Ένα ξύλινο καΐκι πλησίασε στην ομιχλιασμένη προβλήτα της Λάκους Μοένια, της Λιμνούπολης, όπως ήταν ευρύτερα γνωστή, πολλά μίλια νοτιότερα της Κίσσε. Ο σκουροντυμένος βαρκάρης του, ο Χαράμ, έπιασε το χοντρό παλαμάρι του καϊκιού για να το δέσει στο μουχλιασμένο κάβο. Δεν ήταν και πολύ γεροδεμένος, αντιθέτως, περισσότερο θύμιζε υποσιτισμένο τρόφιμο σε μπουντρούμι, παρά θαλασσινό.
Το φεγγάρι, την ίδια στιγμή, πάσχιζε να φωτίσει τη βραδιά, ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα. Ο Χαράμ στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε προς τον γκριζόμαυρο ουρανό. Όταν κατέβασε το βλέμμα του για να συνεχίσει τη δουλειά του, αντιλήφθηκε μια κίνηση με την άκρη του ματιού του. Χωρίς να αποβιβαστεί από το καΐκι του, το Άϋ, όπως το είχε ονομάσει, φώναξε:
«Ποιος είναι εκεί;»
Κανείς δεν απάντησε.
«Ορίστε;» φώναξε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Χωρίς απάντηση πάλι. «Τα σύννεφα…» σκέφτηκε. «Με κάνουν να βλέπω σκιές». Αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά του και αφού σιγουρεύτηκε πως το Άϋ ήταν σταθερά δεμένο, έφυγε για να βρει λίγο κρασί και μια φτηνή πόρνη σε ένα από τα πολλά ταβερνεία της Λιμνούπολης. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει όμως αρκετά, όταν δυο φιγούρες βρέθηκαν μπροστά του και του έκλειναν το δρόμο. Ήταν ένας άντρας, μακρυμάλλης και μια νεαρή γυναίκα. Και οι δυο τους φορούσαν κίτρινες αδιάβροχες κάπες, με μεγάλες κουκούλες, κατεβασμένες. Σκούρες κίτρινες, από αυτό το κίτρινο που έχουν οι μουστάρδες στα παζάρια της Ανατολής και οι κρόκοι των αυγών των ώριμων περιστεριών της Μεγάλης Νήσου. Ο άντρας τον ρώτησε, δείχνοντας το καΐκι:
«Είστε ο κάτοχος εκείνης της βάρκας;»
«Μάλιστα κύριε» απάντησε ο Χαράμ επιφυλακτικά.
«Πολύ θα ήθελα να μας πας μια βόλτα… να μας κάνεις μια ξενάγηση στη όμορφη λίμνη σας…» του είπε ευγενικά ο άντρας. Ήταν πιο ψηλός από τον Χαράμ και τα μαλλιά του ήταν μαύρα, λίγο πιο σκούρα από του βαρκάρη.
«Δυστυχώς, μόλις έδεσα…» , είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί ο Χαράμ και συνέχισε «…Αν όμως κατεβείτε στην προβλήτα, όλο και κάποιον θα βρείτε να σας ξεναγήσει στην όμορφη λίμνη μας»
Κάποιες δροσιστικές ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους από τον ουρανό. Στάλες που, πολύ γρήγορα, μετατράπηκαν σε δυνατή μπόρα. Ο Χαράμ και οι άλλοι δύο προχώρησαν βιαστικά κάτω από ένα υπόστεγο με καμάρες. Οι καμάρες ήταν τόσο συνηθισμένες και τόσο πολλές στη Λάκους Μοένια, που αποτελούσαν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Λιμνούπολης.
«Σιχαίνομαι τις συννεφιασμένες νύχτες…» πρόλαβε να πει η γυναίκα, αφαιρώντας την πιτσιλισμένη κουκούλα από το κεφάλι της. Είχε χαρακτηριστικά ανατολίτισσας, καστανά μαλλιά, όχι πολύ μακριά, πιασμένα με δυο μακριές βελόνες χιαστί. «Κι ακόμα περισσότερο εκείνες τις νύχτες που δε βγαίνει καθόλου το φεγγάρι…» συνέχισε. «…Άσχημες νύχτες, έτσι Χαράμ;»
«Γνωρίζετε το όνομά μου κυρία;» ξαφνιάστηκε ο βαρκάρης.
«Γνωρίζουμε πολλά περισσότερα για σένα…» πρόσθεσε ο άντρας. «Σε παρακολουθούμε πολλές βραδιές τώρα… Ξέρουμε για τις αδυναμίες σου και όχι μόνο…» συνέχισε. «…Θα σε κερνούσα την επόμενη σου πόρνη, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγουμε, άμεσα…»
Ο Χαράμ τους περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Η γυναίκα του φαινόταν γνώριμη φυσιογνωμία και ένιωθε πως δεν την έβλεπε για πρώτη φορά.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε.
«Αγαπητέ Χαράμ, ή μήπως να σε λέω Σεληνιασμένο; …Λυπάμαι πολύ που δεν μπορούμε να πάμε αυτή τη βόλτα με το καΐκι σου… Με χαλαρώνει πολύ το νερό…» είπε ο παράξενος άντρας και άπλωσε το χέρι του στη βροχή. Ο βαρκάρης ήταν έκπληκτος μαζί του, που γνώριζε το προσωνύμιο του. Είχε πάρα πολλά χρόνια να τον αποκαλέσει κάποιος έτσι.
«Πρέπει πρώτα να μου πείτε! Ποιοι είστε και τι θέλετε;!» φώναξε ο Χαράμ και συνέχισε σε πιο χαμηλό τόνο «…Εσύ… μου είσαι πολύ γνωστή… κάπου έχουμε συναντηθεί, έτσι;». είπε και άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπο της γυναίκας. Μα, πριν προλάβει να το ακουμπήσει, ένιωσε κάτι να του πιέζει το λαιμό. Ο ψηλός άντρας είχε βγάλει ένα μακρύ μαχαίρι και ήταν έτοιμος να τον αποκεφαλίσει.
«Δοκίμασε να την αγγίξεις ξανά και θα τραβάς κουπί με τα δόντια, Σεληνιασμένε…» τον απείλησε.
«Χαράμ, πρέπει να έρθεις μαζί μας. Και αυτό θα γίνει είτε με το καλό, είτε με το ζόρι…» του είπε ήρεμα η νεαρή γυναίκα. «Εγώ δεν θα διάλεγα το ζόρικο, πίστεψε με…»
«Δεν μπορώ να σας ακολουθήσω, αν δεν ξέρω ποιοι είστε, που πάτε και τι με θέλετε…» απάντησε ο Χαράμ νιώθοντας ακόμα την παγωμένη λεπίδα στο λαιμό.
«Πάρα πολλές ερωτήσεις βαρκάρη…» τον σταμάτησε ο άντρας πιέζοντας το μαχαίρι στο λαιμό του. Η γυναίκα τού έκανε νόημα να κατεβάσει το μαχαίρι. Και πράγματι έτσι έγινε. Ο Χαράμ πρόλαβε να διακρίνει ένα σύμβολο στην άκρη του μαχαιριού. Ήταν ένα δικέφαλος λύκος, ένα σύμβολο που του ήταν πραγματικά οικείο…
«Ο δικέφαλος λύκος των Μπέθιελ…» ψιθύρισε ο Χαράμ «…Συγχωρήστε με, άρχοντα μου… δεν ήξερα…».
Κυριάκος Μαυροειδέας