Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 32 - μέρος 2)

Εκατό άντρες θα έμεναν πίσω για να φρουρούν το στρατόπεδο και τους ασθενείς. Δεν επαρκούσαν, αλλά ήταν όσοι μπορούσαν να διαθέσουν. Εκατό ή διακόσια σπαθιά μπορούσαν να κάνουν την διαφορά στο πεδίο της μάχης, ειδικά από τι στιγμή που οι δυνάμεις τους είχαν δεχθεί τόσο μεγάλο πλήγμα.

Αγνοώντας τις συμβουλές των ανωτέρων, ο Ντέβαν άφησε άλλους δέκα για να προστατεύουν αποκλειστικά την Κίρα. Ο Αίρυς δεν είχε ενθουσιαστεί με τις πρωτοβουλίες που είχε λάβει ο γιος του δίχως την άδεια του, ωστόσο δεν διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα. Εξάλλου, εκείνοι οι στρατιώτες δεν θα προστάτευαν μονάχα την Κίρα αλλά και τον εγγονό του. Ο Ντέβαν τους είχε διαλέξει ο ίδιος έναν- έναν, άντρες που γνώριζε από το κάστρο και εμπιστευόταν.

Φίλησε την Κίρα και τον γιο του και αναχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους για την χαράδρα. Δεν ένιωθε καλά που τους άφηνε πίσω και θα έβαζε τόσα μίλια ανάμεσα τους. Το στομάχι του είχε μετατραπεί σε έναν σφιχτό κόμπο.

Είδα και το δικό σου μέλλον, Κίρα Σέλτιγκαρ. Είναι γεμάτο πόνο και φόβο. Και πλησιάζει γρήγορα.

Όμως τι επιλογή είχε;

Το Πέρασμα του Γίγαντα ήταν ένας γκρίζος, άγονος τόπος, γεμάτος πέτρες και σκόνη. Δυο τεράστιοι βράχοι αποτελούσαν την είσοδο της χαράδρας. Έμοιαζαν με τους πυλώνες της εισόδου για το ανάκτορο ενός γίγαντα. Τα πυκνά, γκρι σύννεφα που κρεμόντουσαν χαμηλά πάνω από τα κεφάλια τους έδιναν την εντύπωση πως ο ουρανός ενωνόταν με την γη και γινόντουσαν ένα.

Ο Ντέβαν βρήκε έναν πλατύ βράχο και κάθισε. Δυνατός αέρας φυσούσε σκόνη στα μάτια του αναγκάζοντας τον να τα κρατάει μισόκλειστα. Τα μαύρα, δερμάτινα ρούχα του τον προστάτευαν από το κρύο καλύπτοντας τον από τον λαιμό μέχρι του καρπούς. Έσφιξε και ξέσφιξε τις γροθιές του για να επαναφέρει την κυκλοφορία του αίματος στα παγωμένα δάχτυλα του. Είτε φορούσε γάντια είτε όχι ποτέ δεν έκαναν διαφορά. Ο Κάσρελ και ο Έντγκαρ ήταν ντυμένοι παρόμοια, με δερμάτινα σακάκια, χοντρά μάλλινα παντελόνια, και ψηλές μπότες που έφταναν ως το γόνατο. Τα κορίτσια ήταν φορτωμένα με πλούσιες γούνες. Μονάχα ο άρχοντας-πατέρας του φορούσε πανοπλία. Οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ ήξεραν πως δεν θα την χρειαζόντουσαν στον ουρανό.

Οι στρατιώτες άρχισαν να ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω τους για να ζεσταθούν. Μικρά σακιά με φαγητό και ασκιά με νερό και κρασί περνούσαν από χέρι σε χέρι. Είχαν προλάβει να φτάσουν εγκαίρως στην είσοδο του περάσματος. Λίγες ώρες τους χώριζαν από την πανσέληνο και την αναμενόμενη μάχη. Θα τις εκμεταλλευόντουσαν για να ξεκουραστούν και να γεμίσουν τις κοιλιές τους για να έχουν δυνάμεις όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή.

Και τώρα περιμένουμε, σκέφτηκε ο Ντέβαν.

Ο Έντγκαρ ήρθε και κάθισε δίπλα του. Ο ψηλός γιακάς του σακακιού του ήταν επενδυμένος με καφέ- μαύρη γούνα που προστάτευε τον λαιμό του, όχι όμως και τα αυτιά του που είχαν κοκκινίσει. Ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα του, έμπλεξε τα δάχτυλα του και έγειρε το σώμα του προς τα μπρος.

«Πως είναι να είσαι πατέρας;» τον ρώτησε.

Η ερώτηση τον βρήκε απροετοίμαστο αφού είχε έρθει από το πουθενά. Ή ίσως κι όχι... Ο Έντγκαρ θα γινόταν πατέρας για πρώτη φορά σε λίγους μήνες. Θυμόταν πως ένιωθε εκείνος όταν η Κίρα ήταν έγκυος. Το άνχος. Τις ατελείωτες ερωτήσεις που είχε κάνει στην μητέρα του. Όλες τις φορές που εκμυστηρεύτηκε τους φόβους του στην Ορόρα. Αλλά ο Έντγκαρ δεν είχε κανέναν για να μιλήσει. Ο πατέρας του και τα αδέλφια του αγνοούσαν την ύπαρξη της Αμελί και του μωρού. Αλλά ακόμη κι αν ήξεραν, ο Ντέβαν δυσκολευόταν να φανταστεί τον θείο Γκρέγκορ να του δίνει πατρικές συμβουλές ή τον Κάσρελ να του συμπαραστέκεται.

«Είναι τρομαχτικό» του απάντησε με ειλικρίνεια. «Το να βλέπεις αυτό το μικροσκοπικό, εύθραυστο πλάσμα που εξαρτάτε από εσένα για να επιβιώσει σε παραλύει. Όταν γεννήθηκε ο Ραίγκαρ φοβόμουν να τον κρατήσω, ανησυχούσα ότι θα μου έπεφτε, ή πως θα έκανα κάποια λάθος κίνηση και θα του έβγαζα τον ώμο. Ήταν τόσο μικρούλης»

Ο Έντγκαρ δεν τον κοίταζε. Είχε καρφώσει το βλέμμα του μπροστά και βαθιές γραμμές αυλάκωναν το μέτωπο του.

«Αλλά γεμίζει την καρδιά μου με μια ζεστασιά που δεν είχα φανταστεί πως ήταν δυνατόν να νιώσει κάποιος, σαν να έχω έναν ήλιο μέσα στο στήθος μου. Όταν τον βλέπω να παίζει με την Κίρα, ή να κοιμάται ήσυχα δίχως να έχει ούτε μια έγνοια στον κόσμο, ξέροντας πως έχει κάποιον που θα τον προστατεύει ό,τι κι αν συμβεί, δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να θέλω να ζητήσω από τους Θεούς. Όταν ήμασταν στο Νιέζντιελ έκανε το πρώτο του βήμα. Ένα μικρό βήμα και νόμιζα πως το στήθος μου θα εκραγεί από την υπερηφάνεια!»

«Πως...» Οι λέξεις κόμπιαζαν στον λαιμό του, λες και ήταν άβολο να βγουν από το στόμα του. «Πως ξέρεις ότι είσαι καλός πατέρας;»

«Δεν το ξέρεις. Αυτό είναι το τρομαχτικό κομμάτι. Αλλά μη το αφήσεις να σε κρατήσει πίσω. Φρόντισε να δείχνεις στο παιδί σου ότι το αγαπάς και όλα τα υπόλοιπα θα βρουν τον δρόμο τους όταν θα έρθει η ώρα»

«Αυτό κάνεις κι εσύ; Περιμένεις ότι όλα θα βρουν τον δρόμο τους;»

Σήκωσε τους ώμου του. «Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω προς το παρών. Αλλά πιστεύω πως ο Ραίγκαρ καταλαβαίνει πόσο τον αγαπάμε εγώ και η Κίρα» Γέλασε σιγανά. «Είναι το πιο απαιτητικό μωρό που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ξέρει ότι θα του δώσουμε τα πάντα και το εκμεταλλεύεται»

Ο Έντγκαρ έμεινε σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις του. Η αλήθεια ήταν πως ο Ντέβαν δεν είχε να του πει κάτι που θα τον προετοίμαζε για τον ερχομό του παιδιού του. Ήταν κάτι που έπρεπε να το ζήσει κανείς για να το καταλάβει. Αλλά είχε εντυπωσιαστεί που ο Έντγκαρ ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Ο ξάδελφος του δεν ήταν ο χαρακτήρας που ανοιγόταν στους άλλους και μιλούσε για τα εσώψυχα του ή μοιραζόταν τους φόβους και τις ανησυχίες του. Το γεγονός ότι είχαν αυτή τη συζήτηση αποδείκνυε πόσο είχε αλλάξει τον τελευταίο καιρό.

«Ξέρεις, δυο χρόνια πριν πίστευα πως ήσουν απλά ένας αχάριστος» είπε τελικά ο Έντγκαρ. «Είχες μια θέση που όλοι θα θέλαμε στον Οίκο και πήγες να τα πετάξεις όλα για χάρη μιας γυναίκας»

«Και δεν μετανιώνω για τίποτα» του απάντησε ο Ντέβαν. «Θα τα έκανα όλα από την αρχή χωρίς δεύτερη σκέψη»

«Εγω κι ο Κάσρελ ήμασταν πεπεισμένοι πως δεν ήσουν καλά στα μυαλά σου. Καμιά γυναίκα δεν αξίζει τέτοια θυσία»

«Κάνεις λάθος, ξάδελφε» Η Κίρα άξιζε τα πάντα. Ένας τίτλος, ένας θρόνος, και μια χώρα δεν θα ήταν αρκετά για να γεμίσουν το κενό που θα άνοιγε μέσα του αν την έχανε.

Ο Έντγκαρ κοίταξε τα ενωμένα χέρια του αλλά το μυαλό του ταξίδευε κάπου μακριά. «Τώρα νομίζω πως είχες δίκιο» Πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε. «Το όνομα μας έρχεται μαζί με προνόμια που οι κοινοί άνθρωποι μπορούν μονάχα να ονειρευτούν. Μου πήρε καιρό για να το καταλάβω, αλλά τώρα βλέπω πως όλες οι ανέσεις και τα πλούτοι είναι κενά. Δεν με κάνουν ευτυχισμένο. Αλλά η Αμελί με κάνει» Σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. «Της ζήτησα να με παντρευτεί»

Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Για χρόνια, άρχοντες από όλες τις μεριές της Ναβίντια προήλαυναν τις κόρες τους μπροστά στον Κάσρελ και τον Έντγκαρ, με την ελπίδα ότι θα συγγένευαν με τον Οίκο τον Ντρόγκομιρ. Όσο όμορφα, έξυπνα, ή ταλαντούχα κι αν ήταν τα κορίτσια ή όση προίκα κι αν τους έταζαν οι φιλόδοξοι πατεράδες τους τα δυο αδέλφια αρνιόντουσαν έστω και να σκεφτούν την πιθανότητα.

Και τώρα ο Έντγκαρ του ανακοίνωνε πως σκόπευε να δέσει τη ζωή του με τη ζωή μιας γυναίκας υπό το βλέμμα των Θεών- με τη θέληση του και δίχως επιρροές.

«Συγχαρητήρια» ήταν το μόνο που σκέφτηκε να του πει. «Ειλικρινά χαίρομαι για 'σένα και για την Αμελί»

«Κανένας άλλος δεν το ξέρει. Είσαι ο πρώτος που το μαθαίνει. Αν το πω στον άρχοντα-πατέρα μου θα διαφωνήσει. Ο Κάσρελ θα επικρίνει την επιλογή μου και θα μου πει ότι ετοιμάζομαι να κάνω το πιο ηλίθιο λάθος της ζωής μου. Γιατί να δεσμευτώ με μια γυναίκα ενώ υπάρχουν τόσες εκεί έξω; Η Κάλικ θα με σκοτώσει επειδή δεν της είπα νωρίτερα ότι θα γίνει θεία. Αλλά δεν με ενδιαφέρει τίποτα από αυτά. Νιώθω πως αυτό που κάνω είναι το σωστό και αυτό είναι το μόνο που μετράει»

«Έτσι είναι» συμφώνησε ο Ντέβαν. «Η Αμελί είναι μια αξιόλογη κοπέλα. Βλέπω πόσο σε έχει αλλάξει, και το λέω καλοπροαίρετα»

Αν οι Θεοί ήταν σπλαχνικοί μαζί τους θα έστελναν μια κοπέλα και στον δρόμο του Κάσρελ που θα βελτίωνε και τον δικό του χαρακτήρα.

«Άρα έχω τις ευλογίες σου, Άρχοντα μου;»

Η μέρα που κάποιος θα τον αποκαλούσε «Άρχοντα» είχε έρθει πιο γρήγορα απ' όσο υπολόγιζε. Η σιγουριά του Έντγκαρ ότι θα τα κατάφερνε ήταν συγκινητική.

«Τις έχεις» του είπε και τον χτύπησε στην πλάτη. «Τώρα κράτα το στόμα σου κλειστό πριν μας ακούσει κανείς και το αναφέρει στον άρχοντα-πατέρα μου. Συγκεντρώσου σε αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Μετά θα γυρίσουμε και οι δυο στις οικογένειες μας»



Η πανσέληνος ήρθε και πέρασε αλλά ο στρατός της Νταχάρας ήταν άφαντος. Οι στρατιώτες ήταν άυπνοι και νευρικοί, αφού όλη τη νύχτα περίμεναν μια επίθεση που δεν είχε έρθει ποτέ.

Ο Νάριαν έβγαλε ένα μικρό πουγκί από κόκκινο δέρμα μέσα από το σακάκι του. Ο Ντέβαν το αναγνώρισε. Κάποτε ανήκε στον θείο Τρίσταν. Μέσα στο πουγκί φύλαγε κομματάκια από δρακοκόκαλο, που το καθένα τους είχε σκαλισμένο πάνω του ένα ρούνικο σύμβολο. Ο θείος του τα πρόσεχε λες και ήταν χρυσάφι. Όταν ήταν μικρά ο Νάριαν τα έπαιρνε και έπαιζε μαζί τους παριστάνοντας ότι μπορούσε να δει το μέλλον και έδινε «προφητείες» στα ξαδέρφια του. Στην πραγματικότητα αυτοί οι ρούνοι δεν είχαν την ικανότητα να προβλέψουν το μέλλον. Σκοπός τους ήταν να σου προσφέρουν καθοδήγηση σε μια δύσκολη στιγμή.

Ο Νάριαν έσκαψε μια ρηχή τρύπα στο σκληρό έδαφος, ακούμπησε μέσα το πουγκί, και ψιθύρισε: «Δείξε μου αυτό που είναι κρυμμένο»

Το πουγκί έπιασε φωτιά. Οι φλόγες, μπλε και απόκοσμες, κατασπάραξαν το δέρμα και άφησαν πίσω τους τα οστά. Ο Νάριαν κοίταξε έντονα τις ομάδες που σχημάτιζαν οι ρούνοι, αποκωδικοποιώντας τα μηνύματα που του αποκάλυπταν. Τα ξανθά φρύδια του έσμιξαν σε μια δυσοίωνη έκφραση.

«Δεν υπάρχει κανείς εδώ. Είμαστε μόνοι μας στην χαράδρα»

«Δηλαδή ο Κάσσιαν έκανε λάθος;» ρώτησε η Ορόρα.

«Έτσι φαίνεται»

«Δεν καταλαβαίνω...» μουρμούρισε η Νερίσσα. Από όλους τους, ήταν εκείνη που είχε δείξει την περισσότερη πίστη στις ικανότητες του μάγου.

«Επιστρέφουμε στο στρατόπεδο!» φώναξε ο Αίρυς και οι στρατηγοί άρχισαν να γαβγίζουν διαταγές στους στρατιώτες. Δεν τους πήρε πολύ χρόνο για να ετοιμαστούν. Δεν είχαν φέρει μαζί τους ούτε σκηνές, ούτε προμήθειες, μονάχα τα απαραίτητα για μια μάχη που απ΄ ότι φαίνεται δεν ήταν γραφτό να γίνει σήμερα.

«Θα γυρίσω πετώντας στο στρατόπεδο» ενημέρωσε την αδελφή του. Δεν είχε λόγο να περιμένει να γυρίσει έφιππος μαζί με τους στρατιώτες. Εφόσον ο κίνδυνος αποδείχθηκε αναληθής η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη.

Η Ορόρα ένευσε καταφατικά. «Θα έρθω μαζί σου»

«Νάριαν!» φώναξε στον ξάδερφο του. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας»

Ένα κακό προαίσθημα είχε φωλιάσει στο στομάχι του. Ήθελε να πάει κοντά στην Κίρα και τον γιο του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είχαν αφήσει το στρατόπεδο με ελλιπή φύλαξη χωρίς λόγο. Ήταν πολύ περίεργος να δει τι δικαιολογία θα τους έδινε ο Κάσσιαν για αυτό.

Με την άκρη του ματιού του είδε τα ξανθά κεφάλια του Νάριαν και της Νερίσσας να πλησιάζουν. Χωρίς να χάσει στιγμή άρχισε να μεταμορφώνετε. Το γνώριμο τράβηγμα στα κόκαλα του απλώθηκε σε ολόκληρο το κορμί του καθώς τα οστά του γινόντουσαν πιο ελαστικά για να επιμηκυνθούν και να αναδιαμορφωθούν. Το μαλακό δέρμα αντικαταστάθηκε από διαμαντένιες μαύρες φολίδες. Κοφτερά δόντια ξεφύτρωσαν από τα ούλα του και τα δάχτυλα του, που μπορούσαν να σκαλίσουν ένα κομμάτι ξύλο με τόση λεπτομέρεια, μετατράπηκαν σε γαμψά νύχια που μπορούσαν να κόψουν έναν άνθρωπο στα δυο. Ο άνθρωπος χάθηκε και έδωσε τη θέση του στο θηρίο. Άνοιξε τα φτερά του, αφήνοντας τον βοριά να φουσκώσει τις μεμβράνες του, σαν πανιά ενός πλοίου. Ο στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν τρομαγμένοι μακριά από τον δρόμο του καθώς ο μαύρος δράκος απογειώθηκε.

Διήνυσαν την απόσταση από το Πέρασμα του Γίγαντα μέχρι το στρατόπεδο πολύ πιο γρήγορα από την πρώτη φορά. Το μεσημέρι αργούσε ακόμα όταν έφτασαν στον προορισμό τους.

Μια μικρή ομάδα αντρών που είχε δει τους τρεις δράκους να καταφτάνουν τους περίμενε όταν προσγειώθηκαν. Όμως δεν ήταν οποιοιδήποτε άντρες. Ήταν οι φρουροί που είχε διαλέξει ο Ντέβαν για να προστατεύουν την Κίρα.

«Γιατί είστε εδώ;» απαίτησε να μάθει αμέσως μόλις επέστρεψε στην ανθρώπινη μορφή του και ήταν ξανά σε θέση να αρθρώσει λέξεις. Τους είχε δώσει σαφής οδηγίες να μην απομακρυνθούν από το πλευρό της Κίρας. «Που είναι ο Κάσσιαν;»

Οι στρατιώτες αντάλλαξαν νευρικές ματιές μεταξύ τους.

«Άρχοντα μου...» είπε ο Ντέιβιντ, ένας από τους άντρες που υπηρετούσε στο κάστρο και ο Ντέβαν τον γνώριζε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Τα λόγια του ήταν διστακτικά, η στάση του φοβισμένη. Δεν χρειαζόταν κάποιο άλλο σημάδι για να καταλάβει πως κάτι άσχημο είχε συμβεί. «Προσπαθήσαμε να σας ειδοποιήσουμε αλλά κάθε φορά που κάποιος από εμάς προσπαθούσε να βγει από το στρατόπεδο ήταν λες και έπεφτε πάνω σε ένα αόρατο τοίχος»

«Που είναι η Κίρα;» Ας είναι καλά, προσευχήθηκε σε όλους τους Θεούς που ήξερε. Δεν τους είχε ζητήσει πολλά πράγματα στη ζωή του οπότε όφειλαν να τον ακούσουν.

«Ο μάγος μας αιφνιδίασε. Προσπαθήσαμε να τον σταματήσουμε, αλλά... Εξαφανίστηκε προτού προλάβουμε να αντιδράσουμε. Και...» Το βλέμμα του χαμήλωσε, σαν να μην άντεχε να αντικρίσει τον νεαρό άρχοντα που είχε απογοητεύσει. «Πήρε την αρχόντισσα Σέλτιγκαρ μαζί του»

Ο Ντέβαν δεν άκουσε τίποτα άλλο. Το αίμα σφυροκοπούσε τόσο δυνατά στα αυτιά του που έπνιγε κάθε άλλο ήχο. Άφησε τους στρατιώτες και τους συγγενείς του να στέκονται εκεί και άρχισε να τρέχει λες οι δαίμονες όλων των Κολάσεων ήταν στο κατόπι του.

Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια. Την είχε αφήσει μόνο για μια μέρα. Γιατί την άφησα μόνη; Τον είχε παρακαλέσει να την αφήσει να μείνει μαζί του. Του είχε πει πως μαζί ήταν πιο δυνατοί. Κι εκείνος την είχε αφήσει.

Φρουροί ήταν παρατεταγμένοι έξω από τη σκηνή όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η γυναίκα του και το παιδί του. Κανένας δεν μιλούσε, τα πρόσωπα τους ήταν σοβαρά. Άκουσε τον Ραίγκαρ να κλαίει και όρμησε μέσα στη σκηνή, περιμένοντας να αντικρίσει το χειρότερο.

Ο γιος του καθόταν στο έδαφος, πάνω σε έναν κόκκινο μανδύα, στη μέση ενός κύκλου από ρούνους. Ο αγαπημένος του δράκος ήταν πεσμένος δίπλα του αλλά δεν τον άγγιζε. Δάκρυα έτρεχαν πάνω στα αφράτα μάγουλα του που είχαν γίνει κατακόκκινα από το κλάμα.

Ο Ντέβαν άπλωσε τα χέρια του για να σηκώσει το παιδί του και άκουσε έναν από τους στρατιώτες -δεν ήξερε ποιον- να του φωνάζει να μην το κάνει, αλλά η προειδοποίηση του ήρθε αργά. Ένας ημι-διαφανής θόλος εμφανίστηκε γύρω από το παιδί. Πόνος απλώθηκε στα χέρια του Ντέβαν, ψηλά μέχρι τους ώμους του, λες και τον είχαν χτυπήσει μικροί κεραυνοί. Τινάχτηκε πίσω μορφάζοντας. «Τι είναι αυτό;»

«Κάποιου είδους φράγματος, άρχοντα μου» τον ενημέρωσαν. «Προσπαθήσαμε να βγάλουμε το παιδί από μέσα αλλά κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει»

Η Ορόρα, μαζί με την Νερίσσα και τον Νάριαν μπήκαν στην σκηνή. Η Νερίσσα κοίταξε τον Ραίγκαρ που έκλεγε μέσα στον κύκλο, και τον Ντέβαν που κόντευε να χάσει το μυαλό του με την εξαφάνιση της Κίρας.

«Μα τους Θεούς...» ψιθύρισε και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. «Ντέβαν, λυπάμαι. Λυπάμαι τόσο πολύ. Εγώ φταίω... Εγώ είμαι αυτή που έφερε τον Κάσσιαν και σου είπε να τον εμπιστευτείς»

Ο Ντέβαν την αγνόησε, όχι επειδή την θεωρούσε υπεύθυνη για τις πράξεις του μάγου, αλλά επειδή δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις τύψεις της εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε τους ρούνους που περικύκλωναν τον γιο του. Τα χρυσά του μάτια γυάλιζαν με μίσος. «Τι έχει κάνει στο παιδί μου;» γρύλισε οργισμένα.

«Τίποτα» έσπευσε να τον διαβεβαιώσει ο Νάριαν και βγήκε μπροστά. «Δεν του έκανε τίποτα» Πέρασε το χέρι του μπροστά από τον αόρατο θόλο και τα σύμβολα ξεθώριασαν και εξαφανίστηκαν, λες και ήταν καμωμένα από στάχτη που σκορπούσε στον άνεμο.

Η Ορόρα έτρεξε να πάρει το παιδί και άρχισε να τον κουνάει απαλά για να τον ηρεμίσει. Δεν είχε τραύματα ή κάτι άλλο που να υπονοούσε ότι ο Κάσσιαν του είχε κάνει κακό.

«Αυτό ήταν ένας κύκλος προστασίας» τους εξήγησε ο Νάριαν. «Έχει σκοπό να προστατεύσει, όπως λέει και το όνομα του, όχι να βλάψει»

«Γιατί ο Κάσσιαν να πάρει την Κίρα;» αναρωτήθηκε η Ορόρα. «Αν συνεργάζεται με τους Ρίχακ ο Ραίγκαρ θα ήταν πιο λογικός στόχος αλλά όχι μόνο τον άφησε πίσω, έφτιαξε και έναν κύκλο προστασίας για να τον κρατήσει ασφαλή»

«Μας έστειλε να κυνηγήσουμε φαντάσματα για να μας απομακρύνει από το στρατόπεδο» μονολόγησε ο Ντέβαν, προσπάθειας να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. «Είπε ότι δεν έχει εμπειρία στη μάχη για να τον αφήσουμε πίσω» Αλλά αυτό ήταν γελοίο. Ένας μάγος δεν χρειαζόταν να είναι πολεμιστής για να φανεί χρήσιμος στο πεδίο της μάχης. Ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτα εκεί που πήγαιναν. «Από την αρχή σκόπευε να μας προδώσει. Αλλά αν δούλευε για τους Ρίχακ... Δεν βγάζει νόημα. Η απουσία μας ήταν η ιδανική ευκαιρία για να επιτεθούν στο στρατόπεδο. Θα μπορούσαν να είχαν σφάξει τους μισούς μας στρατιώτες χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Είναι άρρωστοι, δεν θα μπορούσαν να αμυνθούν»

Μα όλοι τους ήταν ζωντανοί και στη θέση τους. Όλοι εκτός από την Κίρα.

Πρώτη φορά ήθελε να κάνει κακό σε κάποιον, πραγματικό κακό. Να προκαλέσει πόνο, να βασανίσει. Αν ο Κάσσιαν είχε πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Κίρας ορκιζόταν πως όταν θα τελείωνε μαζί του δεν θα έμεναν αρκετά κομμάτια του για να τον θάψουν. Ήξερε ήδη πως όταν θα άκουγε τις κραυγές του, τις ικεσίες του να του χαρίσει τη ζωή, δεν θα ένιωθε κανέναν οίκτο. Κανένα συναίσθημα. Η συνειδητοποίηση ήταν τρομαχτική αλλά ταυτόχρονα ο νεαρός άρχοντας ένιωθε και προσμονή. Ήθελε να βρει τον μάγο και να τον κάνει να υποφέρει.

«Άρα ο Κάσσιαν μπήκε σε τόσο κόπο για να μπορέσει να αρπάξει την Κίρα ανενόχλητος;» κατέληξε η Ορόρα.

«Αλλά γιατί;» Κοίταξε τον γιο του που έκλαιγε στην αγκαλιά της. Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του, ώστε να κάνει κάτι με τα χέρια του και να μη κρέμονται άχρηστα στο πλάι, τραβώντας τις ρίζες. Ο πόνος στο κρανίο του ήταν οξύς αλλά τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί. «Τι μπορεί να θέλει από εκείνη;»

Η Νερίσσα έκανε ένα βήμα μπροστά. «Νομίζω πως ξέρω».

Φαίη