Δύο ολόκληρες εβδομάδες πέρασαν, με τα πράγματα στο σπίτι να είναι ανατριχιαστικά ήσυχα, σε σημείο που το ζευγάρι είχε πιστέψει, πως όλα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο διάστημα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά αποκύημα της ζοφερής τους φαντασίας που τρεφόταν από τα λόγια ή καλύτερα τα μισόλογα του χωριού και τις παράξενες αφηγήσεις. Ο καιρός στο Λουρμαρέν είχε αρχίσει να ψυχραίνει, ιδιαίτερα τα βράδια και έτσι η Ελοντί με τον Πιέρ, είχαν αποφασίσει να εκμεταλλευτούν την ύπαρξη του σκαλιστού τζακιού στο σαλόνι.
Έξω, τα πεσμένα ροδοκόκκινα φύλλα, κάλυπταν τους πλακόστρωτους, στενούς δρόμους, ενώ το χωριό έμοιαζε να έχει ξαναβρεί τους ρυθμούς του δίχως να παραλείπει το νυχτερινό τελετουργικό. Ήταν Παρασκευή και η Ελοντί εκτός από την Ζακελίν, είχε καλέσει στο σπίτι ακόμη μία νεαρή γειτόνισσα που έμενε στο απέναντι σπίτι και η οποία ήταν χήρα με ένα κοριτσάκι, την Απολλίν. Αρχικά ο Πιέρ είχε δυσανασχετήσει που δεν θα περνούσαν το βράδυ τους ολομόναχοι, ωστόσο κατέληξε να συμφωνεί με την Ελοντί πως οι καλές σχέσεις με τους γείτονες θεωρούνταν απαραίτητες. Η κοπέλα είχε αποφασίσει λοιπόν, να φτιάξει κέικ με πορτοκάλι από τους πίσω κήπους του σπιτιού, ενώ όταν το τελείωσε, έβαλε ένα αχνιστό κομμάτι στο πιάτο και όταν βεβαιώθηκε πως κανένας δεν την κοιτούσε, το άφησε στο πάτωμα, δίπλα από το ψυγείο, σε μία σκοτεινή γωνιά.
Κατόπιν, έτρεξε να ετοιμαστεί καθώς οι καλεσμένοι θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο, μπήκε για λίγο στο δωμάτιο των εικαστικών, όπως το είχε ονομάσει. Δεν γνώριζε το γιατί, μα αυτή η κίνηση της επίσκεψης στο δωμάτιό της, στον δικό της χώρο, ήταν μία κίνηση που γινόταν πλέον αυθόρμητα. Εκεί, επάνω στο μικρό, ξύλινο τραπεζάκι, βρήκε μία ζωγραφιά ενός άγνωστου χαμογελαστού προσώπου και από κάτω ακριβώς με τα ίδια καλλιγραφικά γράμματα, που πλέον της ήταν οικεία, την λέξη ΄΄ευχαριστώ΄΄.
Στη θέα της ζωγραφιάς και της ευχαριστίας, η Ελοντί χαμογέλασε πλατιά. Ένιωσε μέσα της μία μικρή νίκη, η οποία ωστόσο της προκαλούσε ποικίλα και απροσδιόριστα συναισθήματα, όλα τους χαρούμενα και θετικά. Ένιωθε σαν να είχε καταπραΰνει έστω και λίγο την οργή του πλάσματος που κατοικούσε σε αυτό το σπίτι. Οδεύοντας στο δωμάτιό της, ένιωσε τον Πιέρ να της αφήνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, μα όταν είδε τη ζωγραφιά, ευθύς την ρώτησε για την προέλευσή της. Για λίγο η κοπέλα κατέβασε το κεφάλι, μοιάζοντας με μικρό παιδί που το ρωτούσαν για την σκανταλιά του.
«Σκέφτηκα να αφήσω ένα κομμάτι και στον Φιλίπ. Με αυτόν τον τρόπο, θα τον κρατώ ήρεμο» του είπε και εκείνος τοποθέτησε τα χέρια του στην μέση.
«Ελοντί, νόμιζα πως το είχαμε συζητήσει και στο παρελθόν αυτό. Πάψε να ασχολείσαι με αυτόν τον τρελό και να αφήνεις πιάτα. Καλά είχαμε ηρεμήσει σε σημείο να πιστέψω πως όλα όσα είχαν προηγηθεί, τα είχα μάλλον φανταστεί. Δεν θέλω να ασχοληθείς άλλο, αλήθεια. Κάνε σαν να μην υπάρχει» της είπε και τότε η απάντησή της, τον άφησε δίχως μιλιά.
«Μα, υπάρχει. Ο Φιλίπ υπάρχει και το σπίτι, είναι δικό του. Θα πρέπει λοιπόν η συμπεριφορά μας, να αποπνέει έναν σεβασμό» του απάντησε η κοπέλα.
«Καλά, ό,τι πεις. Έχεις το δικαίωμα να ταΐζεις αν θέλεις, τον παραλίγο δολοφόνο μου» πρόφερε εκείνος και δίνοντάς της πίσω την ζωγραφιά, κατέβηκε στο σαλόνι.
Λίγα λεπτά αργότερα, χτύπησε το κουδούνι και στο κατώφλι εμφανίστηκε μία νεαρή γυναίκα με το κοριτσάκι της. Αρχικά, ήταν κάπως διστακτική. Ποιος δεν ήταν εξάλλου, κάθε φορά που έφερνε στο νου του τον θρύλο του σπιτιού. Το όνομά της, ήταν Αντζέλικα και φορούσε ένα φόρεμα μακρύ ως το γόνατο και από πάνω μία πλεκτή ζακέτα. Χαιρέτησε την Ελοντί σχετικά πρόσχαρα, μα όταν είδε τον Πιέρ, το βλέμμα της άξαφνα χαμήλωσε για να επανέλθει όμως σύντομα.
«Είναι για εσάς» τους είπε προτάσσοντας ένα κουτί με γλυκά, από τον συνηθισμένο φούρνο του Ναπολεόν.
Το κοριτσάκι συστήθηκε και κατόπιν, ακολούθησε ντροπαλά την Ελοντί μέχρι την κουζίνα.
«Είσαι πολύ όμορφη, μου αρέσουν πολύ τα μακριά μαλλιά σου. Μοιάζουν με την κούκλα που αγαπώ» της είπε η μικρή ντροπαλά και η Ελοντί της χαμογέλασε.
«Είσαι και εσύ πολύ όμορφη Απολλίν. Εδώ γεννήθηκες;» την ρώτησε γλυκά.
«Ναι, στο σπίτι που βλέπεις στη γωνία» απάντησε η μικρή.
«Σου αρέσει το χωριό;» την ρώτησε ξανά και η μικρή για λίγο φάνηκε να το σκέφτεται.
«Κρατάς μυστικά;» την ρώτησε και η Ελοντί ένευσε θετικά. Τότε, η Απολλίν της έπιασε το χέρι και την οδήγησε στον επάνω όροφο για να μην τις ακούσει κανένας. Η κοπέλα ζήτησε για λίγο συγγνώμη από τους καλεσμένους της, καθώς μόλις είχε έρθει και η Ζακελίν και μαζί με το κοριτσάκι ανέβηκαν την σκάλα.
«Έλα εδώ, στο δωμάτιο της ζωγραφικής»της είπε η Ελοντί και η Απολλίν την ακολούθησε χοροπηδώντας.
«Λατρεύω την ζωγραφική, λατρεύω τα χρώματα και όλα όσα μπορώ να εκφράσω χρησιμοποιώντας τα. Το χωριό είναι όμορφο και έχω αρκετές φίλες στην ηλικία μου. Είμαι εννέα τώρα και πέρυσι, στα γενέθλιά μου, είχαμε βγει έξω στην αυλή με μία συμμαθήτριά μου. Παίζοντας ξεχαστήκαμε και προχωρήσαμε σε ένα μέρος σκοτεινό. Τότε, συνέβη κάτι πολύ κακό. Κάποιος άνθρωπος, του οποίου το πρόσωπο καμία δεν είδε, μας ακολούθησε και πάλεψε να μας κάνει κακό. Εγώ από τον φόβο μου γλίστρησα και ο κακός σχεδόν με έφτασε όταν είδα...Όταν είδα το φάντασμα που όλοι απεχθάνονται. Είδα τον κύριο που μένει εδώ. Τον Φιλίπ» ξεκίνησε και η Ελοντί στο άκουσμα του ονόματός του αναπήδησε.
«Θυμάσαι πώς ήταν;» ρώτησε την μικρή και εκείνη έξυσε το πηγούνι της προσπαθώντας να θυμηθεί.
«Ήταν βράδυ και εκείνος πάντοτε καλύπτεται από μαύρα ρούχα. Είναι ψηλός, αρκετά θα έλεγα και αν τυχόν το φως του φεγγαριού πέσει επάνω του, τότε μέσα από το σκοτάδι διακρίνεις δύο γαλάζια μάτια. Δεν είναι κακός. Προσπάθησα να το πω και στην μαμά πολλές φορές, αλλά δεν ακούει τίποτε. Πάνω στην ταραχή της τον έβριζε και ήταν έτοιμη να με πάρει και να φύγουμε. Πίστεψέ με έκανα τα πάντα για να την πείσω, μα εκείνη προτιμά να πιστεύει το χωριό. Είμαι μικρή λέει και πάνω στον πανικό μου δεν είδα καλά» πρόφερε στενάχωρα, όταν την κοίταξε για ακόμη μία φορά. «Εσύ με πιστεύεις;» την ρώτησε και η Ελοντί της έπιασε τα δύο χεράκια στα δικά της.
«Είχα και εγώ την ίδια εμπειρία. Αυτός ο κακός άνθρωπος κυνήγησε και εμένα. Τότε ο Φιλίπ εμφανίστηκε και με έσωσε από το πουθενά» της είπε και η Απολλίν έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της συγκρατώντας μία κραυγή ενθουσιασμού.
«Λοιπόν, όταν θα μεγαλώσω θα τον παντρευτώ. Είναι ο ήρωάς μου. Δεν ξέρω βέβαια αν τα φαντάσματα παντρεύονται, θα πρέπει να μάθω» της είπε κρυφογελώντας.
«Κάτι μου λέει μικρή μου, πως ο Φιλίπ έχει σάρκα και οστά. Είναι ολοζώντανος. Λοιπόν, θα δώσουμε όρκο όπως κάνουν όλες οι φίλες, πως αυτό θα είναι το μικρό μας μυστικό. Να ξέρεις πως εγώ σε πιστεύω και με το παραπάνω. Λοιπόν, έχω κέικ πορτοκάλι. Πάμε κάτω να σου προσφέρω λίγο τώρα που είναι φρέσκο» τελείωσε και μαζί με την μικρή κατέβηκαν στο σαλόνι, για να ετοιμάσουν μαζί τσάι του βουνού μυρωδάτο και το κέικ.
Κάπου πίσω τους ωστόσο, ο Φιλίπ κοιτούσε την μικρή με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Κάποια μέρα, ο βιαστής που κυκλοφορούσε στο χωριό θα βρισκόταν κρεμασμένος από τα χέρια του. Πάντοτε όμως έφτανε αργά και ποτέ του δεν είχε κατορθώσει να δει το πρόσωπό του, παρά το γεγονός πως είχε τις υποψίες του. Τα κυανά του μάτια έπειτα, καρφώθηκαν αυτόματα στον Πιέρ και την Αντζέλικα. Όργωναν με μανία τις κινήσεις τους, διάβαζαν με προσοχή τη γλώσσα του σώματός τους. Αμηχανία. Πίσω όμως από την αμηχανία, κρυβόταν η ενοχή.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη