O Πιέρ επέστρεψε αργά το απόγευμα στο σπίτι του. Οι τύψεις βασάνιζαν το μυαλό του, καθώς για εκείνον η Ελοντί ήταν και η καλύτερή του φίλη, με την οποία είχαν αποφασίσει να έρθουν στην επαρχία, πράγμα που τον είχε ωφελήσει και τον ίδιο ιδιαίτερα πολύ, μιας που η δουλειά του πήγαινε αδιαμφισβήτητα καλά. Ωστόσο, αυτό το άτιμο συναίσθημα που είχε φωλιάσει στην ψυχή του, εκείνο του πόθου για την νεαρή χήρα, δεν τον άφηνε σε ησυχία. Του κατάτρωγε την ψυχή. Μπαίνοντας, στο σπίτι επικρατούσε μία ανατριχιαστική ησυχία. Για κάποιον παράξενο λόγο, ο Πιέρ βημάτιζε νευρικά, με την Ελοντί να βρίσκεται έξω στην αυλή και για την ακρίβεια στο μποστάνι του πίσω κήπου που πρόσφερε τους τελευταίους καρπούς, λίγο πριν μπει για τα καλά ο Χειμώνας.
Ο Πιέρ έχοντας ανέβει στον πρώτο όροφο και βαδίζοντας με κατεύθυνση τα υπνοδωμάτια, άκουσε παράλληλα βήματα στον διάδρομο δίχως να μπορεί να δει κάποιον. Το ελάχιστο φως του δειλινού που τρύπωνε μέσα από τα παντζούρια, φώτιζε την επιφάνεια της κλειστής πόρτας μπροστά του. Τότε, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, όταν είδε την σκιά μίας θηλιάς να σχηματίζεται μπροστά του, ενώ η δική του σκιά βρισκόταν μέσα της. Ταραγμένος γύρισε απότομα προς τα πίσω μην μπορώντας να διακρίνει τίποτε απολύτως.
«Να ξέρεις, πως αυτή εδώ η θηλιά, ξεκινά να σφίγγει γύρω από τον λαιμό σου. Σταμάτα να με προκαλείς με την συμπεριφορά σου, ή αλλιώς μάζεψέ τα και σήκω φύγε από εδώ μέσα» άκουσε τη στεντόρεια φωνή του Φιλίπ, ωστόσο ο ίδιος αδυνατούσε να εντοπίσει την πηγή της προέλευσής της.
«Δεν σε φοβάμαι..» μούγκρισε και το γέλιο το απόκοσμο του Φιλίπ, σάρωσε τον χώρο ολόγυρά του.
«Τότε, θα έπρεπε να φοβάσαι το ίδιο σου το είδωλο» του είπε και μόλις ο Πιέρ προχώρησε προς το μπάνιο, ο καθρέπτης απέναντί του τον έδειξε παραμορφωμένο. Για λίγο σάστισε και με όλη του τη δύναμη έσπασε τον καθρέπτη με την γροθιά του διαλύοντάς τον και σκίζοντας κυριολεκτικά τα χέρια του, με αποτέλεσμα το πάτωμα να γεμίσει με ματωμένα θρύψαλα. «Ό,τι και να κάνεις, δεν μπορείς να αποφύγεις την στρεβλή σου εικόνα που όμως απεικονίζει την ίδια σου την ψυχή» ακούστηκε ξανά η φωνή του Φιλίπ και ο Πιερ διαπίστωσε πως όποιον καθρέπτη και να κοιτούσε, το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο. Το είδωλό του ήταν παραμορφωμένο, απόκοσμο.
«Είσαι ένας δαίμονας...»σύριξε ο Πιέρ.
«Στην όψη, είμαι κάτι ακόμη χειρότερο και από αυτό. Στην ψυχή όμως, ο δαίμονας είσαι εσύ» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού τον βρει η Ελοντί πληγωμένο και με χέρια σκισμένα, γεμάτα θρύψαλα.
«Για το Θεό, Πιέρ τι έπαθες; Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχη η κοπέλα, βλέποντάς τον να κλαίει.
«Είμαι μία χαρά απλώς γλίστρησα και έπεσα επάνω στον καθρέπτη με αποτέλεσμα να τον σπάσω. Ας το ξεχάσουμε όμως...» της είπε και ευθύς κατέβηκαν στην κουζίνα, προκειμένου να τον βοηθήσει με τα τραύματά του.
Κατόπιν, επέστρεψε για λίγο στην κρεβατοκάμαρά της, όταν είδε ένα μακάβριο σκίτσο, αφημένο επάνω στο κρεβάτι της. Απεικόνιζε μία όμορφη κοπέλα, με τα δικά της χαρακτηριστικά, η οποία κρατούσε από το χέρι έναν άνδρα με μία τερατόμορφη μάσκα. Στη θέα της συγκεκριμένης ζωγραφιάς, η Ελοντί σάστισε. Αδυνατούσε να καταλάβει την σημασία της και ο Φιλίπ ήταν αρκετά οργισμένος για να δώσει εξηγήσεις. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα, θα επισκεπτόταν την Ατζέλικα.
Η νεαρή χήρα είχε μόλις βάλει για ύπνο την μικρή Απολλίν και έχοντας ανάψει ένα τσιγάρο, διάβαζε ένα βιβλίο όταν άκουσε ένα τρίξιμο που προερχόταν από την αυλή του σπιτιού της. Έχοντας αφήσει το παράθυρο ανοιχτό, έριξε μία ματιά στον σκοτεινό κήπο, ο οποίος φωτιζόταν μονάχα από τις λάμπες του δρόμου. Τότε, είδε την αυλόπορτά της ανοιχτή και το καλάθι με το φαγητό που άφηναν όλοι για το φάντασμα ανέγγιχτο. ΄΄Τι στο καλό;΄΄ διερωτήθηκε για λίγο όταν οι θόρυβοι επέστρεψαν με μεγαλύτερη ισχύ, αυτή τη φορά εντός του σπιτιού.
«Απολλίν;» φώναξε θεωρώντας πως τα βήματα προέρχονταν από την κόρη της και ξεκίνησε να ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια, για να έρθει τελικά αντιμέτωπη με ένα χέρι που την άρπαξε από τον λαιμό.
«Καλή μου Ατζέλικα, επιτέλους συναντιόμαστε» ήχησε μία μελωδική, ειρωνική, βελούδινη ανδρική φωνή.
Η γυναίκα ένιωσε τα πόδια της να σηκώνονται σχεδόν από το πάτωμα και μπροστά της φάνηκε μία μαυροφορεμένη φιγούρα με δύο κυανά μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι.
«Εσύ...Πώς μπήκες;» τον ρώτησε τρέμοντας και εκείνος κάγχασε.
«Ω, έλα τώρα καλή μου. Όλοι μας κρύβουμε τις μικρές ρωγμές μας, από όπου μπορεί κάποιος να εισβάλει απρόσκλητος όπως για παράδειγμα εσύ στην σχέση της Ελοντί και του Πιέρ. Ο μόνος λόγος που δεν σε κρεμάω ανάποδα, είναι γιατί είσαι μητέρα ενός εξαιρετικού παιδιού, το οποίο ευτυχώς δεν σου μοιάζει καθόλου. Ωστόσο, καλά θα κάνεις να φυλάγεσαι, γιατί δεν ξέρω μέχρι πού είμαι ικανός να φτάσω. Σε αυτό εδώ το χωριό, τον οίκο της σαπίλας, είμαι εγώ ο αφέντης και δικαστής. Να ξέρεις πως γνωρίζω τα πάντα, όλα τα απόκρυφα μυστικά σας, κάθε διεφθαρμένη σας σκέψη. Δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να βρεθώ στον χώρο σας, εξάλλου όπου βασιλεύουν οι σκιές, υπάρχει και ένας θρόνος. Ο δικός μου. Μην με προκαλέσεις άλλο» ήταν η τελευταία του κουβέντα.
Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, απελευθέρωσε τον λαιμό της δίνοντάς της την δυνατότητα να ανασάνει. Αμέσως μετά εκείνος εξαφανίστηκε και η κοπέλα, βρήκε τον κήπο βανδαλισμένο και το φαγητό πεταμένο σε μία γωνιά. Απελπισμένη, γονάτισε στο πάτωμα, κλαίγοντας και κουλουριάζοντας το σώμα της σαν φοβισμένο παιδί. Δεν γινόταν να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Σύντομα, θα συγκαλούσαν μία συνέλευση, προκειμένου να δουν με ποιόν τρόπο, θα σταματούσαν την δικτατορική συμπεριφορά αυτού του ειδεχθούς πλάσματος.
Την επομένη, η Ελοντί παρατήρησε πως ο Πιέρ ήταν ιδιαιτέρως αμήχανος και η συμπεριφορά του μαζεμένη. Λίγο αργότερα, άκουσαν το κουδούνι της εξώπορτας και στο κατώφλι φάνηκε η Ατζέλικα, με την ίδια ακριβώς διάθεση να καθρεπτίζεται στο κορμί και στις εκφράσεις του προσώπου της.
«Καλημέρα!» την χαιρέτησε η Ελοντί πρόσχαρα. «Όλα καλά;» την ρώτησε και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας.
«Αχ, καλή μου φίλη. Χθες μου συνέβη κάτι πολύ τραγικό. Φοβάμαι, φοβάμαι για την ζωή του παιδιού μου» ξεκίνησε να κλαίει η γυναίκα, φτάνοντας σχεδόν στο σημείο να καταρρεύσει.
Η Ελοντί βλέποντάς την σε αυτήν την κατάσταση, τη βοήθησε να καθίσει σε μία πολυθρόνα κοντά στο τζάκι τους, με τον Πιέρ να πλησιάζει ανήσυχα.
«Τι σου συνέβη; Μήπως σε βρήκε αυτός ο άνθρωπος που κυκλοφορεί εκεί έξω;» την ρώτησε η Ελοντί και η Ατζέλικα, έχοντας τοποθετήσει το χέρι της στο μέτωπο, σκουπίζοντας μερικές στάλες ιδρώτα, την κοίταξε μέσα στα μάτια και της είπε :
«Το τέρας καλή μου, βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Ζούμε κάτω από τον φόβο τον δικό του. Δεν τολμάμε να κουνηθούμε. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. Χθες, πήγε να με πνίξει. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Ορίστε, έχω και τα σημάδια στον λαιμό μου» πρόφερε ξέπνοα, δείχνοντας τον ερεθισμό στο δέρμα της γύρω από τον λαιμό της, κάνοντας την Ελοντί να παγώσει.
Τότε, ο Πιέρ πλησίασε περισσότερο και κάθισε δίπλα της πιάνοντας το χέρι της.
«Αγάπη μου, δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, αλλά χθες το βράδυ απείλησε και εμένα με τον ίδιο τρόπο. Μου εμφάνισε μία θηλιά και κατόπιν, με τρόπο μαγικό παραμόρφωσε το είδωλό μου σε όλους τους καθρέπτες. Με τρέλανε και έφτασα σε σημείο να τον σπάσω. Είναι επικίνδυνος, δεν το βλέπεις; Πρέπει να μαζευτεί όλο το χωριό στην κεντρική πλατεία και σύντομα, καθώς θα πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρές αποφάσεις» της είπε ο Πιέρ.
«Σύντομα, πλησιάζει και η τοπική γιορτή της κολοκύθας. Είναι ένα έθιμο που κρατά χρόνια και ο καθένας δίνει σχήματα σε μία κολοκύθα με νικητή τον καλύτερο. Υπάρχει πιθανότητα όμως, να θελήσει να μας κάνει κακό...» ψέλλισε η κοπέλα και η Ελοντί πάλεψε να την καθησυχάσει.
Μέσα της, είχε ξεκινήσει ένας παράξενος πόλεμος. Ποιος ήταν τελικά ο Φιλίπ; Ένας αδικημένος άνθρωπος του περιθωρίου, που η ζωή του είχε δείξει το σκληρό της πρόσωπο από νωρίς; Ή μήπως ένας επικίνδυνος, ψυχασθενής, όμοιος με εκείνον που κυκλοφορούσε εκεί έξω; Έπρεπε να αναζητήσει την αλήθεια. Πάντοτε αυτό έκανε στην ζωή της. Γιατί την ενδιέφερε ωστόσο, τόσο πολύ;
Ιφιγένεια Μπακογιάννη