Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 1)

Είμαι νεκρός. Το ότι αναπνέω ακόμα και κυκλοφορώ ανάμεσά σας, δε σημαίνει τίποτα. Κάνε την ιστορία μου να ακουστεί. Εγώ είμαι νεκρός και οι νεκροί απλά δεν υπάρχουν.  
Α.Ν.

Εισαγωγή

Η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρυθμό αύξησης θανάτων εξαιτίας της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Η χώρα μας βρίσκεται επίσης στη δεύτερη θέση μετά την Πορτογαλία στη χρήση ηρωίνης από τοξικομανείς και στην πρώτη σε ότι αφορά τη μόλυνση αυτών από τον ιό της ηπατίτιδας Β.

Ένας στους εφτά μαθητές Λυκείου έχει κάνει χρήση ναρκωτικών

Το 2011, περίπου 1 στους 7 μαθητές 15-19 ετών, έχει κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας έστω και μια φορά στη ζωή του, ενώ η πλειονότητα αυτών έχει επαναλάβει τη χρήση τουλάχιστον 3 φορές. Η συνηθέστερη ουσία χρήσης είναι η κάνναβη, η οποία αναφέρεται από τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών 15-19 ετών καθώς και στις ηλικίες 13-14 ετών.

Το 14,1% στους μαθητές 15-19 ετών και το 5,8% των μαθητών 13-14 ετών έχει κάνει τουλάχιστον μια φορά χρήση εισπνεόμενων ουσιών (κόλες, βενζίνη κ.λπ.). Ακολουθούν τα ηρεμιστικά ή υπνωτικά χάπια και με ποσοστά κάτω του 5% η χρήση αναβολικών ή η ταυτόχρονη χρήση αλκοόλ και φαρμάκων.

Kεφάλαιο 1 

Στο μάτι του κυκλώνα

Αρετή

Η Αρετή κοίταξε τον ώμο της Βικτώριας, που εξείχε από το τσαλακωμένο σεντόνι. Η ρυθμική της αναπνοή έκανε το σώμα της να κινείται σιγανά. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήταν μπερδεμένα μα ανέδιδαν ένα άρωμα λεβάντας ανάκατο με ιδρώτα. Άπλωσε το χέρι της και την άγγιξε απαλά, για να μην την ξυπνήσει. Τα ακροδάχτυλά της ένιωσαν τη λεία, σταρένια της επιδερμίδα και το κορμί της ανατρίχιασε ολόκληρο. Οι μνήμες από τα χάδια και τα φιλιά της προηγούμενης νύχτας τη γέμισαν με ρίγος και ανολοκλήρωτο πόθο. Η Βικτώρια ήταν το όλο της, το είναι της και η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε να τη χάσει τη γέμιζε με τρόμο. Και ας μην της το έδειξε ποτέ.

Όταν μιλά το σώμα, οι λέξεις περιττεύουν.

Σηκώθηκε με προσοχή από το κρεβάτι· το σώμα της ήταν ακόμη μουδιασμένο από μια γλυκιά κούραση. Δεν έκλεισε μάτι όλο το βράδυ. Έμεινε να τη χαζεύει και να αναρωτιέται αν άξιζε αυτή της την καλή τύχη, που ένας άνθρωπος σαν και αυτή είχε βρεθεί στον δρόμο της.

Φόρεσε μια λευκή μπλούζα της Βικτώριας, που στο δικό της αδύναμο σώμα ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερη. Ήταν μεσημέρι. Στάθηκε δίπλα από το παράθυρο κοιτώντας την κίνηση στην Τσιμισκή. Κάθισε στο περβάζι και άνοιξε το τζάμι αφήνοντας την παγωμένη ακόμη αύρα του Μάρτη να εισβάλλει στο μικρό στούντιο. Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε.

Ο έρωτας μοιάζει με εξάρτηση. Ο έρωτας είναι η χειρότερη εξάρτηση.

Ανατρίχιασε.

Ίσως κάποια στιγμή, η αγάπη πάψει να είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.

Όταν της το είπε για πρώτη φορά, δεν μπόρεσε να κατανοήσει την πλήρη σημασία των λέξεων. Αυτήν τη στιγμή όμως, που έβλεπε το κενό μπροστά της και ένιωθε τους φόβους να ζωντανεύουν ξανά στα υγρά της μάτια, η σημασία τους αποκαλύπτονταν με ζοφερό χρώμα.

Ακούστηκε ένα ελαφρύ τρίξιμο, καθώς το σώμα της γυρνούσε απαλά πάνω στο μεταλλικό κρεβάτι. Τα μεγάλα καστανά αμυγδαλωτά της μάτια άνοιξαν νυσταγμένα και χαμογέλασε αποκαλύπτοντας δύο σειρές από λευκά μαργαριταρένια δόντια.

«Buongiorno amore mio».

Η Αρετή τής ανταπέδωσε το χαμόγελο ανόρεχτα. Εκείνη σηκώθηκε και τέντωσε νωχελικά τα χέρια της αφήνοντας να φανεί ένα γυμνό σφριγηλό κορμί, κληρονομιά της Ιταλίδας μητέρας της από την Πάρμα. Δεν μπόρεσε να μην το θαυμάσει για άλλη μια φορά και ένιωσε ξανά τα μικρά τσιμπήματα της ζήλιας. Τα μακριά ξανθά μαλλιά, το μικρό στητό της στήθος, η λυγερή φιγούρα που προκαλούσε τα βλέμματα των αντρών στο δρόμο. Δίπλα της ένιωθε μικρή, τόσο σωματικά καθώς την περνούσε ένα κεφάλι, όσο και συναισθηματικά.

Ήρθε κοντά της και τη φίλησε με πάθος στα χείλη. Η ανάσα της μύριζε καραμέλα.

«Θα ετοιμάσω καφέ» της είπε με τα άπταιστα ελληνικά της με την ελαφριά ιταλική προφορά. «Θέλεις;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και την ακολούθησε με το βλέμμα της, καθώς άνοιγε ένα από τα ντουλάπια για να βρει εκείνο το περίεργο χαρμάνι που της άρεσε να αποκαλεί καφέ.

Το διαμέρισμα της Βικτώριας δεν ήταν πολύ μεγάλο. Ένας ενιαίος χώρος που περιλάμβανε μια υποτυπώδη κουζίνα, ένα διπλό κρεβάτι και έναν ανοιχτό χώρο, που χρησιμοποιούσε σαν στούντιο. Στη νότια πλευρά δέσποζε ένα τεράστιο παράθυρο με φαρδύ περβάζι σαν μικρός καναπές, που ήταν και η αγαπημένη της θέση. Από εκεί μπορούσε να χαζεύει τον κόσμο, χαρίζοντάς της έτσι μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.

Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ως επί το πλείστον γυναικών. Στο κέντρο του στούντιο, μια ορειχάλκινη μπανιέρα, που χρησιμοποιήθηκε κάποια στιγμή για ντεκόρ, συμπλήρωνε το όλο σκηνικό.

Της είχε εκμυστηρευτεί πως είχε γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο κάνοντας αυτό που αγαπούσε περισσότερο: βγάζοντας φωτογραφίες. Οι γονείς της ήταν δημοσιογράφοι, διεθνείς ανταποκριτές μια μεγάλης ιταλικής εφημερίδας και η μοναχοκόρη τους τους συντρόφευε στα ατέλειωτα ταξίδια τους. Τράβηξε την πρώτη της φωτογραφία στα δεκατρία της, ένα παιδάκι στη Σιέρρα Λεόνε. Αυτό το αθώο βλέμμα, το γεμάτο θλίψη, της είχε μείνει χαραγμένο για πάντα στη μνήμη και από εκεί και πέρα η φωτογραφία ήταν πια μονόδρομος για εκείνη.

Άφησε τη θέση της στο παράθυρο και άρχισε να γδύνεται. Η ώρα ήταν περασμένη και έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά της. Δεν την έπαιρνε να τη διώξουν και από αυτήν, μετά από τόσο κόπο που έκανε να την βρει. Όχι ότι επρόκειτο για κάποια σοβαρή δουλειά. Σερβιτόρα σε μια τρύπα που αποκαλούνταν, για λόγους ευφημισμού μάλλον, καφετέρια, με έναν άθλιο μισθό και με ένα ακόμα πιο άθλιο αφεντικό, που δε δίσταζε σε κάθε περίπτωση να της την πέφτει απροκάλυπτα. Ο μόνος λόγος που έκανε υπομονή ήταν γιατί ήθελε με κάθε τρόπο να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού, που η Βικτώρια ήταν πρόθυμη να καλύψει ούτως ή άλλως. Στη μέση έμπαινε μια πληγωμένη περηφάνια, που δεν επέτρεπε στον εαυτό της να το δεχτεί.

Η Βικτώρια άφησε την κούπα σε ένα χαμηλό τραπεζάκι δίπλα από τη Nikkon της και στάθηκε πίσω της. Άγγιξε την πλάτη της κάνοντάς τη να ριγήσει. Φίλησε απαλά τις ουλές της και πέρασε το αριστερό χέρι στην κοιλιά της σφίγγοντάς την ελαφρά. Θέλησε να κλάψει, να αφεθεί, μα αρνήθηκε. Το κλάμα έδειχνε αδυναμία και αυτή είχε πείσει τον εαυτό της και του γύρω της πως ήταν σκληρή. Το μικρό και εύθραυστο κοριτσάκι, που έκρυβε μέσα της, είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.

Ο πατέρας της τους είχε εγκαταλείψει αυτήν και τον αδερφό της, όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρόνων, και η μητέρα της δε δίστασε να ρίξει την ευθύνη επάνω της. Έφταιγε ο ατίθασος χαρακτήρας της, το ότι ήταν ένα σωστό θρασίμι, που δεν υπήρχε μέρα να μη γυρίσει με μώλωπες στο σπίτι ή να μην τηλεφωνήσουν από το σχολείο πως για άλλη μια φορά για ανάρμοστη και επιθετική συμπεριφορά. Χτύπησε το πρώτο της τατουάζ και έκανε το πρώτο από τα ατέλειωτα επικά μεθύσια της. Κάποιος ίσως να έλεγε πως ήταν μια κραυγαλέα προσπάθεια για λίγη προσοχή, μα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη κάτι τέτοια ήταν απλά συμπεριφορές από ένα απείθαρχο τσουλάκι και τίποτα παραπάνω.

Πάντα ζούσε στη σκιά του μεγαλύτερου αδερφού της, σημείο αναφοράς και σύγκρισης και η Αρετή δεν έχανε ευκαιρία να της αποδείξει πόσο δίκιο είχε. Κάπνιζε από τα δεκάξι της ασύστολα μπροστά της, προκαλώντας το μένος της, αδιαφορούσε για όλους και για όλα.

Σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι ένα βράδυ μετά από έναν ακόμα ομηρικό καυγά με τα ρούχα που φορούσε και με είκοσι ευρώ, που βούτηξε από το πορτοφόλι της μάνας της. Έφυγε με σκοπό να μη γυρίσει ποτέ πίσω, ό,τι και αν γινόταν. Τριγυρνούσε για πολύ καιρό κάνοντας περιστασιακές δουλειές και φτάνοντας επικίνδυνα στα όρια της απόγνωσης.

Ένα βράδυ, κάποιοι «φίλοι» της θεώρησαν αστείο να την αφήσουν λιπόθυμη από το ποτό σε ένα κάδο σκουπιδιών, μια νύχτα που η θερμοκρασία κόντευε το μηδέν. Εκεί ακριβώς που της άξιζε σκεφτόταν αργότερα, ασφαλής κάτω από της φτερούγες της Βικτώριας, που τη βρήκε και τη μάζεψε, όπως θα έκανε και με κάποιο αδέσποτο. Γιατί αυτό ήταν και η Αρετή, μια αδέσποτη που φοβόταν το χάδι και το ανθρώπινο άγγιγμα.

Ποτέ της δε σκέφτηκε πως θα μπορούσε να κάνει σχέση με γυναίκα μα ούτε και το είχε αποκλείσει. Γενικότερα οι σχέσεις της ήταν εφήμερες και καταστροφικές και ενέδωσε αρχικά, γιατί ήξερε πως αυτό θα ήταν κάτι που θα εξόργιζε τη μάνα της αν το ήξερε. Τα βαθύτερα συναισθήματα ήρθαν βαθμιαία και η έντασή τους ήταν πρωτόγνωρη. Η ειλικρίνεια που κρυβόταν μέσα στη σχέση του έρωτά τους εξέπληξε ακόμα και την ίδια. Πέντε μήνες τώρα, βίωνε μια γλυκιά εξάρτηση, γεμάτη ένταση και φόβο. Ένιωθε πως ακροβατούσε με το ένα πόδι στο κενό και ήταν κάτι που λάτρευε. Ο έρωτας, έλεγε καμιά φορά στον εαυτό της, είναι το πόδι που βρίσκεται στον αέρα και όχι αυτό που την κρατά στο χώμα. Εθιστικά επικίνδυνος, τρομακτικά γοητευτικός, αρκεί να μην κοιτάξεις κάτω.

«Ε mio piccolo sognatore!»[1], την άκουσε να τη φωνάζει, βγάζοντάς την απότομα από την ονειροπόλησή της.

Είχε πάρει ήδη τη φωτογραφική της μηχανή και τη σημάδευε. Η Αρετή αμύνθηκε βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπό της. Δεν ήθελε να της βγάζει φωτογραφίες. Απεχθανόταν να βλέπει αποτυπωμένη όλη αυτή την ασχήμια που έβγαζε από μέσα της, παρά τις διαβεβαιώσεις της Βικτώριας πως ήταν ένα μικροκαμωμένο μεν, γοητευτικό δε, πλάσμα.

Τράβηξε μερικά πλάνα της γελώντας και πειράζοντάς την αλλάζοντας συνεχώς θέση και κάδρο. Σταμάτησε και την κοίταξε λαχανιασμένη, καθώς προσπαθούσε να κρυφτεί ακόμα από τον φακό της. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο από την έξαψη, ένα τσουλούφι από τα ξανθά της μαλλιά έπεφτε άτακτα μπροστά στα μάτια της. Ακούμπησε απαλά την μηχανή στο στρώμα και την πλησίασε. Έσυρε το δάχτυλο πάνω στο μάγουλό της και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Ti amo» της ψιθύρισε και την αγκάλιασε φιλώντας της απαλά τον ώμο.

Η Αρετή αφέθηκε στα χείλη της. Ήταν πια σίγουρη πως επέκειτο μία ακόμα απόλυση, μα εκείνη τη στιγμή τίποτα από όλα αυτά δεν είχε απολύτως καμία σημασία.


[1] Μικρή μου ονειροπόλα.





Ηλίας Στεργίου