Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 1) - Το σπίτι μου και το σπίτι σου

Τίποτε στην ζωή αυτή, δεν έχει μονάχα μία όψη. Τα πάντα είναι πολύπλευρα και πολυδιάστατα, κάτι που προσδίδει και μία ανάλογη μαγεία στον κόσμο. Αυτή όμως η οπτική γωνία των πραγμάτων, μερικές φορές τρομάζει και απορρίπτεται δίχως προσπάθεια να γίνει κατανοητή. Η Ελοντί ωστόσο, ήταν μία νέα και φρέσκια κοπέλα, γεμάτη όνειρα και αθωότητα, σε σημείο να φαντάζει τελικά παράταιρη στην μικρή κοινωνία του Λουρμαρέν, που βομβαρδιζόταν από κακοτοπιές. Αυτό όμως που αρνούνταν οι κάτοικοι πεισματικά να κατανοήσουν, ήταν πως η αλλαγή προς το καλύτερο, ξεκινούσε πρώτα από μέσα μας, από εμάς τους ίδιους. Όταν δουλεύουμε σκληρά και καθημερινά με τον εαυτό μας, προκειμένου να αυτοβελτιωθούμε, είναι βέβαιο πως αυτή η προσωπική πρόοδος, θα μεταφερθεί και στις πράξεις μας, άρα και στην κοινωνία στην οποία ζούμε.

Λίγο πριν πάρει τον δρόμο για τον μικρό ναό του χωριού και έχοντας επιστρέψει από την δουλειά σχετικά κουρασμένη, η Ελοντί αποφάσισε να αναλάβει μερικές, επείγουσες δουλειές του σπιτιού, προκειμένου να είναι καθαρό. Έστρωσε το κρεβάτι σιγοτραγουδώντας έναν χαρούμενο σκοπό και κατόπιν αποφάσισε να ξεκινήσει το σφουγγάρισμα, πρώτα από τον επάνω όροφο. Έχοντας τελειώσει σχετικά γρήγορα από τα δωμάτια και με το ευχάριστο άρωμα του γιασεμιού να ποτίζει τα ρουθούνια της και να γαληνεύει την ψυχή της, ξεκίνησε τον διάδρομο, όταν όντας αφηρημένη, γλίστρησε στα νερά και έπεσε με φόρα και με την πλάτη στον τοίχο, τοποθετώντας τελευταία στιγμή για αντίσταση τα δύο της χέρια.

Παλεύοντας να σηκωθεί όπως όπως, παρατήρησε πως ο τοίχος που συνδεόταν με τον υπόλοιπο σχηματίζοντας γωνία, είχε υποχωρήσει.

΄΄ Με πόση φόρα προσγειώθηκα τελοσπάντων;΄΄ αναρωτήθηκε όταν με το χέρι της πλησίασε διστακτικά το άνοιγμα και ξεκίνησε να το ψηλαφίζει.

Βάζοντας λίγη δύναμη στα δάχτυλά της, ο τοίχος υποχώρησε κι άλλο, εμφανίζοντας ένα χαώδες και σκοτεινό άνοιγμα. Παρατώντας το σφουγγάρισμα, κινήθηκε καμπουριαστά μέχρι εκεί, όταν προς μεγάλη της έκπληξη, διαπίστωσε πως μέσα στο άνοιγμα, υπήρχαν υπόγειες, μεταλλικές σκάλες που οδηγούσαν στο πουθενά και σε άγνωστα μονοπάτια. Κοιτάζοντας για λίγο πίσω της και προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον χώρο για τυχόν θορύβους, ξεκίνησε να χτυπά ελαφρώς όλον τον τοίχο κατά μήκος του διαδρόμου, διαπιστώνοντας, πως ήταν κούφιος.

Τότε, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς ξεκίνησε να συνδέει κάποια φαινόμενα με το γεγονός πως μέσα στο σπίτι, υπήρχε ουσιαστικά και ένα δεύτερο, κρυφό. Επιστρέφοντας ξανά στο άνοιγμα, πιάστηκε από την σιδερένια κουπαστή και ξεκίνησε να κατεβαίνει αργά και με προσοχή τα σκαλοπάτια. Όσο βάθαινε η κατάβαση και το φως του διαδρόμου χανόταν, τόσο εκείνη αγωνιούσε. Συνεχίζοντας τον δρόμο, είδε λάμπες παλιές, χρυσοποίκιλτες να κοσμούν τους τοίχους γύρω της, σαν να πρόκειται για κάποιο παλιό αρχοντικό. Η σκόνη είχε κατακαθίσει σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο, όταν τα σκαλιά τελείωσαν και εκείνη βρέθηκε σε ένα υπόγειο άνοιγμα. Όταν έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, είδε χιλιάδες σκαλωσιές να οδηγούν σε διάφορα μέρη, πιθανότατα του σπιτιού. Η Ελοντί συνέχισε να προχωρά σε έναν στενόμακρο διάδρομο, όταν είδε κρεμασμένο ένα καθρέπτη, ο οποίος είχε διαλυθεί σε χιλιάδες κομμάτια, αντανακλώντας έτσι, μία στρεβλή εικόνα του προσώπου της.

Συνεχίζοντας την επικίνδυνη διαδρομή σε μία παραλλαγή της Κόλασης, καθώς ο τοίχος είχε μουντά χρώματα, ενώ σε αρκετά σημεία, έμοιαζε καμένος, η Ελοντί πρόσεξε μία απόκοσμη, βενετσιάνικη μάσκα που κρεμόταν από μία κλωστή στον τοίχο στα δεξιά της. Τότε, συνειδητοποίησε πως είχε περάσει σε ένα άλλο βασίλειο, σκοτεινό και οργισμένο. Εκείνο του Φιλίπ. Παλεύοντας να κρατήσει σταθερή ακόμη και την ανάσα της, είδε ένα τραπεζάκι μισοφαγωμένο και επάνω του μία ζωγραφιά με κάρβουνο. Μπορούσε να ξεχωρίσει αυτό το υλικό από χιλιόμετρα. Ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί, μα για όποιον ήταν δεξιοτέχνης, προσέδιδε μία ζωντάνια και μία ζεστασιά στα σκίτσα. Πάνω ακριβώς από το φτωχικό τραπεζάκι, κρεμόταν ένα μισοσπασμένο φως και η Ελοντί πλησίασε για να παρατηρήσει το σκίτσο.

Η κοπέλα που απεικονιζόταν, φορούσε το ίδιο με εκείνη φόρεμα. Για την ακρίβεια αγνάντευε τον ορίζοντα από το παράθυρο, όπως συνήθιζε να κάνει και η ίδια τα περισσότερα δειλινά που έμενε στο σπίτι.

΄΄Εγώ είμαι΄΄ σκέφτηκε κοιτάζοντας την ζωγραφιά με θαυμασμό, αλλά και φόβο. Ήταν τόσο ζωντανή, θαρρείς και έβλεπε φωτογραφία. Τη στιγμή όμως που ετοιμάστηκε να την αγγίξει, ένα χέρι της την άρπαξε στον αέρα. Μπροστά της, στεκόταν μία φιγούρα ψηλή, ντυμένη στα ολόμαυρα, της οποίας το πρόσωπο ήταν καλυμμένο με την γνωστή πλέον μάσκα, αλλά με ύφος οργισμένο αυτή τη φορά.

«Τι κάνεις εδώ; Πες μου τώρα, πώς βρέθηκες εδώ» τόνισε απειλητικά την κάθε του κουβέντα, κάνοντας την κοπέλα να τρομοκρατηθεί.

«Συ-συγγνώμη. Φιλίπ; Εσύ είσαι; Είσαι ζωντανός;» ξεκίνησε να τον ρωτά τρέμοντας.

«Συγγνώμη αν σου χάλασα το όνειρο του φαντάσματος. Τώρα όπως είσαι, θέλω να σηκωθείς και να φύγεις. Αυτό είναι το σπίτι μου και σου απαγορεύω να βρίσκεσαι εδώ. Μου αρκεί που έχεις εγκατασταθεί, εσύ και το ανυπόφορο ταίρι σου στο υπόλοιπο. Δεν ξέρω πώς στο ανάθεμα ανακάλυψες έναν από τους πολλούς δρόμους που οδηγούν εδώ κάτω, αλλά εάν τον φανερώσεις στον οποιονδήποτε, σου υπόσχομαι πως θα πάρεις μία γεύση από την οργή μου, Ελοντί» τελείωσε και εκείνη ξεκίνησε να πισωπατά.

«Φιλίπ, δεν το έκανα επίτηδες. Σφουγγάριζα και γλίστρησα και..» πήγε να πει, μα την διέκοψε.

«Γύρνα πίσω στους ζωντανούς Ελοντί. Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ κάτω. Σήμερα, θα σε πιστέψω πως πράγματι ήταν τυχαίο. Εξάλλου, κανένας μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει το σπίτι μου, το βασίλειό μου και εσύ, δεν διστάζεις να λες αλήθειες. Φύγε λοιπόν και μην ξαναγυρίσεις ποτέ, ούτε καν για να κοιτάξεις πίσω σου» τελείωσε και η κοπέλα ξεκίνησε να τρέχει ανεβαίνοντας αυτή τη φορά με εκπληκτική ταχύτητα μέχρι την κορυφή.

Πίσω της, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και ο τοίχος έκλεισε ξανά. Για λίγο, έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα, προκειμένου να αναλογιστεί, τι είχε μόλις συμβεί. Η φωνή του, είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό της, καθώς παρά τον θυμό του, η χροιά της είχε μία ζεστασιά. Επίσης, ξεκίνησε να δικαιολογεί το φαινόμενο να μπορεί να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανοίγοντας εσωτερικούς τοίχους μέσα στο σπίτι με εκπληκτική ταχύτητα. Ήταν ζωντανός, γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία, καθώς φορούσε ένα ελαφρύ άρωμα εσπεριδοειδών. Γιατί όμως προτιμούσε να τον νομίζουν όλοι πεθαμένο;

Ταραγμένη ακόμη, φόρεσε την ζακέτα της και βγήκε έξω. Η φθινοπωρινή βροχή, έκανε την μυρωδιά του εδάφους βαριά και έντονη. Τα σύννεφα ταξίδευαν σε χαμηλή απόσταση από το έδαφος και εκείνη βημάτισε μέχρι την εκκλησία. Ο Άγιος Ανδρέας καρτερούσε κάθε πονεμένη ψυχή που είχε ανάγκη από λίγη ανάπαυση. Ο πατέρας Αυγουστίνος προσευχόταν σιωπηλά και εκείνη άφησε το σώμα της να πέσει σε ένα κάθισμα.

«Θα πρέπει να είσαι η Ελοντί» άκουσε την γλυκιά φωνή του γεράκου, καθώς την πλησίαζε για να καθίσει δίπλα της. «Συννεφιασμένη σε βλέπω, όμως πες μου. Ο Άγιός μας έκανε το θαύμα του να πάρει μακριά σου, έστω και ένα βάρος;» ρώτησε ο πατέρας Αυγουστίνος καλοσυνάτα.

«Ξέρετε, ζω στο σπίτι εκείνο του θρύλου. Πρόσφατα μετακομίσαμε και...Η αλήθεια είναι πως συμβαίνουν παράξενα πράγματα» ξεκίνησε εκείνη κάνοντας τον ιερέα να την κοιτάξει χαμογελαστός.

«Παράξενα; Μα, γιατί;» ρώτησε δήθεν από άγνοια.

«Πατέρα, κρατάτε μυστικά; Νιώθω πως θέλω να μιλήσω κάπου» του είπε και εκείνος της έπιασε το χέρι με το δικό του.

«Από εδώ μέσα, τίποτε δεν δραπετεύει, εκτός από τον Φιλίπ» της είπε χαμογελαστά και εκείνη τον κοίταξε.

«Ώστε, γνωρίζετε...» πήγε να του πει.

«Φυσικά και γνωρίζω τον νεαρό Φιλίπ. Ίσως από την πρώτη στιγμή σχεδόν που ήρθε στον κόσμο. Τότε, που η γιαγιά του τον έφερε στον ναό τυλιγμένο με κάτι βρώμικες κουβέρτες, προκειμένου να μου ζητήσει αρχικά να τον αφήσει εδώ. Εγώ όμως, λυπήθηκα το νεογέννητο που με τόση ψυχρότητα είχαν αφήσει οι δικοί του γονείς. Για εμένα η εγκατάλειψη είναι αμαρτία και οι γονείς του αδικαιολόγητοι. Συμβούλεψα την γιαγιά του να το πάρει και ο Θεός θα της έδινε κουράγιο στον δύσκολο δρόμο που την καρτερούσε» ξεκίνησε την αφήγηση και η Ελοντί ένιωσε την καρδιά της να χορεύει στο στήθος της από αγωνία.

Ο ιερέας κοίταξε την Ελοντί ξεφυσώντας και η κοπέλα φάνηκε βαθιά προβληματισμένη.

«Πατέρα μου, ποιος θα μπορούσε να θεωρεί βάρος ένα μωρό; Θέλω να πω, πως τα παιδιά είναι ευλογία και από το λίγο που έχω καταλάβει, ο Φιλίπ είναι ένα άτομο προικισμένο και ιδιαίτερο. Για παράδειγμα, ζωγραφίζει υπέροχα, έχει ταλέντο σε αυτό» του είπε και ο πάτερ της έδειξε το σημείο που βρισκόταν ο Εσταυρωμένος, ψηλά στον τρούλο.

«Όλο αυτό, το ζωγράφισε εκείνος. Είχαμε την συμφωνία να έρχεται στα κρυφά, όταν τυπικά η εκκλησία ήταν κλειστή. Φυσικά του είχα εμπιστοσύνη και τον άφησα. Εξάλλου, με κάποιον μαγικό τρόπο, πάντα κατόρθωνε να βρίσκει την έξοδο» πρόφερε ο πατέρας Αυγουστίνος και οι δυο τους βάδισαν στο εσωτερικό του ναού για να θαυμάσει η κοπέλα από κοντά, το αριστούργημα με τους χιλιάδες Αγγέλους.

«Τι συνέβη πραγματικά στο χωριό;» ρώτησε τον πάτερ, ελπίζοντας πως επιτέλους θα έπαιρνε μία απάντηση.

«Συνέβη ένα φαινόμενο, γνωστό και ως ρατσισμός, που έλαβε ωστόσο μεγέθη παράνοιας. Βλέπεις οι κλειστές κοινωνίες, δεν συγχωρούν και δεν αποδέχονται ό,τι δεν καταλαβαίνουν. Ο Φιλίπ, δεν ήταν ποτέ ένα παιδί σαν όλα τα υπόλοιπα. Δεν ήταν εκείνο το γλυκό και στρουμπουλό, πάλλευκο μωράκι. Από την ημέρα που ήρθε στον κόσμο, στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένες δύο όψεις. Η Κόλαση και ο Παράδεισος. Η μία πλευρά του προσώπου του, ήταν πάντοτε παραμορφωμένη, σαν να είχε πάθει βαθιά και σοβαρά εγκαύματα. Η άλλη όψη, αντικατόπτριζε έναν πανέμορφο, νεαρό πλέον άνδρα. Ωστόσο, όταν ήταν το πολύ δύο ετών, οι γυναίκες τον κοιτούσαν περίεργα. Απέφευγαν να πλησιάσουν τη γιαγιά και το αγοράκι, ενώ κάποια παιδιά στη θέα του, έβαζαν τα κλάματα. Έκτοτε, και παρά τις δικές μου συμβουλές και τα παρακάλια, εκείνη αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο για το παιδί, να μην έρχεται σε επαφή με άλλους, ώστε να πάψουν να τον χλευάζουν εξαιτίας της εμφανισιακής του ιδιομορφίας. Μέσα από την απουσία του λοιπόν, κεντήθηκε μία ιστορία. Ο Φιλίπ, ο οποίος είχε πλήρη γνώση και κατανόηση της διαφορετικότητάς του, φοβήθηκε την ανθρώπινη επαφή, καθώς σύμφωνα και με τα λεγόμενα της γιαγιάς του, οι άνθρωποι θα του έκαναν κακό και εκείνος έπρεπε πάντοτε να ακροβατεί στις σκιές για ασφάλεια. Όπως λοιπόν καταλαβαίνεις, ύψωσε γύρω του ένα τείχος άμυνας, κυκλοφορούσε μονάχα τα βράδια, ήταν αόρατος για όλους, μα παραδόξως, όλοι τον ένιωθαν κοντά τους. Αυτό καλλιέργησε τον φόβο και την καχυποψία γύρω από το πρόσωπό του, για να οδηγηθούμε στο αποτρόπαιο συμβάν εκείνης της νύχτας. Ποτέ μου δεν πίστεψα πως ο Φιλίπ κάηκε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν προικισμένος ακροβάτης, ταχυδακτυλουργός, αίλουρος. Είχε μάθει να κινείται μαγικά ανάμεσα στον κόσμο, ώστε να μην γίνεται αντιληπτός» έκανε μία παύση καθώς η Ελοντί τον κοιτούσε άναυδη.

«Αυτό....είναι φρικτό» ψιθύρισε σχεδόν ίσα για να ακουστεί. «Κάθε άνθρωπος έχει ίσα δικαιώματα στη ζωή και αξίζει να ονειρεύεται και να ζει φυσιολογικά δίχως να τον προσδιορίζει η εξωτερική του εμφάνιση» του είπε και το πρόσωπο του ιερέα φωτίστηκε με ανακούφιση.

«Αυτός είναι και ένας λόγος που αδημονούσα να σε γνωρίσω και να σου μιλήσω. Είσαι ένα πλάσμα με φωτεινή καρδιά και ξέρεις, η καλοσύνη είναι μία δύναμη ισχυρή που πηγάζει μέσα από την ψυχή μας. Είναι αναγνωρίσιμη από χιλιόμετρα μακριά, αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά μας. Εσύ λοιπόν, μπορείς να βοηθήσεις τον Φιλίπ να δει τον εαυτό του και τον κόσμο διαφορετικά» της είπε και για λίγο εκείνη ξαφνιάστηκε.

«Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια, και για την εμπιστοσύνη που δείχνετε στο πρόσωπό μου, μα νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Πρώτον, γιατί ο Πιέρ, ο δεσμός μου, έχει δει με ιδιαίτερο φόβο και καχυποψία τον Φιλίπ, αναπτύσσοντας μία άποψη που διόλου αντιβαίνει στις απόψεις των υπόλοιπων του χωριού και δεύτερον, γιατί ο ίδιος ο Φιλίπ δεν θα έλεγα πως με συμπαθεί ιδιαίτερα. Σήμερα το πρωί, συνέβη ένα άσχημο περιστατικό. Καταλάθος, ανακάλυψα τον τόπο κατοικίας του. Είναι σαν να έχει χτίσει ένα σπίτι μέσα στο σπίτι. Έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο με σκαλωσιές και διαδρόμους που του δίνει την ευχέρεια να κινείται στους χώρους και άμεσα και κρυφά και ανενόχλητα. Αυτό του δίνει και την ιδιότητα του φαντάσματος στα μάτια των ενοικιαστών. Καθώς τον ακούνε, αλλά ποτέ δεν προλαβαίνουν να τον δουν» τελείωσε η κοπέλα και ο πατέρας Αυγουστίνος κρυφογέλασε.

«Είναι πανούργος ο μικρός. Εξαιτίας της επίθεσης που δέχτηκε από τον κόσμο, τους άφησε να πιστεύουν πως κάηκε ζωντανός, ώστε να πάρει έπειτα την εκδίκησή του με την μορφή και το θρύλο του φαντάσματος, έτσι ώστε να τους κρατά όλους σε έναν διαρκή φόβο. Σαν άνθρωπος, δεν τολμώ να τον αδικήσω, ποιος θα το έκανε άλλωστε; Σαν εκπρόσωπος όμως του Θεού, έχω να πω πως το συναίσθημα της εκδίκησης κρατά την ψυχή δέσμια και υποταγμένη σε ποταπά συναισθήματα, που την βαστούν μακριά από την αληθινή ευτυχία. Γι' αυτό σου ζητώ, αν επιθυμείς, να τον αποδεσμεύσεις εσύ από αυτόν τον φαύλο κύκλο, ώστε να αποκατασταθεί και η ηρεμία σε αυτόν τον μικρό Παράδεισο όπως αξίζει να ονομάζεται το Λουρμαρέν» τελείωσε ο ιερέας και η κοπέλα αναστέναξε.

«Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ τίποτε, όμως θα προσπαθήσω» απάντησε και χαιρετώντας τον εγκάρδια, βγήκε από την εκκλησία με προορισμό το σπίτι της, για να συναντήσει στον δρόμο της τον Ναπολεόν.

«Χαιρετώ την νέα κάτοικο του χωριού. Έχουμε βγάλει φρέσκα κρουασάν με πορτοκάλι που ξέρω πως αρέσουν και σε εσένα και στον Πιέρ» της είπε καλοσυνάτα.

«Ειλικρινά σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που μας σκεφτόσαστε με την κυρία Ναταλί. Όλα σας τα προϊόντα είναι λαχταριστά και υπέροχα. Θα περάσω λίγο αργότερα, καθώς αισθάνομαι κουρασμένη» του είπε και ο άνδρας κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά της.

«Σας θαυμάζω να ξέρετε για την υπομονή σας. Έχετε αντέξει πολύ καιρό μέσα σε εκείνη την Κόλαση. Έχω φτάσει σε σημείο να πιστεύω πως το φάντασμα σας έχει αγαπήσει. Μην εμπιστεύεστε όμως την δήθεν καλή του διάθεση. Είναι ένα πνεύμα σατανικό και μοχθηρό. Μιας που πηγαίνεις στην εκκλησία κοπέλα μου, ίσως ένας αγιασμός να σώσει αυτό το καταραμένο σπίτι και μαζί και τις ψυχές μας και το μέλλον μας που διαγράφεται ζοφερό» είπε στην κοπέλα, ωστόσο εκείνη για κάποιον λόγο δεν ήθελε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον Φιλίπ.

Προτιμούσε όλοι να τον θεωρούν νεκρό, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα τον κρατούσε ασφαλή, μακριά από τα αδηφάγα και κακόβουλα βλέμματα των ανθρώπων. Αρκέστηκε λοιπόν σε ένα αμήχανο χαμόγελο κατανόησης των λεγομένων του και περπάτησε μονάχη της μέχρι το σπίτι. Είχε περίπου μία ώρα στη διάθεσή της μέχρι να επιστρέψει ο Πιερ.

Τακτοποιώντας λίγο περισσότερο τον χώρο, ετοίμασε το μεσημεριανό γεύμα και δεν παρέλειψε να αφήσει ένα κομμάτι και για τον Φιλίπ όπως πάντα σε μία σκοτεινή γωνιά.

«Γιατί;» ήρθε μία ερώτηση έπειτα από λίγο, που αντιλάλησε στον χώρο, κάνοντάς την να χαμογελάσει «Γιατί μου αφήνεις φαγητό;» την ρώτησε ο νεαρός.

«Για να μην χρειάζεται να τριγυρνάς τα βράδια στο χωριό» του απάντησε χαμογελαστά.

«Αυτό ξέχνα το. Όλοι τους θα πληρώσουν με το πιο ακριβό νόμισμα για την συμπεριφορά τους απέναντί μου. Ωστόσο, να πεις στην φίλη σου την Ζακελίν, πως άδικα μου αφήνει φαγητό. Δεν θα το πάρω ποτέ. Το δικό της χέρι δεν πέταξε σπίρτο αναμμένο στη στέγη μου, αλλά νερό για να σβήσει την πυρκαγιά»

Ιφιγένεια Μπακογιάννη