Η αγκαλιά της παρηγοριάς όμως, ήταν για την Ελοντί μία ολωσδιόλου ανθρώπινη κίνηση που ο καθένας την είχε ανάγκη σε μία δύσκολη στιγμή. Ο Φιλίπ δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του, μονάχα έμεινε εκεί, ακίνητος, γέρνοντας ελαφρώς μπροστά σε δείγμα αμηχανίας και άμυνας.
«Θα μου πεις τώρα, γιατί εμφανίζεις την μάσκα;» τον ρώτησε η κοπέλα θέλοντας να σπάσει εκείνη την άβολη σιωπή που βασίλευε ανάμεσά τους.
«Δεν μπορώ» της είπε με φωνή που έτρεμε.
«Έχει να κάνει μαζί μου; Θεωρείς μήπως πως προσποιούμαι σε κάτι;» τον ρώτησε ξανά.
«Όχι Ελοντί, ωστόσο δεν είναι δική μου δουλειά να σου δείξω την αλήθεια. Θα την ανακαλύψεις κάποια στιγμή, μονάχα που εύχομαι να μην είναι αργά. Ωστόσο, η ώρα πέρασε και αν αισθάνεσαι καλύτερα, τότε θα πρέπει να σε ανεβάσω στο σπίτι για να μπορέσεις να φύγεις» της είπε και εκείνη χαμογέλασε καθώς απομακρυνόταν και πάλι από κοντά του.
«Η αλήθεια είναι, πως η ορθοστασία δεν θα βοηθήσει καθόλου την μέση μου σήμερα. Θα τηλεφωνήσω στη Ζακελίν και θα ζητήσω άδεια μόνο για σήμερα. Θα ήθελα ωστόσο να μου κάνεις μία χάρη» του είπε.
«Αναλόγως» άκουσε την διστακτική του απάντηση.
«Θέλω να ανέβεις και εσύ μαζί μου να σου πλύνω τουλάχιστον τις πληγές και αν έχεις όρεξη να σου φτιάξω κάτι να φας. Από την στιγμή που επέλεξες να ζεις στην αθέατη πλευρά του κόσμου, άσε με να σε βοηθήσω τουλάχιστον» του είπε και τον άκουσε να μουγκρίζει σιγανά εξαιτίας της δυσαρέσκειας.
Τη στιγμή που ανέβαιναν επάνω, η Ελοντί τηλεφώνησε στην Ζακελίν προκειμένου να ζητήσει άδεια. Η κοπέλα το σήκωσε αμέσως, με την γνώριμη, ζεστή φωνή της.
«Ζακελίν; Καλημέρα, η Ελοντί είμαι. Θα μπορούσα να έχω μία μέρα άδεια; Ξέρεις μου συνέβη ένα μικρό ατύχημα. Γλίστρησα και χτύπησα άσχημα τη μέση μου» της είπε η κοπέλα.
Από την άλλη άκρη της γραμμής, ξεκίνησε ένας χείμαρρος ερωτήσεων.
«Θεέ μου Ελοντί, είσαι καλά; Να ανησυχήσω μήπως; Χτύπησες πολύ;» ξεκίνησε η φίλη της τις απανωτές ερωτήσεις.
«Είμαι καλά, απλώς δεν μπορώ να σταθώ πολύ ώρα όρθια, όπως το απαιτεί και η δουλειά άλλωστε. Σου υπόσχομαι πως αύριο θα επανορθώσω ακόμη και με υπερωρίες» της είπε η Ελοντί και η Ζακελίν γέλασε.
«Ειλικρινά, μην με βλέπεις σαν το αυστηρό αφεντικό σου, αλλά σαν συνεργάτη καλύτερα. Δεν χρειάζεται να κάνεις καμία υπερωρία και αν ποτέ δηλαδή χρειαστεί, θα πληρωθείς και ανάλογα. Ωστόσο, σαν να πιάνω στον αέρα μία ευφορία. Όλα καλά με τον Πιέρ;» την ρώτησε ελαφρώς δύσπιστα και η Ελοντί σκυθρώπιασε, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να φανεί μέσω του τηλεφώνου.
«Τα ίδια όπως τα ξέρεις» της είπε.
«Άρα είναι άλλος ο λόγος ευφορίας! Ανυπομονώ να πάμε για καφέ να μου τα πεις. Χαίρομαι που άντεξες τον Φιλίπ και τη μυστηριώδη παρουσία του, ή απουσία του και έτσι δεν θα χρειαστεί να αποχωριστώ ακόμη μία φίλη» πρόφερε με χαρά η Ζακελίν και τότε η Ελοντί της έθεσε την πολυπόθητη ερώτηση :
«Πιστεύεις στ' αλήθεια πως ο Φιλίπ είναι ένα εκδικητικό φάντασμα;» ρώτησε με τον νεαρό που άκουγε τόση ώρα την συνομιλία, να αφήνει να του ξεφύγει ένα γέλιο.
«Ωπ! Ελοντί ποιος γέλασε; Ο Πιέρ μήπως; Ή ο...Όχι μην μου πεις...»ξεκίνησε να πανικοβάλλεται.
«Δε θα πεις λέξη και σε κανέναν» την μάλωσε η Ελοντί, ωστόσο ο Φιλίπ για κάποιον λόγο, είχε εμπιστοσύνη στο συγκεκριμένο κορίτσι. Είχε δείξει από πολύ μικρή το ποιόν της.
«Όχι! Τι να πω δηλαδή; Πως πίνεις καφέ με το φάντασμα του Φιλίπ; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, γιατί δεν αγγίζει τα φαγητά μου; Έχω κάθε δικαίωμα να μάθω, να προετοιμάζομαι αν είναι να ανοίξω σπίτι μία μέρα, ή να μην μπω καν στον κόπο» της είπε και γέλασαν.
«Ξέχασα να στο αναφέρω. Ο Φιλίπ δεν θεωρεί πως του χρωστάς κάτι. Αυτός είναι ο λόγος» τελείωσε η κοπέλα και η Ζακελίν ξεφύσησε με ανακούφιση.
Οι δυο τους έκλεισαν το τηλέφωνο με τον νεαρό να μένει πάντοτε σε απόσταση.
«Η Ζακελίν...» τον άκουσε να ψιθυρίζει πιο πολύ στον εαυτό του. «Είναι καλή φίλη. Να την αγαπάς γιατί της αξίζει. Ποτέ της δεν έκανε διακρίσεις και εκείνη τη μέρα, ή καλύτερα εκείνο το φρικτό βράδυ, είχε έρθει με ένα λάστιχο που είχε αρπάξει από τον κήπο του απέναντι εδώ ακριβώς και προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά. Πνιγόταν, έβηχε, αλλά το πάλεψε τη στιγμή που οι εξαγριωμένοι κάτοικοι την έβριζαν και την έσπρωχναν, λέγοντάς της πως πρέπει να καεί επιτέλους ο Σατανάς» πρόφερε με πικρία ο Φιλίπ και η Ελοντί, πήρε ένα βρεγμένο, καθαρό πανί για να πλύνει λιγάκι τις πληγές του.
Εκείνος έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Ήταν ένα όμορφο, ανδρικό χέρι, ζεστό και απαλό. Η κοπέλα με αργές κινήσεις περιποιούταν τα τραύματα, με την ματιά της να ξεφεύγει στα κυανά δικά του μάτια. Τα μόνα που φαίνονταν, πάνω από την κάλυψη του προσώπου του. Τότε, πήρε το θάρρος να θέσει ακόμη μία ερώτηση.
«Πώς ξεκίνησαν όλα;»
O νεαρός την κοίταξε απότομα. Μέσα στα κυανά του μάτια, καθρεπτιζόταν πάντοτε η οργή που κόχλαζε, παλεύοντας να βρει μία δίοδο και να ξεσπάσει.
«Η δυσμορφία μου, ήταν η αρχή όλων των κακών. Ένα παιδί που ελάχιστες φορές είχε δει το φως του ήλιου από κοντά, που ελάχιστες φορές είχε εισπνεύσει καθαρό αέρα. Έφτασα στο σημείο να μισώ τον ήλιο, γιατί μου θύμιζε όλα όσα δεν μπορούσα να κάνω. Ήταν μία απειλή για εμένα καθώς κάτω από το φως του, η τερατώδης φύση μου κινδύνευε να αποκαλυφθεί. Η σελήνη ωστόσο, δεν με πρόδωσε ποτέ. Με έκρυβε στις σκιές της ρίχνοντας όσο φως ήταν απαραίτητο για να μπορώ να βαδίζω τα βράδια. Κάπου εκεί οι φήμες ξεκίνησαν να οργιάζουν. Βλέπεις από τότε, το χωριό ταλανιζόταν από την παρουσία εκείνου του φρικτού ανθρώπου που κυνηγούσε για να βιάσει αθώα κορίτσια. Ωστόσο, όταν δεν μπορείς να βρεις μία λογική λύση, ή τον ένοχο, τότε τα ρίχνεις όλα στο αθώο τέρας που το μόνο που ήθελε ήταν η ησυχία του. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε γιατί αδυνατούσε να με καταλάβει. Με περιθωριοποίησε και ταυτόχρονα με καταδίκασε. Ήμουν ο τέλειος αποδιοπομπαίος τράγος. Το αγόρι με την φρικτή μορφή, ο μάγος που κυκλοφορεί τα βράδια, άρα και ο βίαιος, αποτρόπαιος βιαστής.
Το μίσος και ο φόβος τους θέριεψαν και έφτασαν στο σημείο να συγκεντρωθούν στον προαύλιο χώρο του σπιτιού μου και να το κάψουν με μένος, μήπως μαζί του καώ και εγώ. Ωστόσο, αυτό που δεν υπολόγισαν, ήταν η εξυπνάδα και η μαεστρία μου να ξεφεύγω. Ένα πλάσμα σαν εμένα που έχει ζήσει με συνοδοιπόρο την μοναξιά, έχει ασχοληθεί με την τέχνη και είναι άριστος ταχυδακτυλουργός και δημιουργός ψευδαισθήσεων, είχε φτιάξει ένα δεύτερο σπίτι μέσα στο σπίτι. Αυτό με έσωσε εκείνο το βράδυ. Από τότε, λυτρώθηκα. Με θεώρησαν νεκρό και κανένας δεν ασχολήθηκε ξανά, μέχρι που η εκδίκηση υποκλίθηκε μπροστά μου, παραγκωνίζοντας τον φόβο μου. Από τότε, στοίχειωσα αυτό το καταραμένο μέρος» τελείωσε και η Ελοντί έμεινε να τον ακούει εμβρόντητη.
Ο Φιλίπ, δίχως να συνεχίσει την κουβέντα του, αποφάσισε να φύγει με την Ελοντί να τον σταματά.
«Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε μία ώρα» του είπε.
«Καλώς» της απάντησε και σε κλάσματα εξαφανίστηκε στον διάδρομο.
Η Ζακελίν χαμήλωνε τα φώτα στην είσοδο του μικρού ξενοδοχείου, για να πάρει τη θέση της η μητέρα της. Η Μαρί ήταν μία πολύ ευγενική γυναίκα, με λεπτούς τρόπους και όμορφα χαρακτηριστικά που αναδεικνύονταν παρά την ηλικία της. Το δέρμα της, έμοιαζε ηλιοκαμένο και τα κοντά, καστανά της μαλλιά, της χάριζαν τύπο και κομψότητα.
«Έμαθες τα νέα;» ρώτησε την κόρη της και η Ζακελίν την πλησίασε με ένα ύφος αγανάκτησης.
«Είμαι εργαζόμενο κορίτσι που δεν έχει το μυαλό μονίμως στο κουτσομπολιό» την μάλωσε παιχνιδιάρικα.
«Ωστόσο, δεν θα το αποκαλούσα ακριβώς έτσι. Ο δήμαρχος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ένας άλλος, νεαρός πολύ στην ηλικία. Ειλικρινά δεν ξέρω τι εμπειρία μπορεί να έχει ένα τόσο νεαρό άτομο» συνέχισε να μονολογεί η μητέρα της με την Ζακελίν να κλέβει ένα κρουασανάκι από το κουτί που είχε μπροστά της.
«Μαμά, έχω την εντύπωση πως υποτιμάς τα νιάτα. Καλά, ο δήμαρχος γιατί παραιτήθηκε στα ξαφνικά;» ρώτησε ξανά.
«Υποτίθεται πως αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Εντάξει διόλου παράξενο καθώς είχε και μία ηλικία. Αχ, πρέπει πάντως να τον δεις τον καινούργιο. Είναι ίσως από τους πιο όμορφους άνδρες που έχω δει. Σε σημείο που υποστηρίζω πως θα ήταν καλύτερο να πήγαινε για καριέρα μοντέλου. Τι στο καλό γυρεύει σε ένα χωριουδάκι;» αναρωτήθηκε η Μαρί και η Ζακελίν χαχάνισε.
«Σύζυγο! Αν είναι τόσο αγγελικά πλασμένος και μόνος, τότε θα πάω να του κρατήσω συντροφιά. Ποτέ μου δεν ενδιαφέρθηκα για τα κοινά, αλλά σε αυτήν την περίπτωση τι να κάνω; Θα θυσιαστώ» πρόφερε η κοπέλα και ξέσπασαν σε ατέλειωτα γέλια.
Ωστόσο, μία απότομη πτώση διάθεσης, έκανε την Μαρί να πλησιάσει την κόρη της.
«Τι σου συμβαίνει;» την ρώτησε.
«Τίποτε απολύτως μαμά. Πρέπει να πηγαίνω τώρα προτού σκοτεινιάσει. Έχουμε και ανώμαλους που κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσά μας» τελείωσε την φράση της και παίρνοντας μαζί της το πάνινο σακίδιό της ξεκίνησε με προορισμό το σπίτι της, θέλοντας ωστόσο να κάνει μία στάση στην πλατεία, προκειμένου να γνωρίσει έστω και από μακριά το καινούργιο πρόσωπο του χωριού, το οποίο είχε έρθει επιτέλους να βάλει ένα τέλος στην οικογενειοκρατία και τη διαδοχή της δημαρχίας από γενιά σε γενιά.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη