Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 2) - Το σπίτι μου και το σπίτι σου

Κάποιες φορές, οι μάσκες είναι φτιαγμένες από καλό και ανθεκτικό υλικό. Δεν γλιστρούν εύκολα, δεν χάνονται, αλλά παραμένουν καλύπτοντας πράξεις ειδεχθείς, πράξεις προδοσίας. Σε μία σχέση που φαινόταν ιδανική, όπως εκείνη της Ελοντί και του Πιέρ, τα ψέματα είχαν εισβάλει και γιγαντώνονταν, καθώς λέγονταν αδιάκοπα προκειμένου να καλύψουν τις πράξεις. Ο Πιέρ λοιπόν, τελείωνε κάθε μέρα την δουλειά του, γύρω στις έξι η ώρα το απόγευμα. Την ώρα που ο ήλιος κόντευε να χαθεί στους αχανείς λόφους της γαλλικής επαρχίας. Ήταν διαπρεπής στον τομέα του και αυτό ήταν κάτι που δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Η Ατζέλικα από την άλλη, διέθετε ένα μικρό μαγαζί με χειροποίητα κοσμήματα όπου δούλευε τα πρωινά, την ώρα που η κόρη της ήταν στο σχολείο. Είχε γοητευτεί ιδιαιτέρως από την ελκυστική εμφάνιση του νεαρού και παρά το γεγονός πως είχε προσπαθήσει να το ξεπεράσει και να το καλύψει, η συνεχής παρουσία του κοντά στην δουλειά της και η καθημερινή οπτική τους επαφή, δεν της το επέτρεπαν.

Έτσι, ένα απόγευμα και λίγο πριν κλείσει το μαγαζί της για να παραλάβει την μικρή από το σχολείο, τον σταμάτησε δήθεν τυχαία και ξεκίνησε να κουβεντιάζει μαζί του, αρχικά θίγοντας το θέμα της διαμονής τους σε εκείνο το φρικαλέο σπίτι. Όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνος ανταποκρίθηκε χαροποιώντας την ιδιαίτερα, καθώς επιπλέον φάνηκε να συμμερίζεται απόλυτα τις απόψεις του χωριού περί επικινδυνότητας του συγκεκριμένου προσώπου- φάντασμα, για το οποίο όλοι μιλούσαν, αλλά κανείς και ποτέ δεν είχε δει. Της εξομολογήθηκε πως η στάση της Ελοντί η απαθής, τον είχε κουράσει καθώς η κοπέλα δεν νοιαζόταν για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Η Ατζέλικα όλη εκείνη την ώρα άκουγε με προσοχή, αφομοιώνοντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε και ζυγίζοντας την κατάσταση, ώστε να βρει την ρωγμή εκείνη που θα την βοηθούσε να εισβάλει ανάμεσα στο ζευγάρι. Και την βρήκε στο σημείο που τον ξεκούραζε και τον κρατούσε μακριά από τα γεγονότα του σπιτιού. Το βράδυ της επίθεσης που δέχτηκε η Ελοντί, οι δυο τους είχαν ολοκληρώσει την σχέση τους. Αυτός ήταν και ο λόγος καθυστέρησης του Πιέρ, αλλά και της εμφανούς αδιαφορίας του απέναντι στην κοπέλα του. Μπορεί να την αγαπούσε σαν άνθρωπο, αλλά το ερωτικό στοιχείο μέσα του για εκείνη, λίγο λίγο κατέρρεε.

Η κρυφή τους ωστόσο σχέση, είχε γίνει απόλυτα αντιληπτή από τον Φιλίπ, ο οποίος είχε καταλάβει την απουσία του Πιέρ και είχε σπεύσει να βοηθήσει την Ελοντί. Ωστόσο, όλο αυτό δεν είχε αντίκτυπο μονάχα στο ζευγάρι. Η Ατζέλικα απουσίαζε αρκετές ώρες από το σπίτι, ζητώντας από μία ηλικιωμένη γειτόνισσα να της προσέχει την Απολλίν, ενώ πολλές φορές την έπαιρνε ο ύπνος και το κοριτσάκι έμενε νηστικό. Το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και εκείνο το βράδυ. Η μητέρα της έλειπε και η Απολλίν καθόταν μονάχη της κοντά στο παράθυρο και κοιτούσε τα φώτα του στενοσόκακου. Προκειμένου να αποφύγει μία πιθανή διένεξη με την μητέρα της, πήρε στα κρυφά το μπουφάν και ανοίγοντας την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν, ώστε να αποφύγει να γίνει αντιληπτή από την γηραιά γειτόνισσα, βγήκε έξω μονάχη της, έχοντας ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού της τον κίνδυνο που καραδοκούσε στα κρυφά και σκοτεινά μέρη του τόπου εκείνου.

Η πείνα είχε κάνει μερική κατάληψη στο μυαλό της, ωστόσο το συναίσθημα της απογοήτευσης ήταν ισχυρότερο. Η μητέρα της, έκανε κρυφά την ζωή της παραμελώντας την. Το πέπλο της νύχτας δεν την τρόμαζε καθόλου, ενώ μία μικρή λίμνη, σχετικά έξω από το χωριό, ήταν το καταφύγιό της. Με αβέβαια βήματα, προχώρησε μέχρι την όχθη και εκεί έκατσε οκλαδόν. Στο παιδικό της μυαλό, στριφογυρνούσε η εικόνα του πατέρα της. Τον θυμόταν πολύ αμυδρά, καθώς είχε φύγει από την ζωή όταν ήταν μικρό κοριτσάκι περίπου τεσσάρων χρονών. Θυμόταν πάντως πως την αγαπούσε και την νοιαζόταν, πως της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, πως λάτρευε να της διαβάζει παραμύθια και πολλές φορές να εφευρίσκει δικά του. Ήταν ο πιο γλυκός πατέρας που θα μπορούσε να έχει μία κόρη. Αντιθέτως η μητέρα της, ήταν πιο ψυχρή χωρίς να σημαίνει πως η σχέση τους ήταν άσχημη. Της έλειπε ωστόσο το βάθος και η ουσία του δεσίματός της με τον πατέρα της.

Έχοντας πάρει ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί από το σπίτι, έφτιαξε ένα καραβάκι. Ένα καραβάκι μέσα στο οποίο είχε γράψει σκέψεις δικές της, αφήνοντάς το να το παρασύρει το ρεύμα της λίμνης και ίσως να το μεταφέρει στην ψυχή του πατέρα της. Δάκρυα σιωπηλά κύλησαν από τα ολοστρόγγυλα μάτια της, όταν είδε να καθρεπτίζεται στην κρυστάλλινη επιφάνεια των υδάτων, μία σκιώδης μορφή.

«Φιλίπ;» πρόφερε η μικρή η οποία εξακολουθούσε να στέκει με μάτια βουρκωμένα.

Η μαυροφορεμένη φιγούρα πλησίασε σιωπηλή και γονάτισε μπροστά της. Μονάχα τα υπέροχα, κυανά της μάτια είχε σε κοινή θέα. Η Απολλίν όμως, δεν κουβαλούσε τη δεύτερη σκέψη των μεγάλων. Ο,τι ένιωθε, σαν παιδί, το εξέφραζε δίχως να φοβάται. Καθώς ο Φιλίπ έστεκε μπροστά της, με το ένα του χέρι σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.

«Γιατί ποτέ σου δεν δείχνεις το πρόσωπό σου;» τον ρώτησε και εκείνος για λίγο σάστισε.

Οι κινήσεις του έγιναν κάπως νευρικές και αμήχανες, ωστόσο ήξερε πως μπροστά του έχει ένα κοριτσάκι και όχι μία γυναίκα που ρωτά από καθαρό κακοπροαίρετο ίσως κουτσομπολιό. Ξερόβηξε λίγο προτού απαντήσει και για πρώτη φορά, σε αυτόν τον μικρό άνθρωπο, ήθελε να είναι ειλικρινής.

«Γιατί, δεν είμαι όμορφος» της είπε και το κοριτσάκι συνοφρυώθηκε.

«Τι σημαίνει ομορφιά;» τον ρώτησε δυσκολεύοντάς τον ακόμη περισσότερο.

«Εσύ για παράδειγμα, είσαι όμορφη. Τα μεγάλα μάτια σου, τα μακριά μαλλιά σου, το χαμόγελό σου..» ξεκίνησε να της απαριθμεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την έκαναν όμορφη.

Η Απολλίν χαμογέλασε και του είπε :

«Τότε και εσύ είσαι όμορφος γιατί έχεις πολύ όμορφα μάτια και εγώ σε συμπαθώ πολύ γιατί ξέρω πως είσαι καλός. Νομίζω πως αυτά είναι αρκετά για να είναι κάποιος όμορφος»

«Γνωρίζεις την ιστορία του κωδωνοκρούστη της Παναγίας των Παρισίων;» την ρώτησε και ένευσε θετικά.

«Φυσικά! Όλοι την γνωρίζουν» του απάντησε

«Λοιπόν, ώρες ώρες νιώθω, πως ταυτίζομαι απόλυτα με τον Κουασιμόδο. Όπως εκείνος ένιωθε αποδεκτός μονάχα μέσα στον ναό, όπως εκείνον τον εγκατέλειψαν οι γονείς του, εξαιτίας της δυσμορφίας του, έτσι έκαναν και με εμένα. Με άφησαν γιατί πολύ απλά δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη ενός παιδιού διαφορετικού. Δεν θα άντεχαν στην ιδέα πως όλος ο κόσμος θα με κοιτούσε με αηδία, ή και με οίκτο. Έτσι, με ανέλαβε η γιαγιά μου, αν και από όσο μπορούσα να καταλάβω, ήμουν και για εκείνη βάρος. Συγγνώμη που σου μιλώ έτσι, μα ένα παιδί θεωρώ πως πρέπει να το αντιμετωπίζεις με ειλικρίνεια» της είπε και η μικρή κατσούφιασε.

«Η μαμά μου, μου λέει ψέματα» του είπε κάπως κοφτά.

«Στον εαυτό της τα λέει για να τον δικαιολογήσει. Η μαμά σου σε αγαπάει, απλώς μερικές φορές οι μεγάλοι κάνουμε λάθη και μη γνωρίζοντας πώς να τα διορθώσουμε, τα αφήνουμε και γίνονται χειρότερα» της απάντησε.

«Θέλω να σε δω» του είπε άξαφνα η μικρή. «Θέλω να δω το πρόσωπό σου. Ξέρεις, η κουκούλα είναι κουραστική νομίζω» ξεφύσησε και ο Φιλίπ κατέβασε το βλέμμα. «Δεν θα σε κρίνω. Ίσως ούτε και οι άλλοι. Αυτό όμως δεν θα το μάθεις, αν δεν προσπαθήσεις» είπε το κοριτσάκι και ο Φιλίπ αναστενάζοντας ξεκίνησε με πολύ μεγάλη δυσκολία να κατεβάζει την κουκούλα.

Όλη αυτή η τόσο σύντομη διαδικασία που θαρρείς και για εκείνον κράτησε αιώνα, τον έφερε αντιμέτωπο με τους φόβους και τον πανικό κάνοντας τα χέρια του σχεδόν να τρέμουν. Η μικρή ωστόσο, πήρε τα χέρια του στα δικά της βοηθώντας τον να κατεβάσουν μαζί την κάλυψή του και χαμογελώντας του γλυκά, όταν επιτέλους φάνηκε το πρόσωπό του ολόκληρο, δίχως την παραμικρή πλέον κάλυψη. Ο Φιλίπ, έμεινε να την κοιτάζει ξέπνοα, απορώντας με το θάρρος της να αντικρίζει μέσα στη νύχτα ένα τέρας και να μην αντιδρά καθόλου.

«Εγώ δεν βλέπω τίποτε το άσχημο. Σε ευχαριστώ πολύ που μου έκανες παρέα απόψε. Θα φύγω όμως, γιατί πεινάω πολύ και η κυρία που με προσέχει κοιμήθηκε και με ξέχασε» του είπε και εκείνος την πλησίασε.

«Αν θέλεις, μπορώ να σε βάλω στο σπίτι από μία είσοδο που μονάχα εγώ γνωρίζω. Έχω μπόλικο φαγητό να σου δώσω να πάρεις μαζί σου» της είπε.

«Αν έχεις κλέψει το μεσημεριανό της κυρίας που μένει απέναντί μας, τότε ναι. Είχε κοτόπουλο στο φούρνο και από το πρωί μου είχε σπάσει τη μύτη» του ψιθύρισε και γέλασαν.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη