The Author's Promises (Διήγημα 8 - Η Διαδρομή)

Η είδηση έσκασε σαν βόμβα στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Όλα τα κανάλια, το διαδίκτυο και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για την επιστροφή του βασιλικού τρένου στις ράγες, με το προσωπικό βαγόνι του Γεωργίου του Α' έτοιμο να μεταφέρει επιβάτες από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τον νομό Μεσσηνίας.

Το βασιλικό βαγόνι είχε κατασκευαστεί το 1883 από μια βέλγικη εταιρία προς τιμήν του Γεωργίου του Α'. Εκείνη την εποχή έκανε μόνο τη διαδρομή στη Θεσσαλία, τελευταία όμως, που έγινε η αποκατάσταση και συντήρηση από έμπειρους τεχνίτες του σιδηροδρομικού υλικού, θα είχε τη δυνατότητα να κάνει μεγαλύτερες και περισσότερες διαδρομές. Θα ήταν το πρώτο βαγόνι που θα ακολουθούσε μετά τη μηχανή της αμαξοστοιχίας. Το επιβλητικό μαύρο χρώμα του με τα αρχικά του ονόματος του Γεωργίου του Α', με το έμβλημα του βασιλείου αριστερά και δεξιά, θα ξεχώριζε για την ομορφιά του και θα έκανε την εμφάνισή του προσελκύοντας τους ενδιαφερόμενους, που θα ήθελαν να κάνουν μια διαδρομή με αυτό.

Μια παλιά εποχή θα έκανε τα πρώτα δειλά βήματά της στον σημερινό κόσμο κι η ίδια ήθελε να συμμετέχει σ' αυτήν την εμπειρία. Τα εισιτήρια ήταν σε υψηλές τιμές, αφού επρόκειτο για ιστορικό γεγονός, αλλά αυτό δεν την ενδιέφερε. Όταν έπιασε στα χέρια της την εφημερίδα που το είχε σαν πρώτο θέμα, αμέσως ήξερε ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή της. Θα ήταν ακόμα ένα όνειρο που θα πραγματοποιούσε, όπως όλα τα υπόλοιπα που είχε πραγματοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για μέρες άλλωστε σκεφτόταν πως ήταν καιρός να επιστρέψει στη γενέτειρά της, αλλά δεν ήθελε να πάει με το αυτοκίνητό της. Δεν ήθελε να μεταφέρει στο χωριό της τη ζωή που είχε φτιάξει. Τα λεφτά τα οποία είχε αποκτήσει από τη δουλειά της δεν την ενδιέφεραν, γι' αυτό συχνά συμμετείχε σε διάφορες φιλανθρωπίες που οργανώνονταν κατά καιρούς και δώριζε τεράστια χρηματικά ποσά. «Τα λεφτά» έλεγε συχνά «δεν είναι η ευτυχία». Δεν τα είχε θεωρήσει ποτέ σημαντικό παράγοντα για τη ζωή της, έστω και αν κέρδιζε αρκετά.

Η επιστροφή της ήθελε να είναι διαφορετική. Ήθελε να είναι μοναδική για να μείνει χαραγμένη στη μνήμη της. Σκεφτόταν μια επιστροφή ακριβώς όπως τη μέρα που είχε φύγει για πρώτη φορά από το χωριό της. Τότε που είχε σταθεί μπροστά από το μεγάλο τρένο όπου θα τη μετέφερε ως τη πρωτεύουσα για να σπουδάσει. Με την τεράστια δερμάτινη βαλίτσα του πατέρα της, που είχε κρατήσει ενθύμιο για να τον θυμάται, περίμενε με ανυπομονησία στον σταθμό. Δίπλα η μητέρα και τα αδέρφια της ευχόντουσαν να έχει μια πετυχημένη ζωή γεμάτη ευτυχία. Τότε, σαν μικρό κορίτσι που ήταν, μπήκε βιαστικά μέσα στο τρένο και φώλιασε γρήγορα γρήγορα στο κάθισμα του δεύτερου βαγονιού. Είχε ανοίξει το παράθυρο και όταν ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά της σκηνοθέτησε μέσα στο κεφαλάκι της τη ζωή που θα ήθελε να έχει. Το καρδιοχτύπι και η αγωνία που είχε νιώσει τότε θα επέστρεφε.

Εκείνο το πρωινό μαζί με τη μεγάλη και πετυχημένη γυναίκα ξύπνησε και ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της. Η μικρή Λένια, το φοβισμένο κοριτσάκι, που έτρεχε στο σχολείο για να κρυφτεί από τ’ άσχημα λόγια της συμμαθήτριάς της που την κορόιδευε συνεχώς. Το κοριτσάκι που δε σταμάτησε να τρέχει για να ξεφύγει ακόμα και από την παράξενη συμπεριφορά που είχαν οι συγγενείς της απέναντί της. Έτρεχε συνεχώς για να ξεφύγει, και τα κατάφερε όταν έφυγε για να σπουδάσει. Η ζωή την είχε μεταφέρει μακριά τους. Μακριά απ’ όλους αυτούς που τη στοίχειωναν. Θα τους αντιμετώπιζε, όμως, ξανά μετά από τόσα χρόνια. Οι εισβολείς, όπως τους αποκαλούσε, θα ήξεραν ήδη για την επιστροφή της και ίσως να ετοίμαζαν μια μάχη εναντίον της όπως έκαναν και παλιά. Τώρα όμως δε θα φοβόταν γιατί είχε μεγαλώσει. Δε θα έτρεχε να ξεφύγει. Ήταν γενναία.

Ξεφύσηξε και άφησε στο ξύλινο τραπεζάκι την κούπα με το τσάι της. Δεν είχε χρόνο για άλλες σκέψεις. Σε λίγο το ταξί θα έφτανε στο σπίτι της, για να τη μεταφέρει στον σταθμό. Ετοιμάστηκε γρήγορα. Πήρε στο χέρι της την ίδια δερμάτινη βαλίτσα με τα λιγοστά ρούχα που είχε μέσα και λίγο πριν κλείσει τη πόρτα πίσω της κοντοστάθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω και επέστρεψε στο γραφείο της. Κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη και κράτησε σφιχτά μέσα στα χέρια της ένα παράξενο βιβλίο, ύστερα χαμογέλασε και έκλεισε τη πόρτα πίσω της.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής στο ταξί κοιτούσε συνεχώς έξω από το παράθυρο τα τσιμεντένια κτίρια που υψώνοντας το ένα δίπλα στο άλλο. Δεν έμοιαζε λυπημένη που άφηνε τη πόλη που αγάπησε· αντίθετα ανυπομονούσε σαν μικρό παιδί να γυρίσει πίσω και να πάρει κάθε κομμάτι που είχε χάσει. Διψούσε να τρέξει ξυπόλυτη στο δάσος και να ξαπλώσει στο πράσινο χαλί, που θα της έστρωνε η φύση για να την καλωσορίσει. Της είχε λείψει το κελάηδισμα των πουλιών που καθόντουσαν στα κλαδιά των δέντρων. Διψούσε να περπατήσει στα στενά του χωριού της μέχρι τη βρύση που χώριζε το άνω από το κάτω χωριό κρατώντας στα χέρια της το παγωτό το οποίο θα έλιωνε απ’ τη ζέστη. Της είχαν λείψει οι καλές παιδικές αναμνήσεις που είχε και γι' αυτό είχε σκοπό να τις ζήσει ξανά.

Τώρα στέκεται μόνη ξανά στον πλακόστρωτο λευκό διάδρομο που γυαλίζει. Το μεγάλο μπρούτζινο ρολόι του σταθμού μετρά τα λεπτά που περνούν. Οι υπάλληλοι με τα μπλε ρούχα πηγαινοέρχονται βιαστικοί για να προλάβουν. Κοιτάζει τριγύρω τον κόσμο που καταφθάνει. Ανακατεύονται γύρω της. Άλλοι είναι χαρούμενοι και άλλοι περιμένουν νευρικά να καταφθάσει η αμαξοστοιχία. Δίπλα της μια παρέα μιλάει δυνατά. Τους ακούει να μιλούν με ενθουσιασμό για το ταξίδι και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται ασυναίσθητα στα χείλη της. Κοιτάζει με περιέργεια την παρέα ξανά. Ένας απ’ αυτούς την παρατηρεί. Καταλαβαίνει ότι τους κοιτάζει και γελάει. Αποφεύγει το βλέμμα του που έχει καρφωθεί επάνω της και βάζει το χέρι μπροστά στα χείλη για κρύψει το χαμόγελό της. Η ώρα πλησιάζει και το μεγάφωνο μεταδίδει ότι «η αμαξοστοιχία εντός δύο λεπτών καταφθάνει». Υπάρχουν φωτογράφοι και κάμερες παντού, για να απαθανατίσουν τη μεγάλη στιγμή.

Περιμένει με ανυπομονησία και η καρδιά της χτυπά δυνατά. Θυμάται τη στιγμή που μπήκε στο τρένο για την Αθήνα. Ζαλίζεται για λίγο. Της κόβεται η ανάσα. Θυμάται. Τα θυμάται όλα, αλλά δεν πρέπει να φοβηθεί. Τότε έτρεχε για να ξεφύγει. Ήταν διαφορετικά. Τώρα είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Έχει σταματήσει να φοβάται. Τα φαντάσματα από το παρελθόν δεν τη στοιχειώνουν. Δεν μπορούν να της κάνουν κακό. Έχει μεγαλώσει. Είναι γυναίκα που απέκτησε δυναμισμό, γενναιότητα και ευγενική ψυχή. Όσα προσευχόταν στο Θεό να γίνει έχουν πραγματοποιηθεί.

Με το λευκό αέρινο φόρεμα να πέφτει στα πορσελάνινα πόδια της περιμένει μπροστά στο βασιλικό τρένο που μόλις έχει σταθμεύσει στον σταθμό του Πειραιά. Το ψάθινο καπέλο που φοράει εμποδίζει τον πρωινό ήλιο του Μάη να ανταμώσει τα μάτια της. Μέσα στα χέρια της κρατάει το χρυσό εισιτήριο. Η δερμάτινη βαλίτσα παραμένει η κληρονομιά της που την ακολουθεί σε κάθε νέο προορισμό. Το βασιλικό βαγόνι του Γεωργίου του Α' την περιμένει να επιβιβαστεί. Καμωμένο από χαλκό, μετάξι και έβενο, διαφέρει από τα υπόλοιπα βαγόνια που ακολουθούν την αμαξοστοιχία. Της ανοίγουν τη μεγάλη πόρτα και τη βοηθούν να ανέβει τα σκαλιά. Ύστερα ο υπάλληλος την οδηγεί μέσα από το κεντρικό σαλόνι που είχε δύο τεράστιους δερμάτινους καναπέδες ως το δεύτερο βαγόνι. Οι γαλάζιες μεταξένιες κουρτίνες στολίζουν τα παράθυρα στον δεύτερο χώρο με τους μεταξωτούς καναπέδες. Εκεί είναι ο αριθμός της θέσης της. Κάθεται δίπλα στο παράθυρο. Βγάζει το ψάθινο καπέλο και αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να παίξουν κρυφτό ανάμεσα στις μπούκλες της.

Η παρέα που βρισκόταν δίπλα της αποχαιρετά τον νεαρό που την κοιτούσε. Θα ταξίδευε μόνος. Κρατούσε και αυτός ένα χρυσό εισιτήριο στα χέρια. Σίγουρα είχε θέση γι’ αυτό το βαγόνι. Αναστατώθηκε στη σκέψη. Κοίταξε ποιες θέσεις ήταν κενές εκτός από το δικό της μεταξωτό καναπέ. Ευτυχώς, υπήρχαν άλλες τρεις. Ανακουφίστηκε. Άνοιξε τη τσάντα της και έβγαλε το βιβλίο. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο βιβλίο σαν αυτά που κυκλοφορούσαν στα βιβλιοπωλεία. Είχαν μια προσωπική υπογραφή. Την υπογραφή του Κτήτωρα. Ήταν το παιδικό λεύκωμα που είχε φτιάξει στο δημοτικό. Στις σελίδες του οι συμμαθητές της είχαν γράψει ό,τι ήθελαν με όποιον τρόπο ήθελαν. Δεν υπήρχαν κανόνες. Δεν ακολουθούσαν τις γραμμές και τις σειρές γιατί σε κάθε φύλλο υπήρχαν ζωγραφιές, αυτοκόλλητα και εικόνες. Το κράτησε στα χέρια της και μετά το έφερε κοντά, για να μυρίσει το άρωμα τριαντάφυλλου, που είχε ποτίσει τις σελίδες του. Μια γλυκιά νοσταλγία την πλημμύρισε. Χαμογέλασε ξανά και το άφησε δίπλα στο κάθισμά της.

Κάθε λίγο και λιγάκι έριχνε κλεφτές ματιές στον νεαρό που γελούσε ακόμα με την παρέα του έξω. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα της τρύπησε τα αυτιά. Αυτός ο ήχος την πήγε χρόνια πίσω, τότε που χίλιες ελπίδες και όνειρα, προσδοκίες και χαρές της κατέφθαναν με το ίδιο ακριβώς σφύριγμα. Χαμογέλασε. Ήταν έτοιμη. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια και άφησε έναν αναστεναγμό να βγει από μέσα της. Ένα δεύτερο σφύριγμα έκανε τους ταξιδιώτες να επιβιβαστούν. Όλοι ανέβηκαν στα βαγόνια για να βρουν τις θέσεις τους. Αυτή παρέμενε με μάτια κλειστά να αναπολεί τα μέρη όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Μια απρόσμενη εμφάνιση, όμως, θα την έβγαζε από τη λήθη της παιδικής της ηλικίας και θα τη μετέφερε στο σήμερα.

Άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι ο νεαρός καθόταν απέναντί της. Ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα βλέφαρά της. Αυτός συνέχιζε να την κοιτάζει. Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από πάνω της. Είχαν μια λάμψη διαφορετική. Αυτό το βλέμμα την έκανε να ντραπεί. Ήταν και γι’ αυτήν ένας γοητευτικός νεαρός. Τον είχε παρατηρήσει όταν περίμενε το τρένο. Μιλούσε με πάθος και ενθουσιασμό στους φίλους του για το ταξίδι που θα έκανε. Την είχε κερδίσει αυτή η συμπεριφορά του και ας μην τον ήξερε. Είχε κάτι πάνω του που της θύμιζε έναν παλιό έρωτα. Ήταν όμορφος, με καθαρή λευκή επιδερμίδα. Μεγαλόσωμος για την ηλικία του. Είχε αυτοπεποίθηση και με ένα χαμόγελό του μπορούσε να σε μαγνητίσει χωρίς να το καταλάβεις.

«Τι έκπληξη!» αναφώνησε και την κοίταξε προσεκτικά από κοντά. Αυτή απέφυγε να ανταποδώσει τη ματιά. Επιτέλους, η μυστηριώδης γυναίκα που τους κοιτούσε στον σταθμό κάτω από το καπέλο της, που έκρυβε το πρόσωπό της θα ήταν συνεπιβάτης του.

«Με όλον τον σεβασμό, αλλά αυτό το βλέμμα δεν το κρύβουν πίσω από ένα καπέλο» σχολίασε και συνέχισε να την παρατηρεί.

Η Λένια απέφυγε να μιλήσει στο νεαρό ο οποίος την βομβάρδιζε συνεχώς με ερωτήσεις. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να κοιτάζει το τοπίο έξω καθώς το τρένο είχε ξεκινήσει ήδη το ταξίδι του. Όταν βγήκε από την γκρίζα τσιμεντούπολη της Αθήνας και η θέα απέκτησε πράσινες πινελιές που της θύμισαν τα παιδικά της χρόνια, έμεινε να κοιτάζει σαν μεθυσμένη τη διαδρομή. Δεν την απασχολούσε οτιδήποτε άλλο. Ζούσε το όνειρό της. Από την άλλη, αυτός είχε σκοπό να συνεχίσει να της μιλά έστω και αν δεν του έδινε σημασία. Δε θα τα παρατούσε μέχρι να έπιανε συζήτηση μαζί της. Ήθελε να τη γνωρίσει. Του άρεσε και δεν ήξερε ούτε το όνομά της. Ήταν μια μυστηριώδης άγνωστη. Πρώτη φορά κάποια τον απέφευγε με τέτοιο τρόπο και ενώ στην αρχή το θεώρησε αγένεια εκ μέρους της, μετά πείσμωσε μέσα του. Έψαχνε μια αφορμή για να τα καταφέρει. Κοιτούσε τριγύρω να βρει κάτι που θα μπορούσε να της τραβήξει την προσοχή. Τον είχε πιάσει νευρικότητα, οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά και αυτός ένιωθε τη ζέστη να τον πνίγει. Σηκώθηκε και πήγε στο τελευταίο βαγόνι. Έπρεπε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Μόλις συνήλθε επέστρεψε στη θέση του. Οι σταγόνες του νερού είχαν πιτσιλίσει τη λευκή μπλούζα του. Αυτή τον αγνόησε και συνέχισε να κοιτάζει έξω. Το βλέμμα της δεν έφυγε στιγμή από το παράθυρο, είχε απορροφηθεί από τη διαδρομή που διένυε το τρένο.

Άφησε το βλέμμα του να τριγυρίσει άσκοπα μέσα στο βαγόνι μέχρι που δεν άντεξε και επέστρεψε σ' αυτήν. Την παρατήρησε προσεκτικά. Τον είχε εντυπωσιάσει η στάση της απέναντί του. Είδε τη δερμάτινη βαλίτσα που υπήρχε δίπλα στο κάθισμά της. Το λευκό φόρεμα με τα φουσκωτά μανίκια που στόλιζαν τα χέρια της την έκανε να φαίνεται σαν πριγκίπισσα. Το βιβλίο δίπλα της του κίνησε το ενδιαφέρον. Ήταν ένα παράξενο βιβλίο που είχε δει ποτέ πριν. Με προσεκτικές κινήσεις έσκυψε και το πήρε χωρίς αυτή να το καταλάβει. Διάβασε την επιγραφή στο εξώφυλλο που έγραφε «Λεύκωμα Λένιας».

Χάιδεψε την ετικέτα που έγραφε το όνομά της. Είχε κάτι δικό της στα χέρια του. Τώρα ήξερε πώς έλεγαν τη μυστηριώδη γυναίκα που καθόταν αμίλητη ατενίζοντας από το παράθυρο τη διαδρομή που έκανε το τρένο. Άνοιξε το βιβλίο και ένα μεθυστικό άρωμα τριαντάφυλλου απλώθηκε παντού.

Η Λένια έστρεψε το βλέμμα της προς τον νεαρό. Αυτός καθόταν ήσυχος χωρίς να μιλά και στα χέρια του κρατούσε μια εφημερίδα. Το άρωμα τριαντάφυλλου της είχε τραβήξει τη προσοχή, αλλά δεν ήξερε από πού ερχόταν. Κοίταξε δίπλα της και είδε ότι το βιβλίο δεν υπήρχε στη θέση του. Κάποιος της το είχε κλέψει. Της έκλεψαν τα παιδικά της χρόνια. Αναστατώθηκε. Σηκώθηκε από τη θέση της έτοιμη να ψάξει σπιθαμή προς σπιθαμή όλο τα βαγόνια μέχρι να το βρει. Ο νεαρός άρχισε να γελά και αυτή τον κοίταξε νευρικά. Γελούσε ενώ διάβαζε την εφημερίδα. Τι ανόητος, σκέφτηκε και έσκυψε να κοιτάξει κάτω από τα καθίσματα. Ο υπάλληλος του συγκεκριμένου βαγονιού την πλησίασε για να μάθει τι είχε συμβεί.

«Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;» τη ρώτησε ευγενικά καθώς αυτή δεν είχε σταματήσει να κοιτάζει κάτω από τους μεταξωτούς καναπέδες όλων των επιβατών.

«Είναι ένα βιβλίο. Ένα σημαντικό βιβλίο και κάποιος μου το πήρε», απάντησε αναστατωμένη.

Ο υπάλληλος του βαγονιού προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τη μυστηριώδη γυναίκα που έψαχνε γεμάτη αγωνία. «Και πώς λέγεται το βιβλίο;» ρώτησε ξανά.

Η Λένια ξαφνιάστηκε με την ερώτηση. Πώς θα μπορούσε να πει ότι δεν ήταν βιβλίο αλλά ένα παιδικό λεύκωμα; «Δεν έχει τίτλο... δηλαδή είναι ένα προσωπικό βιβλίο. Δικό μου, ολόδικό μου, που δεν υπάρχει σε κανένα βιβλιοπωλείο. Βοηθήστε με να το βρω, σας παρακαλώ» είπε στον υπάλληλο και λίγο πριν ξεκινήσουν, για να ψάξουν μια φωνή απέσπασε την προσοχή τους.

«Φυσικά και έχει τίτλο, κύριε. Λέγεται ''Λεύκωμα της Λένιας''» είπε ο νεαρός, που είχε κρύψει το βιβλίο μέσα στις σελίδες της εφημερίδας.

Ήταν ο άγνωστος που καθόταν απέναντί της. Τώρα μπορούσε να εξηγήσει το γέλιο του. Διάβαζε κρυφά το λεύκωμά της. Η Λένια ευχαρίστησε ευγενικά τον υπάλληλο για τη βοήθειά του και στράφηκε θυμωμένα προς τον νεαρό που την κοιτούσε.

«Αυτό δε σου ανήκει» είπε και συνέχισε: «Θα μου το επιστρέψεις και θα ψάξεις για άλλη θέση αμέσως τώρα!»

Η φωνή της είχε γίνει επιθετική. Δεν της άρεσε να σκαλίζουν τα προσωπικά της αντικείμενα. Περίμενε όρθια μέχρι να της το παραδώσει, αλλά αυτός δεν έδειχνε να θέλει να το επιστρέψει.

«Ας κάνουμε μια συμφωνία, Λένια. Με λένε Στέλιο και θα ήθελα να μάθω γι’ αυτό το περίεργο βιβλίο που διάβασα».

Κατάλαβε πως δεν είχε επιλογή. Έπρεπε να συμφωνήσει, για να επιστρέψει το βιβλίο στα χέρια της. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε σκεφτεί την επόμενη κίνησή της. Θα το έπαιρνε και μετά θα άλλαζε θέση, ίσως να πήγαινε και σε διαφορετικό βαγόνι για να τον αποφύγει. Κάθισε ξανά στον μεταξωτό καναπέ. Χαμογέλασε ειρωνικά στον άγνωστο του οποίου το όνομα μόλις είχε μάθει και απάντησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε:

«Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Μόνο μια ερώτηση και μετά θα μου επιστρέψεις το βιβλίο» είπε και περίμενε την ερώτηση.

Ο Στέλιος άνοιξε το βιβλίο ξανά. Γύρισε τις σελίδες μία μία χωρίς να βιάζεται. Έδειχνε να το απολαμβάνει. Προσπερνούσε τις ζωγραφιές, τα αυτοκόλλητα, τα μεγάλα και μικρά γράμματα, μέχρι που έφτασε εκεί που ήθελε. Σήκωσε το βιβλίο και εφόσον πήρε μια τζούρα από το τριανταφυλλένιο άρωμα αποφάσισε να μιλήσει:

«Τι εστί αγάπη;»

Το βλέμμα του διαπέρασε το σώμα της και μια ανατριχίλα την έκανε να σωπάσει. Δεν είχε απάντηση να του δώσει, μόνο τον κοιτούσε. Πρώτη φορά τον κοιτούσε από τόσο κοντά. Παρατήρησε τις γωνίες του προσώπου του, τα μαύρα γένια του που μόλις ξεπρόβαλλαν στο απαλό λευκό δέρμα του και τα μεγάλα πράσινα μάτια του που έμοιαζαν με τους θησαυρούς του δάσους. Για μια στιγμή νόμιζε πως τον ήξερε. Νόμιζε πως κάπως, κάπου ίσως να τον είχε συναντήσει. Αυτό, όμως, θα ήταν παράλογο να συνέβαινε.

«Τι εστί αγάπη;» ρώτησε ξανά χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.

«Ρώτησα την αμμουδιά τι εστί αγάπη και αυτή μου απάντησε, έρωτας, πόνος, δάκρυ» απάντησε και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.

Ο Στέλιος κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ξεφύσησε απογοητευμένος. Δεν του άρεσε η απάντηση και ρώτησε για άλλη μια, τελευταία, φορά τη Λένια που τον κοιτούσε σαστισμένη:

«Τι εστί αγάπη;»

«Σου απάντησα» είπε αυτή και άπλωσε το χέρι της, για να αρπάξει το βιβλίο από τα χέρια του. Ο Στέλιος όμως το τράβηξε ξανά και το βιβλίο παρέμεινε όμηρός του.

«Όχι, δε μου απάντησες. Αυτό που είπες ήταν η απάντηση ενός παιδιού. Εγώ ρωτάω τη γυναίκα που έχω απέναντί μου».

«Είναι πόνος και δάκρυ» απάντησε ξανά χωρίς να αλλάξει λέξη την απάντησή της και τα μάτια της βούρκωσαν. Τώρα δεν την ένοιαζε να δείξει αδύναμη μπροστά σε αυτόν τον άγνωστο που της έκανε συνεχώς την ίδια ερώτηση. Έμοιαζε με εφιάλτη που την κυνηγούσε, αλλά δεν ονειρευόταν για να ξυπνήσει και να τον αποφύγει. Ήταν η πραγματικότητα που τόσο καιρό αρνιόταν να μοιραστεί με κάποιον. Δεν άντεξε και άφησε τα καυτά δάκρυά της να κυλήσουν στα μάγουλα. Κοίταξε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο. Εκείνη τη στιγμή περνούσαν τον Ισθμό της Κορίνθου. Το μπλε χρώμα της θάλασσας την ηρέμησε. Το ένιωσε μέσα στη ψυχή της σαν χάδι. Ένα λυπημένο χαμόγελο σκιαγραφήθηκε στα χείλη της.

«Η αγάπη είναι σαν ένα μικρό παιδί που τρέχει να πιαστεί από το χέρι των ανθρώπων. Αν το καταφέρει αυτό, τότε ευδοκιμεί. Χαρίζει στη ζωή τους αυτό που λένε ζωή χαρισάμενη. Μια ζωή κυριολεκτικά χαρούμενη. Για άλλους, όμως, μοιάζει σαν ένα άπιαστο όνειρο. Δεν καταφέρνουν να ζήσουν την αγάπη στο ζενίθ της ή ίσως δεν προλαβαίνουν να την ζήσουν όπως πρέπει».

Η φωνή της είχε αποκτήσει μια γλυκιά χροιά που σχεδόν τον είχε συνεπάρει. Όσα του έλεγε ήταν σαν να τα άκουγε για πρώτη φορά. Πόσο όμορφα τα διηγείται όλα, σκεφτόταν καθώς τα κόκκινα χείλη της ανοιγόκλειναν. Το χρώμα και το σχήμα τους είχαν μεθύσει τα μάτια τους. Μέσα στο στήθος του η παλμοί του χόρευαν έναν παράξενο χορό που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Στα αυτιά του ο ήχος της φωνής της έφτανε σαν μελωδία, μια άγνωστη μελωδία που ήθελε τόσο να ακολουθήσει. Ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτή την αγάπη που του μιλούσε. Μια αγάπη που ούτε αυτός είχε ζήσει. Οι κοπέλες της γενιάς του ήταν διαφορετικές, δεν έψαχναν την αγάπη και τον έρωτα αλλά τις σαρκικές απολαύσεις. Είχε πέσει και ο ίδιος θύμα αυτής της απόλαυσης. Είχε γνωρίσει πολλές σαν αυτές τις κοπέλες που όταν το πρωινό φως της μέρας ανέτειλε είχε ξεχάσει κιόλας το όνομά τους. Είχε ξεχάσει τα συναισθήματα που δημιουργεί η αγάπη και ο έρωτας. Τώρα όμως δεν τον νοιάζουν αυτές οι κοπέλες, έχει ακουμπήσει το κεφάλι του ελαφρά στο παράθυρο και κοιτάζει την όμορφη Λένια να του μιλά για την αγάπη, σαν μια ταινία εποχής που ξετυλίγεται μπροστά του.

Καθώς συνεχίζει να του εξηγεί αυτός δε σταματά να την κοιτάζει. Τα χέρια και τα δάχτυλά της είναι λεπτεπίλεπτα, σχεδόν νομίζει πως αν τα ακουμπήσει θα σπάσουν. Έχουν μια χάρη αλλιώτικη, σαν να έχει μια νεράιδα μπροστά του που τον κατευθύνει στη ζωή της και σε όσα ξέρει. Μιλάει με έναν παράξενο τρόπο που δεν μπορεί να καταλάβει απόλυτα αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Αρκεί που του μιλάει. Πλέον βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, πρωτόγνωρο. Βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην εικόνα της. Δεν τον ενδιαφέρει η εμπειρία του ταξιδιού. Έχει σταματήσει ο χρόνος και όσα συμβαίνουν γύρω του. Κοιτάζει τη Λένια που δεν έχει σταματήσει να μιλά. Θαρρείς πως είχε μια ζωή που τα κρατούσε όλα μυστικά μέσα της και τώρα είχε έρθει η ώρα να τα πει όλα με μιας, λες και πρωταγωνιστούσε σε ταινία και φοβόταν πως δε θα προλάβει να τα εκφράσει αφού θα τελείωνε η σκηνή της.

Πολλές φορές κοιτούσε γύρω της για να δει μήπως την ακούει κανένας άλλος. Ήταν ντροπαλή σαν μικρό κοριτσάκι. Ύστερα γύριζε κοιτούσε τον Στέλιο και εφόσον έκρυβε για λίγο το χαμόγελό της με το χέρι της συνέχιζε να του μιλά. Την παρατηρούσε να χαμογελά σαν παιδί και ταυτόχρονα να μελαγχολεί σαν μια γυναίκα που έχει πονέσει. Όταν τα μαύρα μάτια της έλαμπαν θα ορκιζόταν πως αυτή τη λάμψη θα μπορούσε να την ερωτευτεί ή μπορεί να την είχε αγαπήσει ήδη χωρίς να το έχει καταλάβει. Ήταν παράξενο ακόμα και γι’ αυτόν όλα όσα συνέβαιναν. Ένα παράξενο ταξίδι που του πρόσφερε τόσα πολλά. Χωρίς να την έχει αγγίξει ένιωθε μέσα του αυτά τα μικρά πυροτεχνήματα να ξεσπούν βίαια. Ο έρωτας τον είχε επισκεφθεί. Όλα όσα του είχαν πει οι φίλοι του πως είχαν νιώσει και αυτός κορόιδευε τα ένιωθε τώρα. Έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται γιατί όταν μιλάει μερικές φορές η χαρά της μετατρέπεται σε μελαγχολία. Μακάρι να ήξερε τον λόγο. Ήθελε να τη βοηθήσει. Ήθελε να την αγκαλιάσει μέσα στα δυο του χέρια και να μείνει για πάντα εκεί, να μην τελειώσει αυτή η στιγμή. Νοιαζόταν για μια άγνωστη, αυτός που δε νοιάστηκε ποτέ για καμία κοπέλα. Δε θα τολμούσε όμως να τη ρωτήσει. Δεν ήθελε να χάσει τη στιγμή που ζούσε αυτός και η Λένια. Θα συνέχιζε να κοιτάζει αυτό το όνειρο μέχρι να τελειώσει και θα το κρατούσε στη μνήμη του σαν πολύτιμο θησαυρό.

«Μου αρέσει να κάνω βόλτα στο δάσος του χωριού μου. Η θέα του πράσινου τοπίου και το κελάηδισμα των πουλιών που κάθονται στα κλαδιά των δέντρων με ταξιδεύει. Όταν ήμουν μικρή και ειδικά την άνοιξη, που η φύση ξυπνούσε από τη λήθη της, κάθε μεσημέρι έτρεχα, για να βρεθώ στην αγκαλιά της φύσης. Το ήξερε αυτό, του το είχα πει...»

Η φωνή της έσπασε σα να ήταν μικρά κομμάτια από καθρέφτη που έπεσαν και έσπασαν. Σταμάτησε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε βυθιστεί ξανά στις σκέψεις της. Ένιωσε ότι ο ουρανός που μόλις είχε ζωγραφίσει για τον Στέλιο συννέφιασε, αλλά δε θα σταματούσε αυτή τη φορά. Θα συνέχιζε να μιλά. Θα μοιραζόταν αυτό που την πονούσε.

Ο Στέλιος σηκώθηκε και κάθισε δίπλα της. Δε θα έχανε άλλο χρόνο μακριά της. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει ότι οι χτύποι της καρδιάς της μπορούσαν να σκίσουν το στήθος της στα δύο. Ήταν νευρική. Η λάμψη των ματιών της είχε χαθεί. Έπιασε τα χέρια της που τώρα είχαν παγώσει και τα έβαλε μέσα στα δικά του. Τα έφερε κοντά στα χείλη του και με την ανάσα του τα ζέστανε. Η Λένια γύρισε και του χαμογέλασε. Δε θα το έβαζε στα πόδια, θα έμενε εκεί μαζί του. Με τα δάχτυλά του απομάκρυνε τα μαλλιά της που είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Ανταπέδωσε το χαμόγελο και ο κόσμος της σαν να φωτίστηκε ξανά

«Μίλησέ μου για εκείνον» της είπε και αυτή ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Ήταν μοναδικός. Ήρθε στη ζωή μου ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά εξαφανίστηκε μια μέρα. Ήξερε τα πάντα για εμένα. Δε χρειαζόταν να μιλήσω, γνώριζε ήδη. Μου άρεσε γιατί είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο που δε χρειαζόταν να του εξηγώ. Ήταν απίστευτος ο τρόπος που με έκανε να ξεχνάω και να αφήνομαι στη στιγμή την οποία ζούσα. Αυτό είναι δύσκολο να το βρεις, Στέλιο. Στα μάτια του ήμουν κάτι ιερό και το ίδιο έλεγε και στα αδέρφια μου, στους φίλους του, σε όλους όσους συναντούσε. ‘‘Στους ιερούς ανθρώπους πρέπει να φερόμαστε με σεβασμό και αγάπη’’, έλεγε. Ναι, σου φαίνεται περίεργο αυτό που λέω, αλλά συνέβαινε. Θυμάμαι στα γενέθλιά μου μου είχε ετοιμάσει μια έκπληξη. Ήρθε πρωί πρωί από το σπίτι να με πάρει για να πάμε μια μονοήμερη εκδρομή στη φύση. Ήξερε όλα όσα αγαπούσα. Περίπατο στο δάσος και βόλτες στο κύμα της θάλασσας. Σε δύο ώρες βρισκόμασταν στο μεγαλύτερο δάσος της Πελοποννήσου. Περάσαμε κάθε μονοπάτι που ήταν στρωμένο με λευκά λουλούδια και βρεθήκαμε δίπλα στο ποτάμι. Τα είχε ετοιμάσει όλα αυτός. Έστρωσε μια καρό κουβερτούλα στο χορτάρι και καθίσαμε. Μου είπε να χαλαρώσω και να απολαύσω τη στιγμή που ζούσα. Αυτό μου το έλεγε συνέχεια. Ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια του και κοιτούσα το νερό που μας προσπερνούσε. ‘‘Κλείσε τα μάτια σου και άκου τον ήχο της ροής του νερού’’ μου είπε και το έκανα. ‘‘Το νερό’’ συνέχισε να λέει ‘‘είναι σαν τον χρόνο. Δε σταματά, κυλάει αέναα. Δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Για εμάς τους ανθρώπους είναι μια μαγική στιγμή. Αυτή τη μαγική στιγμή μέσα στον χρόνο σου ζητάω να κρατήσεις και να ξεχάσεις όλο το πόνο που έχεις μέσα σου’’ μου είχε πει και τα λόγια του χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου. Ήμουν λυπημένη και απλά με αγκάλιαζε λέγοντας ‘‘Ξέρω’’ και όλα περνούσαν ως δια μαγείας. Ακόμη νιώθω το φιλί που μου έδινε στο μέτωπο κάθε φορά που συναντιόμασταν. Ήταν από τους λιγοστούς πρίγκιπες που υπήρχαν στον κόσμο και εγώ κατάφερα να τον γνωρίσω. Όταν έφυγε και πέρασε στην αιωνιότητα, ο πόνος ρίζωσε μέσα μου. Τότε αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δουλειά και να φύγω για την Αθήνα. Δούλευα συνεχώς προσπερνώντας όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Ακόμη το κάνω μερικές φορές» του είπε και σταμάτησε να μιλά. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και μουρμούρισε: «Ακόμη αυτό κάνω. Αποφεύγω την αγάπη. Η αγάπη πονάει».

Ο Στέλιος την κοιτούσε έκπληκτος. Μόλις είχε ακούσει μια ιστορία σαν αυτές που έπαιζαν στους κινηματογράφους. Σαν όλες αυτές τις ταινίες που απέφευγε να βλέπει και συχνά τις αποκαλούσε στους φίλους του αηδίες και ψευτιές. Ναι, είναι όλα ψέματα φίλοι μου. Πού είναι αυτή η αγάπη και ο έρωτας που μας δείχνουν; Ανόητοι διάλογοι και ψεύτικα ρομάντζα, έλεγε πάντα και να τώρα που μια τέτοια ιστορία τον είχε συγκλονίσει. Δεν ήξερε τι να τη ρωτήσει. Ήθελε να μάθει γι’ αυτόν που είχε αγαπήσει η Λένια, μα δεν τολμούσε. Την έβλεπε που είχε σιωπήσει ξανά. Ένιωθε θλίψη και αυτός μέσα του, όπως ένιωθε και η Λένια, που τώρα κοιτούσε ξανά αμίλητη έξω από το παράθυρο.

Το όνειρό του είχε σβήσει ξαφνικά. Η μυστηριώδης γυναίκα σταμάτησε να του μιλάει. Ένιωσε άβολα που καθόταν δίπλα της. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να επιστρέψει στη θέση του, αλλά μια φωνή μέσα του του ψιθύριζε να μείνει κοντά της. Άπλωσε το χέρι του και την αγκάλιασε. Ένας αναστεναγμός βγήκε από το στόμα της, σαν να της είχε περάσει όλος αυτός ο πόνος. Σα να τον πήρε μακριά αυτός ο άγνωστος νεαρός που αυτή τη στιγμή την κρατούσε στην αγκαλιά του.

Τα βλέφαρα της Λένιας έκλεισαν και η ίδια παραδόθηκε στο όμορφο κάλεσμα του Μορφέα. Ήταν σαν άγγελος. Δεν κοιτούσε τη διαδρομή, αλλά αυτήν. Την χάζευε που κοιμόταν. Έδειχνε γαλήνια, ήρεμη και χαρούμενη ταυτόχρονα. Δεν ήξερε πως μπορούσε να το ξεχωρίσει αυτό, αλλά μέσα του πίστευε ότι έτσι θα ήταν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και φοβόταν μήπως την ξυπνήσει. Δε θα ήθελε και αυτό το όνειρο να τελειώσει, αλλά το τρένο κάποια στιγμή θα έφτανε στο χωριό της Λένιας και θα χωρίζονταν. Δεν το ήθελε. Έκανε χίλιες σκέψεις, αλλά δε θα τολμούσε να της πει καμιά. Ήταν μια γνωριμία μέσα στο τρένο. Ίσως αυτή να μην πίστευε στην αγάπη που την είχε πληγώσει. Δε θα τον άκουγε. Θα τον θεωρούσε τρελό. Αυτός όμως δε θεωρούσε πως ήταν τρελός. Ήταν απλά κάποιος που μόλις είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στο μονοπάτι που ονομάζεται αγάπη.

Το τρένο σφύριξε δυνατά δίνοντας το σήμα στους επιβάτες να ετοιμαστούν για τον επόμενο σταθμό. Ο Στέλιος φίλησε στο μέτωπο τη Λένια και την ξύπνησε. Μόλις είχε φτάσει στον προορισμό της. Δεν είχαν άλλο χρόνο. Άνοιξε τα μάτια και τον αγκάλιασε σφιχτά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της στο δικό του στήθος. Τρελές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. Ίσως κάτι να ένιωθε γι' αυτόν. Ίσως να περίμενε μια κίνησή του. Σηκώθηκε από το μεταξωτό καναπέ και πήρε τη βαλίτσα στο χέρι της. Λίγο πριν φύγει την τράβηξε από το μπράτσο:

«Τι εστί αγάπη;» τη ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Όταν το μικρό παιδί που λέγεται αγάπη καταφέρει να σε πλησιάσει θα σε κρατήσει από το χέρι και θα σε οδηγήσει εκεί που επιθυμείς. Θα το καταλάβεις γιατί η καρδιά σου θα χτυπά σαν τρελή. Θα είναι σα να σου μιλάει. Να την ακούσεις, μην την αγνοήσεις» του απάντησε. Ύστερα φόρεσε το καπέλο της και πλησίασε την έξοδο.

Κατέβηκε αργά τα σκαλιά του τρένου και στάθηκε έξω από το παράθυρο όπου ήταν η θέση της. Το δεύτερο σφύριγμα ήχησε και ο Στέλιος συνέχιζε να την κοιτάζει. Αυτή δε θα έφευγε πριν ξεκινήσει η αμαξοστοιχία. Θα έμενε εκεί μέχρι να φύγει το τρένο. Κάθισε στο μεταξωτό καναπέ και άκουσε τους χτύπους μέσα στο στήθος του. Χτυπούσαν σαν τρελοί. Ακριβώς όπως είχε νιώσει να χτυπά και η καρδιά της Λένιας πάνω στο στήθος του. Πετάχτηκε από το κάθισμα και άρπαξε το σακίδιό του. Λίγο πριν ακουστεί το τρίτο σφύριγμα και αναχωρήσει η αμαξοστοιχία βρισκόταν στην αγκαλιά της.



Μαρία Συλαϊδή