκαλιά της. Θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή του.

«Και η Άννα ήταν περισσότερο παιδί μου παρά αδελφή μου. Εγώ την μεγάλωσα όταν χάσαμε τους γονείς μας. Της είχα υποσχεθεί ότι δεν θα επέτρεπα να της συμβεί τίποτα, κι όμως την στιγμή που με είχε ανάγκη ήμουν ανίκανος να την βοηθήσω»

Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον σκελετό που τον περίμενε πάνω στο βωμό. Το πρόσωπο του συσπάστηκε και για πρώτη φορά η Κίρα είδε το προσωπείο του αλαζόνα μάγου να ξεθωριάζει και να αποκαλύπτει κάτι πονεμένο και ευάλωτο που κρυβόταν από κάτω.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια» της εκμυστηρεύτηκε. «Έρχεται στον ύπνο μου και μου λέει ότι την απογοήτευσα. Υπάρχουν μέρες που νιώθω τόσο κουρασμένος που δυσκολεύομαι να σταθώ στα πόδια μου. Δεν εύχομαι σε κανέναν να ζήσει αυτό που ζω εγώ. Φοβάμαι πως είναι θέμα χρόνου να χάσω το μυαλό μου. Χρειάζομαι την βοήθεια σου»

Έπιασε τα δεμένα χέρια της και έλυσε το σκοινί. Η Κίρα το είδε ξαφνιασμένη να γλιστράει από τους καρπούς της και να πέφτει στο έδαφος.

«Αλλά δεν μπορώ να σε αναγκάσω να μου τη δώσεις. Μονάχα να με ακούσεις» Την κοίταξε παρακλητικά. «Δεν σου το ζητάω για 'μένα, αλλά για ένα κοριτσάκι που χάθηκε τόσο άδικα προτού του δοθεί η ευκαιρία να ζήσει πραγματικά»

Το κεφάλι της γύριζε. Πριν από λίγες στιγμές ήταν σίγουρη πως θα πέθαινε και τώρα...

«Λυπάμαι για την αδελφή σου. Λυπάμαι πραγματικά. Αλλά αντιλαμβάνεσαι τι είναι αυτό που μου ζητάς;»

«Το ξέρω πως ακούγεται υπερβολικό να κάνεις κάτι τέτοιο για έναν άγνωστο αλλά σκέψου αυτό: Αν μια μέρα ο γιος σου βρεθεί σε μια μεγάλη ανάγκη και η βοήθεια ενός ξένου θα μπορούσε να κάνει την διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, δεν θα ήθελες αυτό το άτομο να επιλέξει να του δείξει καλοσύνη και να τον βοηθήσει;»

Τι είδους ερώτηση ήταν αυτή; Φυσικά και το ήθελε.

Αλλά πως μπορούσες να περιμένεις από έναν άλλο να προσφέρει την βοήθεια του όταν ο ίδιος αρνιόσουν να το κάνεις για κάποιον που σου το ζητούσε;

Οι βρυχηθμοί τους έκαναν να σηκώσουν τα κεφάλια τους και να κοιτάξουν τον ουρανό. Το πρόσωπο της Κίρας φωτίστηκε τη στιγμή που το βλέμμα της εντόπισε τον μαύρο δράκο. Το χρώμα των αστραφτερών φολίδων του ξεχώριζε μέσα στα πυκνά λευκά σύννεφα Πίσω του πετούσαν δυο δράκαινες που από τα χρώματα του τις αναγνώρισε αμέσως ως την Ορόρα και τη Νερίσσα.

Δόξα τους Θεούς, ο Ντέβαν ήταν καλά. Όλες οι άσχημες σκέψεις που είχαν περάσει από το μυαλό της ξεθώριασαν και χάθηκαν, σαν καπνός που διαλύεται στον άνεμο.

Ο μαύρος δράκος προσγειώθηκε πρώτος στο ξέφωτο και τα οργισμένα, χρυσά μάτια του καρφώθηκαν πάνω στον μάγο. Τα σαγόνια του άνοιξαν απειλητικά, αποκαλύπτοντας δόντια κοφτερά σαν στιλέτα. Σήκωσε τον μακρύ λαιμό του σαν φίδι που ήταν έτοιμο να χτυπήσει το θήραμα του.

Η Κίρα μπήκε μπροστά στον Κάσσιαν προτού προλάβει να τον αρπάξει ο Ντέβαν. Είχε δει τι ήταν ικανός να κάνει ένας θυμωμένος δράκος και δεν είχε αμφιβολία πως ο μάγος θα κατέληγε διαμελισμένος και σκορπισμένος ανάμεσα στις τριανταφυλλιές.

«Ντέβαν, περίμενε!» φώναξε. «Περίμενε!»

Ο δράκος έγειρε ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι, παρατηρώντας τη. Συνειδητοποιώντας ότι δεν διέτρεχε κάποιος άμεσο κίνδυνο άρχισε να αλλάζει μορφή.

Η Κίρα έτρεξε προς το μέρος του και έπεσε στην αγκαλιά του. «Ο Ραίγκαρ;»

«Είναι καλά» της απάντησε και τύλιξε τα χέρια του γύρω της, κλείνοντας την μέσα στο πιο ασφαλές μέρος που υπήρχε για εκείνη στον κόσμο. «Τον προσέχουν η Κάλικ και ο Νάριαν»

Έκρυψε το πρόσωπο της στην καμπύλη του λαιμού του και εισέπνευσε το άρωμα του. Όλα ξεθώριασαν γύρω τους και ξαφνικά δεν είχε σημασία που βρισκόντουσαν. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι ο Ντέβαν ήταν εκεί, μαζί της, και ότι δεν ήθελε να ξαναφύγει ποτέ από το πλευρό του.

«Φοβήθηκα πως σου συνέβη κάτι κακό»

«Εσύ φοβήθηκες για 'μενα; Κόντεψα να χάσω το μυαλό μου όταν γύρισα στο στρατόπεδο και δεν σε βρήκα» Το σώμα του παρέμεινε σφιγμένο, οι ώμοι του άκαμπτοι. «Είσαι καλά;» την ρώτησε, με την αγωνία να δίνει μια τραχιά χροιά στη φωνή του.

Σήκωσε το κεφάλι της από τον ώμο του και ένευσε καταφατικά. Αν οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι και ο Ντέβαν είχε εξαφανιστεί η καρδιά της θα είχε σταματήσει. Και μετά θα είχε ξεσκίσει τον κόσμο για να τον βρει.

Ο Ντέβαν πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του και το πρόσωπο του σκοτείνιασε μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω στα κόκκινα σημάδια στους καρπούς της. Μπορεί να είχε την μορφή του ανθρώπου αλλά εκείνη τη στιγμή έδειχνε εξίσου απειλητικός με τον δράκο. Κοίταξε τον Κάσσιαν με μάτια που γυάλιζαν.

«Θα σε σκοτώσω!» γρύλισε. Πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά αλλά η Κίρα ακούμπησε τις παλάμες της στο στήθος του για να τον σταματήσει.

«Περίμενε μια στιγμή» του ζήτησε. «Υπάρχει εξήγηση»

«Δεν χρειάζομαι καμία εξήγηση. Αυτός ο μπάσταρδος...» Έδειξε τον Κάσσιαν που στεκόταν σε επικίνδυνα κοντινή απόσταση. «...μας είπε ψέματα και μας έστειλε να κυνηγήσουμε φαντάσματα στο πέρασμα. Και μετά προσπάθησε να βλάψει την οικογένεια μου. Όλα είναι ξεκάθαρα»

«Φαίνεται άσχημο αλλά κανένας δεν έπαθε τίποτα, έτσι δεν είναι;» Ο Ντέβαν την κοίταξε λες και ήταν τρελή. Ίσως είχε δίκιο. Η Κίρα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. «Άκουσε με. Αυτό που έκανε ο Κάσσιαν ήταν απαράδεχτο και του αξίζει να τον γροθοκοπήσουμε στο πρόσωπο για αυτό, αλλά μέσα στην καρδιά του δεν είχε κακές προθέσεις. Το μόνο που ήθελε ήταν η βοήθεια μας για να φέρει πίσω την αδελφή του»

«Τότε ας έβρισκε άλλο τρόπο να τη ζητήσει» είπε μέσα από τα δόντια του, συγκρατώντας μετά βιας την οργή του. Ο Ντέβαν έχανε τον έλεγχο σπάνια. Το ότι είχε φτάσει τόσο κοντά στα όρια του έδειχνε πόσο βαθιά τον είχε ταράξει αυτή η ιστορία. «Δεν αξίζει να του δώσουμε τίποτα» έφτυσε τις λέξεις κοιτάζοντας τον μάγο με βλέμμα που πετούσε μαχαίρια.

Χάιδεψε το μάγουλο του, ελπίζοντας πως η κίνηση θα κατεύναζε τον θυμό του, και τον κοίταξε κατάματα. «Όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ ξέρουμε πως είναι να φτάνεις στα όρια για κάποιον που αγαπάς. Εσύ ήρθες αντιμέτωπος με τον πατέρα σου για να με προστατεύσεις. Η Ορόρα θα έκανε να πάντα για 'σένα και για την οικογένεια της. Η Νερίσσα κίνησε γη και ουρανό για να φέρει πίσω τον Νάριαν. Δεν μπορώ να κατηγορήσω τον Κάσσιαν επειδή θέλει να ξαναβρεί την οικογένεια του» Σκέφτηκε για μια στιγμή τα επόμενα λόγια της προτού τα ξεστομίσει. «Θέλω να τον βοηθήσω»

«Είσαι σίγουρη;» την ρώτησε, ψάχνοντας το πρόσωπο της. «Θυμάσαι τι είπε ο Ελεαζάρ;»

Δεν ήταν εύκολο να το ξεχάσει. Της είχε πει πως το μέλλον της ήταν γεμάτο πόνο και φόβο, και πως πλησίαζε γρήγορα, αλλά δεν είχε αναφέρει θάνατο οπότε αυτό ήταν καλό.

Σωστά;

«Θέλω ο γιος μας να μεγαλώσει ξέροντας πως υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άλλους. Πως θα ξανακοιμηθώ ήρεμη τα βράδια αν ξέρω πως θα μπορούσε να έχω βοηθήσει ένα κοριτσάκι και επέλεξα να μην το κάνω;»

Ήξερε τι σήμαινε η προβληματισμένη έκφραση στο πρόσωπο του, ο τρόπος που τα φρύδια του έσμιγαν και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο πρόσωπο της αλλά ταυτόχρονα ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Δεν ενέκρινε αυτό που ήθελε να κάνει αλλά δεν σκόπευε και να την εμποδίσει. Φοβόταν για εκείνη. Και εκείνη φοβόταν, αλλά τώρα που ήταν μαζί του ένιωθε μεγαλύτερη σιγουριά. Του είχε πει πως όταν ήταν μαζί μπορούσαν να ξεπεράσουν τα πάντα και το πίστευε. Όλα θα πήγαιναν καλά.

Έπιασε το χέρι του και γύρισε για να μπορεί να αντικρίσει τον Κάσσιαν. Ο μάγος ήταν απορροφημένος στην προσπάθεια του να συναντήσει το βλέμμα της Νερίσσας, μη τολμώντας να την πλησιάσει. Η ξανθιά Ντρόγκομιρ ήταν αποφασισμένη να η ρίξει ούτε μια ματιά προς το μέρος τυ ενώ η Ορόρα δίπλα της τον αγριοκοίταζε.

«Κάσσιαν» είπε η Κίρα όσο πιο δυνατά μπορούσε -που δεν ήταν πολύ- για να τραβήξει την προσοχή του. Ήταν σίγουρη πως μέχρι το τέλος της μέρας θα είχε χάσει την φωνή της. «Θα σε βοηθήσω»

Η ευγνωμοσύνη και η ευτυχία που είδε να αστράφτουν στα πράσινα μάτια του ήταν λες και μόλις του είχε χαρίσει ολόκληρο τον κόσμο. Η Κίρα ήξερε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Οι Θεοί θύμωναν με όσους χρησιμοποιούσαν απαγορευμένη μαγεία αλλά ήλπιζε πως όταν έβλεπαν ότι το μόνο που ήθελε ήταν να βοηθήσει ένα παιδάκι θα την συγχωρούσαν.

«Αν της συμβεί κάτι θα σε κυνηγήσω μέχρι τα πέρατα του κόσμου» τον απείλησε ο Ντέβαν.

«Δεν είχα σκοπό να το βάλω στα πόδια»

«Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε η Κίρα»

«Ακολούθησε με» της είπε και μαζί πλησίασαν τον βωμό. Η Κίρα προσπάθησε να μη σκέφτεται πολύ τον σκελετό του νεκρού κοριτσιού. Όταν έφτασαν στις πέτρες ο Κάσσιαν στράφηκε προς τον Ντέβαν και είπε: «Εσύ περίμενε εδώ»

Αν η καχυποψία είχε έκφραση, θα ήταν αυτή που είχε το πρόσωπο του Ντέβαν. «Νομίζεις ότι θα σε αφήσω μόνο μαζί της;»

«Το λέω για την δική σου ασφάλεια. Αν πλησιάσεις περισσότερο η μαγική ενέργεια μπορεί να σε βλάψει»

«Είπες πως μπορείς να την ελέγξεις» διαμαρτυρήθηκε η Κίρα.

«Μπορώ, αλλά όσα περισσότερα άτομα εμπλέκονται τόσο πιο δύσκολο γίνεται»

Ο Ντέβαν έσφιξε τα δόντια του τόσο δυνατά που η Κίρα φοβήθηκε ότι θα άκουγε το σαγόνι του να ραγίζει, αλλά υποχώρησε. Και τα πάντα στη στάση του μαρτυρούσε πως το μισούσε.

«Δεν πειράζει» τον διαβεβαίωσε η Κίρα και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Δεν θα είμαστε μακριά. Όλα θα τελειώσουν σύντομα»

Όμως τίποτα δεν θα τελείωνε όσο ο Αίρυς είχε τον θρόνο και τη δύναμη να αποφασίζει για το μέλλον της Ναβίντια. Δεν θα έβρισκαν γαλήνη μέχρι να διώξουν από πάνω τους τα απειλητικά μαύρα σύννεφα του πολέμου και μέχρι οι στρατιώτες να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Η νευρικότητα έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Πήρε τη θέση της δίπλα στον Κάσσιαν, μπροστά στον βωμό. Είχε την απόκοσμη αίσθηση πως τα άδεια μάτια του κρανίου του κοριτσιού ήταν καρφωμένα πάνω της.

«Ορκίσου μου ότι θα πετύχει» είπε στον Κάσσιαν, κρατώντας την φωνή της χαμηλή ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να την ακούσει ο Ντέβαν. «Ορκίσου μου ότι θα ξαναδώ το μωρό μου»

«Το ορκίζομαι»

«Θα βοηθήσω την αδελφή σου αλλά θέλω να κάνεις κι εσύ κάτι για 'μένα»

Έγειρε ελαφρώς προς το μέρος του και του εξήγησε το αίτημα της. Οι άκρες των χειλιών του Κάσσιαν κύρτωσαν σε ένα μικρό χαμόγελο, από εκείνα που προμήνυαν μπελάδες.

«Μπορείς να το κάνεις;» τον ρώτησε.

«Μπορώ»

«Κανείς δεν πρέπει να το μάθει. Ποτέ» τόνισε. «Μόνο εγώ και εσύ θα το ξέρουμε»

«Μην ανησυχείς, αρχόντισσα. Τα χείλη μου είναι σφραγισμένα»

«Ωραία» Προσευχήθηκε σε όλους τους Θεούς και τα Πνεύματα να πετύχαινε το παράτολμο σχέδιο τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι πρέπει να κάνω;»

«Δώσε μου το χέρι σου»

Η Κίρα το έκανε και ο μάγος ακούμπησε το χέρι της πάνω στο κρανίο της αδελφής του. Το οστό ήταν σκληρό και παγωμένο κάτω από την παλάμη της. Ανατριχίλες διέτρεξαν το δέρμα της. Ο Κάσσιαν άφησε τον σάκο του να πέσει στο έδαφος και έσκυψε για να λύσει το σχοινί. Τράβηξε από μέσα έναν απλό ταξιδιωτικό μανδύα και τον χρησιμοποίησε για να καλύψει τον βωμό. Έπιασε το ελεύθερο χέρι της Κίρας.

«Θα έχει τελειώσει πριν το καταλάβεις» αποπειράθηκε να την καθησυχάσει.

Η Κίρα ήθελε να τον ρωτήσει αν θα πονέσει αλλά αποφάσισε πως προτιμούσε να μην ξέρει. Έκλεισε τα μάτια της.

Ο Κάσσιαν έψαλε λέξεις που δεν έμοιαζαν με τίποτα απ' όσα είχε ακούσει η Κίρα στη ζωή της. Ένα μούδιασμα απλώθηκε σε ολόκληρο το κορμί της καθώς η μαγεία πλημμύριζε τις φλέβες της. Το κεφάλι της βάρυνε και η όραση της άρχισε να θολώνει λες και είχε πιει περισσότερο κρασί απ' όσο έπρεπε. Η φωνή του Κάσσιαν δυνάμωσε και το μούδιασμα αντικαταστάθηκε από μια δυσάρεστη αίσθηση αδυναμίας, όπως όταν ήξερες πως σύντομα θα αρρώσταινες. Χοντρές στάλες κρύου ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο και την πλάτη της. Το στομάχι της πονούσαν λες και είχε φάει κάτι χαλασμένο.

Το ξόρκι σταμάτησε και ο Κάσσιαν άφησε το χέρι της.

Η Κίρα διπλώθηκε στα δυο και άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού της δίπλα στον βωμό. Πικρή χολή έκαψε τον λαιμό της. Προσπάθησε να πάρει ανάσα αλλά αυτή η απόπειρα κατέληξε σε μια βίαιη κρίση βήχα. Κάλυψε το στόμα της με το χέρι της και είδε πιτσιλιές από αίμα να βάφουν κόκκινη την παλάμη της. Όλο το στέρνο της πονούσε λες και κάποιος ξερίζωνε τα σωθικά της. Ο Ντέβαν βρέθηκε δίπλα της χωρίς να τον αντιληφθεί, τα χέρια του κρατούσαν την μέση και του ώμους της, τα χείλη του κινούνταν αλλά η Κίρα δεν μπορούσε να ακούσει τις λέξεις. Ήθελε να φωνάξει στον κόσμο να σταματήσει να γυρίζει γύρω της και να μείνει ακίνητος αλλά αντί για φωνή, από το στόμα της βγήκε περισσότερο αίμα που γέμιζε τον λαιμό της και την εμπόδιζε να ανασάνει.

Ο κόσμος μαύρισε και το μωρό της που την περίμενε στο στρατόπεδο ήταν η τελευταία της σκέψη πριν το έδαφος χαθεί κάτω από τα πόδια της. 

Φαίη