Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 3) - Κατακερματισμένο είδωλο

Τα φώτα του δρόμου, ήταν αρκετά για να μπορεί να διακρίνει με μία κάποια σχετική ευκρίνεια, τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Από μακριά και πλησιάζοντας στην υπέροχη, γραφική, μικρή πλατεία με τα καφέ, άκουγε φωνές και γέλια. Πλησιάζοντας λίγο παραπάνω, είδε πλήθος κόσμου να έχει συγκεντρωθεί γύρω από ένα τραπέζι και να πίνει στην υγεία του νέου δήμαρχου. Η Ζακελίν στένεψε τα μάτια της, στην προσπάθειά της να δει καλύτερα.

Ο νεαρός ήταν ψηλός, με ανοιχτόχρωμα, καστανά μαλλιά και υπέροχα κυανά μάτια. Πράγματι, τα χαρακτηριστικά του ήταν πανέμορφα, ωστόσο αντί αυτό να την ελκύσει, την φόβισε. Δεν ήξερε το γιατί, μα το υποσυνείδητο προσπαθούσε να της περάσει άηχα μηνύματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή αδυνατούσε να αποκωδικοποιήσει. Ήταν έτοιμη να συνεχίσει τον δρόμο της, με σκέψεις παράξενες να έχουν κάνει κατάληψη στο μυαλό της, μέχρι που ο νεαρός στράφηκε προς το μέρος της υψώνοντας ένα ποτήρι με λευκό κρασί και χαμογελώντας της γλυκά.

«Εσύ, δεν μου συστήθηκες! Είσαι από τα μέρη μας;» τη ρώτησε και για λίγο η αμηχανία της ερώτησής του, την έκανε να μην μπορεί να αρθρώσει ούτε μία λέξη.

«Μέρη μας; Εγώ η αλήθεια δεν σε έχω ξαναδεί εδώ. Με λένε Ζακελίν» του είπε ελαφρώς ψυχρά και το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο.

«Η αλήθεια γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σαλόν Ντε Προβάνς, μία μικρή επαρχιακή πόλη σχετικά κοντά. Ωστόσο, οι γονείς μου είχαν καταγωγή από το Λουρμαρέν και πλέον στα τριάντα πέντε μου αποφάσισα να επιστρέψω στα πάτρια εδάφη. Με λένε Ντεάν»

«Μάλιστα, ενδιαφέρουσα η μικρή σου ιστορία. Καλή αρχή σου εύχομαι και πάνω από όλα υπομονή. Θα την χρειαστείς και να είσαι βέβαιος γι'αυτό» ολοκλήρωσε η Ζακελίν και αποχώρησε αφήνοντας πίσω της τον νεαρό, ο οποίος συνέχισε για λίγο ακόμη να την κοιτάζει, μην έχοντας προλάβει ούτε να την χαιρετήσει.

Σε λίγη ώρα, το χωριό θα είχε συνάντηση προκειμένου να συζητήσουν την κατάσταση με το στοιχειό του Φιλίπ και ο νέος δήμαρχος θα ήταν φυσικά παρών. Την Ζακελίν, διόλου την ενδιέφερε όλη αυτή η κατάσταση. Το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να γεμίσει την μπανιέρα της με νερό και να ρίξει έπειτα μέσα αρωματικά έλαια σανταλόξυλου, του οποίου την μυρωδιά λάτρευε όσο τίποτε. Προχωρώντας, αποφάσισε να ακολουθήσει τον χωμάτινο δρόμο, μέσα από τα αραιά δέντρα, όταν ο ήχος από ανθρώπινες φωνές, ή χειρότερα, σιγανές κραυγές ευχαρίστησης, την αποσυντόνισε. Πατώντας πολύ προσεκτικά στο χώμα, ώστε να μην κάνει καθόλου θόρυβο, παραμέρισε το πυκνό φύλλωμα ενός θάμνου, για να έρθει σε σύγκρουση με ένα θέαμα που έκανε το στομάχι της να αναδευτεί με αηδία. Είδε τον Πιέρ, σχεδόν ολόγυμνο, ξαπλωμένο σε μία πρόχειρα στρωμένη πετσέτα, να κάνει έρωτα με την Ατζέλικα που βρισκόταν από πάνω του, βυθισμένη στην απόλαυση της ηδονής που της δημιουργούσε το απαγορευμένο.

Τότε, τα μάτια της βούρκωσαν εξαιτίας της οργής, μα τη στιγμή που ετοιμάστηκε να τους ουρλιάξει, ένα χέρι της έκλεισε το στόμα και την τράβηξε μαζί του στα σκοτάδια. Η κοπέλα πανικοβλημένη, ξεκίνησε να χτυπιέται με ορμή, σκούζοντας για βοήθεια, όταν ο άγνωστος την γύρισε προς το μέρος του. Η Ζακελίν πάγωσε στο θέαμα των δύο κυανών ματιών που τόσο καλά γνώριζε. Το επόμενο λεπτό, την βρήκε λιπόθυμη στο έδαφος.

Όταν άνοιξε εκ νέου τα μάτια της, κατόρθωσε να διακρίνει ένα αμυδρό φως πάνω από το κεφάλι της και για λίγο ένιωσε σαν να βρισκόταν σε κάποια ψυχρή και αποστειρωμένη αίθουσα νοσοκομείου. Ειλικρινά μισούσε τα νοσοκομεία. Το μόνο που θυμόταν, ήταν πως ξαφνικά τα πάντα γύρω της είχαν σβήσει, σαν να είχε κατεβάσει κάποιος τον διακόπτη απότομα. Για λίγο αναδεύτηκε στην θέση της και κοίταξε γύρω της, στενεύοντας τα μάτια. Ήταν στο δωμάτιό της. Ωστόσο, πώς είχε βρεθεί εκεί; Μήπως η εικόνα του Πιέρ και της Αντζέλικα να ερωτοτροπούν μέσα στο δάσος, ήταν τελικά αποκύημα της φαντασίας της; Και εκείνα τα ψυχρά, κυανά μάτια; Έχοντας μείνει καθιστή, κοίταξε τις παλάμες των χεριών της με προσοχή για να τις δει λερωμένες με χώμα. Αυτό αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη, πως όσα είχε ζήσει πιο πριν, ήταν αληθινά.

Τη στιγμή που ετοιμάστηκε να σηκωθεί, βρήκε τα ίδια ακριβώς μάτια, να την κοιτάζουν. Η ανάσα της κόπηκε για δευτερόλεπτα, σαν να πίεζε κάποιος με δύναμη τα πνευμόνια της. Μπροστά της, στεκόταν ένας άνδρας μαυροφορεμένος, με το πρόσωπό του καλυμμένο, εκτός φυσικά από το βλέμμα του. Στο θέαμα αυτό, η Ζακελίν σάστισε και αυτόματα ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια της. Σε μία αυθόρμητη κίνηση, πήρε ένα μαξιλάρι και το εκτόξευσε προς την μεριά του.

«Σε μισώ!» του φώναξε, ωστόσο ο Φιλίπ δεν φάνηκε να αντιδρά.

«Ω, Ζακελίν. Φυσικά και δεν με μισείς..» της απάντησε υποτονικά.

«Φυσικά και σε μισώ! Πώς μπόρεσες; Πες μου πώς μπόρεσες να κρύβεσαι όλα αυτά τα χρόνια και να παριστάνεις τον πεθαμένο! Νόμιζα πως είχες πράγματι καεί σε εκείνη την πυρκαγιά, πως κάηκες ζωντανός!» του ούρλιαξε τονίζοντας την τελευταία της λέξη. «Κατόπιν, για χρόνια είχα χάψει το παραμύθι του εκδικητικού πνεύματος που κυκλοφορούσε τα βράδια στο χωριό που ζούσε μέσα στον εφιάλτη. Για να μη μιλήσω για τη φήμη του σπιτιού σου, που ακόμη δεν γνωρίζω πως το κατάφερες και τρομοκράτησες τόσο κόσμο. Όταν άκουσα ωστόσο το πνιχτό σου γελάκι και την Ελοντί στο τηλέφωνο, κατάλαβα πως αυτό που έβλεπε μπροστά της, δεν ήταν φάντασμα, αλλά άνθρωπος. Εσύ δηλαδή. Μου είπες ψέματα ωστόσο και με άφησες να πιστεύω όλο αυτό το εφιαλτικό παραμύθι. Εντάξει, δεν υπήρξαμε κολλητοί φίλοι, ωστόσο πάντοτε σε βοηθούσα και πάλευα, ώστε να μπορέσεις έστω να μάθεις τα βασικά γράμματα. Σου δάνειζα τα βιβλία μου, μέχρι και για τον χαμό του πατέρα μου σου είχα μιλήσει, τότε που ένιωθα πως κανένας άλλος δεν θα με καταλάβαινε» τελείωσε με μάτια βουρκωμένα.

Ωστόσο, ο νεαρός μην γνωρίζοντας και πολλά από διαχείριση συναισθημάτων, την πλησίασε δίχως να την αγγίζει.

«Ήταν καλύτερα έτσι Ζακελίν. Μόνο προβλήματα δημιουργώ με όποιον συναναστρέφομαι. Έμαθα πως οι χωριανοί, σου δημιούργησαν για καιρό πρόβλημα, όταν προσπάθησες να σβήσεις τη φωτιά. Δεν ήθελα να σε μπλέξω άλλο και γι'αυτό σε άφησα να πιστεύεις πως είχα πεθάνει. Με συγχωρείς γι'αυτό» της είπε και εκείνη με ένα χαρτομάντηλο σκούπισε τα μάτια της.

Για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε ολόγυρα, χαμένο και αυτό μέσα στις σκέψεις της που έτρεχαν ολούθε.

«Τους είδες;» τον ρώτησε στα ξαφνικά και εκείνος απέσυρε το βλέμμα του από το δικό της.

«Ναι. Γνωρίζω εδώ και πολύ καιρό το ποιόν του νεαρού» της απάντησε και η Ζακελίν έμεινε να τον κοιτάζει άναυδη.

«Και γιατί, μα τον Θεό, δεν είπες τίποτε στην Ελοντί;» τον ρώτησε.

«Δεν είναι δική μου δουλειά τα προσωπικά των άλλων. Την προειδοποίησα έμμεσα. Είναι έξυπνη κοπέλα και πιστεύω κάποια στιγμή θα καταλάβει ποιον έχει δίπλα της. Ωστόσο, δεν πρόκειται να ανακατευτώ» τελείωσε.

«Φοβάσαι..» του είπε ξαφνικά η Ζακελίν ξαφνιάζοντάς τον.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...» πρόφερε με την φωνή του να κρύβει ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο.

«Φοβάσαι την επαφή μαζί της γιατί έχεις αισθήματα για εκείνη. Γιατί γνωρίζεις πως αν την απαλλάξεις από τον Πιέρ, τότε θα μείνει ανοιχτός ο δρόμος με αρκετές πιθανότητες να σε πλησιάσει. Αυτό είναι, έτσι;» τον ρώτησε ξανά και είδε τα κυανά του μάτια να οργίζονται.

«Αν φτάσει σε εμένα, τότε θα απογοητευτεί γιατί δεν έχω τίποτε να της προσφέρω. Ούτε σε εκείνη, ούτε σε κανέναν άλλο. Μην τολμήσεις να ανοίξεις το στόμα σου, σε προειδοποιώ...»της γρύλισε ο Φιλίπ.

«Ξέρεις πολύ καλά, πως όσο είσαι ζωντανός, δεν σε φοβάμαι καθόλου και θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά για το αν θα μιλήσω ή όχι...» του πέταξε και εκείνος ανοίγοντας με φόρα το παράθυρο του υπνοδωματίου της, πετάχτηκε έξω και εξαφανίστηκε μέσα στα σκοτάδια.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη