Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 19)

Ήταν η χειρότερη απόφαση που είχε πάρει ποτέ στη ζωή της.

Η χειρότερη απόφαση που είχε παρθεί ποτέ στην ιστορία των αποφάσεων.

Τι σκεφτόταν όταν το είχε σκάσει από το σπίτι της και είχε αρχίσει να περιπλανιέται ολομόναχη στο δάσος;

Σταμάτησε να περπατάει και σκούπισε τον ιδρώτα που είχε μαζευτεί στο μέτωπο της. Η ζέστη ήταν αποπνικτική και η άπνοια που επικρατούσε επιδείνωνε την κατάσταση. Η Αριάνα ένιωθε το φόρεμα της να κολλάει ασφυκτικά πάνω στο δέρμα της. Η αίσθηση των μαλλιών της πάνω στον λαιμό της ήταν αφόρητη αλλά δεν είχε τίποτα για να τα δέσει. Προσευχήθηκε στα Πνεύματα να της στείλουν ένα αεράκι, κάτι. Ορισμένες ισχυρές μάγισσες μπορούσαν να ελέγξουν τον άνεμο και τα στοιχεία της Φύσης, αλλά εκείνη δεν ήταν μια από αυτές τις μάγισσες οπότε οι προσευχές ήταν το μόνο που είχε.

Είχε περάσει τις πρώτες δυο μέρες περιπλανώμενη στο δάσος δίχως να γνωρίζει προς τα που πήγαινε. Ήξερε μονάχα πως έπρεπε να κατευθυνθεί προς τον βορά, βαθιά μέσα στο δάσος και προς τις περιοχές των εξόριστων, εκεί όπου πήγαιναν η Σελίν και ο Έρικ για να βρουν πληροφορίες για την μυστηριώδη Μπαστιάνα. Το πρόβλημα ήταν πως το δάσος ήταν ένα πολύ μεγάλο μέρος και δεν ιδέα πώς να εντοπίσει δυο άτομα σε αυτόν τον επικίνδυνο τόπο.

Την τρίτη μέρα θυμήθηκε το ξόρκι που είχε κάνει στον νεαρό Κυνηγό την μέρα που εμφανίστηκε στο σπίτι της Αλθίας. Ένιωσε ανόητη που δεν το σκέφτηκε νωρίτερα αν και, για να είμαστε δίκαιοι, εκείνη τη μέρα είχε προσπαθήσει απλά να τον τρομάξει. Δεν περίμενε πως όντως θα κατάφερνε να κάνει σωστά ένα ξόρκι δεσίματος προχωρημένου επιπέδου που δεν είχε πετύχει ποτέ ξανά στη ζωή της και με όλα όσα ακολούθησαν είχε γλιστρήσει εύκολα από το μυαλό της.

Τώρα όμως χρησιμοποιούσε αυτή την σύνδεση ανάμεσα σε εκείνη και τον Έρικ για να τον βρει, και κατά συνέπεια την Σελίν. Τις τελευταίες μέρες την οδηγούσε βορειοανατολικά, αν διάβαζε σωστά τα άστρα κάθε φορά που ξεπρόβαλλαν στον νυχτερινό ουρανό.

Ευχήθηκε να είχε αφήσει ένα σημείωμα στον πατέρα της. Θα τρελάθηκε από την ανησυχία του όταν θα επέστρεψε στο σπίτι τους και ανακάλυψε ότι η μοναχοκόρη του είχε εξαφανιστεί. Οι ενοχές δεν την άφηναν να βρει ηρεμία. Ο πατέρας της την είχε μεγαλώσει μόνος του όταν η μητέρα της πέθανε, τότε που η Αριάνα ήταν πολύ μικρή για να έχει μνήμες από εκείνη. Είχε αφήσει το προηγούμενο σπίτι του για να έρθει στην Σύναξη ώστε να μεγαλώσει την κόρη του σε ένα καλύτερο περιβάλλον, και εκείνη δεν είχε σκεφτεί να του αφήσει ένα γράμμα για να τον ενημερώσει τουλάχιστον πως ήταν καλά.

Ήταν απαίσια, απαίσια κόρη.

Αλλά όταν συνέβη το... περιστατικό με το φασκόμηλο πανικοβλήθηκε. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η επιμονή του Άιζακ να κρατήσει τις δυνάμεις της Σελίν κρυφές από την Σύναξη. Το μυαλό της έψαχνε να βρει ποιοι ήταν οι λόγοι πίσω από τις πράξεις του. Η φαντασία της έφτιαχνε σενάρια και κανένα από αυτά δεν ήταν καλό.

Η Σελίν ήταν καλή, δεν είχε αμφιβολία για αυτό. Αλλά αν υπήρχε κάτι μέσα της που ακόμα κι εκείνη δεν γνώριζε; Κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει; Κάτι κακό που ο Άιζακ είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι του για να καταπνίξει; Ο Άιζακ μπορεί να ήταν αυστηρός, ακόμα και ακραίος, αλλά δεν ήταν τρελός, και αν είχε προσπαθήσει τόσο σκληρά να κρατήσει τις δυνάμεις της Σελίν κρυφές τότε θα πρέπει να είχε κάποιο λόγο.

Σωστά;

Το σφίξιμο που κινδύνευε να γίνει μόνιμη αίσθηση στο στομάχι της δυνάμωνε κάθε φορά που τα αναλογιζόταν όλα αυτά, λες και το σώμα της προσπαθούσε να της πει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της. Έπρεπε να βρει την Σελίν. Εκείνη θα ήξερε πως να την βοηθήσει αφού βίωνε κάτι παρόμοιο σε όλη της τη ζωή. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε να εξαφανίσει αυτό το αλλόκοτο «χάρισμα» ίσως θα μπορούσε να την μάθει να το ελέγχει. Τις τελευταίες δυο μέρες περπατούσε και τα φυτά στο διάβα της είτε φούντωναν και μπλεκόντουσαν στα πόδια της είτε μαραίνονταν. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να το σταματήσει αυτό αλλιώς δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Σύναξη. Όλοι θα καταλάβαιναν τι συνέβαινε.

Μια μάγισσα που μπορούσε να ελέγξει την ζωτική ενέργεια των πλασμάτων γύρω της. Νεκρομαντεία, θα έλεγαν κάποιοι. Θα την εξόριζαν και δεν θα ξανάβλεπε το σπίτι της.

Παρά την ζέστη, ο ιδρώτας που κυλούσε στην πλάτη της ήταν κρύος. Έπρεπε να βρει την Σελίν, επανέλαβε στον εαυτό της. Η Αριάνα την εμπιστευόταν πως θα φυλούσε το μυστικό της.

Ένα μυστικό που πλέον βάραινε και τις δυο τους.

Όλα θα πήγαιναν καλά. Το ότι κατευθυνόταν προς το μέρος που ο πατέρας της την είχε μάθει να τρέμει από μικρή και την είχε προειδοποιήσει να μην πλησιάσει ποτέ, ένα μέρος γεμάτο νεκρομάντεις, φαντάσματα και κακόβουλα πνεύματα δεν σήμαινε απαραίτητα ότι θα συναντούσε όλα αυτά τα απαίσια πλάσματα.

Μη κάνεις σαν μωρό, μάλωσε τον εαυτό της και άρχισε να περπατά με πιο αποφασιστικό βήμα. Είσαι μάγισσα, όχι κανένα ανυπεράσπιστο ανθρώπινο κοριτσάκι. Σου έχουν μάθει πως να αμύνεσαι αν παραστεί ανάγκη.

Ένιωσε ένα τράβηγμα στη φούστα του φορέματος της και κοίταξε προς τα κάτω. Ο ποδόγυρος είχε πιαστεί στα αγκάθια μιας άγριας βατομουριάς.

«Άφησε το» πρόσταξε.

Τα λεπτά κλίματα σύρθηκαν αργά προς τα πίσω απελευθερώνοντας το ύφασμα. Τράβηξε απότομα τη φούστα της και επιτάχυνε το βήμα της. Δεν ανησυχούσε μήπως σκοντάψει και πέσει. Οι ρίζες των δέντρων έφευγαν μόνες τους από τον δρόμο της. Ήταν λες και το δάσος την ήθελε εκεί, λες και φρόντιζε να συνεχίσει το ταξίδι της δίχως καθυστερήσεις.

Τα δέντρα ήταν περίεργα σε αυτή τη περιοχή, γερμένα στο πλάι λες και οι θηριώδης άνεμοι κάποιας καταιγίδας τα είχαν αφήσει στραβά και παραμορφωμένα. Κόκκινος κισσός τυλιγόταν γύρω από τους κορμούς και κρεμόταν από τα ξερά κλαδιά σαν κουρτίνα δίνοντας την εντύπωση πως τα τσακισμένα δέντρα αιμορραγούσαν.

Ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη και έκανε τις τριχούλες στα χέρια της να σηκωθούν. Είναι απλά φυτά, είπε στον εαυτό της. Της φάνηκε πως διέκρινε χρυσές λάμψεις από τις άκρες των αγκαθιών των Κόκκινων Δακρύων αλλά ακόμα και τα μαγικά, δηλητηριώδη φυτά ήταν ακίνδυνα για τις μάγισσες. Απλά φυτά. Αλλά τα μάτια έβλεπαν αυτό που ήθελε να δει το μυαλό και αυτό που έβλεπε η Αριάνα ήταν αίμα.

Προχώρησε κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο στο έδαφος.

Παρά τα ανατριχιαστικά τοπία και το γεγονός ότι δεν είχε φέρει προμήθειες μαζί της (επειδή προφανώς η λογική σκέψη την εγκατέλειπε μπροστά στον πανικό) έπρεπε να ομολογήσει πως το ταξίδι της ήταν εύκολο.

Υπερβολικά εύκολο.

Ήξερε που να ψάξει για τροφή ή για νερό. Μια διαίσθηση βαθιά μέσα στο στήθος της της έδειχνε τον δρόμο. Η ίδια διαίσθηση που την προειδοποιούσε αν υπήρχε κίνδυνος κοντά της, φίδια ή άγρια ζώα, και της έλεγε πότε να προχωρήσει. Που της έδειχνε πιο μέρος ήταν ασφαλές για να περάσει την νύχτα. Μπορούσε να νιώσει την ενέργεια του δάσους να πάλλετε στον αέρα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να συγκεντρωθεί και να την καλέσει, να την διαμορφώσει όπως ήθελε και να την κάνει να εκτελέσει το θέλημα της.

Όλα ήταν υπερβολικά εύκολα και αυτό την ανησυχούσε, την ανησυχούσε πολύ.

«Κάνουμε κύκλους!»

Η φωνή την έκανε να παγώσει.

«Πως το ξέρεις, αφού όλα τα δέντρα είναι ίδια;» απάντησε μια δεύτερη φωνή.

«Γι' αυτό κάνουμε κύκλους!»

Σταμάτησε να αναπνέει από φόβο πως ακόμα και αυτό ο μικρός ήχος θα πρόδιδε τη θέση της στους δυο αγνώστους. Τα δέντρα και ο κισσός τους έκρυβαν από τα μάτια της, όπως -ευτυχώς- έκρυβαν κι εκείνη από τα δικά τους. Τι είδους πλάσματα ζούσαν σε αυτή τη περιοχή; Ξωτικά, νάνοι, εξόριστοι μάγοι; Δεν σκόπευε να μείνει για να το ανακαλύψει.

«Λες αυτός ο κισσός να είναι δηλητηριώδης;» ρώτησε η πρώτη φωνή. Ήταν ψιλή, αλλά σίγουρα ανήκε σε αγόρι. Και από την ένταση της ακουγόταν κοντά.

«Δεν ξέρω» αποκρίθηκε η δεύτερη, πιο μπάσα φωνή. «Αλλά είδα και αγκάθια ανάμεσα στα φύλλα. Είναι το ίδιο χρώμα και δεν φαίνονται καλά. Μην αγγίξετε κανένα φυτό που δεν αναγνωρίζετε»

Άρχισε να οπισθοχωρεί με αργά, προσεχτικά βήματα, ζαρώνοντας κάθε φορά που κάποιο ξερό φύλλο τσακιζόταν κάτω από τις μπότες της.

«Έχουν περάσει μέρες, Τόμ! Παραδέξου, προχωράμε στα τυφλά. Δεν έχεις ιδέα που είμαστε, έτσι δεν είναι; Αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα τον βρούμε ποτέ»

«Προσπαθώ!»

«Προσπάθησε περισσότερο!»

Ένα χέρι άγγιξε το μπράτσο της και η νεαρή μάγισσα τσίριξε τόσο δυνατά που σίγουρα την άκουσε κάθε ζωντανό πλάσμα μέσα στο δάσος.

Μπράβο, Αριάνα

«Ανάθεμα» μουρμούρισε το μελαχρινό αγόρι που στεκόταν πίσω της. «Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω» Σήκωσε τα χέρια του για να δείξει ότι ήταν ακίνδυνος, σκορπώντας τα κόκκινα μήλα που κρατούσε. «Ανάθεμα!»

Η Αριάνα κοίταξε σαστισμένη το αγόρι, παγωμένη στη θέση της και με μάτια διάπλατα ανοιχτά. Αν και είχε το ύψος της (που δεν έλεγε και πολλά αφού και η ίδια ήταν μικροκαμωμένη) θα πρέπει να ήταν μερικά χρόνια μικρότερος της αφού το πρόσωπο του διατηρούσε ακόμα μια παιδική στρογγυλότητα. Καθαρά γαλάζια μάτια της ανταπέδιδαν αμήχανα το βλέμμα.

Η έκπληξη μετατράπηκε σε φόβο και σε ελαφρύ πανικό τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι την κοίταζε ένα ανθρώπινο αγόρι.

«Γουίλ!»

Οι δυο άντρες που μιλούσαν ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δέντρα. Ή μάλλον ένας άντρας και ένα αγόρι ολόιδιο με αυτό που την είχε τρομάξει. Και οι δυο μοιραζόντουσαν τα ίδια κορακίσια μαλλιά, ατίθασα και μπερδεμένα λες και είχαν συρθεί μέσα από θάμνους, τα ίδια μεγάλα γαλάζια μάτια που την παρατηρούσαν με περιέργεια, την ίδια αθώα και άκακη αύρα γύρω τους.

Σε αντίθεση με τον τρίτο άντρα που κρατούσε ένα σπαθί στο χέρι του και δεν είχε τίποτα άκακο και αθώο πάνω του. «Μείνε μακριά του!» της φώναξε.

Λες και είχε κάνει κάποια απειλητική κίνηση εναντίον του.

«Είστε άνθρωποι» ψέλλισε, νιώθοντας μια ανεξήγητη ανάγκη να επισημάνει το προφανές.

Και όχι απλώς άνθρωποι. Κυνηγός, φώναζαν τα πάντα στη στάση και στην απέχθεια με την οποία την κοίταζε ο μεγαλύτερος.

«Και εσύ είσαι μάγισσα» παρατήρησε ο δίδυμος που στεκόταν δίπλα στον Κυνηγό Ένα συνοφρύωμα είχε σχηματιστεί στο μέτωπο του καθώς την κοιτούσε. «Δεν είσαι;»

«Γουίλ, φύγε από κοντά της!» γάβγισε ξανά ο Κυνηγός. «Είναι επικίνδυνη»

«Είναι κορίτσι» είπε ο δεύτερος δίδυμος, λες και ήταν δυνατόν ο Κυνηγός να μην είχε προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια.

«Δεν μοιάζει επικίνδυνη» είπε ο Γουίλ, χωρίς να κάνει κάποια κίνηση να απομακρυνθεί, κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω.

Υπήρχε κάτι οικείο στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η αναγνώριση γαργαλούσε τις άκρες του μυαλού της, αλλά δεν μπορούσε να βρει τι ακριβώς.

«Είναι όμορφη» είπε στον δίδυμο του.» Σαν την άλλη»

Την άλλη;

«Τομ, για όνομα του Θεού, κατέβασε το σπαθί» είπε ο δίδυμος που η Αριάνα δεν ήξερε το όνομα του. «Την τρομάζεις»

Τα οργισμένα μαύρα μάτια του δεν έφυγαν στιγμή από πάνω της, λες και κοίταζε ένα δηλητηριώδες φίδι που περίμενε να επιτεθεί από στιγμή σε στιγμή.

«Μην την αφήνεις να σε ξεγελάει. Δεν ξέρεις για τι είναι ικανά αυτά τα πλάσματα»

Ένα από τα κόκκινα κλίματα του κισσού τινάχτηκε σαν μαστίγιο και κοίταξε το δεξί χέρι του Κυνηγού. Το σπαθί έπεσε στο έδαφος και ο νεαρός άντρας έπιασε τον καρπό του βλαστημώντας.

«Είδατε;» είπε μέσα από τα δόντια του Παρά την καρδιά της που βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της και την λογική της που της φώναζε να το βάλει στα πόδια, κράτησε τη θέση της και είπε. «Εσύ είσαι αυτός που σήκωσε σπαθί εναντίον μου» Κι όμως την κατηγορούσε πως εκείνη ήταν η επικίνδυνη; Θυμός άρχισε να κοχλάζει μέσα της. Τι θράσος!

Είσαι μάγισσα και εκείνοι είναι άνθρωποι, ψιθύρισε μια φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού της. Δεν έχουν δύναμη εδώ. Τα όπλα τους είναι άχρηστα. Το δάσος είναι γεμάτο μαγεία. Θα σε προστατεύσει. Εσύ έχεις την δύναμη.

«Τομ, σταμάτα. Ίσως να μπορεί να μας βοηθήσει»

«Ο Τζέιμς έχει δίκιο» συμφώνησε το δεύτερο αγόρι και έσκυψε για να μαζέψει τα μήλα που του είχαν πέσει.

«Έχετε τρελαθεί και οι δύο; Οι μάγισσες δεν βοηθάνε. Είδατε τι έκανε προηγουμένως με το κλαδί. Τι τις εμποδίζει να έρθουν και να μας πνίξουν όλους στον ύπνο μας;»

«Πως τολμάς;!» φώναξε η Αριάνα, με την οργή να ξεχειλίζει από κάθε πόρο του κορμιού της. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο έντονη την επιθυμία να χτυπήσει κάποιον. Τα κλίματα του κισσού ταλαντεύτηκαν και σηκώθηκαν σαν κόκκινα αγριεμένα φίδια, λες και συμμεριζόντουσαν τον θυμό της. «Δεν με έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου, δεν ξέρεις καν το όνομα μου, κι όμως ήσουν έτοιμος να με κόψεις στα δυο, όχι επειδή σας έκανα κάτι, αλλά επειδή είμαι διαφορετική από εσάς. Επειδή φοβάσαι τι θα μπορούσα να κάνω. Παλιά φοβόμουν τους ανθρώπους αλλά τώρα σας λυπάμαι. Είστε δειλά, θλιβερά πλάσματα που αφήνεται τον φόβο σας να σας κατευθύνει, και οι Κυνηγοί είναι οι χειρότεροι από όλους επειδή καταφέρατε να είστε ταυτόχρονα τιποτένιοι και τέρατα!»

Το σαγόνι του Κυνηγού σφίχτηκε τόσο που η Αριάνα σχεδόν περίμενε να ακούσει δόντια να ραγίζουν. Ολόκληρο το σώμα του είχε σφιχτεί, οι ώμοι του ήταν τόσο άκαμπτοι που θα πρέπει να πονούσαν και τα δάχτυλα του τινάζονταν νευρικά λες και ήθελαν αρπάξουν το πεσμένο ξίφος του και να την κάνουν κομμάτια. Όμως με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε τα κλίματα που σάλευαν σαν πλοκάμια έτοιμα να τον αρπάξουν. Το σημάδι στον καρπό του είχε πάρει ένα φλογερό κόκκινο χρώμα. Φαινόταν πως δεν ήταν μαθημένος να του μιλάνε έτσι και το να δέχεται την περιφρόνηση μιας μάγισσας, ενός πλάσματος που θεωρούσε κατώτερο του, ενώ δεν μπορούσε να αντιδράσει πρέπει να ήταν ένα βαθύ πλήγμα για την περηφάνια του.

«Περίμενε!» την παρακάλεσε ο Γουίλ. «Κάνεις λάθος. Δεν είμαστε όλοι έτσι. Και οι Κυνηγοί δεν είναι όλοι κακοί. Ο άλλος μας αδελφός βοήθησε μια μάγισσα να δραπετεύσει από την φυλακή. Της έσωσε τη ζωή»

Ο κισσός έπεσε ξανά άψυχος καθώς η Αριάνα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του «Τι;»

«Είναι αλήθεια» είπε ο Τζέιμς, προχωρώντας μπροστά για να σταθεί δίπλα στον αδελφό του. «Το έσκασαν μέσα στο δάσος. Γι' αυτό βρισκόμαστε εδώ. Δεν προσπαθούμε να ξεκινήσουμε πόλεμο. Ψάχνουμε τον αδελφό μας»

Ξαφνικά όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους. «Είστε τα αδέρφια του Έρικ» Γι' αυτό τα πρόσωπα τους της φαινόντουσαν γνώριμα.

Έκπληξη ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους.

«Τον ξέρεις;» ρώτησαν ταυτόχρονα τα δίδυμα, με τα γαλάζια μάτια τους να την κοιτάζουν γεμάτα ελπίδα. Μπορούσε να δει τις ερωτήσεις που περνούσαν σαν αστραπή από μέσα τους.

Πως ήξερε τον αδελφό τους;

Που είναι τώρα;

Είναι καλά;

«Ναι. Ο Έρικ Στόρμπορν» απάντησε, νιώθοντας και η ίδια κάπως χαμένη. Πόσες ήταν οι πιθανότητες να συναντήσει ανθρώπους σε αυτό το κομμάτι του δάσους, και μάλιστα συγγενείς του Κυνηγού που είχε φέρει η φίλη της πριν από βδομάδες στην Σύναξη; «Έφερε την Σελίν πίσω στη Σύναξη. Όντως της έσωσε τη ζωή»

«Είναι ζωντανός;» ρώτησε πιο συγκρατημένα ο Τομ.

Η Αριάνα ένευσε καταφατικά. «Ζωντανός και καλά στην υγεία του. Δηλαδή ήταν την τελευταία φορά που τον είδα» Ο λεπτός δεσμός ανάμεσα τους δεν της είχε δώσει κάποια αντίθετη ένδειξη, αλλά πάλι, δεν ήξερε αν υποτίθεται ότι μπορούσε να της παρέχει τέτοιες πληροφορίες.

Ο Τομ έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε. Η ανακούφιση που τον πλημμύρισε στο άκουσμα πως ο αδερφός του ήταν έκανε τις σκληρές, σφιγμένες γραμμές του προσώπου του να χαλαρώσουν.

Οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι τελείως κακοί, σκέφτηκε η Αριάνα, αν μπορούσαν να νιώσουν τέτοια αγάπη ο ένας για τον άλλο. Ή για μια μάγισσα. Είχε δει τον τρόπο με τον οποίο ο Έρικ κοιτούσε την Σελίν, πως δεν είχε φύγει από δίπλα της ούτε στιγμή όταν ο Άιζακ προσπάθησε να την δηλητηριάσει.

Θα πρέπει να υπήρχε και καλό μέσα στους ανθρώπους.

«Ο Έρικ είναι με τις μάγισσες;» ρώτησε ο Τζέιμς που κρατούσε σφιχτά το χέρι του Γουίλ, λες και ήθελαν να πάρουν δύναμη ο ένας στον άλλο.

«Ναι- Όχι... Θέλω να πω, όχι πια. Έφυγε πριν από μερικές εβδομάδες μαζί με την Σελίν. Τους ψάχνω»

«Γιατί ο Έρικ να φύγει με μια μάγισσα;» είπε συνοφρυωμένος ο Τομ και η Αριάνα διέκρινε ξανά τον Κυνηγό στον τόνο της φωνής του και στον σκληρό τρόπο που τα κατάμαυρα μάτια του εστίαζαν πάνω της, σαν να την περνούσε από ανάκριση.

Δεν υπήρχε περίπτωση να του μιλήσει για τις υποθέσεις του Ρόραν και της Σύναξης.

«Ο Έρικ την ακολούθησε πρόθυμα» ήταν η μόνη απάντηση που του έδωσε.

«Αν τους ψάχνεις κι εσύ τότε μπορείς να μας βοηθήσεις» είπε ο Τζέιμς.

«Να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο» συμπλήρωσε ο Γουίλ. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, παρατηρώντας την απουσία σακιδίου. «Έχουμε φαγητό, νερό, και κουβέρτες. Εσύ δεν έχεις προμήθειες μαζί σου. Ο Τομ ξέρει πως να κυνηγάει και πως να μας κρατήσει ασφαλείς. Εσύ ξέρεις το δάσος και μπορείς να μας δείξεις τον δρόμο. Αν συνεργαστούμε το ταξίδι θα είναι πιο εύκολο...»

«...και πιο γρήγορο...»

«Για όλους»

Τα επιχειρήματα τους ήταν σωστά, και τα δίδυμα φαινόντουσαν συμπαθητικά (για άνθρωποι). Όμως δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για τον μεγαλύτερο αδελφό.

Σήκωσε το χέρι της και έδειξε με το δάχτυλο της προς το μέρος που στεκόταν ο Κυνηγός. «Λέτε ότι μπορεί να με προστατεύσει από τους κινδύνους του δάσους αλλά ποιος θα με προστατεύσει από εκείνον;»

«Θα σου δώσει τον λόγο του πως θα σε προστατεύσει με την ζωή του» είπε εύθυμα ο Τζέιμς, λες και η λύση ήταν τόσο απλή.

Ο Γουίλ κούνησε το κεφάλι του συγκατανεύοντας. «Και όπως όλοι γνωρίζουν ο όρκος είναι ιερός»

Ήταν τρελοί αν περίμεναν να πιστέψει πως ένας Κυνηγός θα έκανε οτιδήποτε για μια μάγισσα πέρα από το να καρφώσει το σπαθί του στην καρδιά της.

Αλλά κι εκείνος δεν έδειχνε καθόλου ενθουσιασμένος στην ιδέα να προσθέσουν μια μάγισσα στη συντροφιά τους. Και δεν έκανε καμία απόπειρα να το κρύψει.

«Τομ» είπε αυστηρά ο Γουίλ, λες και εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός. «Ορκίστηκες στον πατέρα μας πως θα κάνεις τα πάντα για να βρούμε τον Έρικ» του υπενθύμισε.

Ο Κυνηγός έβγαλε έναν ήχο σαν μουγκρητό μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, που η Αριάνα ήταν βέβαιη πως ήταν κάποιου είδους βρισιά, και είπε: «Πολύ καλά. Αφού φτάσαμε σε αυτό το σημείο...»

Σήκωσε το πεσμένο ξίφος του από το έδαφος και προχώρησε προς το μέρος της. Η κοπέλα ετοιμάστηκε να κάνει μεταβολή και να αρχίσει να τρέχει αλλά ο Τομ έπεσε στο ένα γόνατο μπροστά της, Τον κοίταξε σοκαρισμένη.

Αυτή κι αν ήταν μια εικόνα που δεν περίμενε να δει ποτέ στη ζωή της.

«Ορκίζομαι στην τιμή μου πως θα σε προστατεύω όπως θα προστάτευα τα αδέλφια μου από όποιο κίνδυνο εμφανιστεί στον δρόμο μας, για όσο διαρκέσει το ταξίδι μας»

Και όταν βρούμε την Σελίν και τον Έρικ και το ταξίδι μας τελειώσει; ήθελε να ρωτήσει αλλά δεν το έκανε. Μπορεί να είχε την δύναμη να τρομάξει τρεις ανθρώπους αλλά αμφέβαλλε ότι θα είχε την ίδια επιτυχία αν συναντούσε εξόριστους ή έναν δράκο. Τους χρειαζόταν. Τα υπόλοιπα θα τα σκεφτόταν αργότερα. Προς το παρών θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεχτική και να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή. Πιθανότατα δεν θα έκλεινε μάτι τη νύχτα, από φόβο ότι θα αποφάσιζε να την σφάξει στον ύπνο της.

Δεν τους εμπιστευόταν αλλά θα έπρεπε να συνεργαστεί μαζί τους.

Ο Τομ ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

«Και να μου δείχνεις σεβασμό» πρόσθεσε.

«Ορίστε;»

«Αν θέλετε την βοήθεια μου τότε δεν μπορείς να προσβάλεις το είδος μου. Ή να με αγριοκοιτάζεις όπως κάνεις τώρα»

Δεν ήξερε από πού προερχόταν αυτή η τόλμη. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήταν κουρασμένη, και πεινούσε, και ανησυχούσε για τον πατέρα της, και την Σελίν, και τις νέες δυνάμεις της που την φόβιζαν και που δεν μπορούσε να κατανοήσει, και δεν θα ανεχόταν αυτός ο άνθρωπος να την αντιμετωπίζει λες και ήταν κάτι κατώτερο. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της, να αγκαλιάσει τον πατέρα της και να τον διαβεβαιώσει πως δεν θα ξανάκανε ποτέ κάτι τόσο ανόητο, να φάει ζεστό φαγητό και να κοιμηθεί στο κρεβάτι της. Είχε φτάσει στα όρια της και αν δεν μπορούσε να έχει όλα τα υπόλοιπα που ήθελε τότε θα απαιτούσε να λάβει τουλάχιστον τον σεβασμό που της άξιζε.

Ο Τομ σηκώθηκε και θηκάρωσε το σπαθί του μουρμουρίζοντας, και αυτή τη φορά η Αριάνα άκουσε ξεκάθαρα τις κατάρες του. Τα δίδυμα πίσω τους χαχάνιζαν. Της γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατάει βλοσυρός. «Ξέρεις τον δρόμο ή όχι; Κι εσείς σταματήστε να γελάτε και ελάτε να βοηθήσετε να μαζέψουμε την κατασκήνωση!» φώναξε πάνω από τον ώμο του. «Πρέπει να προχωρήσουμε όσο υπάρχει ακόμα φως. Αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο για να ταξιδεύουμε τη νύχτα»

«Για μια στιγμή...» θυμήθηκε ξαφνικά η κοπέλα. «Αν είστε αδέρφια του Έρικ τότε αυτό σημαίνει πως κι εσείς είστε...»

Το βλέμμα που της έριξε ο Τομ την έκανε να καταπιεί τα λόγια της. Ένιωσε λες και βάδιζε πάνω σε μια λίμνη που σκεπαζόταν από μια λεπτή στρώση πάγου και αν τολμούσε να κάνει άλλο βήμα -ή μάλλον, να μη πει άλλη λέξη- θα έσπαγε κάτω από τα πόδια της και θα την έριχνε μέσα στο παγωμένο νερό. Ένα προαίσθημα βαθιά μέσα στο στομάχι της της έλεγε πως αν τελείωνε αυτή τη φράση ο Κυνηγός θα ξεχνούσε τον όρκο που έδωσε πριν από λίγο.

Τα δίδυμα που εξακολουθούσαν να γελάνε την προσπέρασαν χωρίς να έχουν αντιληφθεί την φορτισμένη ατμόσφαιρα.

Μη χαλαρώσεις τις άμυνες σου, είπε στον εαυτό της. Δεν είναι φίλοι σου και δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς.

Τους ακολούθησε στην μικρή κατασκήνωση που είχαν στήσει, αναρωτώμενη αν είχε κάνει καλά ή αν είχε πάρει άλλη μια κακή απόφαση.



Φαίη