Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 35)

Κίρα

Η μέρα είχε έρθει.

Παρακολούθησε τον Ντέβαν να δένει τα κορδόνια του δερμάτινου πουκαμίσου του και στη συνέχεια να σκύβει για να πιάσει τον θώρακα της πανοπλίας του.

«Άσε με να σε βοηθήσω» του είπε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, αφήνοντας τον Ραίγκαρ να παίζει με τα παιχνίδια του, και πήγε κοντά του. Τα κόκαλα της διαμαρτυρήθηκαν και έστειλαν μικρές σουβλιές πόνου στις αρθρώσεις της λες και ήταν γριά γυναίκα. Είχε καταφέρει να σηκωθεί μόλις την προηγούμενη μέρα και η Ντεσμέρα της είχε πει να μείνει στο κρεβάτι μέχρι να αναρρώσει πλήρως.

Αλλά δεν μπορούσε να μείνει αδρανής. Όχι σήμερα.

Ο Ντέβαν πέρασε τον θώρακα πάνω από το κεφάλι του και η Κίρα καταπιάστηκε με τα λουριά. Τα έδεσε αρκετά σφιχτά ώστε να σιγουρευτεί πως η πανοπλία θα έμενε σταθερή στη θέση της αλλά φρόντισε να αφήσει αρκετό χώρο για να μη περιορίζει τις κινήσεις του.

«Που είναι τα περιβραχιόνια;» τον ρώτησε.

«Πάνω στη συρταριέρα»

Έσπευσε να τα φέρει. Ήταν κρύα και βαριά μέσα στα χέρια της. Ήταν καλό μέταλλο, ικανό να ανακόψει μανιασμένες επιθέσεις από σπαθιά κατά τη διάρκεια της μάχης. Μόνο που ο Ντέβαν δεν σκόπευε να έρθει αντιμέτωπος με ανθρώπινα όπλα.

«Μπορώ να το κάνω» της είπε.

«Το ξέρω» Του έδωσε το ένα περιβραχιόνιο και εστίασε όλη της την προσοχή στο να δέσει σωστά το δεύτερο γύρω από το δεξί του χέρι. Είχε ανάγκη να απασχολήσει τα χέρια της με κάτι αλλιώς φοβόταν πως θα άρχιζαν να τρέμουν. «Αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να βοηθήσω» Ίσως όχι ο μοναδικός τρόπος, αλλά δεν είπε τίποτα. «Εξάλλου...» πήρε και το άλλο περιβραχιόνιο «...όταν νικήσεις θέλω να μπορώ να πω ότι συνέβαλλα κι εγώ, έστω και με κάτι μικρό. Έτοιμος»

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και τον θαύμασε. Η πανοπλία του ήταν καλυμμένη με μαύρες φολίδες, περασμένες με σμάλτο που τις έκανε να αστράφτουν. Ο σιδηρουργός που την έφτιαξε είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Ήταν εντυπωσιακή μέσα στην απλότητα της. Τον έκανε να μοιάζει με άντρα και δράκο ταυτόχρονα. Έδειχνε έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο.

Το μόνο που έλειπε ήταν το σπαθί του. Της είχε εξηγήσει ότι θεωρούνταν προσβολή για την τιμή ενός Ντρόγκομιρ να θεωρηθεί ότι εξαρτάτε από το ατσάλι για να τον προστατεύσει, γι' αυτόν τον λόγο οι Άρχοντες δεν κρατούσαν όπλα στις επίσημες ακροάσεις.

Ή σε μια αναμέτρηση για τον θρόνο.

«Ακούγεσαι πολύ σίγουρη ότι εγώ θα νικήσω» παρατήρησε ο Ντέβαν.

«Φυσικά και είμαι σίγουρη» Παρόλο που μέσα της έτρεμε. Βοηθήστε τον, προσευχήθηκε σε όποιον θεό άκουγε. «Στο τέλος αυτής της μέρας θα είσαι ο Άρχοντας της Ναβίντιας»

«Και πως σου ακούγεται αυτός ο τίτλος;» την ρώτησε προσεχτικά. Μια σπίθα αβεβαιότητας άστραφτε μέσα στα χρυσαφένια μάτια του. Η Κίρα είχε περάσει όλη της τη ζωή μισώντας έναν Άρχοντα, ένας άλλος είχε ξεκινήσει την σφαγή της οικογένειας της, και πολλοί είχαν ακολουθήσει τα βήματα του.

Ακούμπησε το ένα της χέρι στον ώμο του και το άλλο πάνω στο στήθος του, και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, αυτές τις φωτεινές κεχριμπαρένιες λίμνες που την είχαν μαγέψει την πρώτη φορά που είχε εμφανιστεί απρόσκλητος στο δωμάτιο της. «Ντέβαν Ντρόγκομιρ, δεν με ενδιαφέρει ο τίτλος σου. Το μόνο που με νοιάζει είναι η καρδιά σου» Αυτή η μεγάλη, αγνή καρδιά που ήταν γεμάτη ζεστασιά και καλοσύνη.

Τι περίεργα παιχνίδια που έπαιζε η μοίρα. Όταν τον πρωτογνώρισε ήταν αποφασισμένη να τον μισήσει. Είχε μεγαλώσει ακούγοντας για τις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει οι Ντρόγκομιρ ενάντια στην οικογένεια της, πίστευε πως κι εκείνος θα ήταν ένας δολοφόνος, ένα αδίστακτο τέρας σαν κι εκείνα που είχαν εισβάλει στο σπίτι της όταν ήταν έντεκα χρονών και είχαν σκοτώσει τον πατέρα της. Και όσο έβλεπε πως δεν ήταν αυτό που περίμενε τόσο περισσότερο προσπαθούσε αναγκάσει τον εαυτό της να τον μισήσει αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε πραγματικά.

Εκείνο το αγόρι που είχε έρθει με σκοπό να πάρει την ζωή της είχε καταλήξει να πάρει την καρδιά της. Της έδειξε μέρη και πράγματα που είχε δει μονάχα μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Της έδωσε μια οικογένεια που δεν είχε τολμήσει να παραδεχθεί ούτε στον εαυτό της ότι ήθελε επειδή πίστευε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να την έχει. Της είχε σώσει την ζωή. Ήταν περήφανη που στεκόταν δίπλα του και πίστευε πως αν ο πατέρας και η μητέρα της μπορούσαν να τους δουν από τους ουρανούς θα ήταν χαρούμενοι για εκείνη.

«Μπορείς να κάνεις αυτή τη χώρα ένα καλύτερο μέρος» του είπε. «Πιστεύω σε εσένα»

«Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι»

Η Κίρα τεντώθηκε στις άκρες των ποδιών της και τον φίλησε. Τα χείλη του αγκάλιαζαν τα δικά της, βελούδινα απαλά, σαν να ήξεραν ότι ανήκαν μαζί. Τα φιλί ξεκίνησε αργά, σαν να είχαν όλο το χρόνο του κόσμου στη διάθεση τους, αλλά σύντομα έγινε έντονο και έστειλε λευκές σπίθες μέσα στις φλέβες της. Τα χέρια της μπλέχτηκαν μέσα στα μαύρα μαλλιά του και τον τράβηξαν πιο κοντά. Η γεύση του ήταν μεθυστική σαν γλυκό κρασί. Όσο κι αν τον φιλούσε δεν θα την χόρταινε, μονάχα θα την έκανε να θέλει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο...

Πίεσε τον εαυτό της να κάνει ένα βήμα πίσω. Κάθε ίνα του κορμιού της διαμαρτυρήθηκε που έχασε την ζεστασιά του. Τα χείλη τους χωρίστηκαν αλλά έμειναν να απέχουν μονάχα μία ανάσα.

«Κάνε αυτό που πρέπει και μετά γύρνα κοντά μας» του είπε ξέπνοα. Ήθελε να τον φιλήσει ξανά αλλά δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να τον αφήσει.

Βοηθήστε τον. Θα είναι καλύτερος από τον πατέρα του.

Πήγε στον Ραίγκαρ. Το μωρό καθόταν στο κρεβάτι και δάγκωνε το φυλαχτό του, μουρμουρίζοντας μικρές συλλαβές όπως μα και τα. Τον σήκωσε και τον στερέωσε στον γοφό της. Ο Ραίγκαρ άφησε το φυλαχτό και άρχισε να τραβάει την λευκόγκριζη γούνα που ήταν επενδυμένη στο μπροστινό μέρος του φορέματος της. Το υλικό γλίστρησε μέσα από τα μικρά δάχτυλα του προκαλώντας τον εκνευρισμό του.

Ο Ντέβαν πήγε κοντά τους και χάιδεψε τον κεφαλάκι του γιου τους. Ο Ραίγκαρ έπιασε το χέρι του και το περιεργάστηκε ενδιαφέρων. «Να προσέχεις την μητέρα σου»

Θα προστατεύσεις κάποιον σήμερα, μικρό μου, σκέφτηκε η Κίρα. Αλλά όχι εμένα.

«Πρέπει να φύγω»

«Θα έρθω μαζί σου»

«Ίσως είναι καλύτερα να μείνεις εδώ»

«Δεν υπάρχει περίπτωση» δήλωσε. «Θα είμαι δίπλα σου» Αν έμενε στη σκηνή θα έχανε το μυαλό της από την αγωνία μέχρι να μάθει την έκβαση της μάχης.

«Πολύ καλά» είπε ο Ντέβαν. Την ξάφνιασε λίγο το πόσο γρήγορα συμφώνησε. Ίσως να ήξερε πως η Κίρα δεν σκόπευε να υποχωρήσει. Ή μπορεί κι εκείνος να ήθελε να έχει την οικογένεια του κοντά του για να παίρνει κουράγιο. «Μείνε κοντά στους δικούς μου φρουρούς. Αν ξεσπάσει ένταση βρες την Ορόρα»

Η Κίρα ένευσε καταφατικά. «Θα το κάνω. Μην ανησυχείς για εμάς. Μείνε συγκεντρωμένος στον στόχο σου»

Αφήστε αυτό που προσπαθώ να κάνω να πετύχει, έκανε μια τελευταία παράκληση.

Η Ορόρα και η Ντεσμέρα τους περίμεναν έξω από την σκηνή. Η Ντεσμέρα τους πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του γιου της. Για τα δικά της δεδομένα, αυτό ισοδυναμούσε με αγκαλιά. Η Κίρα ένιωθε ευγνώμων για την παρουσία της. Όχι μονάχα επειδή είχε βοηθήσει εκείνη, αλλά επειδή θα μπορούσε να βοηθήσει τον Ντέβαν αν τα πράγματα γινόντουσαν άσχημα. Ήξερε πόσο δύσκολο της ήταν να βρίσκεται κοντά στους Ντρόγκομιρ κι όμως είχε κάνει όλη τη διαδρομή από το Δάσος των Ψιθύρων μέχρι το στρατόπεδο και παρέμενε εκεί για χάρη τους.

Η Ντεσμέρα κοίταξε την Κίρα και πήρε μια αποδοκιμαστική έκφραση. «Θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι»

Η κοπέλα στριφογύρισε τα γκρίζα μάτια της. «Μη μου φέρεσαι λες και είμαι παιδί, Ντεσμέρα. Είμαι καλά» Αυτό δεν ήταν εντελώς αλήθεια. Ένιωθε μια δυσάρεστη αδυναμία που την έκανε να θέλει να ξαπλώσει. Το κρεβάτι και τα μαξιλάρια την προσκαλούσαν. Μικρές ζαλάδες ερχόντουσαν από το πουθενά και το στομάχι της γύριζε λες και χόρευε μέσα στην κοιλιά της. Αλλά αφού τα πόδια της την κρατούσαν θα ήταν εκεί για να στηρίξει τον Ντέβαν.

«Τουλάχιστον άσε εμένα να κρατήσω τον εγγονό μου» είπε η Ντεσμέρα και η Κίρα της έδωσε τον Ραίγκαρ.

«Είσαι έτοιμος;» ρώτησε η Ορόρα τον αδελφό της.

Ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά. «Ναι»

Χιόνι είχε πέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ένα απαλό, λευκό στρώμα είχε σκεπάσει τις σκηνές. Το στρατόπεδο ήταν ασυνήθιστα... ακίνητο. Ακόμα και ο άνεμος είχε σωπάσει λες και ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του. Στρατιώτες τους κοίταζαν με περιέργεια στο βλέμμα τους καθώς περνούσαν, σαν να μην ήξεραν αν έπρεπε να ακολουθήσουν ή να τρέξουν να βρουν κρυψώνα. Ο Ντέβαν χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού ορισμένους που γνώριζε και είχαν ανταλλάξει κουβέντες. Μερικά νεαρά αγόρια ξεθάρρεψαν και άρχισαν να βαδίζουν πίσω τους. Ωραία, σκέφτηκε η Κίρα. Χρειαζόντουσαν μάρτυρες.

Οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ τους περίμεναν στον άδειο χώρο στο κέντρο του στρατοπέδου. Μόνο δυο έλειπαν, ο Αίρυς και ο Γκρέγκορ. Όμως δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η μεγάλη κόκκινη σκηνή άνοιξε και ο Άρχοντας των Ντρόγκομιρ βγήκε έξω, ακολουθημένος από τον αδελφό του και τους συμβούλους του.

Η Νερίσσα και ο Νάριαν απομακρύνθηκαν από τα ξαδέρφια τους και πήγαν και στάθηκαν πίσω από τον Ντέβαν. Ήταν γνωστό πως η αφοσίωση πως η αφοσίωση τους δεν ανήκε στον Αίρυς αλλά μια τέτοια κίνηση είχε διαφορετική βαρύτητα μέσα στους τοίχους του κάστρου και διαφορετική μπροστά στα μάτια εκατοντάδων στρατιωτών που είχαν σχηματίσει έναν τεράστιο κύκλο γύρω τους.

Ο Ντέιβιντ, ο Τομ, και οι υπόλοιποι φρουροί του Ντέβαν ξεχώρισαν από την μάζα και πήραν θέση κοντά στην Κίρα. Η τελευταία φορά που τους είδε ήταν χθες, όταν ήρθαν στην σκηνή της για να της ζητήσουν συγνώμη επειδή απέτυχαν να την προστατεύσουν. Ξέροντας τον Ντέβαν ήταν σίγουρη πως δεν τους είχε επιβάλει κάποια σκληρή τιμωρία. Και παρόλο που κι εκείνη είχε προσπαθήσει να τους διαβεβαιώσει ότι δεν τους θεωρούσε υπεύθυνους για αυτό που είχε συμβεί έβλεπε στο βλέμμα τους την πληγωμένη περηφάνια τους. Τώρα όμως υπήρχε μια νέα αποφασιστικότητα στην στάση τους καθώς έπαιρναν στρατηγικές θέσεις γύρω από την Κίρα, την Ντεσμέρα και την Ορόρα, σχηματίζοντας έναν διακριτικό τοίχο γύρω τους. Δεν θα αποτύχαιναν ξανά.

Ο Ντεβαν προχώρησε μπροστά.Το βάδισμα του ήταν αρχοντικό και σίγουρο. Ο Αίρυς μιμήθηκε την κίνηση.

Το ψυχρό γαλάζιο βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στον γιο του, κοφτερό και εξεταστικό, μελετώντας την επίσημη αμφίεση του. «Περίμενα να έρθεις να με βρεις νωρίτερα» Η φωνή του ήταν σταθερή και η έκφραση του σίγουρη. Ήξερε για πιο λόγο βρισκόταν εκεί ο γιος του κι όμως δεν ανησυχούσε ούτε στο ελάχιστο. «Με απογοητεύεις, Ντέβαν»

«Δεν θα είναι η πρώτη φορά» αποκρίθηκε το αγόρι. Οι λέξεις ήταν καλυμμένες με ψυχρή αποδοχή. Είχε σταματήσει να προσπαθεί να γίνει ο γιος που ήθελε ο Αίρυς εδώ και πολύ καιρό.

«Μπορείς ακόμα να κάνεις πίσω. Σταμάτα να ακούς τις σειρήνες που ψιθυρίζουν στα αυτιά σου» Έριξε ένα αιχμηρό βλέμμα προς το μέρος όπου στεκόντουσαν οι τρεις γυναίκες. «Ο δρόμος που ετοιμάζεσαι να πάρεις δεν έχει επιστροφή»

Ο Ντέβαν ήταν αμετακίνητος. Τα λόγια του Αίρυς δεν τον τρόμαζαν. «Καταχράστηκες την εξουσία σου, πατέρα»

Η φωνή του ήχησε καθαρά μέσα στην αλλόκοτη σιωπή που είχε απλωθεί στο στρατόπεδο. Ήταν λες και οι παρευρισκόμενοι κρατούσαν την ανάσα τους. Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω στους δυο άντρες: Τον έναν που κρατούσε στα χέρια του την εξουσία και τον άλλο που την διεκδικούσε.

«Άφησες τις προσωπικές σου φιλοδοξίες να σε τυφλώσουν και αδιαφορείς για το καλό του λαού σου» συνέχισε ο Ντέβαν. «Δεν σου αξίζει να είσαι ο Άρχοντας τους»

Ο Αίρυς άφησε ένα μικρό, ειρωνικό γέλιο. «Και νομίζεις ότι εσύ μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα;» τον χλεύασε. «Οι προδότες που στέκονται πίσω σου και οι συναναστροφές σου με τις μάγισσες σου έχουν φουσκώσει τα μυαλά, αλλά μη γελιέσαι, δεν σου προσφέρουν καμία δύναμη»

Εκεί ήταν το λάθος του Αίρυς. Ένας σωστός ηγέτης ήταν κάποιος που οι άνθρωποι θαύμαζαν και ήταν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν. Και το έκαναν επειδή το ήθελαν, όχι επειδή τους εξανάγκαζαν με φόβο και απειλές. Ο Αίρυς Ντρόγκομιρ δεν το είχε αυτό.

«Επειδή είσαι ο μοναχογιός μου είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω αυτή την προσβολή. Θα αποποιηθείς όλους σου τους τίτλους και θα φύγεις από την Ναβίντια. Μπορείς να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί με τις μάγισσες που τόσο εκτιμάς, ή όπου αλλού σε οδηγήσουν οι Θεοί. Αυτός ο τόπος θα είναι απαγορευμένος για 'σένα»

«Αυτό είναι εξωφρενικό!» φώναξε η Κίρα. Πως τολμούσε να προτείνει κάτι τέτοιο;

«Αν φύγει ο Ντέβαν τότε ποιον θα ονομάσεις διάδοχο σου;» τον προκάλεσε η Ορόρα. Όλοι ήξεραν πως ένας Οίκος χωρίς μέλλον ήταν ένας ξοφλημένος Οίκος. «Τον Κάσρελ; Ή μήπως τον Έντγκαρ;»

Παρά την απόσταση που τους χώριζε η Κίρα διέκρινε την λάμψη στα μάτια του Αίρυς καθώς το βλέμμα του μετατοπίστηκε και στάθηκε για λίγες στιγμές πάνω στον Ραίγκαρ. Το νόημα που κρυβόταν πίσω από αυτό το βλέμμα έκανε την Κίρα να παγώσει. «Υπάρχουν κι άλλες επιλογές» απάντησε στην κόρη του.

«Ποτέ!» φώναξε η Κίρα. Μπήκε μπροστά στην Ντεσμέρα και το μωρό της. «Ποτέ δεν θα τον πάρεις» ορκίστηκε.

«Θα το δούμε αυτό»

«Θα μείνεις μακριά από την οικογένεια μου» τον προειδοποίησε ο Ντέβαν. «Οι μέρες που μπορούσες να μας εκφοβίσεις τελείωσαν»

«Να υποθέσω ότι αρνείσαι την γενναιόδωρη προσφορά μου»

«Αφού την θεωρείς γενναιόδωρη...» επανέλαβε την λέξη με μια γερή δόση ειρωνείας. «...θα σου κάνω την ίδια προσφορά και θα σε αφήσω να παραδώσεις τους τίτλους σου δίχως μάχη αν το επιλέξεις»

Το στόμα του Αίρυς κύρτωσε στις άκρες σχηματίζοντας ένα μικροσκοπικό χαμόγελο, τα μάτια του γυάλιζαν όπως της γάτας που ήταν έτοιμη να φάει το σπουργίτι. Έλυσε τη ζώνη του σπαθιού του και ο Γκρέγκορ έσπευσε να το πάρει από το χέρι του αδελφού του.

«Να θυμάσαι ότι ήμουν πρόθυμος να σου δείξω έλεος και το αρνήθηκες»

Οι δυο άντες μεταμορφώθηκαν. Ο ανοιχτός χώρος περιορίστηκε σημαντικά από το μέγεθος των δυο δράκων, αναγκάζοντας τους στρατιώτες να κάνουν προς τα πίσω για να απομακρυνθούν από τα θηρία.

Ο Αίρυς ήταν τεράστιος. Ο Ντέβαν έμοιαζε με παιδί μπροστά του. Δυο κέρατα ξεπρόβαλλαν από την κάθε πλευρά του κεφαλιού του. Τα σαγόνια του μισάνοιξαν απειλητικά αποκαλύπτοντας σειρές από δόντια που έκοβαν σαν στιλέτα. Το στήθος του ήταν πιο φαρδύ, μια συμπαγής μάζα από μύες, καλυμμένο με ασημένιες φολίδες που άστραφταν στον ήλιο σαν διαμάντια. Αλλά δεν ήταν λείες σαν τις μαύρες φολίδες του Ντέβαν. Οι φολίδες του Αίρυς ήταν τραχιές, σαν σπασμένα γυαλιά. Αν κάποιος επιχειρούσε να περάσει το χέρι του από πάνω τους θα κατακρεουργούσαν την παλάμη του. Η ουρά του ήταν πιο μακριά και ογκώδης, στολισμένη με οστέινα καρφιά που μπορούσαν να τσακίσουν κόκαλα. Τα γαμψά νύχια του είχαν κιτρινίσει από τα χρόνια αλλά ακόμα τρυπούσαν σαν δόρατα.

Οι δυο δράκοι χτύπησαν τα φτερά τους, στέλνοντας κύματα αέρα που μαστίγωσαν όσους βρισκόντουσαν στις πρώτες σειρές, και σηκώθηκαν στον ουρανό.

Ο Αίρυς ανέπτυξε ταχύτητα, ξεπερνώντας τον γιο του. Στάθηκε από πάνω του και άνοιξε διάπλατα τα ασημένια. Ήταν τόσο μεγάλα που σου έδιναν την εντύπωση ότι απλωνόντουσαν για μίλια, ικανά να ξεπεράσουν σε ταχύτητα θύελλες.

Ο φόβος έκανε την ανάσα της Κίρας να σκαλώσει στον λαιμό της. Ο Ντέβαν θα τα καταφέρει, επανέλαβε ξανά και ξανά μέσα στις σκέψεις της για να τον ξορκίσει.

Ο ασημένιος δράκος μείνε ακίνητος, δίνοντας την ευκαιρία στον μαύρο να υψωθεί στο δικό του επίπεδο. Ισορρόπησαν στον αέρα αφήνοντας μια απόσταση δεκαπέντε μέτρων ανάμεσα τους. Οι άκρες των φολιδωτών ουρών τους κουνιόντουσαν απειλητικά πέρα-δώθε και άγριοι βρυχηθμοί έβγαιναν από τους λαιμούς τους.

Η Κίρα φαντάστηκε χρυσά και γαλάζια φιδίσια μάτια να έχουν κλειδώσει σε μια σιωπηλή μάχη για κυριαρχία. Πατέρας και γιος προσπαθούσαν να υποτάξουν ο ένας τον άλλο στη θέληση του και να τον κάνει να υποχωρήσει. Η ατμόσφαιρα έτριζε με ενέργεια και στατικό ηλεκτρισμό. Βαριά, γκρίζα σύννεφα κρεμόντουσαν δυσοίωνα από πάνω τους. Ερχόταν καταιγίδα.

Χωρίς προειδοποίηση -τουλάχιστον στα αυτιά της Κίρας- ο Αίρυς έκανε μια απότομη στροφή προς τα δεξιά και το κεφάλι του βρέθηκε πάνω από τον λαιμό του Ντέβαν. Ο μικρότερος δράκος βούτηξε μπροστά, κρατώντας τα φτερά του κολλημένα στο σώμα του, αποφεύγοντας την επίθεση. Γύρισε ανάποδα και τα νύχια του έγδαραν την κοιλιά του Αίρυς καθώς περνούσε από κάτω του. Κόκκινες σταγόνες έπεσαν από τον ουρανό σαν ψιλή βροχή.

Ο ασημένιος δράκος άφησε έναν βρυχηθμό γεμάτο καυτή οργή και μανία που πάγωσε το αίμα όλων όσων παρακολουθούσαν. Επιτέθηκε στον Ντέβαν με απίστευτη ταχύτητα, σκίζοντας τον ουρανό σαν πεφταστέρι. Οι δυο δράκοι συγκρούστηκαν, ένας στρόβιλος από οψιδιανό και ασήμι που άρχισε να πέφτει από τον ουρανό. Ο Αίρυς πάλευε σαν λυσσασμένος σκύλος. Γρατζουνούσε τον Ντέβαν με τα μπροστινά του νύχια στο κεφάλι, στον θώρακα, σε όποιο σημείο μπορούσε να βρει πρόσβαση, ενώ ταυτόχρονα τον κοπανούσε με τα πελώρια φτερά του. Κατάφερε ένα χτύπημα στο δεξί φτερό του ανοίγοντας μια πληγή τριάντα εκατοστών στην ευαίσθητη μεμβράνη.

Η Κίρα μόρφασε λες και τα νύχια του ασημένιου δράκου είχαν σκίσει το δικό της δέρμα, σαν να μοιραζόντουσαν τον ίδιο πόνο. Κράτησε τα γκρίζα μάτια της καρφωμένα στον ουρανό και έσφιξε τις γροθιές της. Τα νύχια της χάραξαν ματωμένα μισοφέγγαρα στις παλάμες της.

Με ένα άγριο μουγκρητό, ο μαύρος δράκος έφερε μπροστά τα πισινά του πόδια και κλότσησε τον ασημένιο στην πληγωμένη κοιλιά του, πετώντας τον από πάνω του.

Η Κίρα άκουσε την Ορόρα να ξεφυσάει ανακουφισμένη δίπλα της.

Χτύπησε τα φτερά του και ανέκτησε το χαμένο ύψος. Άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς σύννεφα, με τον μεγαλύτερο δράκο να τον καταδιώκει. Η Κίρα τους παρακολούθησε να εξαφανίζονται μέσα στην γκρίζα μάζα.

Που είστε; Που είστε;

Η απάντηση ήρθε με την μορφή των δυο δράκων που έπεσαν μέσα από τα σύννεφα μπλεγμένη σε μια μπάλα. Υγρασία είχε κολλήσει πάνω στις φολίδες τους. Ένα ασημένιο πόδι εμφανίστηκε γύρω από τον αριστερό ώμο του Ντέβαν και τον γράπωσε με ματωμένα νύχια, ξεσκίζοντας τις πανέμορφες μαύρες φολίδες και τη μαλακή σάρκα από κάτω. Η πονεμένη, γεμάτη αγωνία κραυγή που άφησε τράνταξε την ψυχή της Κίρας.

Όλος αέρας έφυγε από τα πνευμόνια της. Τα παγωμένα χέρια του τρόμου έσφιξαν την καρδιά της.

Ο Ντέβαν τίναξε τον λαιμό του σαν φίδι, τα σαγόνια του άρπαξαν το δεξί φτερό του Αίρυς και δάγκωσαν δυνατά. Η κραυγή του ασημένιου δράκου ακούστηκε σαν κεραυνός που έπεφτε, μαρτυρώντας πως αν το φτερό δεν είχε σπάσει τότε σίγουρα είχε υποστεί σοβαρή ζημιά

Οι δυο δράκοι χωρίστηκαν. Ήταν αδύνατον να παραμείνουν στον αέρα. Τα τραύματα τους ήταν βαριά και τους ανάγκαζαν να επιστρέψουν στο έδαφος.

Η κάθοδος του Αίρυς ήταν ασταθής. Κάθε κίνηση των φτερών του ήταν τραχιά και κοπιαστική, αλλά ταυτόχρονα προσεχτική και πειθαρχημένη. Ήταν εμφανές πως γνώριζε από τραυματισμούς στο πεδίο της μάχης. Μάζεψε το αριστερό φτερό του αλλά άφησε το τραυματισμένο απλωμένο. Ο Ντέβαν προσγειώθηκε πολύ πιο ομαλά αλλά απέφυγε να πατήσει το μπροστινό αριστερό πόδι του στο έδαφος για να μην χειροτερέψει το τραύμα του. Έτρεμε σύγκορμος σαν τραυματισμένο ζώο. Η πληγή έδειχνε πολύ χειρότερη από κοντά: Τα νύχια του Αίρυς είχαν κόψει τον μυ, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το κόκαλο. Αίμα ανέβλυζε και έτρεχε σαν ρυάκι πάνω στις φολίδες τους.

Το χιόνι κάτω από τους δυο δράκους είχε βαφτεί κόκκινο.

Η Κίρα γύρισε προς το μέρος της Ντεσμέρας. «Βοήθησε τον» την ικέτεψε.

«Δεν μπορώ» απάντησε η Θεραπεύτρια. Τα κεχριμπαρένια μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στους δυο δράκους που στεκόντουσαν αντιμέτωποι και ζύγιζαν ο ένας τον άλλο. Η Κίρα διάβασε στο πρόσωπο της την επιθυμία της να τρέξει κοντά στον γιο της. «Δεν επιτρέπετε να επέμβει κανείς μέχρι να τελειώσει η μάχη»

Ο Ντέβαν όρμηξε στον Αίρυς και οι δυο δράκοι κυλίστηκαν στο έδαφος αφήνοντας ματωμένα αποτυπώματα στο χιόνι. Οι στρατιώτες έσπευσαν να τρέξουν προς τα πίσω μη τυχόν και βρεθούν στον δρόμο τους. Ο ήχος από νύχια που έτριζαν πάνω σε φολίδες ήταν ανατριχιαστικός. Ο Ντέβαν δάγκωσε τον Αίρυς στο πίσω μέρος του λαιμού και τον κράτησε εκεί. Ο ασημένιος δράκος ούρλιαζε και χτυπιόταν λυσσασμένα, σαν ψάρι που είχε πιαστεί στο αγκίστρι. Τίναξε την πανίσχυρη ουρά του και χτύπησε τον Ντέβαν στα πλευρά, πετώντας τον από πάνω του. Τα οστέινα καρφιά άνοιξαν μια σειρά από νέες πληγές κατά μήκος των πλευρών του Ντέβαν.

Και οι δυο δράκοι ανάσαιναν βαριά. Τόσο πολύ αίμα, σκέφτηκε έντρομη η Κίρα. Αν η μάχη δεν τελείωνε σύντομα, αν δεν σκότωναν ο ένας τον άλλο, θα τους σκότωνε η αιμορραγία.

Ο Αίρυς έπεσε πάνω στον Ντέβαν. Χτύπησαν το έδαφος με τέτοια δύναμη που η γη σείστηκε. Ο ασημένιος δράκος βρέθηκε πάνω από τον μαύρο. Τον άρπαξε από τα πλευρά, βυθίζοντας τα νύχια του στους μηρούς του και κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Ο μαύρος δράκος άφησε έναν θρηνητικό ήχο που έκανε τα γόνατα της Κίρας να κοπούν.

Τα χέρια της Ορόρας βρέθηκαν γύρω της, σταθεροποιώντας την και κρατώντας την όρθια. Αν δεν ήταν εκείνη η Κίρα θα είχε σωριαστεί στο παγωμένο έδαφος.

«Να είσαι δυνατή» ψιθύρισε στο αυτί της. Η αγωνία στο πρόσωπο της πρόδιδε τον φόβο που προσπαθούσε να κρύψει.

Ο Αίρυς βούτηξε το κεφάλι του μπροστά και άρπαξε στα σαγόνια του τον λαιμό του Ντέβαν κοντά στη βάση του, έτοιμος να τσακίσει τον αυχένα του.

Ο φρικτός ήχος του σπασίματος και τα ουρλιαχτά απόλυτης οδύνης που θα τον ακολουθούσαν δεν ακούστηκαν ποτέ.

Ο Αίρυς γλίστρησε από την ράχη του Ντέβαν, απελευθερώνοντας τον, και παραπάτησε στο πλάι. Τα ασταθή πόδια του λύγισαν κάτω από το βάρος του και ο ασημένιος δράκος βρέθηκε πεσμένος στο χιόνι. Αν οι δράκοι μπορούσαν να μεθύσουν το αποτέλεσμα θα ήταν κάπως έτσι, σκέφτηκε η Κίρα. Τίναξε το κεφάλι του πέρα- δώθε σαν να τον ενοχλούσε μια επίμονη μέλισσα.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ντέβαν και των παρευρισκομένων ο Αίρυς Ντρόγκομιρ επέστρεψε στην ανθρώπινη μορφή του. Οι πάντες σώπασαν. Η Κίρα άκουγε για πρώτη φορά τέτοια απόλυτη ησυχία σε ένα μέρος γεμάτο με εκατοντάδες άτομα. Ο Αίρυς κοίταξε σοκαρισμένος τα ανθρώπινα χέρια του με τη σύγχυση να είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.

Ο Ντέβαν άλλαξε. Έσφιξε τα δόντια του και έπιασε το αριστερό του μπράτσο για να επιθεωρήσει την πληγή. Ο ώμος του αιμορραγούσαν βαριά. Η Ντεσμέρα έδωσε γρήγορα τον Ραίγκαρ στην Ορόρα. Έπιασε τη φούστα του φορέματος της και έτρεξε κοντά στον γιο της.

«Οι Θεοί τον καταράστηκαν!» φώναξε η Κίρα και η φωνή της έσκισε την σιωπή σαν βέλος. Σήκωσε το χέρι της και έδειξε τον Αίρυς. «Κοιτάξτε! Του πήραν τις δυνάμεις του»

Ψίθυροι ξέσπασαν γύρω τους. Οι φωνές των αντρών ήταν σιγανές λες και δεν ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσαν να μην σχολιάσουν αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους.

Ο Αίρυς τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος της. Η έκπληξη άρχισε να καθαρίζει από το βλέμμα του και τα μάτια του στένεψαν. «Τι έκανες, άτιμη;» Αν τα λόγια ήταν στιλέτα και μπορούσαν να σκοτώσουν τότε η Κίρα θα ήταν σίγουρα νεκρή.

«Εγώ;» Ακούστηκε ειλικρινά ξαφνιασμένη με την κατηγορία. «Είσαι Μεταμορφιστής και εγώ είμαι απλά ένα κορίτσι δίχως στάλα μαγεία στο αίμα μου. Τι στην ευχή θα μπορούσα να σου κάνω εγώ;»

Η ανησυχία που είχε τυλίξει το στρατόπεδο ήταν αισθητή στην ατμόσφαιρα. Βλέμματα γεμάτα περιέργεια κοίταζαν μια εκείνη και μια τον Αίρυς. Κοιτάξτε με, σκέφτηκε η κοπέλα. Είμαι άκακη. Το να υπονοεί πως είχε τα μέσα να τον βλάψει ήταν γελοίο. Οι ψίθυροι δυνάμωσαν. Η Κίρα ξεχώρισε μερικές σκόρπιες φράσεις:

Ο Άρχοντας έχει χάσει το μυαλό του

Δεν μπορεί να μεταμορφωθεί

Καταραμένος από τους Θεούς, επαναλάμβαναν τα λόγια της.

Με την άκρη του ματιού της είδε την Ορόρα να την παρατηρεί εξεταστικά, σαν να προσπαθούσε να ανακαλύψει αν έκρυβε κάτι.

«Μην μου λες ψέματα!» βρόντηξε ο Αίρυς και κινήθηκε προς το μέρος της. Παρά τα τραύματα που αιμορραγούσαν στο στομάχι του και τον τρόπο που το δεξί του χέρι κρεμόταν περίεργα ήταν αξιοσημείωτα γρήγορος. «Εσύ και ο γιος μου συνωμοτήσατε εναντίον μου»

«Ο αδελφός μου δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο!» τον υπερασπίστηκε η Ορόρα. «Ο Ντέβαν Ντρόγκομιρ είναι ένας έντιμος άντρας με αρχές και όλοι το γνωρίζουν αυτό»

Οι φρουροί του Ντέβαν μπήκαν μπροστά του πριν προλάβει να φτάσει την Κίρα, σχηματίζοντας έναν τοίχο μπροστά της.

«Κάν' τε στην άκρη» γάβγισε ο Αίρυς.

«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό» αποκρίθηκε ανέκφραστα ο Ντέιβιντ, λες και δεν είχε μπροστά του τον άντρα που του έδινε εντολές όλα αυτά τα χρόνια.

«Το να κατηγορείς τον Ντέβαν για απάτη είναι το πιο εξωφρενικό ψέμα που θα μπορούσε να έχει ειπωθεί» είπε η Κίρα. «Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε κόλπο για να πάρει τον θρόνο. Δεν είναι σαν εσένα»

Και πράγματι, ο Ντέβαν δεν θα συμφωνούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο.

Γι' αυτό η Κίρα είχε κρατήσει κρυφή την συμφωνία της με τον Κάσσιαν. Δεν ήταν οι Θεοί εκείνοι που είχαν καταραστεί τον Αίρυς αλλά ένας μάγος που ξεπλήρωνε μια χάρη.

«Μπορείς να επαναφέρεις την κατάρα των Ντρόγκομιρ;» είχε ψιθυρίσει στο αυτί του, προσεχτικά για να μην τους ακούσει ο Ντέβαν που στεκόταν παραδίπλα. Η Νιλάι είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο σε εκείνο ακριβώς το ξέφωτο άρα μπορούσε να γίνει. «Μόνο για τον Αίρυς» διευκρίνισε. «Και αυτή τη φορά, να είναι μη αναστρέψιμο»

Αλλά αυτό ήταν ένα μυστικό που θα έμενε ανάμεσα σε εκείνη και τον Κάσσιαν. Της είχε πει ότι μπορούσε να το κάνει και είχε κρατήσει τον λόγο του. Η ανακούφιση που ένιωσε η Κίρα όταν ο Αίρυς ελευθέρωσε τον Ντέβαν και επέστρεψε στην ανθρώπινη μορφή του ήταν τόσο έντονη που ήθελε να κλάψει. Ευχήθηκε να τον ξαναδεί μια μέρα για να μπορέσει να τον ευχαριστήσει.

Το βλέμμα του Αίρυς διασταυρώθηκε με της Κίρας. Τα μάτια του έκαιγαν σαν πυρωμένα κάρβουνα. «Έπρεπε να σε είχα σκοτώσει πριν από χρόνια. Από τη μέρα που μπήκες στον δρόμο μας μονάχα δεινά έφερες στον Οίκο μου»

«Τολμάς να κατηγορείς εμένα;» αντεγύρησε οργισμένα η Κίρα. «Σκότωσες τον πατέρα μου. Η μητέρα μου πέθανε από την θλίψη της εξαιτίας σου. Ήσουν έτοιμος να σκοτώσεις και εμένα στην Αρχαία Πόλη! Και έχεις το θράσος να λες πως εγώ προκάλεσα δεινά σε εσένα; Τα δεινά που σε βρήκαν τα προκάλεσες μόνος σου. Ανάγκασες την σύζυγο σου να φύγει. Χώρισες μια μητέρα από τα παιδιά της. Εξόρισες την κόρη σου. Έφτασες στο σημείο να απειλήσεις μια έγκυο για να χειραγωγήσεις τον ανιψιό σου»

«Φύγετε από μπροστά μου αλλιώς θα το μετανιώσετε» απείλησε τους φρουρούς αλλά οι άντρες ήταν αμετακίνητοι. Φλέβες παλλόντουσαν στο μέτωπο και τον λαιμό του. Η βαθιά ανάσα του σχημάτιζε συννεφάκια μπροστά στο πρόσωπο του. Αν ήταν σαν τους δράκους των παραμυθιών -τους πραγματικούς δράκους, όχι τους Μεταμορφιστές- αυτά τα συννεφάκια θα ήταν καπνός και τώρα θα ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την πύρινη ανάσα τους πάνω του. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που στεκόντουσαν τα ανίψια του. «Κάσρελ! Έντγκαρ!» διέταξε. «Σκοτώστε αυτούς τους προδότες»

Ο Έντγκαρ έπιασε το μπράτσο του αδελφού του για να τον κρατήσει πίσω, παρόλο που και ο Κάσρελ έδειχνε διστακτικός να υπακούσει την εντολή. Το πρόσωπο του Έντγκαρ ήταν σκληρό. «Απείλησες την Αμελί και το αγέννητο παιδί μου» του θύμισε.

Η Κάλικ κοίταξε σαστισμένη τον αδελφό της. Τα σμαραγδένια μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα. «Έχεις παιδί;» Ο Κάσρελ που στεκόταν στην άλλη πλευρά του Έντγκαρ είχε μια παρόμοια έκφραση.

«Μια κόρη» παραδέχθηκε ο Έντγκαρ. «Θα γεννηθεί σε λίγους μήνες»

Η μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα κοίταξε τον Αίρυς με ένα βλέμμα που υποσχόταν άσχημα πράγματα. Η Κίρα δεν την είχε ξαναδεί να κοιτάζει κανέναν με αυτό τον τρόπο. «Απείλησες το αίμα του αδελφού μου; Το δικό σου αίμα;»

Ο Κάσρελ ήταν έξαλλος. «Έτσι ανταμείβεις την πίστη και την υπακοή μας; Απειλώντας την ίδια σου την οικογένεια;»

«Βλέπεται ποιος είναι ο άντρας που σας κυβερνάει;» είπε η Κίρα στους στρατιώτες. «Κάποιος που αδιαφορεί ακόμα και για τους ιερούς δεσμούς του αίματος. Νομίζεται ότι θα σας φερθεί καλύτερα απ' ότι φέρετε στον Οίκο του; Οι ζωές σας δεν σημαίνουν τίποτα για εκείνον»

«Κλείσε το στόμα σου!» της φώναξε ο Αίρυς. Τα μάτια του γυάλιζαν με μίσος και μανία. Έτσι όπως ήταν καλυμμένος με αίμα που είχε αρχίσει να ξεραίνετε, δικό του και του Ντέβαν, έμοιαζε με παράφρονα. «Καταραμένη να 'σαι. Από την αρχή το σχέδιο σου ήταν να καταστρέψεις τον Οίκο μου και χρησιμοποίησες τον αφελή τον γιο μου για να το πετύχεις»

«Είσαι τρελός» του απάντησε, χωρίς καν να μπει στον κόπο να σηκώσει την φωνή της. Δεν το άξιζε. «Τελείωσε, Αίρυς. Αντιπροσωπεύεις τους παλιούς τρόπους των Ντρόγκομιρ και αυτός ο Οίκος χρειάζεται μια νέα αρχή» Ο Ντέβαν θα ήταν αυτή την αρχή. «Δέξου το με αξιοπρέπεια»

Ο Αίρυς κοίταξε γύρω του αλλά το μόνο που συνάντησε ήταν οι σκληρές ματιές των στρατιωτών. Δεν ένιωθαν καμία αγάπη για εκείνον επειδή δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια για να κερδίσει την συμπάθεια ή τον σεβασμό τους. Τους κρατούσε με τον φόβο και πίστευε πως αυτό ήταν αρκετό. Αλλά τώρα αυτός ο φόβος είχε χαθεί και μαζί του χάθηκε και η επιρροή που τους ασκούσε. Οι σύμβουλοι του, πολύ δειλοί για να τον υπερασπιστούν, χαμήλωσαν το βλέμμα. Η οικογένεια του -όσα μέλη δεν είχε απομακρύνει- είχε χάσει κάθε σεβασμό για εκείνον.

Δεν θα έβρισκε υποστηρικτές για να σταθούν δίπλα του.

«Δεν μπορείτε να μου γυρίσετε την πλάτη!» βρυχήθηκε μανιασμένα. «Είμαι ο Άρχοντας σας!»

«Όχι, πατέρα» είπε η Ορόρα. «Δεν μπορείς να μεταμορφωθείς. Ο Ντέβαν μπορεί να σε σκοτώσει ανά πάσα στιγμή αλλά επέλεξε να σου δείξει έλεος. Η μάχη έχει τελειώσει. Δεν είσαι πια Άρχοντας»

Η Κίρα παρατήρησε μια κινητικότητα γύρω τους. Στρατιώτες έκαναν βήματα μπροστά, στενεύοντας τον χώρο γύρω από τους Ντρόγκομιρ. Οι επιφυλακτικές ματιές που έριξε ο Αίρυς γύρω του φανέρωναν ότι το είχε προσέξει και εκείνος. Χέρια βρέθηκαν στις λαβές των σπαθιών. Το φως αντανακλούσε ασθενικά πάνω στις λεπίδες που άρχισαν να βγαίνουν από τα θηκάρια τους.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.

Ο Γκρέγκορ μεταμορφώθηκε. Οι άντρες έτρεξαν να φύγουν από τον δρόμο του πράσινου δράκου που άρπαξε τον Αίρυς με τα μπροστινά του πόδια και πέταξε μακριά. Η Κίρα τους παρακολούθησε να απομακρύνονται και να χάνονται μέσα στα σύννεφα.

«Που λες να πηγαίνουν;» ρώτησε την Ορόρα.

Τα γαλάζια μάτια της ήταν καρφωμένα στον ουρανό. «Με τον Αίρυς, ποιος μπορεί να ξέρει;»

Η Κίρα συνειδητοποίησε πως δεν την ενδιέφερε προς τα που κατευθυνόντουσαν, αρκεί να έμεναν μακριά τους.

Πέρασε μέσα από τους φρουρούς και έτρεξε κοντά στον Ντέβαν. Ήταν καλυμμένος με αίμα αλλά η Ντεσμέρα είχε θεραπεύσει τις πληγές του. Έπεσε στην αγκαλιά τύλιξε τα χέρια της γύρω του, σφίγγοντας τον πάνω της με όλη της τη δύναμη σαν να μην ήθελε να τον ξαναφήσει ποτέ.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω» αστειεύτηκε το αγόρι.

«Τα κατάφερες» Άφησε δάκρυα χαράς, έντασης, και ανακούφισης να κυλήσουν ελεύθερα από τα μάτια της και δεν νοιαζόταν ποιος θα την έβλεπε.

Η Ορόρα τους πλησίασε μαζί με τον Ραίγκαρ. Το πρόσωπο της έλαμπε από περηφάνια καθώς κοίταζε τον δίδυμο αδελφό της. «Ποια είναι η πρώτη σου εντολή, Άρχοντα μου;»

Ο Ντέβαν σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Γυρίζουμε στο σπίτι».

 

Φαίη