Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Επίλογος)

Κίρα


Οι Ντρόγκομιρ καταλάμβαναν τους καναπέδες με τα περίτεχνα σκαλιστά μπράτσα και τις βελούδινες επενδύσεις. Η Κίρα στεκόταν παραπέρα, μακριά από το μαρμάρινο τζάκι και τη δυνατή φωτιά που είχε μετατρέψει τον χειμώνα σε καλοκαίρι. Οι Ντρόγκομιρ έδειχναν απόλυτα άνετοι μέσα στην αποπνικτική ζέστη. Παρόλο που η Κίρα είχε αρχίσει να συνηθίζει τις θερμοκρασίες που προτιμούσε ο Ντέβαν, είχε καταλήξει να αλλάξει το βαρύ, μάλλινο φόρεμα της με ένα καλοκαιρινό στην απαλή απόχρωση του ροδάκινου, με κοντά μανίκια που έφταναν στους αγκώνες της.

Κόκκινα και ασημένια υφαντά με μαύρους δράκους στόλιζαν τους πέτρινους τοίχους. Πάνω σε μικρά τραπέζια από ζεστό, κοκκινωπό ξύλο κερασιάς ήταν τοποθετημένα χρυσά κηροπήγια και πορσελάνινα βάζα γεμάτα κρίνους με ντελικάτα λευκά πέταλα και χαριτωμένα, απαλά μοβ κλαράκια λεβάντας. Απέναντι από το καθιστικό ήταν ένα μακρόστενο τραπέζι, στρωμένο με χρυσά τραπεζομάντιλα. Τα ασημένια σερβίτσια γυάλιζαν κάτω από το φως των κεριών. Το φαγητό είχε ήδη σερβιριστεί: Πιατέλες ψητό με μανιτάρια και κάστανα, αχνιστές σούπες, γεμιστές χήνες και ορτύκια (το τελευταίο το είχε ζητήσει η Αμελί και ο Έντγκαρ είχε βεβαιωθεί ότι θα υπήρχαν στο τραπέζι) Πίτες με τυριά και λαχανικά. Καράφες με καρυκευμένο κρασί και μηλίτη. Γαβάθες γεμάτες ζουμερά πορτοκάλια και τραγανά μήλα, ώριμα ρόδια, καρύδια και κάστανα. Τάρτες με πορτοκάλι και γλυκιά κρέμα κρύωναν στην άκρη του τραπεζιού. Η Κίρα είχε πει στους υπηρέτες να αποσυρθούν μόλις τελείωσαν το στρώσιμο του τραπεζιού. Αυτή η νύχτα ανήκε μονάχα στην οικογένεια.

Σκέφτηκε πόσο περίεργο ήταν να νιώθει τους Ντρόγκομιρ οικογένεια της. Όμως ήταν αλήθεια. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και τρεις εβδομάδες που είχαν μαζευτεί όλοι μαζί. Κοίταξε την Ορόρα, που καθόταν στον ίδιο καναπέ με τον Νάριαν, και κρατούσε τον Ραίγκαρ στην ποδιά της. Του έδινε κομμάτια καθαρισμένου πορτοκαλιού μέσα από ένα μπολ και ο μικρός τιναζόταν ενθουσιασμένος για να τα πάρει,σφίγγοντας τα μέσα στα μικρά χεράκια του. Ο Νάριαν κρατούσε στα χέρια του μια πετσέτα, προετοιμασμένος να συμμαζέψει τον χαμό που ήταν αναπόφευκτο να συμβεί. Η Νερίσσα κρατούσε ήδη ένα κύπελλο με κρασί. Ο Έντγκαρ καθόταν μαζί με την Αμελί και της ψιθύρισε κάτι που την έκανε να χαμογελάσει. Τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της μαρτυρούσαν πως ούτε εκείνη ήταν συνηθισμένη στις υψηλές θερμοκρασίες. Ο Έντγκαρ ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά της για να νιώσει την κόρη του που κλοτσούσε. Η Κάλικ τους τριγύριζε σαν πολυάσχολη μέλισσα παρά τις μάταιες προσπάθειες του αδελφού του να την διώξει. Κανείς δεν μπορούσε να περιορίσει τον ενθουσιασμό της για την ανιψιά της που θα ερχόταν σε περίπου δυο φεγγάρια.

Ο Έντγκαρ άφησε ένα χαμηλό μουγκρητό και κοίταξε τον Κάσρελ που στεκόταν αμήχανα παραδίπλα, σαν να μην ήξερε πως να αναμιχθεί με την υπόλοιπη οικογένεια.

«Μπορείς να την πάρεις από εδώ;»

Ο Κάσρελ προχώρησε μπροστά και έπιασε την Κάλικ από το μπράτσο.

«Δεν μπορείς να με πάρεις μακριά από την ανιψιά μου!» διαμαρτυρήθηκε η κοκκινομάλλα αλλά άφησε τον μεγαλύτερο αδελφό της να την τραβήξει προς το τραπέζι. «Όταν θα με ικετεύεις να σε βοηθήσω με το μωρό δεν θα το κάνω!» τον απείλησε.

Ο Έντγκαρ στριφογύρισε ειρωνικά τα γαλάζια μάτια του. Η Αμελί γέλασε και χάιδεψε το φουσκωμένο στομάχι της. Το λευκόχρυσο δαχτυλίδι με τα διαμάντια άστραφτε στο δάχτυλο της.

Εκείνη και ο Έντγκαρ είχαν παντρευτεί σχεδόν αμέσως μόλις επέστρεψαν από τα σύνορα. Κανείς από τους δυο τους δεν ήθελε να περιμένει. Η Αμελί είχε ζητήσει έναν μικρό γάμο. Δεν ήθελε να παντρευτεί μπροστά σε εκατοντάδες άγνωστους όπως συνήθιζαν να κάνουν οι άρχοντες, αλλά να μοιραστεί αυτή τη μέρα μόνο με την οικογένεια τους. Ο Έντγκαρ ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να ικανοποιήσει την επιθυμία της.

Η Αμελί είχε ράψει μόνη της το νυφικό της μέσα σε λίγες μέρες. Το λευκό μεταξύ χυνόταν απαλά πάνω στο σώμα της σαν καταρράκτης. Οι ντελικάτοι ώμοι της ήταν γυμνοί, περιτριγυρισμένοι από λευκή δαντέλα. Τα καστανόξανθα μαλλιά της ήταν στολισμένα με διαμάντια που όμως επισκιαζόντουσαν από την λάμψη στο πρόσωπο της όταν αντάλλασσε όρκους αγάπης και αφοσίωσης με τον Έντγκαρ.

Εκείνη τη μέρα κάτι είχε σκιρτήσει μέσα στην Κίρα. Η ευτυχία τους της είχε ξυπνήσει μια λαχτάρα για κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε ότι ήθελε.

Μόνο ο Ντέβαν ήταν απών. Που ήταν; Η Κίρα κοίταξε για πέμπτη φορά τις διπλές πόρτες περιμένοντας τες να ανοίξουν όμως παρέμεναν κλειστές. Τον τελευταίο καιρό ο Ντέβαν ήταν συνεχώς σε κάποιο συμβούλιο ή σε συναντήσεις με τους μικρότερους άρχοντες της Ναβίντια. Σπάνια τον έβλεπε πια. Καταλάβαινε τις ευθύνες που ερχόντουσαν με τη νέα του θέση αλλά της έλειπε τρομερά. Υπήρχαν στιγμές που η απουσία του γινόταν αβάσταχτη. Φυσικά δεν του είχε πει τίποτα, δεν ήθελε να τον βαρύνει περισσότερο ενώ είχε τόσα να αντιμετωπίσει, αλλά ο Ντέβαν το αντιλαμβανόταν.

«Δεν θα είναι πάντα έτσι» της είχε υποσχεθεί ένα βράδυ όταν ήρθε στο κρεβάτι τους. Τις περισσότερες νύχτες ερχόταν στο δωμάτιο τους αφότου η Κίρα είχε αποκοιμηθεί και σηκωνόταν προτού ξυπνήσει. «Είναι μόνο η αρχή»

«Κάνε αυτό που πρέπει» του είχε απαντήσει μισοκοιμισμένη. «Εγώ θα σε περιμένω»

Και αυτό έκανε. Καταλάβαινε το φορτίο που κουβαλούσε. Η αλλαγή ενός Άρχοντα, ειδικά όταν συνέβαινε κάτω από τόσο απρόοπτες συνθήκες, ήταν ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα. Πολλοί είχαν δυσαρεστηθεί, ιδιαίτερα εκείνοι που επωφελούνταν από τις πολιτικές που ασκούσε ο Αίρυς. Εκείνοι ήταν οι πρώτοι που αμφισβητούσαν την ικανότητα του Ντέβαν να κυβερνήσει -ήταν νέος και άπειρος, έλεγαν, δεν είχε το σθένος και την πυγμή που χρειαζόταν- και έσπερναν τον φόβο στα μυαλά των άλλων. Δόξα τους Θεούς αυτά τα άτομα, παρόλο που συνήθως βρισκόντουσαν σε υψηλές θέσεις, αποτελούσαν την μειοψηφία.

Το πρώτο μέλημα του Ντέβαν ήταν να ξετρυπώσει τα «φίδια» από το συμβούλιο του Αίρυς. Δεν μπορούσε να έχει γύρω του άτομα που υποβάθμιζαν τις προσπάθειες του να φτιάξει μια νέα Ναβίντια. Ο μεγαλύτερος σύμμαχος του σε αυτό το εγχείρημα ήταν η Ορόρα. Νέα άτομα έπρεπε να γεμίσουν αυτές τις θέσεις, αλλά το να βρουν ικανούς και έντιμους ανθρώπους αποδεικνυόταν πιο δύσκολο και χρονοβόρο από τα να απομακρύνουν τους ακατάλληλους.

Οι όμηροι συγγενείς των αρχόντων που είχαν αρνηθεί να δώσουν άντρες στον στρατό του Αίρυς είχαν επιστρέψει στις οικογένειες τους. Οι περισσότεροι Οίκοι είχαν ορκιστεί εύκολα υποταγή στον νέο Άρχοντα. Όσο για τους απλούς ανθρώπους, ήταν ευγνώμων που οι σύζυγοι, οι γιοι, και τα αδέλφια τους είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους σώοι και αβλαβείς και οι οικογένειες τους δεν θα αναγκαζόντουσαν να περάσουν τον χειμώνα μόνοι τους όσο οι δικοί τους θα θυσιάζονταν στα πεδία της μάχης. Οι μόνοι που ήθελαν να δουν έναν πόλεμο με τη Νταχάρα ήταν άρχοντες με μεγαλεπήβολα όνειρα για κατακτήσεις και δόξα, ή εκείνοι που ο Αίρυς τους είχε υποσχεθεί εδάφη και προνόμια. Οι περισσότεροι ήθελαν απλώς να ζήσουν ειρηνικά.

Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο της και η Κίρα γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι της στο πλάι.

«Σταμάτα να κοιτάζεις συνέχεια την πόρτα λες και σκοπεύεις να δραπετεύσεις» της είπε η Ντεσμέρα. «Θα έρθει»

«Το ξέρω» Στο πρωινό της είχε πει ότι θα είχε κάποιες συναντήσεις σήμερα αλλά της είχε υποσχεθεί πως θα περνούσαν το βράδυ μαζί. Ήταν τα γενέθλια του Ραίγκαρ. «Σε ευχαριστώ που είσαι μαζί μας σήμερα»

«Δεν θα έχανα τα πρώτα γενέθλια του εγγονού μου» αποκρίθηκε η Θεραπεύτρια. Τα χαλκόχρωμα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε ένα στεφάνι γύρω από το κεφάλι της, το χρώμα τους τονιζόταν από το πράσινο φόρεμα της που τα έκανε να δείχνουν πιο κόκκινα απ' ότι καστανά.

«Θα περάσεις τη νύχτα στο κάστρο; Μπορώ να πω στους υπηρέτες να σου ετοιμάσουν ένα δωμάτιο»

«Όχι, όχι. Μετά την γιορτή θα επιστρέψω στη Σύναξη»

«Μέσα στη νύχτα;»

«Η Σύναξη με έχει ανάγκη. Τώρα με τις χειμερινές αρρώστιες η παρουσία μου είναι απαραίτητη μέρα και νύχτα»

Η Κίρα δεν την πίεσε περισσότερο. Η παρουσία της εδώ ήταν μεγάλη πρόοδος. Ήλπιζε με τον καιρό να νιώσει πιο άνετα με το πρώην σπίτι της και να αρχίσει να τους επισκέπτεται. Αυτό θα έκανε τον Ντέβαν πολύ χαρούμενο.

«Άκουσα πως πήρες τον εγγονό μου και πήγες στο κάστρο των Σέλτιγκαρ»

Η Κίρα ένευσε καταφατικά. «Είναι αλήθεια»

Είχε πάρει τον Ραίγκαρ και είχαν περάσει μερικές μέρες στο κάστρο της οικογένειας της. Είχε ανάγκη να δει το σπίτι της.

Έπρεπε να παραδεχθεί ότι φοβόταν αυτή την επιστροφή. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς η άμαξα περνούσε μέσα από τις πύλες. Κρατούσε το κεφάλι της ψηλά, όπως έπρεπε να κάνει μια αρχόντισσα, αλλά στη πραγματικότητα δεν ήξερε πως να αντικρίσει τους ανθρώπους της. Τους είχε εγκαταλείψει και είχε φύγει. Η Ορόρα τους είχε φροντίσει καλά κατά τη διάρκεια της απουσίας της αλλά ήταν δική της ευθύνη. Όλοι τους ήταν καλά άτομα που υπηρετούσαν την οικογένεια της για χρόνια. Δεν τους άξιζε να έχουν μια αρχόντισσα σαν κι εκείνη, ένα παιδί που δεν ήξερε τι έκανε. Θα έπρεπε να πέσει στα πόδια τους και να τους ικετέψει να την συχωρέσουν. Η καρδιά της βούλιαξε μέσα στο στήθος της. Περίμενε να αντικρίσει τις κατηγορίες στο βλέμμα τους.

Αλλά εκείνοι είχαν χαμογελάσει όταν την είδαν. Έτρεξαν να την καλωσορίσουν. Κάποιοι την είχαν ρωτήσει ακόμα και για τον Ντέβαν. Παρά τις προσπάθειες της να συγκρατηθεί η Κίρα είχε ξεσπάσει σε κλάματα. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της θέλοντας να φύγει από αυτό το μέρος. Τώρα καταλάβαινε πως όσο μακριά κι αν πήγαινε ένα κομμάτι της πάντα θα λαχταρούσε να επιστρέψει σπίτι.

Ανέβηκε με τον Ραίγκαρ στο δωμάτιο της. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Τα βιβλία της ήταν στοιβαγμένα τακτικά πάνω στο γραφείο της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε εκείνο που ήταν στην βάση, ένα βιβλίο για την ιστορία της Ναβίντια και των χωρών που συνόρευαν με αυτή. Θυμόταν να κάθεται στο κρεβάτι της και να ξεφυλλίζει τις σελίδες του ενώ ο Ντέβαν καθόταν στο ανάκλιντρο απέναντι της, με την πλάτη του πάντα στητή σαν να φοβόταν να χαλαρώσει κοντά της, όταν ήταν παιδιά Δίπλα στα βιβλία ήταν το μελανοδοχείο της και η χρυσή πένα του πατέρα της. Τα δάχτυλα της την χάιδεψαν στοργικά. Κοίταξε την ασημένια βούρτσα της που καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και τα κρυστάλλινα μπουκαλάκια με τα αρωματικά έλαια. Τα φορέματα που είχε αφήσει πίσω ήταν προσεχτικά τακτοποιημένα στη ντουλάπα της. Ήταν λες και το δωμάτιο την περίμενε να επιστρέψει.

Η νοσταλγία την έκανε να ανοίξει τις δίφυλλες αψιδωτές πόρτες και να βγει στο μπαλκόνι. Αναζωογονητικός κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπο της. Οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούσαν πάνω στη γκριζόλευκη πέτρα. Το φαράγγι απλωνόταν από κάτω τους, εντυπωσιακό όπως πάντα, αν και η Κίρα πίστευε πως η μυστηριώδης ομορφιά του μπορούσε να εκτιμηθεί πραγματικά τη νύχτα. Σε αυτό το μπαλκόνι είχε έρθει ο Ντέβαν αμέτρητες φορές για να την δει. Εκεί είχαν ξαπλώσει κάτω από τον νυχτερινό ουρανό και της είχε δείξει τους αστερισμούς.

«Όλα αυτά θα γίνουν δικά σου μια μέρα» είπε στον Ραίγκαρ και κοίταξε τον ορίζοντα. «Μια μέρα θα σου πω την ιστορία της οικογένειας μας» του υποσχέθηκε.

Υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερε πως ακριβώς να του τα εξηγήσει, αλλά είχαν χρόνο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα τον έκανε να καταλάβει πως όσο είχαν ο ένας τον άλλο μπορούσαν να ξεπεράσουν τα πάντα.

«Η Ραζιγιέ σας στέλνει τις ευχές της για τον Ραίγκαρ» της είπε η Ντεσμέρα, βγάζοντας την από τις σκέψεις της.

Η Κίρα κοίταξε τον γιο της που πάλευε να πάρει το μπολ με τα πορτοκάλια από το χέρι της Ορόρας και χαμογέλασε.

Μια μέρα

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους της» απάντησε στην Θεραπεύτρια. «Πως είναι τα πράγματα στη Σύναξη;»

«Δόξα τα Πνεύματα, όλα κυλάνε ομαλά. Ο νεαρός Νάριαν βρήκε μια περιοχή κοντά στο Γρέυτάοουν για να εγκατασταθούν οι πρώτες μάγισσες που αποφάσισαν να αφήσουν το δάσος»

Όλοι είχαν συμφωνήσει πως η μετάβαση έπρεπε να γίνει σταδιακά. Οι άνθρωποι ζούσαν χωριστά από τις μάγισσες εδώ και δεκαετίες -με εξαίρεση κάποιων μοναχικών μάγων που ταξίδευαν κυρίως στην επαρχεία πουλώντας τις υπηρεσίες τους. Υπήρχε μεγάλη καχυποψία. Η ασφάλεια των μαγισσών έπρεπε να εξασφαλιστεί προτού μεταφερθούν στις μεγαλύτερες πόλεις.

Ο Νάριαν είχε προσφερθεί να γίνει ο εκπρόσωπος του Ντέβαν στις μάγισσες και να φροντίσει να τηρηθεί η συμφωνία του με την Ραζιγιέ. Ο Ντέβαν είχε δεχθεί με χαρά. Ποιος καλύτερος για να αναλάβει τις σχέσεις των Ντρόγκομιρ και των μαγισσών από ένα άτομο που ανήκε και στους δυο; Ο Νάριαν έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην αποστολή του παρά τα κουραστικά ταξίδια από και προς το Δάσος των Ψιθύρων. Έδειχνε να έχει βρει ένα νέο σκοπό, κάτι που χαροποιούσε πολύ την Νερίσσα.

Αλλά παρά την ευτυχία της για τον αδελφό της, ένας αέρας μελαγχολίας την ακολουθούσε συνεχώς τον τελευταίο καιρό. Ο λόγος ήταν κοινό μυστικό αλλά κανείς δεν τολμούσε να αναφέρει τον Κάσσιαν. Κανείς δεν ήθελε να προκαλέσει τον θυμό της. Και υπήρχε πολύς θυμός κλειδωμένος μέσα της. Αφιέρωνε όλη της την ενέργεια στην προσπάθεια που έκανε με την Ορόρα να βελτιώσουν τις ζωές των λιγότερο τυχερών κατοίκων της Ναβίντια που πάλευαν για την επιβίωση τους. Είχαν δώσει εντολή να χτιστούν αποθήκες σε κάθε πόλη που θα γέμιζαν με σιτηρά, και στη συνέχεια θα μοιραζόντουσαν στις οικογένειες που τα είχαν ανάγκη. Τα σιτηρά θα ερχόντουσαν από τις σοδειές των αρχόντων και των εύπορων κατοίκων που θα έδιναν μια ποσότητα που θα υπολογιζόταν ανάλογα με το μέγεθος της περιουσία τους. Υπήρχαν ήδη αντιδράσεις, παρόλο που η διαταγή είχε ανακοινωθεί πριν από λίγες μέρες, αλλά μια επίσκεψη από την Νερίσσα συνήθως έδινε γρήγορα τέλος στις διαμαρτυρίες των αρχόντων που δεν ήθελαν να αποχωριστούν ένα μέρος της σοδειάς τους.

Ο Έντγκαρ και ο Κάσρελ είχαν αναλάβει να οργανώσουν την ασφάλεια των πόλεων. Ο Έντγκαρ δούλευε πάνω σε σχέδια για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις όπου ήταν πιο έντονη, και ο Κάσρελ είχε αναλάβει να βρει και να εκπαιδεύσει νέους φρουρούς. Δεν υπήρχαν αρκετοί. Θα έπρεπε να υπάρχουν οι τριπλάσιοι από όσους υπήρχαν τώρα αλλά προφανώς ο Αίρυς δεν το είχε θεωρήσει σημαντικό να επενδύσει στην ασφάλεια του λαού του.

Η Κάλικ τους βοηθούσε -όταν δεν ασχολούνταν με την Αμελί- με τον προϋπολογισμό. Ήταν καλή με τους αριθμούς, έλεγε. Το κόστος για τους μισθούς των φρουρών, τον νέο εξοπλισμό, και το χτίσιμο των αποθηκών, θα επιβάρυνε αρκετά το θησαυροφυλάκιο. Και ήταν μονάχα η αρχή. Αλλά ήταν πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Το να αδειάσεις το θησαυροφυλάκιο ήταν εύκολο. Η πρόκληση θα ήταν να φέρουν έσοδα χωρίς να αναγκαστούν να αυξήσουν τους φόρους.

Όλοι οι Ντρόγκομιρ είχαν αναλάβει από κάτι. Συνεργαζόντουσαν αντί να προσπαθούν να επιβληθούν ο ένας στον άλλο. Όλοι τους ένιωθαν σημαντικοί και πάνω απ' όλα ίσοι.

Οι πόρτες της τραπεζαρίας άνοιξαν και ο Ντέβαν μπήκε μέσα στην αίθουσα. Ακόμη και μετά από τόσο καιρό η Κίρα έπιανε τον εαυτό της να σταματάει και να θαυμάζει το πόσο όμορφος ήταν κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιο. Ο αρχοντικός τρόπος που περπατούσε τραβούσε τα βλέμματα πάνω του και θα έκανε βασιλιάδες και πρίγκιπες να ζηλέψουν. Τα καλοραμμένα ρούχα του τόνιζαν την λιγνή φιγούρα του. Όλα ήταν μαύρα, το πουκάμισο του, το παντελόνι του, οι δερμάτινες μπότες του, ώστε να δίνει την εντύπωση του απρόσιτου. Αλλά όσοι τον γνώριζαν ήξεραν πως αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Η μόνη διακοσμητική λεπτομέρεια ήταν τα κουμπιά από ψυχρό ασήμι κατά μήκος του πουκαμίσου του, σφυρηλατημένα σε σχήμα δρακόνυχων. Ένας Άρχοντας δεν είχε ανάγκη από στολίδια για να είναι επιβλητικός. Τα μαύρα ρούχα σε συνδυασμό με τα μαύρα μαλλιά του έκαναν τα χρυσαφένια μάτια του να ξεχωρίζουν.

«Επιτέλους» είπε η Κίρα. «Ήμουν έτοιμη να έρθω να σε βρω»

Ο Ντέβαν πήγε κοντά της. «Συγνώμη. Με καθυστέρησε ο άρχοντας Μέρυγουεδερ. Απ' ότι φαίνεται, πιστεύει ότι το ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στο κτήμα του και στο κτήμα του άρχοντα Κόρμαγκ του ανήκει και πως ο άρχοντας Κόρμαγκ δεν έχει δικαίωμα να παίρνει νερό για τις καλλιέργειες του. Ο άρχοντας Κόρμαγκ από την άλλη ισχυρίζεται πως το ρυάκι είναι δικό του. Ορκίζομαι πως οι τσακωμοί του μου προκάλεσαν πονοκέφαλο. Ήταν σαν να βλέπω δυο παιδιά να τσακώνονται για ένα παιχνίδι»

«Δεν μπορούν απλά να μοιραστούν το νερό;»

«Αυτό είπα κι εγώ, αλλά θεωρούν προσβολή να παραχωρήσουν κάτι που θεωρούν ότι τους ανήκει»

«Και τι έκανες;»

«Τους είπα να μου φέρουν τα επίσημα έγγραφα που δείχνουν σε ποιον πραγματικά ανήκει το ρέμα, αν υπάρχουν. Μετά έφυγα. Υποψιάζομαι ότι ακόμα λογομαχούν στην αίθουσα του θρόνου»

«Απλά έφυγες;» είπε η Ντεσμέρα, κοιτάζοντας τον σαν να μην πίστευε στα αυτιά της. «Γιε μου, αυτή δεν είναι συμπεριφορά για έναν Άρχοντα»

Ο Ντέβαν κοίταξε την μητέρα του. «Είναι τα γενέθλια του Ραίγκαρ. Απόψε δεν σκοπεύω να είμαι Άρχοντας, αλλά να περάσω χρόνο με την οικογένεια μου»

«Θα είσαι Άρχοντας για λίγο ακόμα» του είπε η Κίρα και του έδωσε τα δυο γράμματα που κρατούσε. Το χαρτί ήταν βαρύ και ακριβό. Και τα δυο είχαν σφραγίδες από βουλοκέρι που τώρα ήταν σπασμένες. «Ελπίζω να μη σε πειράζει που τα άνοιξα»

«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Ντέβαν, ξετυλίγοντας το ένα.

«Το πρώτο είναι από το παλάτι του Σαρμίρ. Αν συμφωνείς και εσύ, θέλουν να στείλουν μια διπλωματική αποστολή την άνοιξη, όταν τα χιόνια θα λιώσουν και ο καιρός θα ευνοεί το ταξίδι»

Ήταν η τρίτη επιστολή που λάμβαναν. Τα νέα εξαπλωνόντουσαν γρήγορα και όλο και περισσότερες χώρες δήλωναν το ενδιαφέρων τους να γνωρίσουν τον νέο Άρχοντα της Ναβίντια.

«Αυτά είναι καλά νέα» είπε ο Ντέβαν και η Κίρα συμφώνησε με ένα νεύμα. Ήταν μια ευκαιρία που αν την εκμεταλλευόντουσαν σωστά μπορούσε να τους φέρει συμμάχους και ανάπτυξη στο εμπόριο και τα έσοδα. «Θα τους απαντήσουμε το συντομότερο»

Είχε έρθει η ώρα για την ερώτηση που η Κίρα του έκανε κάθε μέρα. «Έχουμε νέα από τον πατέρα σου;» Οι λέξεις ήταν διστακτικές, σαν να μην ήθελε να ρωτήσει από φόβο για την απάντηση.

«Όχι. Οι ομάδες που έστειλα να τους ψάξουν δεν βρήκαν τίποτα»

Υπέθετε πως αυτά ήταν καλά νέα, αλλά ο κόμπος στο στομάχι της κάθε φορά που σκεφτόταν τον Αίρυς δεν έλεγε να εξαφανιστεί εντελώς. «Πιστεύεις πως θα προσπαθήσει να πάρει πίσω τον θρόνο του;»

Ο Ντέβαν έβαλε τα χέρια του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Η ζεστασιά του την τύλιξε, καθησυχάζοντας την. «Δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα» την διαβεβαίωσε. «Δεν έχει δυνάμεις, ούτε συμμάχους για να τον υποστηρίξουν. Είναι ανίσχυρος» Το έντονο βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της και η Κίρα ένιωθε ότι μπορούσε να δει μέσα στην ψυχή της. Έφερε τα χείλη του κοντά στο αυτί της και η φωνή του μετατράπηκε σε σιγανό ψίθυρο. «Μια μέρα θα μου πεις»

Η Κίρα ήξερε πως αναφερόταν στα γεγονότα της μέρας της μονομαχίας. Ο Ντέβαν δεν είχε πιστέψει ότι οι κατηγορίες του Αίρυς ήταν παράλογες και πήγαζαν από την άρνηση του να αποδεχθεί την ήττα του. Υποψιαζόταν την ανάμιξη της Κίρας αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι μπορεί να είχε κάνει.

Είχε πραγματικά σημασία; Ο Αίρυς έπρεπε να φύγει και το είχαν πετύχει. Το αποτέλεσμα είχε σημασία, όχι ο τρόπος που το κατάφεραν. Μια μέρα, όταν και οι δυο θα ήταν έτοιμοι, θα του εκμυστηρευόταν τον ρόλο που είχε παίξει σε αυτό.

Προς το παρών, τραβήχτηκε ελαφρά από την αγκαλιά του και έδειξε με το βλέμμα της τα γράμματα που κρατούσε στο χέρι του. «Το δεύτερο είναι από την Ναζλί» τον ενημέρωσε. «Σε συγχαίρει για την νέα σου θέση και σε περιμένει για να υπογράψετε την εμπορική συνθήκη. Γράφει επίσης ότι το Νιέζντιελ έχε παγώσει τις διπλωματικές σχέσεις με την Νταχάρα και πως κι άλλες χώρες αρχίζουν να κάνουν το ίδιο»

Η απόπειρα του Κάσρελ Ρίχακ να δηλητηριάσει τον Ντέβαν και τον Ραίγκαρ με μαγεία είχε αφήσει άσχημη εντύπωση. Τέτοιες μέθοδοι δεν άρμοζαν σε έναν Άρχοντα που θα έπρεπε να έχει επιλέξει μια ευθεία, «τίμια» επίθεση για να επιλύσει τις διαφορές του, αλλά σε έναν άνανδρο και ύπουλο άνθρωπο. Ποιο άτομο με αρχές ήθελε να συσχετιστεί με έναν τέτοιο άντρα;

Ο Ντέβαν δεν το σχολίασε, αλλά η έκφραση του δήλωνε ξεκάθαρα ότι πίστευε η Νταχάρα άξιζε την αντιμετώπιση που λάμβανε. «Πότε ήρθαν τα γράμματα;» την ρώτησε ο Ντέβαν, με τα μάτια του να τρέχουν πάνω στις γραμμές.

«Οι υπηρέτες μου τα έφεραν σήμερα το πρωί» του απάντησε. «Επίσης, ήρθαν δυο γυναίκες από το Κάρχολντ και ζήτησαν εργασία. Τις έστειλα στην αρχι-μαγείρησσα. Πάντα υπάρχει ανάγκη από χέρια στην κουζίνα ενός κάστρου. Και υπάρχει ένα ακόμα θέμα που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σου»

Ο Ντέβαν σήκωσε το βλέμμα του από το γράμμα χαρίζοντας της την προσοχή του.

«Έμαθα πως τα περισσότερα παιδιά των υπηρετών δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Αδυνατούν να πάνε στους δασκάλους των κοντινών πόλεων επειδή περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας βοηθώντας τους γονείς τους με τις δουλειές, αλλά ακόμη κι αν βρουν χρόνο συνήθως οι γονείς τους δεν έχουν χρήματα για τα δίδακτρα. Σκεφτόμουν να φέρουμε δάσκαλους στο κάστρο που θα διδάσκουν τα παιδιά τα απογεύματα, όταν θα έχουν τελειώσει τις δουλειές τους. Το ξέρω πως οι δαπάνες έχουν αυξηθεί, αλλά αξίζει. Θα είναι ωφέλιμο για τα παιδιά και οι γονείς τους θα νιώθουν πως νοιάζεσαι για αυτούς και τις οικογένειες τους»

«Έχεις δίκιο» της είπε, κοιτώντας την τρυφερά. «Έπρεπε να το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Μέσα στις επόμενες μέρες θα καλέσω δασκάλους στο κάστρο, αλλά εσύ θα είσαι αυτή που θα μιλήσει μαζί τους και θα κρίνεις ποιοι θα δουλέψουν εδώ. Φοβάμαι πως ο δικός μου χρόνος είναι περιορισμένος»

Η Κίρα παρατήρησε το μικρό χαμόγελο που τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών του.

«Γιατί γελάς;» τον ρώτησε.

«Δεν είναι τίποτα» της απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του. «Απλά βλέπω ότι έχεις αναλάβει πλήρως τον ρόλο της αρχόντισσας του κάστρου. Ασχολείσαι με τους υπηρέτες...» Σήκωσε το χέρι που κρατούσε τις επιστολές. «Εκείνοι έρχονται σε εσένα για τα μηνύματα που φτάνουν και για τις θέσεις του προσωπικού»

Η Κίρα σήκωσε τους ώμους της. «Τι μπορώ να πω; Εσύ και η Ορόρα είστε πολυάσχολοι» Οι οικονόμοι δεν μπορούσαν απλά να διακόψουν ένα συμβούλιο επειδή οι έμποροι με τις παραγγελίες του κάστρου είχαν φτάσει και κάποιος έπρεπε να τις ελέγξει. Αν ξέσπαγε κάποιο πρόβλημα ανάμεσα στους υπηρέτες εκείνη καλούνταν να το επιλύσει. Αν ένας αγγελιοφόρος εμφανιζόταν αλλά το μήνυμα που κουβαλούσε δεν ήταν κάτι επείγον και δεν απαιτούσε την άμεση παρουσία του Άρχοντα παρουσιαζόταν στην Κίρα που το παραλάμβανε, και στη συνέχεια φρόντιζε να του δοθεί ένα δωμάτιο και ένα ζεστό γεύμα προτού συνεχίσει το ταξίδι του. Οι υπηρέτες είχαν πάρει μόνοι τους την πρωτοβουλία να απευθύνονται σε εκείνη για τα θέματα του κάστρου. «Αν θες, από 'δω και στο εξής θα παραπέμπω τους πάντες σε εσένα»

«Όχι, όχι...» απάντησε γρήγορα ο Ντέβαν. «Συνέχισε να διοικείς το κάστρο με όποιο τρόπο θεωρείς εσύ κατάλληλο» Εκείνος είχε να διοικήσει μια ολόκληρη χώρα και του ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό.

«Όπως επιθυμείς, Άρχοντα μου» Ακούμπησε απαλά το χέρι της στο ζεστό μάγουλο του και του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. Δεν ήταν το είδος του φιλιού που επιθυμούσε αλλά υπήρχαν πολλά μάτια γύρω τους. Αργότερα, είπε στον εαυτό της. Ο Ντέβαν της είχε υποσχεθεί ότι θα περνούσαν μαζί αυτή τη νύχτα και σκόπευε να το εκμεταλλευτεί.

Αλλά πρώτα...

Το πρόσωπο της άλλαξε και πήρε μια πιο σοβαρή έκφραση. «Υπάρχει άλλο ένα ζήτημα για το οποίο θέλω να σου μιλήσω»

Η αλλαγή στον τόνο της δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Ντέβαν. Τα χρυσά μάτια του έψαξαν το πρόσωπο της. «Συμβαίνει κάτι;» την ρώτησε, με μια μικρή νότα ανησυχίας να χρωματίζει την φωνή της.

Κοίταξε γύρω της, την οικογένεια τους που μιλούσε, έπινε και γελούσε. «Όχι εδώ»

Τον οδήγησε έξω από την αίθουσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω τους απομονώνοντας τον θόρυβο από τις φωνές τους. Η θερμοκρασία ήταν αισθητά χαμηλότερη στον διάδρομο και μικρές ανατριχίλες διέτρεξαν τα γυμνά της μπράτσα, κάνοντας τις μικρές τριχούλες να σηκωθούν, όμως οι παλάμες της ίδρωναν. Τις σκούπισε πάνω στο φόρεμα της. Ήξερε τι ήθελε να του πει αλλά δεν ήξερε από που να ξεκινήσει, λες και το μυαλό της αδυνατούσε να βρει τις σωστές λέξεις για να εκφράσει τις σκέψεις της.

Μπορώ να το κάνω, είπε στον εαυτό της για να ξορκίσει την νευρικότητα που την είχε κυριεύσει.

«Κίρα, αρχίζεις να με ανησυχείς» της είπε ο Ντέβαν. «Έγινε κάτι που δεν γνωρίζω;»

Ένωσε τα χέρια της για να σταματήσει το τρέμουλο στα δάχτυλα της. «Όχι, απλά...» Έγλειψε τα χείλη της. Ξαφνικά το στόμα της είχε στεγνώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσει. Μπορούσε να το κάνει αυτό. Μπορούσε να του πει τα πάντα. «Τον τελευταίο καιρό κάνω κάποιες σκέψεις»

Όλη η προσοχή του Ντέβαν ήταν εστιασμένη πάνω της, περιμένοντας να ακούσει τα επόμενα λόγια της.

«Ξεκίνησε με τον Κάσσιαν. Όταν ήμουν στο ξέφωτο υπήρξαν στιγμές που πίστεψα ότι δεν θα σε ξαναδώ. Και μετά ήταν το ξόρκι, και η μάχη με τον πατέρα σου...» Προσπάθησε να εμποδίσει τις αναμνήσεις να εισβάλουν στο μυαλό της επειδή ήταν σίγουρη πως αν τις άφηνε θα κατέρρεε. Και δεν το ήθελε αυτό σήμερα. «Υπήρξαν στιγμές που φοβήθηκα πως ένας από τους δυο μας...» Η φωνή της σκάλωσε στον λαιμό της και οι λέξεις έσβησαν.

Ο Ντέβαν πήρε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. «Και οι δυο επιβιώσαμε» της είπε. «Όλα αυτά είναι πίσω μας. Δεν μπορούν να μας πειράξουν»

«Το ξέρω» Αλλά ο φόβος για το τι θα μπορούσε να έχει γίνει την είχε ακολουθήσει, στοιχειώνοντας πολλές από τις νύχτες της. Όμως ήταν έτοιμη να προχωρήσει παρακάτω. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στα δικά του.

«Εκείνες οι στιγμές με έκαναν να καταλάβω τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή» Τα γκρίζα μάτια της βρήκαν τα χρυσά δικά του. «Εσύ, Ντέβαν, είσαι ο πιο πολύτιμος θησαυρός μου. Και ήμουν ανόητη, έβλεπα πολλά πράγματα από λάθος σκοπιά. Νόμιζα πως ο γάμος είναι μια περιττή δέσμευση ενώ στην πραγματικότητα είναι μια δήλωση αγάπης. Και θέλω να το ζήσω αυτό μαζί σου. Θέλω να φωνάξω σε όλο τον κόσμο ότι ατός ο υπέροχος άντρας είναι δικό μου»

Ο Ντέβαν την κοίταξε έκπληκτος. «Κίρα Σέλτιγκαρ, μου ζητάς να σε παντρευτώ;»

«Ναι» Ευχήθηκε το πρόσωπο της να μην ήταν τόσο κόκκινο όσο φοβόταν πως ήταν. «Θέλω να ενώσω την ζωή μου μαζί σου, μπροστά στα μάτια των Θεών και τον ανθρώπων, επειδή ξέρω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»

Ο Ντέβαν την κοίταξε σκεπτικά. Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους, ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά όσο η Κίρα περίμενε να ακούσει την απάντηση του. Είχε πει κάτι λάθος; Δεν ήταν σίγουρη τι συμπέρασμα να βγάλει από τη στάση του.

«Όχι»

Η Κίρα ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της δυο φορές. «Όχι;» Είχε ακούσει καλά την απάντηση του;

«Όχι» επανέλαβε ο Ντέβαν. «Σου ζήτησα να με παντρευτείς τέσσερις φορές και αρνήθηκες. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως εγώ θα δεχθώ τόσο εύκολα; Όχι, αρχόντισσα μου. Αν θέλεις πραγματικά να με παντρευτείς θα πρέπει να κοπιάσεις»

Η Κίρα ξεφύσηξε. Θα ορκιζόταν πως η καρδιά της είχε σταματήσει για μια-δυο στιγμές. «Υποθέτω πως είναι δίκαιο. Να είσαι προετοιμασμένος...» τον προειδοποίησε. «...επειδή έχω σκοπό να επιμείνω»

«Θα είναι μια αναζωογονητική αλλαγή» είπε γελώντας, και ολόκληρο το πρόσωπο του φωτίστηκε. Εκείνη τη στιγμή, μαζί της σε εκείνον τον διάδρομο δεν στεκόταν ο άντρας που είχε την ευθύνη μιας ολόκληρης χώρας, αλλά το αγόρι που είχε ξαπλώσει μαζί της στο μπαλκόνι κάτω από τον έναστρο ουρανό και που της είχε δείξει του καταρράκτες του Νιέζντιελ. «Όμως στο μεταξύ θα συνεχίσεις να διοικείς το κάστρο, έτσι δεν είναι;»

«Μπορείς να βασιστείς πάνω μου» τον διαβεβαίωσε με ένα μικρό, πλάγιο χαμόγελο. Πέρασε το χέρι της γύρω από το μπράτσο μου. «Ας επιστρέψουμε στη γιορτή»

Γύρισαν στην αίθουσα, όπου οι Ντρόγκομιρ είχαν αρχίσει να παίρνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι. Η Ορόρα καθόταν ακόμα στον καναπέ και κρατούσε ένα κομμάτι πορτοκάλι μπροστά στον Ραίγκαρ που τεντωνόταν για να το φτάσει.

«Πες θεία Ο-ρόρ-α και θα του το δώσω» αποπειράθηκε να τον δελεάσει. «Έλα, είναι εύκολο»

«Για όνομα των Πνευμάτων, ξαδέλφη!» φώναξε ο Νάριαν από το τραπέζι. «Δωροδοκείς ένα μωρό με φρούτα για να πει το όνομα σου; Αυτό είναι ανήκουστο!»

«Σιωπή, Νάριαν. Πες θεία Ο-ρόρ-α» ενθάρρυνε τον Ραίγκαρ.

«Ρό-ρι»

Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Το χέρι της Ορόρας έπεσε από την έκπληξη και ο Ραίγκαρ κατάφερε να αρπάξει το φρούτο. Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω τους.

Η Κίρα ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της πάνω στο στήθος της. «Ο γιος μου είπε την πρώτη του λέξη» Συγκίνηση τύλιγε τις λέξεις και έκανε δάκρυα να μαζευτούν στα μάτια της.

Και τότε το αντιλήφθηκε.

«Ο γιος μου είπε την πρώτη του λέξη, και δεν είναι μαμά»

Ο Ντέβαν την έτριψε παρηγορητικά στην πλάτη. «Φαίνεται πως και οι δυο μας χάσαμε το στοίχημα»

Η Κίρα κοίταξε τον Ραίγκαρ που μασουλούσε το πορτοκάλι ενώ η περήφανη θεία του φιλούσε το μέτωπο του. «Μικρέ προδότη»

Η αίθουσα ξέσπασε σε γέλια. Η Κίρα κοίταξε την οικογένεια της και χαμογέλασε. Αυτό ήταν η πραγματική ευτυχία.



Φαίη