Το επόμενο απόγευμα βρήκε τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα και τους νυχτερινούς στο οπλοστάσιο του πύργου. Μόνο εφτά είχαν απομείνει από τη δεξίωση της προηγούμενης βραδιάς, αυτοί δηλαδή, που θα έμπαιναν στο καράβι για το Γκόγκλεντολ.
Έλειπαν η λαίδη Γκαμπριέλλ και η Βαλλιάνα από το Μπαλέ.
Ο Κάανν θέλησε να δώσει κάποια δώρα στους καλεσμένους του, τα οποία έκρινε πως θα τους χρησίμευαν στην αναζήτηση για την Κυρά των Λύκων. Γνώριζε πως η μακριά διαδρομή τους μέχρι τα βουνά θα είχε εμπόδια και δυσκολίες. Έκρινε, λοιπόν, σωστό να τους εφοδιάσει με ότι μπορούσε.
Αρχικά, πρότεινε στον κύριο Τσάμπερλεϊν μα μοιράσει σε όλους φρούτα και παστό κρέας, μαζί με γεμισμένα νεροπάγουρα.
Στη συνέχεια, τους συγκέντρωσε όλους κοντά του. Ήταν η ώρα για τα δώρα του Πρίγκιπα.
Στον Χαράμ, το βαρκάρη από τη Λάκους Μοένια και στο Ραμόν, το νεαρό τσιγγάνο, χάρισε από μια ατσάλινη βαλλίστρα με κοντάκι από λουστραρισμένο ξύλο βελανιδιάς. Μια πυξίδα, που φωσφόριζε υπό το φώς της σελήνης, όσο αχνό κι αν ήταν αυτό, έδωσε στο Λίον Νοξ, τον θηριόσωμο. Στο Μάριο Νόμακ, το νυχτερινό της Κίσσε, χάρισε δυο ολοκαίνουργια στιλέτα σε σχήμα μικρού σπαθιού, από το αψεγάδιαστο ασήμι της Ανατολής. Στον Τζάρβις Λαγκ, επτά μπουκαλάκια γεμάτα με το ελιξίριο του Μπαλέ, μοναδικό στο να σταματάει τον πόνο και στην Σιν-Σι ένα χάρτη για τα χωριά των Μούλτιμε. Ο Κάρλος Εσκόλτα, διάλεξε μόνος του ένα παλιό, ξύλινο σκαλιστό τόξο, αφού σιγουρεύτηκε πως ήταν ακόμα γερό.
«Μπορείτε να πάτε να ετοιμαστείτε, κύριοι, σε λίγο αναχωρείτε…» τους προέτρεψε ο Πρίγκιπας.
Καθώς αποχωρούσαν από το δωμάτιο, ο Κάανν τράβηξε από το μπράτσο τον Εσκόλτα και του μίλησε χαμηλόφωνα:
«…Κάρλος, καταλαβαίνεις πόσο σημαντικοί είναι οι τσιγγάνοι, έτσι;»
«…Εννοείς πως είναι εξαφανισμένο είδος;» απάντησε ο Εσκόλτα.
«Όχι» είπε κοφτά ο Κάανν «εννοώ πως έχουν το προνόμιο να περνούν συχνά απαρατήρητοι, πολλές φορές λες κι είναι αόρατοι…».
Ο Κάρλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ο Πρίγκιπας συνέχισε
«…Ένας λόγος παραπάνω, που θα είσαι κι εσύ σε αυτή τη βόλτα, είναι για να τους προστατεύεις. Πάση θυσία, με κάθε τρόπο. Μένω ήσυχος, φίλε μου;»
«Έχεις το λόγο μου» αποκρίθηκε ο γιγαντόσωμος Εσκόλτα και βγήκε από το οπλοστάσιο.
Ο Κάανν δεν πρόφτασε να φύγει όταν είδε το Νόμακ να στέκεται στην πόρτα.
«Πρίγκιπά μου, επιτρέπετε;» είπε ευγενικά ο ανατολίτης.
«Κύριε Νόμακ, περάστε παρακαλώ!» απάντησε ευγενικά ο Κάανν.
«Θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη, αν είναι φυσικά δυνατόν…» πλησίασε ο Νόμακ.
«Παρακαλώ…» συνέχισε στον ίδιο ευγενικό τόνο ο Πρίγκιπας.
«Θα προτιμούσα να μην φύγω άμεσα από την Κίσσε. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να γίνει. Κάτι που δεν παίρνει άλλη αναβολή. Ύστερα, θα ακολουθήσω μόνος το δρόμο για τη Λούμπισα…»
Ο Κάανν δεν τον άφησε να συνεχίσει άλλο.
«Κύριε Νόμακ, αυτό που ζητάτε, λυπάμαι μα δεν είναι εφικτό. Είναι ήδη όλα κανονισμένα. Δεν μπορώ ούτε να αφήσω εσάς να ακολουθείτε τους υπόλοιπους –θα είναι και εξαιρετικά επικίνδυνο-, αλλά ούτε και να καθυστερήσω το ταξίδι…» του εξήγησε και στη συνέχεια του αντιπρότεινε «…Μπορείτε να μου πείτε μου περί τίνος πρόκειται και θα κανονίσω εγώ να γίνει αυτό το σημαντικό …κάτι».
Ο Μάριο δε μίλησε. Απογοητευμένος από την ατελέσφορη τους συζήτηση, κατέβασε το κεφάλι του και ζήτησε από τον Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα να του επιτρέψει να φύγει από το οπλοστάσιο. Πριν, όμως, γύρισε και τον ρώτησε:
«Γιατί πιστεύετε πως θα είναι «εξαιρετικά επικίνδυνο» να μείνω πίσω;»
Και ο Πρίγκιπας του απάντησε:
«Δεν ξέρω ποιος μπορεί να έχει μάθει για αυτή τη βόλτα που ετοιμάζουμε, φίλε μου νυχτερινέ. Στη Σινές υπάρχει ένα γνωμικό «Αν σκάψεις μες στον τοίχο, θα βρεις αυτιά… αν σκάψεις πιο βαθιά, θα βρεις και μάτια…».
Κυριάκος Μαυροειδέας