Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 31: Μάχη με μια Συμμορία)

Ο Μιχάλης συνειδητοποίησε πως κάποιοι υπήρχαν κοντά τους και μάλλον πλησίαζαν προς το μέρος τους.

«Μας κατάλαβαν οι Χιζέρκα της πόλης;», αναρωτήθηκε.

«Όχι, δεν είναι Χιζέρκα αυτοί. Συμμορία των Ραζέρκα πρέπει να είναι», αποκρίθηκε ο Νίκος.

Αισθάνθηκε έναν κόμπο στο στήθος του σε αυτή την αναφορά. Δεν ήθελε να περάσει τα ίδια πάλι. Δεν είπε τίποτα άλλο και επανέλαβε την κίνηση του Νίκου, ο οποίος είχε τραβήξει το σπαθί του. Με ένα στιγμιαίο άνοιγμα του μυαλού του συνειδητοποίησε πως ήταν περικυκλωμένοι από οκτώ Ραζέρκα, που έστεκαν δίπλα σε δέντρα.

Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και το χέρι του δυσκολευόταν να κρατήσει το σπαθί. Έκλεισε τα μάτια του όμως σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει και να ελέγξει τον εαυτό του και στη συνέχεια έπιασε σκληρά τη λαβή του ξίφους του και άνοιξε τα μάτια του, έτοιμος να ορμήσει στους αντιπάλους του. Είχε ακόμη την αίσθηση του πανικού στο στήθος του, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Δίχως να περιμένει να συνεννοηθεί με τον Νίκο, όρμησε σε εκείνον τον Ραζέρκα που στεκόταν ακριβώς απέναντί του, μπαίνοντας έτσι στην πρώτη του κανονική μάχη ως μάγος.

Είδε ένα μαστίγιο να ορμάει πάνω του, αλλά το σταμάτησε τελευταία στιγμή με το σπαθί του, κόβοντας την κίνηση αυτή του αντιπάλου του. Εξαπέλυσε ένα μαγικό σπρώξιμο, το οποίο ένιωσε να υπερνικά την κίνηση του άνδρα απέναντί του και να τον εκτινάσσει πίσω, μέχρι που έσκασε σε ένα δέντρο. Δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του και όρμησε στον διπλανό του, ο οποίος του επιτίθονταν με ένα σπαθί, κάτι που έκαναν και δύο άλλοι Ραζέρκα. Έκανε μία βουτιά για να αποφύγει τους δύο από τους τρεις, χτυπώντας αμέσως μετά το ξίφος του τρίτου με το δικό του, σταματώντας την κίνησή του.

Ξαφνικά, από κάπου πίσω από τον Μιχάλη άναψε μια δυνατή φωτιά σε ένα δέντρο, που τυλίχτηκε στις φλόγες, φωτίζοντας ολόκληρη την περιοχή. Με ένα στιγμιαίο βλέμμα, πρόλαβε και είδε τον Νίκο να μάχεται με τρεις ταυτόχρονα, με έναν τέταρτο να βρίσκεται πεσμένος και αναίσθητος δίπλα του. Γύρισε όμως και πάλι στη δική του μάχη, βοηθούμενος πια από το έντονο φως της φωτιάς και όρμησε στον αντίπαλό του που βρισκόταν μπροστά του. Αφού απέκρουσε δύο χτυπήματά του, ένιωσε κάτι καυτό να τον χτυπάει στην πλάτη, κάνοντάς τον να ουρλιάξει από τον πόνο. Δεν αφέθηκε όμως σε αυτό και συνέχισε να μάχεται, τώρα ταυτόχρονα και με τους τρεις, αποκρούοντας όλα τα χτυπήματα που δεχόταν, τόσο με τα σπαθιά όσο και τα μαγικά.

Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβει ότι οι ικανότητες των Ραζέρκα με τα σπαθιά δεν ήταν αντάξιες των δικών του, κι έτσι μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία αυτή. Δέχτηκε και άλλα μαγικά χτυπήματα, αλλά δεν κατάφεραν να τον κάνουν να πέσει, δείγμα πως η δύναμη που είχε αποκτήσει από το διαμάντι ήταν πολύ μεγάλη.

Κατάφερε ένα πολύ δυνατό χτύπημα με το σπαθί του, κάνοντας και τους τρεις αντιπάλους του να υποχωρήσουν, δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει τον έναν να χάσει τις αισθήσεις του με μία κίνηση του χεριού του, όπως έκανε και με το ποντίκι στα μαθήματα. Γύρισε στον άλλο και τον χτύπησε με ένα μαγικό σπρώξιμο, βάζοντας όση περισσότερη δύναμη μπορούσε, κάνοντάς τον να εκτιναχθεί αρκετά μέτρα πίσω.

Αυτή η κίνηση αποδείχθηκε πολύ ανόητη τελικά, αφού την αμέσως επόμενη στιγμή δέχθηκε ένα χτύπημα από τον τρίτο αντίπαλό του στο κεφάλι, το οποίο τον ζάλισε και του έφερε δάκρυα στα μάτια από τον πόνο, ρίχνοντάς τον κάτω. Πάλεψε να μείνει ξύπνιος, γιατί έπρεπε να βοηθήσει τον Νίκο να παλέψει με τους υπόλοιπους, αλλά μια γλυκιά αίσθηση τον τραβούσε και τελικά αφέθηκε εκεί, για να μπορέσει να ηρεμήσει από τον πόνο που τον βασάνιζε…

Η ορατότητά του ήταν μηδαμινή, αλλά η ακοή του εξαίρετη. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβει πως ταξίδευε. Η κίνηση που επαναλαμβανόταν του έδωσε να καταλάβει πως βρισκόταν πάνω σε άλογο, το οποίο πρέπει να έτρεχε με πολλή μεγάλη ταχύτητα. Από τις υπόλοιπες κινήσεις του, κατάλαβε επίσης πως βρισκόταν σε τραχύ ανηφορικό δρόμο, με πολλές στροφές, που το ανάγκαζαν να πλαγιάζει έντονα κάθε φορά που έστριβε.

Σταμάτησε πολύ απότομα, τόσο που θα έπρεπε να τον κάνει να εκτιναχθεί μπροστά, κάτι όμως που δεν έγινε. Από ότι άκουσε, κάποιος είχε βρεθεί δίπλα τους και σταμάτησε εκεί, πάνω σε άλογο επίσης το οποίο βαριανάσαινε, όπως και εκείνος που το ίππευε. Αισθάνθηκε τον φόβο του.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε μία απόκοσμη φωνή, δίπλα του ακριβώς.

«Πρέπει να έρθεις, άρχοντά μου» είπε ο άνδρας πάνω στο διπλανό άλογο με τρεμάμενη φωνή, «έχουμε μεγάλο πρόβλημα στη Λεζίνη με τους Κυανούς και δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε»

«Είστε εντελώς ανίκανοι» φώναξε το πλάσμα με την απόκοσμη φωνή και αμέσως μετά έκανε μεταβολή και άρχισε να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση με τρομακτική ταχύτητα, αφήνοντας πίσω τον άνδρα.

Ο Μιχάλης ένιωσε αμέσως μετά ένα έντονο κάψιμο στο κεφάλι, που μετατράπηκε σε έντονο πόνο, αναγκάζοντάς τον να κλείσει σφιχτά τα μάτια του, πριν τα ανοίξει όταν είχαν υγρανθεί εντελώς από τα δάκρυά του. Βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος, δίπλα σε έναν Ραζέρκα, που φορούσε μαύρα ρούχα. Σηκώνοντας το βλέμμα του αντίκρισε το Νίκο να μάχεται ακόμη με τρεις ταυτόχρονα, αποκρούοντας τα συνεχή χτυπήματά τους. Είχε εξουδετερώσει έναν ακόμη αντίπαλο, άρα εκείνος που είχε χτυπήσει τον Μιχάλη είχε προστεθεί στους άλλους δύο που μάχονταν ήδη με το Νίκο.

Έκανε μία κίνηση να σηκωθεί, αλλά ένιωσε έντονο πόνο στο κεφάλι και έπεσε και πάλι πίσω. Έσφιξε τα δόντια του και σηκώθηκε ξανά, νιώθοντας τρομερό εκνευρισμό πια, που τον έκανε να ξεχάσει τον πόνο στο κεφάλι. Με μία κίνηση του χεριού του έκανε τον έναν από τους τρεις να λιποθυμήσει και στη συνέχεια τράβηξε το σπαθί προς το μέρος του με το ίδιο χέρι, σαν να ήταν μαγνήτης. Όρμησε σε εκείνον που τον είχε χτυπήσει, χτυπώντας τον με απίστευτη ορμή, καθώς εκείνος απέκρουσε μετά βίας το χτύπημά του. Μετά όμως, ένιωσε την οργή του να μετατρέπεται σε μαγεία και απελευθέρωσε μεγάλη δύναμη, σε μια προσπάθεια να τραυματίσει τον άνδρα εκείνον.

Είδε ένα μαύρο υγρό να ξεπηδά από τα χέρια του και να σκάει στο Ραζέρκα, ενώ την επόμενη στιγμή εκείνος ούρλιαξε και εκτινάχθηκε προς τα πίσω αρκετά μέτρα, με πολύ αίμα να ξεφεύγει από το σώμα του και να μένει στο έδαφος σφαδάζοντας, πριν ο Μιχάλης τον κάνει να λιποθυμήσει.

Άφησε τον τελευταίο να τον αποτελειώσει ο Νίκος, κάτι που συνέβη ένα λεπτό μετά, εντυπωσιάζοντας τον Μιχάλη με τις ικανότητές του στη μονομαχία, αφού διέλυσε τον Ραζέρκα με τον οποίο πολεμούσε στα ίσια, όπως είχε κάνει ο Κώστας στο Ελέστερ με τον εισβολέα, λίγο καιρό πριν. Στο τέλος, με μία κίνηση ο Νίκος έκανε τον αντίπαλό του να χάσει τις αισθήσεις του.

«Είπες να κάνεις διάλειμμα και να πάρεις έναν υπνάκο;» τον ρώτησε αστειευόμενος ο Νίκος.

«Τι; Α, ναι, κουράστηκα και είπα να κοιμηθώ λιγάκι», αστειεύτηκε εκείνος.

«Ας φύγουμε τώρα από εδώ πριν συνέλθουν» συνέχισε με σοβαρό ύφος ο φίλος του, βάζοντας το σπαθί του στη θήκη του και μαζεύοντας το σακίδιό του.

Ο Μιχάλης έκανε το ίδιο και ξεκίνησαν να φύγουν από εκεί βιαστικά, για να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από εκεί. Άρχισαν να τρέχουν από ένα σημείο και μετά, με τον Μιχάλη να θεραπεύει το τραύμα στο κεφάλι του, μέχρι που βγήκαν από εκείνο το δάσος. Έπειτα συνέχισαν πιο ήρεμα, με τον Νίκο να τον ενημερώνει πως είχε σβήσει τη φωτιά καθώς έφευγαν.

Όταν σταμάτησαν, αρκετά αργότερα, αποφάσισαν να φυλάνε σκοπιά.

«Θα φυλάξω πρώτος εγώ. Κοιμήσου εσύ τώρα» ανέφερε μετά.

Ήταν εμφανές πως στην αρχή δεν ήθελε να κοιμηθεί, αφού προσποιούνταν πως κοιμόταν, αλλά είχε ανοιχτό το μυαλό του, ελέγχοντας την περιοχή. Λίγο αργότερα όμως αποκοιμήθηκε, αφήνοντας τον Μιχάλη μόνο του να κάθεται εκεί και να ελέγχει την περιοχή γύρω τους. Δεν υπήρχε κανείς εκεί κοντά, όπως είχε διαπιστώσει ήδη αρκετές φορές κι έτσι στο μυαλό του επανέφερε αυτό που είχε δει όταν λιποθύμησε από το χτύπημα εκείνου του Ραζέρκα.

Το μυαλό του πήγε στο όνειρο που είδε, όπου μπορούσε να καταλάβει διάφορα πράγματα. Το σίγουρο ήταν πως το περίεργο πλάσμα πρέπει να ήταν άνθρωπος, τα σχέδια του οποίου είχε μία ανεξήγητη επιθυμία να σταματήσει. Αφού δεν μπορούσε να μάθει κάτι άλλο όμως, δεν ασχολήθηκε παραπάνω τότε.

Ο Νίκος ξύπνησε νωρίς το πρωί, καλημερίζοντάς τον, και δημιούργησε τρεχούμενο νερό σε ένα μικρό βράχο, όπου πλύθηκαν λίγο πριν ξεκινήσουν. Η μέρα αυτή ήταν ήρεμη και η πορεία τους αδιάκοπη.

Το βράδυ, ο Νίκος του είπε πως σε δύο μέρες θα έμπαιναν στην υψηλά προστατευόμενη ζώνη της χώρας από τους Ηγέτες και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ επικίνδυνα για αυτούς.

«Μήπως έχεις ακουστά τους Κυανούς;» ρώτησε τον Νίκο σε μια στιγμή ο Μιχάλης, μόλις θυμήθηκε το χθεσινό όνειρο που είδε.

«Πού άκουσες για αυτούς;»

«Στην πόλη που περάσαμε» του είπε ψέματα ο Μιχάλης, «άκουσα κάποιον να τους αναφέρει και παραξενεύτηκα»

«Μ’ αρέσει που πάντα ακούς τα καλύτερα. Πάντως ξέρω λίγα για αυτούς. Είναι μια ομάδα που αντιστέκεται στους Ηγέτες, επαναστάτες δηλαδή. Έχουν προκαλέσει ήδη πολλά προβλήματα στους Ηγέτες και τους κυνηγάνε παντού»

Ο Μιχάλης δεν είπε τίποτα άλλο και ξάπλωσε, αφήνοντας την κούραση που ένιωθε από χθες. Ήλεγξε μία φορά και αυτός τη γύρω περιοχή και έπειτα αποκοιμήθηκε, παραδιδόμενος στην κούραση που ένιωσε από το προηγούμενο βράδυ.

Παναγιώτης Βάβαλος