Η τελετή έγινε δίπλα στο ποτάμι, κάτω από τις ιτιές που έγερναν μελαγχολικά τα κλαδιά τους πάνω από το διάφανο νερό. Ήταν το αγαπημένο σημείο της μητέρας του Ρόραν. Εκεί ήταν θαμμένη και τώρα ο Άιζακ θα την αντάμωνε στην επόμενη ζωή.
Το λείψανο που έβαλαν στο χώμα δεν έμοιαζε με τον άντρα που την μεγάλωσε. Αυτό δεν απάλυνε τον πόνο της. Η ουσία αυτού που ήταν ο Άιζακ είχε χαθεί όποιο πρόσωπο κι αν φορούσε.
Ο Έρικ είχε φύγει πριν από μέρες και έκτοτε δεν είχε νέα του. Ίσως και να μην ξανάκουγε. Αν είχε βρει το θάρρος να καρφώσει εκείνο το μαχαίρι στην καρδιά της νωρίτερα ο Τομ θα ήταν ακόμα ζωντανός. Αλλά είχε δειλιάσει και τώρα ο Έρικ έθαβε τον αδελφό του όπως έθαβε κι εκείνη τον Άιζακ.
Ο Ρόραν ήταν ψυχρός μαζί της όλο αυτό το διάστημα. Σπάνια της απηύθυνε τον λόγο και μόνο αν ήταν απαραίτητο. Απέφευγε ακόμα και να την κοιτάξει. Ήθελε να διώξει τον πάγο που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους αλλά πως πλησίαζες κάποιον που ο πατέρας του είχε πεθάνει για ‘σένα;
Όμως η σημερινή μέρα διέφερε και την είχε αφήσει να σταθεί στο πλευρό του. Το χέρι του έσφιγγε το δικό της, το βλέμμα του ήταν στυλωμένο στους μάγους που ένας- ένας άφηναν τις προσφορές τους πάνω στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα. Μαγικούς κρυστάλλους που θα φώτιζαν τον δρόμο του Άιζακ στην επόμενη ζωή, βότανα, και περγαμηνές με προσευχές για να αναπαυθεί η ψυχή του.
Η Σελίν έσκυψε και ακούμπησε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στο χώμα όμοιο με εκείνα που την είχε βρει να ζωντανεύει πριν από τόσα χρόνια. Εκείνη τη μέρα είχε φοβηθεί τις δυνάμεις που διέθετε και σε τι θα μπορούσε να εξελιχθεί. Αλλά δεν την είχε εγκαταλείψει. Και η τελευταία του πράξη σε αυτόν τον κόσμο απέδειξε πως είχε αγαπήσει το κοριτσάκι που είχε πάρει στο σπίτι του όταν τον είχε ανάγκη.
«Σ’ ευχαριστώ» ψιθύρισε.
Της είχε χαρίσει το πιο πολύτιμο δώρο.
Χρόνο.
Μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή που παραλίγο να χάσει. Που είχε χάσει. Της είχε δώσει στιγμές με τους αγαπημένους της και ατελείωτες πιθανότητες για ένα μέλλον που απλωνόταν μπροστά της.
Σκούπισε βιαστικά την υγρασία από τα μάτια της και σηκώθηκε από το έδαφος. Πριν προλάβει να πάρει ξανά τη θέση της δίπλα στον Ρόραν ο Ελάιζα μπήκε στον δρόμο της και έπιασε το χέρι της. Έδειχνε ταλαιπωρημένος, οι ώμοι του ήταν σκυφτοί και το βλέμμα του κουρασμένο, αλλά θα μπορούσε να το πει αυτό για όλα τα μέλη της Σύναξης.
«Λυπάμαι για την απώλεια σας. Ο Άιζακ ήταν ένας σπουδαίος μάγος, παρά τις δύσκολες στιγμές του» Μείωσε την απόσταση ανάμεσα τους, μια απειροελάχιστη αλλαγή που δύσκολα θα αντιλαμβανόντουσαν οι γύρω τους, και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ξέρω πως είναι μια δύσκολη στιγμή για την οικογένεια σου αλλά πρέπει να σου ζητήσω κάτι. Πέρνα από το σπίτι μου αργότερα, όσο πιο γρήγορα μπορείς»
Το αίτημα του την παραξένεψε αφού ήταν γεγονός πως ο Πρεσβύτερος δεν έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία για εκείνη
«Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε.
«Όχι εδώ» Τα καστανά μάτια του γλίστρησαν ανήσυχα στο πλήθος γύρω τους. «Αργότερα» Με αυτά τα αινιγματικά λόγια απομακρύνθηκε από κοντά της.
Μια περίεργη αίσθηση απλώθηκε μέσα της. Τι να ήθελε άραγε;
Η επιστροφή στο σπίτι ήταν σιωπηλή. Ο Ρόραν την αγνόησε και πήγε στη σκάλα για να ανέβει στο δωμάτιο του.
Αυτό ήταν. Η Σελίν ήθελε να του δώσει χώρο αλλά αυτή η κατάσταση την έπνιγε.
«Έτσι θα είμαστε από ‘δω και μπρος;» τον ρώτησε σηκώνοντας τα χέρια της. «Δεν θα μιλάμε;»
Ο Ρόραν συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. «Ακριβώς» της απάντησε χωρίς να μπει στον κόπο να γυρίσει και να την κοιτάξει.
Η αδιαφορία του την πονούσε περισσότερο από το μαχαίρι που είχε καρφώσει στο στήθος της.
«Λυπάμαι» του είπε, με την φωνή της να τρέμει. «Μακάρι να μπορούσα να σου περιγράψω πόσο. Αν είχα έναν τρόπο να εμποδίσω τον Άιζακ να ανταλλάξει τη ζωή του με τη δική μου θα το έκανα» ορκίστηκε και τα δάκρυα που είχε συγκρατήσει στην κηδεία μαζεύτηκαν ξανά στα μάτια της. «Λυπάμαι»
Ο Ρόραν πάγωσε στη μέση της σκάλας. Έπιασε το κάγκελο και γύρισε αργά για να την κοιτάξει. Τα πράσινα μάτια του έκαιγαν σαν πυρωμένα κάρβουνα. «Νομίζεις πως είμαι θυμωμένος επειδή σε κατηγορώ για τον θάνατο του πατέρα μου;»
Απέστρεψε το βλέμμα της, μην αντέχοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Ναι»
Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από από τα ξανθά μαλλιά του και ξεφύσηξε αργά. Ήταν έξαλλος.
«Αυτοκτόνησες» είπε τελικά.
Έσφιξε νευρικά τις γροθιές της. «Το ξέρω»
Ο Ρόραν κατέβηκε ένα σκαλί, και έπειτα άλλο ένα, και άλλο ένα. «Κάρφωσες ένα μαχαίρι στην καρδιά σου χωρίς να σκεφτείς τι θα στοίχιζε σε εμάς τους υπόλοιπους»
«Κάνεις λάθος!» του φώναξε. « Εσείς ήσασταν το μόνο που σκεφτόμουν! Εσύ, η Νάγια, ο Έρικ, όλοι σας. Το μόνο που ήθελα ήταν να σας προστατεύσω. Να ζήσετε ελεύθεροι από την Μπαστιάνα και τις Θυσίες. Δεν μετανιώνω ούτε για μια στιγμή για αυτό που έκανα, Ρόραν. Μετανιώνω που μου πήρε τόσο για να το κάνω και η δειλία μου μας κόστισε ζωές όπως του Τομ» Η ανάσα της κόπηκε από την ταχύτητα που ξεστόμιζε τις λέξεις αλλά συνέχισε. «Και λυπάμαι, λυπάμαι που ο Άιζακ είναι νεκρός» Η παραδοχή έφερε έναν κόμπο στον λαιμό της. «Εγώ θα έπρεπε να είμαι σε εκείνον τον τάφο, όχι αυτός»
Ο Ρόραν την έφτασε και την έπιασε από τους ώμους. «Μη το ξαναπείς. Ποτέ» της είπε αυστηρά. «Ο πατέρας δεν θα το ήθελε αυτό» Έπιασε το πιγούνι της και σήκωσε τον πρόσωπο της για να την κάνει να τον κοιτάξει. Ένας στρόβιλος από συναισθήματα κρυβόντουσαν μέσα στα πράσινα μάτια του: Πόνος, αποφασιστικότητα, θρήνος, ανακούφιση, θυμός. Αλλά η κατηγορία δεν ήταν ένα από αυτά. «Τίποτα απ’ όσα συνέβησαν δεν είναι δικό σου φταίξιμο. Μη προσπαθείς να πάρεις την ευθύνη, είναι άδικο. Πρέπει να προχωρήσουμε»
«Και πως το κάνουμε αυτό;» τον ρώτησε αβέβαια. «Δεν μπορούμε να προσποιηθούμε πως όλα είναι όπως πριν»
«Έχεις δίκιο» ξεφύσηξε και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Σελίν έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και απόλαυσε τη ζεστασιά του. «Αλλά για αρχή μπορούμε να προχωράμε μια μέρα τη φορά» Έκανε μια παύση, αβέβαιος πώς να πει τα επόμενα λόγια. «Θα ζητήσω από την Νάγια να με παντρευτεί»
Τα σκούρα μπλε μάτια της Σελίν άνοιξαν διάπλατα. «Τι;»
«Όχι αμέσως, βέβαια. Θέλω να πω πρώτα πρέπει να επιδιορθώσουμε τις ζημιές στο χωριό, και να ερευνήσουμε αν παραμένουν λύκοι στην περιοχή, και υπάρχει και η συνθήκη με τους ανθρώπους…» Σταμάτησε για να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. «Αλλά νοιάζομαι για εκείνη. Και εκείνη νοιάζεται για ‘μένα»
«Και τώρα που επέστρεψαν οι γονείς της οι μετακινήσεις στο σπίτι μας έχουν δυσκολέψει» τον πείραξε.
Γέλασαν και οι δυο. Ήταν σύντομο, αλλά ήταν μια αρχή.
Αγκάλιασε πιο σφιχτά τον αδελφό της. «Ειλικρινά πιστεύω πως μπορείτε να κάνετε ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Χαίρομαι πολύ για ‘σένα» του είπε και το εννοούσε. Αλλά μια σουβλιά διαπέρασε την καρδιά της.
Επειδή φοβόταν πως ο Έρικ δεν θα επέστρεφε. Άραγε πώς να ήταν; Την σκεφτόταν καθόλου; Είχε αποφασίσει πως η αναστάτωση που είχε φέρει στη ζωή του δεν άξιζε πια και γι’ αυτό δεν είχε δώσει σημεία ζωής τόσες μέρες;
Παραμέρισε τις πικρές σκέψεις που ούτως ή άλλως δεν οδηγούσαν πουθενά και επικεντρώθηκε σε πιο επείγοντα ζητήματα.
«Θα λείψω για λίγο» τον ενημέρωσε. «Ο Ελάιζα με κάλεσε στο σπίτι του για να μου μιλήσει. Από το ύφος του φαινόταν να είναι σοβαρό»
Η έκφραση του άλλαξε και έγινε σκεπτική. «Θα έρθω μαζί σου»
Ένευσε καταφατικά. Υπήρχαν πράγματα που είχαν μείνει ανείπωτα ανάμεσα σε εκείνη και την Αριάνα. Ο τρόπος που την είχε φέρει πίσω είχε μείνει μυστήριο αφού η νεαρή μάγισσα την είχε επισκεφτεί μόνο μια φορά –για ελάχιστο χρόνο και χωρίς να της δώσει κάποια εξήγηση- και έκτοτε είχε εξαφανιστεί. Πως ήταν δυνατών η φίλη της να κατέχει αυτές τις δυνάμεις; Ήταν πολύ περίεργη να ακούσει τι είχε να της πει ο Ελάιζα και παρόλο που της είχε ζητήσει εχεμύθεια θεωρούσε σοφή κίνηση να είναι μπροστά και ο αρχηγός της Σύναξης.
Ο Πρεσβύτερος ήταν εκείνος που άνοιξε όταν χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού. Τα καστανά μάτια του στάθηκαν πάνω στον Ρόραν, έκπληκτα για μια στιγμή.
«Σελίν, Ρόραν» τους χαιρέτησε και έκανε στην άκρη για να περάσουν. Αν ενοχλήθηκε επειδή η Σελίν είχε επεκτείνει την πρόσκληση του στον Ρόραν δεν το έδειξε.
Προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Αριάνα καθόταν ήδη στη τραπεζαρία με μια αχνιστή κούπα μέσα στα χέρια της. Το σώμα της ήταν τσιτωμένο και το κεφάλι της τινάχτηκε αμέσως προς το μέρος τους μόλις άκουσε τα βήματα τους.
«Πάω να φέρω τσάι» είπε και σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα της. Υποχώρησε μέσα στην κουζίνα σαν ελάφι που τρέχει να ξεφύγει από τον κίνδυνο.
Η Σελίν πήρε τη καρέκλα δίπλα σε εκείνη που είχε εγκαταλείψει η φίλη της, δύο θέσεις παρακάτω από την κεφαλή του τραπεζιού. Ο Ρόραν προτίμησε να καθίσει απέναντι από την Αριάνα και στα δεξιά του Ελάιζα.
Η Αριάνα επέστρεψε κρατώντας ένα δίσκο με τρεις κούπες γεμάτες αχνιστό τσάι. Άφησε μια μπροστά στον καθένα τους και πήρε ξανά τη θέση της. Έριξε μια πλάγια, νευρική ματιά στη φίλη της. Είχε την έκφραση κάποιου που ετοιμαζόταν να κάνει κάτι που ήθελε σαν τρελός να αποφύγει.
Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο. «Έχεις δυνάμεις όμοιες με τις δικές μου»
Η Αριάνα κοίταξε την κούπα της λες και στο εσωτερικό της κρυβόταν ο τρόπος να γλιτώσει από αυτή την άβολη κατάσταση. «Εγώ…» ξεκίνησε να λέει αλλά όποια εξήγηση και αν προσπαθούσε να δώσει πέθανε στα χείλη της. Στο τέλος απλώς σήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό»
«Αριάνα» την σταμάτησε μαλακά ο πατέρας της. «Άσε εμένα να μιλήσω» Κοίταξε τους δυο νέους στο τραπέζι του. «Δεν έχω υπάρξει απόλυτα ειλικρινής μαζί σας και με τη Σύναξη»
Ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και οι ώμοι του κύρτωσαν λες και η εξομολόγηση που ετοιμαζόταν να βγει από τα χείλη του τους βάραινε. «Όπως ξέρετε δεν γεννήθηκα εδώ. Ήρθα από μια χώρα πολύ μακριά, πέρα από βουνά και δάση»
«Όπως ο πατέρας μου;» ρώτησε η Σελίν, με το ενδιαφέρων της να φουντώνει.
«Ναι. Ήταν σκοτεινοί καιροί. Οι Άρχοντες που κυβερνούσαν αυτόν τον τόπο κυνηγούσαν τις μάγισσες. Είχα δυο επιλογές: Να αναζητήσω καταφύγιο στη μεγάλη οροσειρά που δεν τολμούσαν να πατήσουν και να εγκατασταθώ σε μια από τις Συνάξεις εκεί ή να προχωρήσω παραπέρα. Επέλεξα το δεύτερο» Το βλέμμα του ξεμάκρυνε, χαμένο στις αναμνήσεις της νιότης του. «Το να διασχίσεις την οροσειρά είναι μεγάλος άθλος. Είναι γεμάτη απότομους γκρεμούς, στενά περάσματα, και βράχια που απειλούν να πέσουν και να σε συνθλίψουν ανα πάσα στιγμή. Τα βράδια άκουγα ήχους να έρχονται μέσα από τις σπηλιές, γρυλίσματα πλασμάτων που με κρατούσαν ξάγρυπνο και σε επιφυλακή. Είναι ένα σκληρό, αφιλόξενο μέρος. Αν είχα επιχειρήσει να τη διασχίσω τον χειμώνα τώρα τα κόκαλα μου θα βρισκόντουσαν πεταμένα σε κάποια πλαγιά, μασημένα από τα αγρίμια και θαμμένα κάτω από το χιόνι» Κούνησε το κεφάλι του. «Αλλά βγήκα από το θέμα. Ήμουν νέος, γεμάτος πείσμα να τα καταφέρω και να ανακαλύψω τι υπήρχε στην άλλη πλευρά των βουνών. Και με το σπίτι μου να έχει χαθεί δεν υπήρχαν πολλά που να με τρόμαζαν»
Η Σελίν καταλάβαινε τη λαχτάρα να θες να βρεις κάτι περισσότερο από αυτό που γνώριζες όλη σου τη ζωή. Αυτή τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα σου. Την είχε νιώσει όταν νόμιζε πως ήταν μια απλή μάγισσα και ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά της. Μια ολόκληρη ζωή είχε περάσει από τότε.
«Μου πήρε μήνες και το φθινόπωρο είχε έρθει όταν έφτασα σε αυτή τη περίεργη αλλά συνάμα συναρπαστική χώρα. Η μαγεία είναι πολύ πιο ισχυρή εδώ. Τραγουδούσε στις φλέβες μου. Για πρώτη φορά είδα πλάσματα όπως οι νεράιδες και τα ξωτικά. Το δάσος με καλούσε να το εξερευνήσω αλλά όπως προείπα το κρύο είχε έρθει και η ανάγκη να βρω καταφύγιο γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Και τότε…» Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. «Τότε βρήκα ένα μικρό χωριό κρυμμένο σε ένα φαράγγι και ένα κάστρο με μια όμορφη γυναίκα να στέκεται στην πόρτα»
Η Σελίν κράτησε την ανάσα της, η Αριάνα άφησε ένα σοκαρισμένο επιφώνημα, ο Ρόραν είχε μια στωική έκφραση στο πρόσωπο του και τη προσοχή του εστιασμένη στον Πρεσβύτερο.
«Μου πρόσφερε ένα μέρος για να μείνω και μια θέση στο τραπέζι της» συνέχισε ο Ελάιζα, με μια χροιά ενοχής να χρωματίζει τη φωνή του. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω. Νοσταλγία; Θλίψη; «Ήταν πανέμορφη και ο τρόπος που μιλούσε… Σαν να γνώριζε κάθε ευχή και επιθυμία μου και είχε τον τρόπο να τις κάνει πραγματικότητα. Μονοπωλούσε κάθε σκέψη μου. Όταν έμπαινε στο δωμάτιο ήταν αδύνατον να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω της. Ήθελε να μάθει τα πάντα για το μέρος απ’ όπου ερχόμουν και ήταν πρόθυμη να με βοηθήσει να χτίσω μια νέα ζωή εκεί. Οπότε έμεινα μαζί της και μέρα με τη μέρα η σκέψη να φύγω γλιστρούσε όλο και πιο μακριά. Και μερικούς μήνες μετά» Κοίταξε την κόρη του που καθόταν δίπλα του.
Η Σελίν πάγωσε καθώς το μυαλό της έφτανε στο συμπέρασμα που τους οδηγούσαν τα λόγια του.
Η Αριάνα πάνιασε. «Όχι» είπε κουνώντας το κεφάλι της, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το σοκ. «Όχι, μου είπες πως η μητέρα πέθανε όταν ήμουν μωρό, μου είπες…»
Η Σελίν κοίταξε το χλωμό πρόσωπο της φίλης της ψάχνοντας ομοιότητες με το δικό της. Ο Ρόραν έκανε το ίδιο από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια;
Ο Ελάιζα έπιασε το χέρι της κόρης του. «Λυπάμαι πολύ γλυκιά μου. Ποτέ δεν θέλησα να σου πω ψέματα αλλά ήταν μια αλήθεια που δεν μπορούσα να μοιραστώ» Πήρε μια βαθιά, κουρασμένη ανάσα και συνέχισε την ιστορία του. «Ο πρώτος καιρός μετά τη γέννηση σου ήταν οι πιο ευτυχισμένες βδομάδες της ζωής μου. Ζούσα ένα όνειρο αλλά δυστυχώς πλησίαζε η στιγμή που θα ξυπνούσα»
«Επειδή ήρθαν οι Θυσίες» συμπέρανε η Σελίν, ακόμα σαστισμένη από την αποκάλυψη του. Το βλέμμα της έμεινε πάνω στην Αριάνα που καθόταν μουδιασμένη και ακίνητη σαν άγαλμα. Ήξερε ακριβώς πως ένιωθε, πως είναι ολόκληρος ο κόσμος σου να αναποδογυρίζει μέσα σε μια στιγμή.
«Όταν ανακάλυψα την αλήθεια ήμουν αηδιασμένος. Ξαφνικά έβλεπα μια νέα γυναίκα που δεν αναγνώριζα, ένα σκληρό και αδίστακτο πλάσμα. Ανόητο με αποκάλεσε, αφελή που δεν είχα μάθει πως η δύναμη ερχόταν με ένα τίμημα. Φοβήθηκα για την ασφάλεια μου και της Αριάνας. Η μόνη σκέψη μου ήταν να πάρω το μωρό και να τρέξω όσο πιο μακριά άντεχαν να με κουβαλήσουν τα πόδια μου. Η Μπαστιάνα με γλίτωσε από τον κόπο. Μου έδωσε το παιδί και μου είπε πώς να βρω τη Σύναξη. Έφυγα την ίδια κιόλας μέρα αλλά πριν το κάνω μου υποσχέθηκε πως θα αντάμωνε ξανά με την κόρη της. Πέρασα τα τελευταία δεκαέξι χρόνια παρακαλώντας τα Πνεύματα να μην έρθει ποτέ αυτή η μέρα»
Αλλά δεν τον είχαν ακούσει. Φαίνεται πως τον τελευταίο καιρό συνήθιζαν να τους αγνοούν. Τα προβλήματα των θνητών ήταν δικά τους και έπρεπε να τα αντιμετωπίσουν μόνοι τους.
«Βρήκα το χωριό και τους είπα την ιστορία που ξέρετε. Ότι είχα χάσει τη γυναίκα μου και έψαχνα ένα μέρος για να κάνω μια νέα αρχή. Κανείς δεν γνώριζε την αλήθεια, ούτε καν το Συμβούλιο»
«Και ο πατέρας μου;» ρώτησε ο Ρόραν.
«Η Αριάνα ήταν πέντε χρονών και η Σελίν έξι. Η Αλίρα τις πρόσεχε και τις είχε αφήσει να παίξουν μαζί» Κοίταξε τα κορίτσια. «Το μάτι που ξέρει τι ψάχνει μπορεί να διακρίνει τις ομοιότητες. Ο Άιζακ τις είδε και αναγκάστηκα να του ομολογήσω τα πάντα»
«Γι’ αυτό δεν ήθελες να είμαστε φίλες;» τον ρώτησε η Σελίν. «Φοβόσουν πως και κάποιος άλλος θα υποψιαζόταν την αλήθεια;»
«Ναι, και λυπάμαι γι’ αυτό. Ήταν άδικο για ‘σένα αλλά πρέπει να καταλάβεις πως το έκανα για να προστατεύσω την κόρη μου. Όρκισα τον Άιζακ να μη πει ποτέ τίποτα σε κανέναν. Και το έκανε. Είμαι σίγουρος πως το γεγονός ότι η Αριάνα δεν έδειξε σημάδια των δυνάμεων της Μπαστιάνας συνέβαλε στην απόφαση του να κρατήσει το μυστικό μου όλα αυτά τα χρόνια. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν κληρονόμησες αυτή τη… πλευρά της μητέρας σου» είπε στην κόρη του. «Έκανα λάθος»
«Δεν είναι μητέρα μου» δήλωσε η Αριάνα, με το αρχικό μούδιασμα να έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.
Η Σελίν ακούμπησε συμπονετικά το χέρι της στον ώμο της φίλης της. «Ξέρω πως νιώθεις. Στην αρχή είναι δύσκολο να το αποδεχθείς…»
Γύρισε ήρεμα το κεφάλι της προς το μέρος της. «Όχι, Σελίν» την σταμάτησε. «Δεν είναι δύσκολο γιατί δεν υπάρχει κάτι για να αποδεχθώ. Ποτέ δεν είχα μητέρα και ποτέ δεν την χρειάστηκα γιατί είχα έναν πατέρα που ήταν πάντα δίπλα μου. Που μου είπε ψέματα» πρόσθεσε με μια μικρή πικρία. «Αλλά το έκανε επειδή με αγαπάει και ήθελε να με προστατεύσει» Έπιασε το χέρι που είχε βάλει η Σελίν στον ώμο της και το γαλάζιο βλέμμα της συνάντησε το σκούρο μπλε δικό της. «Και αν τα Πνεύματα αποφάσισαν να μου δώσουν μια αδελφή τότε είμαι ευγνώμων που είσαι εσύ»
Τα δυο κορίτσια αγκαλιάστηκαν.
Πάντα ένιωθε την Αριάνα οικογένεια. Ο δεσμός είχε αλλάξει αλλά παρέμενε το ίδιο δυνατός. Χαμογέλασε, ευτυχισμένη για πρώτη φορά μετά από καιρό.
«Μέσα σε μια μέρα απέκτησα δυο αδελφές»
«Δυο;» ρώτησε με απορία η Αριάνα.
Κράτησε το στόμα της κλειστό. Θα άφηνε τον Ρόραν να κάνει την αποκάλυψη για τον αρραβώνα του.
Στον γυρισμό για το σπίτι αισθανόταν πιο ανάλαφρη. Σήμερα είχε συμβεί κάτι ευχάριστο. Ευχήθηκε να ήταν η αρχή των θετικών πραγμάτων που θα συνέβαιναν από ‘δω και στο εξής.
Η πόρτα του σπιτιού τους ήταν μισάνοιχτη. Σταμάτησε και κοίταξε τον Ρόραν. «Εσύ την άφησες;»
«Όχι, την έκλεισα» απάντησε με σιγουριά το αγόρι, κοιτάζοντας καχύποπτα την είσοδο.
Υπό κανονικές συνθήκες το θέαμα δεν θα έκανε καμπανάκια συναγερμού να ηχήσουν στο μυαλό τους. Η Σύναξη συνήθιζε να αφήνει τις πόρτες της ξεκλείδωτες. Γείτονες μπαινόβγαιναν σε σπίτια για να ζητήσουν κάτι ή για ψιλοκουβέντα. Αλλά μόλις είχαν δεχθεί επίθεση και το αίσθημα της ασφάλειας απουσίαζε από την ατμόσφαιρα.
Μπήκαν προσεχτικά στο σπίτι και το βλέμμα τους σάρωσε τον χώρο ψάχνοντας για απειλές. Κάποιος βρισκόταν στο σαλόνι με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος τους.
Της πήρε μια- δυο στιγμές για να συνειδητοποιήσει πως αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια και όχι όνειρο πλασμένο από τη φαντασία της.
«Έρικ;»
Το αγόρι γύρισε για να την κοιτάξει και πριν προλάβει να το σκεφτεί περισσότερο η Σελίν έτρεξε κατά πάνω του. Έπεσε μέσα στην αγκαλιά του, σχεδόν γκρεμίζοντας τον από τα πόδια του. Τον έσφιξε ανασαίνοντας το άρωμα του, ένιωσε τη θέρμη του κορμιού του να την τυλίγει.
«Νόμιζα πως δεν θα γύριζες» είπε, εκφράζοντας για πρώτη φορά δυνατά τον φόβο που την κατέτρωγε τόσες μέρες.
Τα ζεστά καστανά μάτια που της είχαν λείψει τόσο καρφώθηκαν μέσα στα δικά της. «Τι ανόητη σκέψη. Ήθελα να έρθω νωρίτερα αλλά δεν μπορούσα να το κάνω»
«Πως είναι η οικογένεια σου;»
«Προσπαθούμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας. Ο πατέρας πήρε βαριά τον θάνατο του Τομ και ο θρήνος των διδύμων μου ραγίζει την καρδιά. Προσπαθώ να είμαι δυνατός για χάρη τους –ξέρω πως αυτό θα ήθελε και ο Τομ- αλλά είναι δύσκολο»
«Το ξέρω» ψιθύρισε και σήκωσε το κεφάλι της για να κοιτάξει το πρόσωπο του. Κοντά γένια είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στα χλωμά μάγουλα του και να τους δίνουν μια πιο τραχιά όψη ενώ τα μάτια του είχαν σκιές από κάτω.
«Πόσο θα μείνεις;»
Δεν μπορούσε να είναι για πολύ, όχι με τον θάνατο του αδελφού του να είναι τόσο φρέσκος. Η οικογένεια του χρειαζόταν χρόνο για να τον θρηνήσουν και ακόμα περισσότερο καιρό για να αρχίσουν να επουλώνονται οι πληγές που δεν θα έκλειναν ποτέ ολοκληρωτικά. Και εκείνος έπρεπε να είναι δίπλα τους.
«Μια μέρα, δύο το πολύ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να είχα φύγει αλλά είχα ανάγκη να σε δω και να σου κάνω μια ερώτηση που δε λέει να φύγει από το μυαλό μου» Έπιασε τρυφερά το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. «Ξέρω πως είναι πολύ νωρίς και θα έπρεπε να αφήσω να περάσει ένα διάστημα αλλά όλα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή και αν έχω μάθει κάτι είναι να μη θεωρώ τον χρόνο δεδομένο» Τα φωτεινά καστανά μάτια του κοίταξαν μέσα στα δικά της. «Σκέφτηκα πολύ τις τελευταίες μέρες. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως η ζωή μου ακολουθούσε αυτό το μονοπάτι. Το μονοπάτι που με έφερε στη Σύναξη όχι σαν εχθρό αλλά σαν φίλο. Που με έκανε να διασχίσω μαγικά δάση, να χορέψω σε γιορτές των ξωτικών, και να βρεθώ σε απόμακρα φαράγγια. Που με οδήγησε σε εσένα. Περάσαμε πολλά, και δεν ξέρω τι κρύβει το μέλλον όμως θέλω να το ανακαλύψω μαζί σου. Γιατί ό,τι κι αν ρίξει στον δρόμο μας η μοίρα μαζί μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε»
Απέμεινε να τον κοιτάζει, με την καρδιά της να πεταρίζει ξέφρενα μέσα στο στήθος της. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως κατάλαβε σωστά.
«Έρικ, μου ζητάς να…»
«Δεν θέλω να περάσω ούτε μια μέρα παραπάνω μακριά σου. Μίλησα στον πατέρα μου για ‘σένα και θέλει να σε γνωρίσει. Και μιας και ο αδελφός σου είναι εδώ» Κοίταξε τον Ρόραν που στεκόταν πίσω τους και κρυφάκουγε ξεδιάντροπα τη συζήτηση τους. «Ρόραν, σου ζητάω το χέρι της Σελίν»
Η απάντηση του μάγου ήταν άμεση. «Δε σ’ το δίνω»
«Ρόραν!» φώναξε η Σελίν.
«Τι; Με ρώτησε και του απάντησα» Στράφηκε προς τον Έρικ. «Μπορεί να βοήθησες την Σελίν και να απέδειξες ότι είσαι σύμμαχος αυτής της Σύναξης αλλά αυτό δεν σημαίνει πως σε συμπαθώ, Κυνηγέ»
Η Σελίν άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να φωνάξει στον αδελφό της να εξαφανιστεί, αλλά ο Έρικ την πρόλαβε.
«Τότε είμαι πολύ τυχερός που αδιαφορώ για την γνώμη σου και ρώτησα απλά και μόνο για τους τύπους» Κοίταξε ξανά τη Σελίν με μάτια που έλαμπαν σαν δυο φωτεινές σφαίρες από κεχριμπάρι. «Η μόνη γνώμη που με νοιάζει είναι η δική σου»
Τράβηξε αργά το βλέμμα της από το δικό του και στράφηκε στον Ρόραν. «Μπορείς να μας αφήσεις μόνους;»
Περίμεναν να τον δουν να χάνεται στον δεύτερο όροφο προτού συνεχίσουν.
«Λοιπόν;» Την κοίταξε περιμένοντας την απάντηση της. «Θα με παντρευτείς;»
Ακούμπησε το χέρι της στο ζεστό μάγουλο του. «Όχι»
Η έκφραση του ήταν ένα μίγμα απορίας και έκπληξης. «Όχι;»
«Σ’ αγαπώ και θέλω να περάσω τη ζωή μου μαζί σου. Αλλά έχεις δίκιο, είναι νωρίς. Όλα έχουν αλλάξει. Δεν ξέρω ποια είμαι ή τι θέλω πια» παραδέχθηκε. «Και μέχρι να μάθω δεν μπορώ να δεχθώ την πρόταση σου. Θα ήταν άδικο και για τους δυο μας»
Έπιασε τρυφερά τα χέρια της. «Τι ήθελες να κάνεις; Πριν από εμένα, πριν την Μπαστιάνα»
«Να ταξιδέψω» Να δει τον κόσμο. Αλλά αυτά ήταν τα ανόητα όνειρα ενός ανόητου κοριτσιού.
«Τότε ξεκίνα από εκεί» την ενθάρρυνε.
Να ακολουθήσει το όνειρο της. Ήταν μια σκέψη τόσο απλή και ταυτόχρονα τόσο περίπλοκη.
Αλλά ίσως αυτό να ήταν το νόημα: Να ξεπερνάνε τα άσχημα και τις δυσκολίες που βρίσκουν στον δρόμο και να προχωράνε μπροστά.
«Γύρνα στο χωριό σου. Όταν είμαι έτοιμη θα έρθω να σε βρω» Του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Και τότε θα απαντήσω στη πρόταση σου»
Λίγες βδομάδες μετά
«Τζέιμς, μη τρέχεις με τα πιάτα στα χέρια! Γουίλ, κατέβα από τη ντουλάπα! Μα πως στο καλό ανέβηκες εκεί πάνω; Δεν θα μεγαλώσετε ποτέ»
Πρώτη φορά έμπαινε σε σπίτι με τόσες φωνές, κίνηση, και λίγο χάος. Σαν ένα πολυάσχολο μελίσσι. Έσφυζε από ενέργεια και ζωή, τόσο διαφορετικό από το σπίτι που είχε μεγαλώσει εκείνη. Της προκαλούσε μια μικρή ζαλάδα αλλά ήταν μια αναζωογονητική και καλοδεχούμενη αλλαγή.
Ο Έρικ βγήκε από την κουζίνα όπου ο πατέρας του και τα αδέλφια του ετοίμαζαν το γεύμα τους και πήγε κοντά της. «Συγνώμη που σε άφησα μόνη. Πως είσαι;»
Τόσο αγχωμένη που φοβόταν ότι θα κάνει εμετό. Το στομάχι της ήταν ένας σφιχτός κόμπος από νεύρα. «Μια χαρά» αποκρίθηκε.
Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί στο χωριό των ανθρώπων ήταν σαν κρατούμενη, ναρκωμένη με λοβελία, και με την απειλή την κρεμάλας να πλανάται πάνω από το κεφάλι της.
Τον τελευταίο καιρό ο Ρόραν έκανε ενέργειες για να σταθεροποιήσουν την εύθραυστη ειρήνη που είχαν συνάψει με τους ανθρώπους, προσπάθειες που με τη συνδρομή του Έιντεν σιγά σιγά απέδιδαν καρπούς. Παρ΄όλα αυτά οι άνθρωποι δεν ένιωθαν άνετα βλέποντας μια μάγισσα να περπατάει στους δρόμους τους. Μπορούσε να αγνοήσει τα βλέμματα που της έριχναν κλεφτά πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες –βλέμματα γεμάτα απαξίωση και καχυποψία- και τις πύρινες, εχθρικές εκφράσεις όσων την κοίταζαν από τις αυλές τους και τους δρόμους σαν αγρίμια έτοιμα να της χιμίξουν και να την ξεσκίσουν.
Όμως αυτό που την τρόμαζε και έκανε τα γόνατα της να τρέμουν ήταν ο άντρας στη κουζίνα. Δεν είχαν ανταλλάξει παρά μερικές τυπικές κουβέντες με τον Ρίτσαρντ Στόρμπορν αφού τους είχε αφήσει λίγο μετά την άφιξη της για να ετοιμάσει το φαγητό, αρνούμενος τη βοήθεια που του πρόσφερε η κοπέλα μιας και εκείνη ήταν η καλεσμένη. Η Σελίν ντράπηκε για την ανακούφιση που ένιωσε.
Αν και ο πατέρας του Έρικ της είχε φερθεί μονάχα με ευγένεια ένιωθε τρομερή αμηχανία μπροστά του. Δεν μπορούσε να μη παρατηρήσει το φως που είχε σβήσει από τα γαλάζια μάτια του και τη θλίψη που έδειχνε να ακολουθεί κάθε του κίνηση. Δεν μπορούσε να μη νιώθει υπεύθυνη.
Επειδή ο γιος του είχε δολοφονηθεί από τη μητέρα της και ίσως να ήταν ακόμα ζωντανός αν εκείνη είχε δράσει νωρίτερα. Δεν ήξερε πώς να φερθεί γύρω του, τι να πει ή πώς να τον αντικρίσει, και έτρεμε πως ίσως κατά βάθος να την κατηγορούσε για την απώλεια τους.
Μα τα Πνεύματα, ήταν πολύ κακή ιδέα να έρθει εδώ.
«Είσαι άκαμπτη σαν σανίδα» της είπε ο Έρικ, τρίβοντας το μπράτσο της. «Αν το να είσαι στο χωριό μου σου φέρνει άσχημες μνήμες τότε μπορούμε να…»
«Δεν είναι αυτό» τον σταμάτησε, προσθέτοντας ένα μικρό χαμόγελο για να τον διαβεβαιώσει που όμως το ένιωθε εξαναγκασμένο στα χείλη της. «Απλά… Δεν ξέρω πώς να φερθώ μπροστά στον πατέρα σου»
Ορίστε, το είπε. Παραδέχθηκε πως φοβόταν έναν ηλικιωμένο που μέχρι τώρα έδειχνε εξαιρετικά συμπαθής. Η ομολογία έβαψε κόκκινα τα μάγουλα της.
Ο Έρικ κρατήθηκε για να μη γελάσει. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε στο πλευρό του, αδιαφορώντας που ο πατέρας ή τα αδέλφια του μπορεί να έβγαιναν από τη κουζίνα και να τους έβλεπαν. «Όμορφη μάγισσα μου» Φίλησε τον κρόταφο της. «Είσαι πολύ θαρραλέα για να αφήνεις κάτι τόσο μικρό να σε τρομάξει»
Του είχε εξιστορήσει πως είχε επιστρέψει στο φαράγγι. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει καθώς διέσχιζε το εγκαταλελειμμένο χωριό. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Η χλωμή ουλή στο στήθος της εκεί που την είχε διαπεράσει το μαχαίρι παλλόταν.
Το κάστρο υψωνόταν επιβλητικό μπροστά της με τη μαύρη πέτρα του να λάμπει απαλά κάτω από το φως του φεγγαριού. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα που το περιστοίχιζαν ήταν ακόμα εκεί, ανθισμένα και πανέμορφα. Οι πόρτες ήταν μισάνοιχτες. Δεν μπήκε μέσα. Δεν ήθελε να δει το πτώμα της μητέρας της πεσμένο στο μαρμάρινο δάπεδο μέσα σε μια λίμνη από ξεραμένο αίμα.
Το έκαψε συνθέμελα. Έμεινε και παρακολούθησε τις φλόγες να κατατρώνε τη πέτρα μέχρι τις πρώτες ώρες του πρωινού, εξαφανίζοντας το γεμάτο αγάλματα κάστρο μαζί με τη μητέρα που ήλπιζε να βρει αλλά δεν είχε ποτέ, τη γυναίκα που προκάλεσε τόσο πόνο και δυστυχία, τους φόβους και τα όνειρα που την κρατούσαν δέσμια και τώρα παρασέρνονταν μαζί με τη στάχτη στον άνεμο αφήνοντας την ελεύθερη.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της που δεν γνώριζε αν ήταν θρήνος ή ανακούφιση. Αλλά ήξερε αυτό: Είχε δώσει τον επίλογο που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν και τώρα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει μια νέα ιστορία.
«Είχες δίκιο» είπε στον Έρικ. «Θέλω να ακολουθήσω το όνειρο μου. Και το πρώτο μέρος που θέλω να δω είναι η πατρίδα του πατέρα μου» Αυτό ήταν το κομμάτι της ιστορίας της που έλειπε και έπρεπε να ανακαλύψει αν ήθελε να μάθει ποια ήταν πραγματικά. Έψαξε το πρόσωπο του για να δει την αντίδραση του. «Τι λες;»
«Ακούγεται σαν περιπέτεια»
Ένα μικρό χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη της. «Το ταξίδι μέσα στην οροσειρά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν»
«Δεν ανησυχώ. Είμαστε καλοί συνταξιδιώτες, έτσι δεν είναι;»
Το χαμόγελο απλώθηκε σε ολόκληρο το πρόσωπο της. «Ναι, είμαστε»
Ένα διακριτικό βήξιμο τράβηξε την προσοχή τους. Ο Ρίτσαρντ Στόρμπορν στεκόταν στην είσοδο του καθιστικού. Η Σελίν απομακρύνθηκε βιαστικά από τον Έρικ με τα μάγουλα της να φλέγονται.
«Το γεύμα είναι έτοιμο» τους ανακοίνωσε και ακούμπησε απαλά το χέρι του στην πλάτη της Σελίν για να την καθοδηγήσει. «Από ‘δω, κόρη μου»
Η κίνηση την ξάφνιασε αλλά υπήρχε κάτι ζεστό πίσω της που έλιωσε τον φόβο γύρω από τη καρδιά της. Την οδήγησε στη κουζίνα και πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι.
«Την επόμενη φορά μπορεί να έρθει και η Αριάνα;» τη ρώτησαν τα δίδυμα αρπάζοντας τα πιρούνια τους.
«Εξαιρετική ιδέα» συμφώνησε ο Ρίτσαρντ από την κορυφή του τραπεζιού. «Και εκείνον τον εξαιρετικό νεαρό, πως ήταν το όνομα του –Α!- Ρόραν»
Ο Έρικ έκανε μια γκριμάτσα για τον χαρακτηρισμό και κέρδισε μια τσιμπιά από τη Σελίν κάτω από το τραπέζι.
«Να φάμε όλοι μαζί. Αν και νομίζω πως θα χρειαστούμε μεγαλύτερο τραπέζι»
Η καρδιά της φούσκωσε μέσα στο στήθος της. Ένιωθε ελαφριά, ευτυχισμένη, και ανυπομονούσε για την επόμενη περιπέτεια που τους περίμενε.
Φαίη