Γλυκιά Ανάμνηση! της Ελένης Ζερβοπούλου

Αυτή η μυρωδιά μού είναι γνωστή. Είναι… Ηλία, αγάπη μου, ήρθες. Το ήξερα, το ήξερα, αγάπη μου, είσαι εδώ!



Η Ζωή άνοιξε τα μάτια της και περιεργάστηκε λίγο τον χώρο που βρισκόταν, αλλά δεν της θύμιζε κάτι. Από το φως που ερχόταν από τον διάδρομο φαινόταν, είδε τους δύο πινάκες από κίτρινες μαργαρίτες που το διακοσμούσαν. Μαργαρίτες! Ναι, αυτό είναι! Κοίταξε το άτομο που κοιμόταν ήσυχα στο διπλανό κρεβάτι, αλλά δεν έδωσε σημασία. Σηκώθηκε και φόρεσε τις χνουδωτές παντόφλες της. Η μυρωδιά από τον διπλανό θάλαμο τής ξυπνούσε μνήμες‧ μνήμες και μια ζωή που της ήταν οικεία.

Προχώρησε με μικρά αργά βήματα ακουμπώντας στον τοίχο, άνοιξε την πόρτα και είδε τον μακρύ διάδρομο. Για μια στιγμή την τρόμαξε, ο χαμηλός φωτισμός τον έκανε να φαίνεται τεράστιος. Έκλεισε τα μάτια και προχώρησε προς το σημείο από όπου ερχόταν η μυρωδιά. Στάθηκε μπροστά στην αίθουσα και κοίταξε γύρω της. Τέσσερα ζευγάρια μάτια γύρισαν και την κάρφωσαν.

«Ζωή, τι κάνεις ξύπνια αυτήν την ώρα;» είπε η Αγάπη, μία από τις δύο νοσοκόμες.

«Ηλίας, Ηλίας, να με πάρει, η μυρωδιά αυτή… Λουκουμάς…» έλεγε συνέχεια η Ζωή και κοιτούσε το κουτί πάνω στο τραπέζι. Όταν πήγε να πλησιάσει, η άλλη νοσοκόμα τη σταμάτησε απότομα.

«Νομίζω το χάνει εντελώς. Έλα να πας στο κρεβάτι και να μη σηκωθείς μέχρι το πρωί». Η Ζωή ταράχτηκε από τη συμπεριφορά της και άρχισε να φωνάζει.

«Ηλία, Λουκουμά… Ηλία…»

«Σου είπα μη φωνάζεις και έλα να πάμε στο κρεβάτι σου. Θα ξυπνήσεις και τους άλλους». Όπως την τράβηξε, η Αγάπη μπήκε ανάμεσα.

«Στάματα, Μαρία, δε βλέπεις ότι την τρομάζεις; Θα αναλάβω εγώ. Εσύ άντε να δεις τους άλλους».

«Τους καλομαθαίνεις, Αγάπη, και αυτό δεν είναι καλό. Στάματα να είσαι τόσο ευαίσθητη. Στη δουλεία μας δε χωράνε ευαισθησίες, αλλιώς σε κάνουν ό,τι θέλουν. Καθημερινά έχουμε να αντιμετωπίσουμε ογδόντα διαφορετικούς ανθρώπους, σκέψου να μη χαλάγαμε χατίρια τι θα γινόταν».

«Είπες αυτό που ήθελες να πεις;» της απάντησε η Αγάπη

«Τι να σου πω, εσύ δε βάζεις μυαλό, γι’ αυτό σε κάνουν ό,τι θέλουν».

«Στη δουλειά μας, Μαρία, χρειάζεται να είμαστε άνθρωποι και όχι αναίσθητοι όπως εσύ. Αυτοί οι άνθρωποι καλώς ή κακώς έχουν ένα παρελθόν. Άλλοι κακό, άλλοι καλό. Δεν είναι επιλογή τους να είναι εδώ, αλλά κάποιες φορές δεν μπορείς να έχεις έναν άνθρωπο με άνοια σπίτι σου, γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ. Για να μπορούν να έχουν αυτό που δεν είναι σε θέση να τους δώσουν άλλοι. Δεν είμαστε εδώ να κρίνουμε κανέναν. Γι’ αυτό, αν καλομάθω κάποιον ή όχι, δε θα μου το πεις εσύ. Άντε τώρα να κάνεις αυτό που πρέπει σωστά για μια φορά και θα αναλάβω εγώ τη Ζωή». Η Μαρία δεν είπε κάτι άλλο, αν και θα ήθελε. Όχι γιατί η Αγάπη ήταν κατά μία έννοια ανώτερή της, αν και μικρότερη σε ηλικία, αλλά επειδή ήξερε ότι ήταν η μόνη που μπορούσε να διαχειριστεί τη Ζωή τις φορές που βρισκόταν σε σύγχυση.

Η Ζωή, όσο μιλούσε η Αγάπη, είχε πάει μέχρι το τραπέζι και είχε πάρει από το κουτί έναν λουκουμά. Την παρατηρούσε που έτρωγε. Αυτό ήθελες, τελικά! Είχε κλείσει τα μάτια και απολάμβανε, λέγοντας συνέχεια το όνομα «Ηλίας» και χαμογελούσε! Ποιος είναι αυτός ο Ηλίας; Τι να γίνεται μέσα στο κεφάλι σου, άραγε; Την πλησίασε και την χάιδεψε απαλά στην πλάτη.

«Ηλίας, λουκουμάς, μυρωδιά, δεν έπρεπε…» έλεγε μπερδεμένα.

«Ζωή μου, έλα, ηρέμησε, η Μαρία έφυγε. Φάε όσο θες, δεν πειράζει». Την κοίταξε γλυκά και συνέχισε να τρώει.

Αφού τέλειωσε, την έπιασε από το χέρι και πήγαν στο δωμάτιό της. Η Μαρία τούς κοιτούσε από τον διάδρομο. Πήγε να πει κάτι, αλλά η άγρια ματιά της Αγάπης δεν της άφησε περιθώρια.


Σταμάτησαν μπροστά στη ντουλάπα και η Ζωή έβγαλε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον σάκο της. Την έδωσε στην Αγάπη.

«Τι όμορφη που είναι, Ζωή! Εσύ είσαι, όταν ήσουν νέα;» Δεν της απάντησε. Στη φωτογραφία ήταν ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα είκοσι, που χόρευε σε μια παραλία αγκαλιά. Η Ζωή έδειξε το αγόρι στη φωτογραφία και της είπε «Λουκουμάς».

Πήρε τη φωτογραφία αγκαλιά, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Η Αγάπη τράβηξε τη φωτογραφία απαλά και την κοίταξε πιο προσεκτικά. Ήταν σίγουρη ότι κάπου την είχε ξαναδεί. Δεν μπορεί! Πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο άντρας. Έξι δωμάτια πιο κάτω από το δικό της. Πήρε από το συρτάρι τη φωτογραφία που είχε μαζί του όταν είχε πάει στο γηροκομείο πριν δέκα μέρες και την έβαλε δίπλα δίπλα με εκείνη της Ζωής. Τι παράξενα παιχνίδια παίζει η ζωή, τελικά! Άφησε τη φωτογραφία προσεκτικά πίσω. Σίγουρη ότι επρόκειτο για κάποιο κόλπο της μοίρας, αποφάσισε σε δύο μέρες που θα είχε βάρδια το πρωί να του έκανε μια κουβέντα.



Αφού τέλειωσαν με την πρωινή νοσηλεία, σερβίρισαν το πρωινό και μετά από δύο ώρες το καφεδάκι, μαζί με διάφορα κουλουράκια που είχε φτιάξει η μαγείρισσα. Αν και ήταν Νοέμβρης, ο καιρός ήταν γλυκός και οι περισσότεροι μπορούσαν να βγουν στον κήπο. Ο Ηλίας καθόταν στον κήπο και χάζευε τις μαργαρίτες‧ του θύμιζαν τόσο πολύ εκείνη. Δίπλα από αυτές ήταν μια γυναίκα, με γυρισμένη την πλάτη, που επίσης τις χάζευε ώρα τώρα. Τι να σκέφτεσαι, άραγε, κι εσύ! Έπιασε κουβέντα με δυο-τρεις παππούδες και συζητούσανε διάφορα για τη ζωή τους. Όλοι είχαν παιδιά αλλά δεν ήταν εύκολο γι’ αυτούς να είναι μονοί στο σπίτι, αφού τα παιδιά τους ήταν μακριά. Με γυναίκες τους άλλοι είχαν χωρίσει και ενώ άλλοι τις είχαν χάσει. Τουλάχιστον εκεί είχαν φροντίδα και παρέα.

«Εσένα, Ηλία, τι σε έφερε εδώ; Έχεις παιδιά ή είσαι μόνος;» ρώτησε ένας.

«Εγώ…» πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον διέκοψε η φωνή της Αγάπης.

«Κύριε Ηλία μου, θα ήθελα να μιλήσουμε για λίγο, αν μπορείτε».

«Μπορείς να με λες σκέτο Ηλία, Αγάπη. Πώς μπορώ να σου αρνηθώ; Είσαι η αγαπημένη όλων μας».

Τον τράβηξε λίγο πιο πέρα και έκατσαν κάτω από τη μουριά. Είχε άγχος, γιατί δεν ήξερε από πού να το ξεκινήσει και αν πραγματικά αυτός ήταν ο Ηλίας της φωτογραφίας. Αν ήταν, τότε πραγματικά η ζωή θα ήταν παράξενη! Τόσο παράξενη που όλα αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό. Ήθελε από τη μία να είναι αυτή η ρομαντική ιστορία που είχε πλάσει το μυαλό της εδώ και λίγες μέρες. Αν δεν ήταν, όμως; Ο Ηλίας την κοιτούσε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

«Αγάπη, θα μου πεις τελικά ή θα κάτσουμε εδώ και θα με κοιτάς λες και βλέπεις φάντασμα;» της είπε. Άφησε την ανάσα που κρατούσε, έβγαλε από την τσέπη της στολής της μια φωτογραφία και του την έδωσε.

«Αγάπη, έψαξες τα πράγματα μου; Γιατί η φωτογραφία αυτή είναι στα χέρια σου; Αυτή η φωτογραφία είναι… Θεέ μου! Σε παρακαλώ, αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό και…» έφερε τα χέρια στο πρόσωπο του και δάκρυα νοσταλγίας άρχισαν να τρέχουν. Τον έπιασε από τον ώμο και τον καθησύχασε. Του εξήγησε ακριβώς πού είχε βρει αυτήν τη φωτογραφία.

«Θέλεις να μου πεις πως… Θεέ μου, δεν τολμώ να το πιστέψω. Πες μου ότι απλά αυτή είναι η δικιά μου φωτογραφία και ότι το Μελάκι μου… Μα πώς; Τι μου λες αυτήν τη στιγμή, ξέρεις τι μου λες; Θέλω να τη δω». Όσοι ήταν στον κήπο παρακολουθούσαν τη συζήτηση.

«Ηλία μου, ηρέμησε. Πρώτα πρέπει να σου εξηγήσω λίγο την κατάσταση της». Του είπε ότι τα τελευταία τρία χρόνια ζούσε εκεί και είχε άνοια. Του μίλησε για τη διαταραχή λόγου, ότι δεν μπορούσε να εκφράσει προτάσεις πέρα από μερικές λέξεις και αυτές μπερδεμένες. Τα άτομα με άνοια, σύμφωνα με τις έρευνες, μπορούν να ζουν μέσα στο μυαλό τους μια ζωή που έχουν ήδη ζήσει και όλο αυτό που βλέπουν να τους είναι άγνωστο – αυτό είναι που τους τρομάζει. Του ανέφερε ότι είχε μια κόρη, τη Μελίνα, που ήταν όλος ο κόσμος της. Απ’ ό,τι γνώριζε, δεν είχε παντρευτεί ποτέ και ο άνθρωπος που ήταν δίπλα της για κάποια χρόνια είχε φύγει από βαριά πνευμονία. Η κόρη της λόγω δουλειάς έπρεπε να κάνει συχνά ταξίδια στο εξωτερικό και γι’ αυτό την έφερε στο γηροκομείο. Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα ήταν σχεδόν καθημερινά εκεί, για να τη βλέπει. Του εξήγησε για το βράδυ που ξύπνησε και έφαγε τους λουκουμάδες. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

«Ξέρεις, πιστεύω ότι της ξύπνησε μνήμες στον δικό της κόσμο», του είπε αφού έπιασε το χαμόγελό του και του διηγήθηκε ακριβώς τι έλεγε.

«‘Λουκουμά’! Έτσι με έλεγε κι εγώ την έλεγα ‘Μελάκι’, από το μέλι που είχαν οι λουκουμάδες. Θέλω να τη δω, πήγαινέ με σ’ αυτήν, σε παρακαλώ. Πάνε τόσα χρόνια».

«Δε χρειάζεται να σε πάω, αρκεί να κοιτάξεις ανάμεσα στις μαργαρίτες. Της αρέσει να είναι εκεί, την ηρεμεί». Γύρισε προς το μέρος της, εκεί που την έβλεπε από το πρωί να τις χαζεύει και την πλησίασε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, για να μην την τρομάξει. Τόσες μέρες είσαι τόσο κοντά μου! Όλοι τούς κοιτούσαν και περίμεναν κι αυτοί να δουν τι πραγματικά θα γινόταν.

«Μελάκι μου!» της είπε και την κοίταξε. Το πράσινο των ματιών της ήταν όπως το θυμόταν. Καταπράσινο, σαν ένα δάσος που μόλις είχε ζωντανέψει. Τα μαλλιά της είχαν ένα όμορφο γκρίζο χρώμα σαν τη στάχτη.

Η ίδια τον κοίταξε και τρόμαξε για μια στιγμή. Πήγε να την πιάσει από το χέρι, αλλά τραβήχτηκε. Η Αγάπη πήγε δίπλα της να την ησυχάσει.

«Μελάκι μου, ηρέμησε. Είμαι εδώ, εγώ, ο Λουκουμάς σου, θυμάσαι; Λουκουμάς και Μελάκι». Ήθελε να την κλείσει στην αγκαλιά του, αλλά ήξερε ότι αυτό θα την τρόμαζε πιο πολύ. Τον κοίταξε στα μάτια, που ήταν καφέ σαν τα φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο. Έβαλε το χέρι της διστακτικά στο μάγουλό του.

«Ήρθες…» του είπε και γύρισε και κοίταξε πάλι τις μαργαρίτες.

«Ηλία, τι γίνεται εδώ; Πού την ξέρεις εσύ τη Ζωή;» του είπε ένας παππούς και άναψε ένα τσιγάρο. Ο Ηλίας ζήτησε και αυτός ένα και έκατσε δίπλα στη Ζωή. Η Αγάπη τούς κοίταξε αλλά δεν είπε κάτι.

«Με τη Ζωή γνωριζόμαστε σχεδόν από παιδιά. Ζούσαμε και οι δύο στην επαρχία. Συγκεκριμένα στην Καλαμάτα. Οι γονείς μου είχαν τον φούρνο της γειτονιάς. Ήταν λίγο πιο έξω από το κέντρο. Τότε δεν υπήρχα τόσα σπίτια όπως τώρα, έμοιαζε σαν ένα μικρό χωριό. Οι γονείς της ήταν δάσκαλοι στο σχολείο που πηγαίναμε. Από τα τρία αδέλφια, η Ζωή ξεχώριζε για τη ζωντάνια της κι επειδή ήξερε να διεκδικεί αυτό που ήθελε. Ποτέ δε δέχτηκε να γίνει δασκάλα όπως ήθελαν οι γονείς της και όπως έγιναν τα αδέλφια της. Της ίδιας της άρεσαν τα ταξίδια, κι έτσι έγινε αεροσυνοδός, παρά τις αντιρρήσεις τους. Η δικιά μας σχέση ήταν τυπική, δεν κάναμε παρέα ιδιαίτερα στο δημοτικό».

»Κάθε φορά που ερχόταν στον φούρνο, με έβλεπε σχεδόν πάντα να τρώω λουκουμάδες. Ένα απόγευμα, έτσι ξαφνικά, ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. Πηγαίναμε πρώτη γυμνασίου τότε. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, ψηλή με γυμνασμένο σώμα, που το πράσινο των ματιών της σε αιχμαλώτιζε. Έκανε και ώρες στίβο. Εγώ δεν ήμουν σαν τα αγόρια που ήταν στην παρέα της‧ ναι μεν ήμουν ψηλός, αλλά οι λουκουμάδες είχαν αφήσει λίγο το στίγμα τους επάνω μου.

“Τόσα χρόνια έρχομαι και ποτέ δε μου έχεις προσφέρει να φάω έστω και έναν” μου είπε. Ξαφνιάστηκα και της προσέφερα όχι μόνο έναν, αλλά μια μερίδα ολόκληρη. Μόλις τους έφαγε, άρχισε να μου λέει ότι τσακώθηκε με τους δικούς της, γιατί ήθελε να γίνει αεροσυνοδός και όχι αυτό που ήθελαν αυτοί.

“Να κάνεις αυτό που σου αρέσει. Εγώ θέλω να γίνω ζαχαροπλάστης” της είπα. Με κοίταξε και χαμογέλασε.

“Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο για σένα, Λουκουμά”. Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές φορές που με είπε έτσι».

»Από τότε γίναμε αχώριστοι. Το ‘Μελάκι’ τής το έβγαλα από το μέλι που έχουν οι λουκουμάδες και τους δένει. Όλοι απορούσαν πώς εμείς κάναμε παρέα. Η παρέα της της είπε ότι δεν είχα δουλεία ανάμεσά τους και τότε αυτή τους απείλησε ότι χωρίς έμενα στην παρέα θα χάνανε κι αυτήν».

»Κάναμε σχεδόν τα πάντα μαζί: γιορτές, βόλτες μπάνιο στη θάλασσα, τα πάντα. Μαζί της έχασα και τα κιλά που είχα και άρχισε να γραμμώνει και το κορμί μου.

“Αν συνεχίσεις έτσι, νομίζω ότι θα σε ψάχνω πίσω από καμιά φούστα” μου έλεγε.

“Θα είμαι πάντα δικός σου” απάντησα. Για πρώτη φορά την είδα να κοκκινίζει. Μείναμε για λίγο να κοιταζόμαστε ώσπου έσπασε την αμηχανία.

“Θα είμαστε πάντα ‘ο Λουκουμάς και το Μελάκι’, ό,τι και να γίνει”. Το νιώθαμε κι οι δυο ότι πέρα από τη φιλία μας υπήρχε και κάτι άλλο, αλλά δεν τολμούσε να το πει κανένας από τους δύο. Φοβόμασταν ότι θα χάναμε ο ένας τον άλλον».



»Όταν πήγα στον στρατό στα δεκαοκτώ μου, έδωσε εξετάσεις για αεροσυνοδός. Πριν μπω μέσα γιορτάσαμε αυτό το γεγονός, στην αυλή του σπιτιού μου. Οι δικοί μου μετά από χρόνια είχαν κλείσει για τρεις μέρες τον φούρνο και είχαν φύγει για το χωριό,. Καθόμασταν στην αγαπημένη της γωνία, που ήταν οι μαργαρίτες. Πάντα μαδούσε από μία.

“Μην τις μαδάς, αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Κρασί και λουκουμάδες;”

“Χαζέ, και εγώ σ’ αγαπώ”.

Αφού ήπιαμε και φάγαμε, έβαλα μουσική και χορέψαμε. Οι στίχοι από το τραγούδι I will always love you, της Whitney Houston, μας έβγαλαν όλα αυτά που νιώθαμε. Οι ματιές μας ενώθηκαν, η άνοιξη και το φθινόπωρο. Δεν μπορούσα να μην τη φιλήσω. Στην αρχή ήταν διστακτικό και μετά έγινε έντονο. Η γλωσσά μου διεκδίκησε τη δίκια της. Τα κορμιά μας ήταν σαν φωτιά. Δε χρειαζόταν να τη ρωτήσω αν ήταν σίγουρη, μου το έλεγε με τον τρόπο που με φιλούσε».

»Την τράβηξα μέσα στο δωμάτιό μου και αυτό έγινε μάρτυρας του έρωτά μας. Την έγδυσα όσο πιο τρυφερά μπορούσα. Ξεκίνησα να τη φιλάω από τον λαιμό κι έπειτα σε όλο το κορμί της‧ είχα ό,τι πολυτιμότερο στα χέρια μου. Την κοίταξα στα μάτια και μπήκα μέσα της όσο πιο μαλακά μπορούσα. Ο πόνος χαμηλά την έκανε να κλείσει τα μάτια. Τη ρώτησα άμα ήθελε να σταματήσω.

“Είμαι δικιά σου” είπε κοιτώντας με, “πάντα θα είμαι”.

“Είμαι δικός σου, πάντα θα είμαι” της απάντησα και φτάσαμε κι οι δύο στην κορύφωσή »μας».

“Μελάκι μου, περίμενα χρόνια γι’ αυτό” της είπα όταν πια βρήκαμε και πάλι τις ανάσες μας. “Όμως δεν μπορώ να σου ζητήσω να με περιμένεις. Ξέρω ότι έτσι θα γίνω σαν τους άλλους. Θέλω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου κι εγώ θα είμαι εδώ”.

“Λουκουμά μου, απόλαυσε αυτό που έχουμε τώρα. Είμαστε μικροί ακόμη για τα υπόλοιπα. Μην ξεχνάς ότι μόλις τελειώσεις τον στρατό σε περιμένει η καριέρα του ζαχαροπλάστη. Πώς μπορώ εγώ να σου στερήσω το όνειρό σου;”



»Έτσι ήταν η Ζωή, δεν μπορούσε τις δεσμεύσεις και αυτό εγώ το γνώριζα καλά. Η φωτογραφία που βλέπετε είναι μετά από δυο χρόνια. Είχε γυρίσει από ένα ταξίδι στο εξωτερικό κι εγώ είχα απολυθεί από φαντάρος. Μέσα σε αυτά τα χρόνια μιλάγαμε με γράμματα. Όταν έβγαινα σε άδεια ήταν σε ταξίδι. Μόλις την είδα σε ένα πάρτι που είχαν οργανώσει κάτι φίλοι στην παράλια, το κορμί μου θυμήθηκε εκείνο το βράδυ. Φορούσε ένα λευκό μακρύ φόρεμα, που πήγαινε τέλεια με το ηλιοκαμένο κορμί της και τα υπέροχα μάτια της. Έτρεξα και την αγκάλιασα.

“Μου έλειψες, Μελάκι μου”.

“Κι εμένα, Λουκουμά μου”.

Αφού χορέψαμε, μου ζήτησε να την πάρω από εκεί και να πάμε κάπου που θα ήμασταν μόνοι. Όλο το βράδυ καλύψαμε τα δύο χρόνια που ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον».



»Στα χρόνια που ακλούθησαν βρισκόμασταν πότε στην Ελλάδα και πότε στο εξωτερικό, όταν πήγαινα κι εγώ και παρακολουθούσα διάφορα σεμινάρια ζαχαροπλαστικής». Ένας παππούς τον διέκοψε

«Εντάξει όλα αυτά, αλλά γιατί χαθήκατε; Δεν μπορεί ένα τέτοιος έρωτας να χαθεί».

«Αγαπητέ μου, ποτέ οι μεγάλοι έρωτες δεν καταλήγουν σε γάμο. Και άμα καταλήξουν, δεν είναι ο μεγάλος σου έρωτας. Έτσι και με τη Ζωή, γύρω στα τριάντα μας, της ζήτησα να με παντρευτεί κι αυτή αρνήθηκε. Έφυγε το πρωί από το σπίτι, αφήνοντάς μου ένα γράμμα στο οποίο έγραφε:

“Πάντα θα είσαι ο δικός μου Λουκουμάς. Σου αξίζει να κάνεις την οικογένεια που θες. Εγώ δεν είμαι η γυναίκα που θα σ’ τη δώσει”».


»Έτσι έφυγε και εμφανίστηκε πέντε χρόνια μετά, όταν έμαθε ότι θα παντρευόμουν. Ήρθε και με βρήκε στο πατρικό μου. Γνώριζε ότι οι δικοί μου θα έλειπαν. Όταν τη ρώτησα γιατί ήρθε, αυτή μου είπε για να μου ευχηθεί. Ήταν η τελευταία φορά που το κορμί μου γεύτηκε το δικό της. Έφυγε μέσα στη νύχτα και δεν την ξαναείδα. Ύστερα από τρία χρόνια, έμαθα ότι ζούσε στο εξωτερικό και έχει μια κόρη. Δεν ήθελα να μάθω ποτέ πώς τη λέγανε ή ποιος ήταν ο πατέρας της. Εγώ χώρισα με τη γυναίκα μου. Δεν κάναμε ποτέ παιδιά».

»Όταν έφυγε ο θυμός, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να είμαι μακριά της, αλλά όσο και να την έψαχνα δεν την έβρισκα. Τα χρόνια πέρασαν, με εμένα να είμαι μόνος μου, χωρίς να έχω κάποιον να μπορώ να μιλήσω. Όλοι οι φίλοι μου έχουν τις οικογένειές τους και είναι κοντά στα παιδιά τους. Έτσι αποφάσισα να έρθω εδώ, παρ’ όλο που μπορεί να πει κάποιος ότι μπορώ να αυτοσυντηρούμαι. Σήμερα πήρα το καλύτερο δώρο της ζωής μου. Βρήκα το Μελάκι μου. Μπορεί να μη γνωρίζει ποιος είμαι, αλλά είμαι εδώ γι’ αυτήν. Πάντα θα είμαι εδώ».

Όλοι όσοι τον άκουγαν είχαν μείνει να το κοιτάζουν συγκινημένοι.

«Ώρα για φαγητό» φώναξε μια νοσοκόμα.

«Θα σου φανεί χαζό, αλλά έχεις σκεφτεί ότι η κόρη της μπορεί να είναι και δικιά σου;» τον ρώτησε η Αγάπη.

«Τι μου λες τώρα;»

«Σε δέκα μέρες θα είναι εδώ. Αεροσυνοδός σαν τη μαμά της και λατρεύει τους καλούς λουκουμάδες. Νομίζω έχει τα μάτια σου» του είπε και μπήκε μέσα.


Δέκα μέρες δεν άφηνε από τα μάτια του τη Ζωή. Με υπομονή καθόταν δίπλα της και της μιλούσε για όλα αυτά τα χρόνια. Το πρωί όταν ξυπνούσε, περνούσε από το δωμάτιό της. Στην τραπεζαρία καθόταν δίπλα της, της διηγούταν τα παιδικά τους χρόνια και όλα αυτά που είχαν περάσει μαζί. Τον κοιτούσε και χαμογελούσε, λες και ζούσε την κάθε στιγμή στον χρόνο που ήταν τώρα. Σε μία από τις βόλτες στον προαύλιο χώρο, του έπιασε το χέρι και έγειρε στον ώμο του. Η Αγάπη πληροφόρησε την κόρη της Ζωής με ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για όλα αυτά.

Όταν εκείνη έφτασε και ο Ηλίας την κοίταξε, τότε κατάλαβε. Δε χρειαζόταν να κάνουν καμία εξέταση.

«Μελίνα μου! Κόρη μου! Τόσα χρόνια χαμένα…» Η Μελίνα αγκάλιασε και τους δύο. Είχαν να πουν πολλά, αλλά όχι τώρα‧ αυτό θα γινόταν με τον καιρό.


Μετά από λίγους μήνες, έφυγαν από το γηροκομείο και πήγαν στο σπίτι του Ηλία στην Καλαμάτα. Κάθε μέρα τής έκοβε από μια μαργαρίτα, την οποία μαδούσε και χαμογελούσε.

«Θυμάσαι, Μελάκι μου, τι μου έλεγες όταν μαδούσες τις μαργαρίτες;»

«Με…» είπε και κούνησε λίγο το κεφάλι της, λες κι έτσι θα καθάριζε τις σκέψεις της, «αγαπάς;»

«Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ».


Ελένη Ζερβοπούλου

Επιμέλεια: Άγγελος Αναγνωστόπουλος