Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Έλντι Μπόου - Κεφάλαιο 12)

Το βούκινο ήχησε ξανά και το τελευταίο κλουβί άνοιξε. Η άκρατη περιέργεια του Έλντι έσβησε, όταν από μέσα πέταξαν τρεις νυχτερίδες.

«Τρέχα γύρευε τώρα…» σκέφτηκε από μέσα του, καθώς τέντωνε το μακρύ τόξο του. Ταυτόχρονα, όπλισαν και οι δυο αντίπαλοι του. Ο Κόστα έδειχνε να μην του αρέσει καθόλου η έκπληξη του τελικού γύρου, ενώ η Καίηλεν ήταν η πιο ήρεμη από τους τρεις.

Οι νυχτερίδες πετούσαν αλλοπρόσαλλα και άσκοπα ανάμεσα στις λευκές νιφάδες. Μια από αυτές αποφάσισε να κάνει μια βουτιά στον αέρα και να κινηθεί προς το δάσος.

«Καλά, δεν υπάρχει περίπτωση!» είπε ο Κόστα και κατέβασε το τόξο του, εκνευρισμένος, Η νυχτερίδα χώθηκε σαν βέλος μέσα στο δάσος και εξαφανίστηκε. Χωρίς να χάσουν χρόνο, την ακολούθησαν και οι άλλες δύο.

Και οι άλλοι διαγωνιζόμενοι κατέβασαν τα τόξα τους, χαμογελώντας. Γύρισαν και οι τρεις και κοίταξαν τον άντρα με το βούκινο. Αυτός, όμως δεν έκανε καμία κίνηση. Δεν μπορούσε να σημάνει τη λήξη έτσι, χωρίς κανένα νικητή.

Πολλοί θεατές άρχισαν να γκρινιάζουν και να αποδοκιμάζουν τους διοργανωτές για την ιδέα με τις νυχτερίδες. Κάποιοι άλλοι, προτίμησαν να μην πουντιάσουν, μιας και το χιόνι έπεφτε πιο δυνατά πλέον και έφυγαν.

Εκείνη τη στιγμή, ένα γρύλλισμα, που ακολουθήθηκε από ένα τρομερό ουρλιαχτό ακούστηκε μέσα από το δάσος. Εκατοντάδες πουλιά, τρόμαξαν και πέταξαν μακριά από τις ζεστές φωλιές τους. Ήταν σίγουρα λύκος. Η Καίηλεν κατάλαβε, από το γρύλλισμα, πως ήταν μάλιστα μεγάλος.

Σιγά-σιγά, ο λύκος ξεπρόβαλλε από το δάσος, κρατώντας κάτι στο στόμα του. Τότε ήταν, που ο Έλντι Μπόου ξανασήκωσε το τόξο του.

«Τι πας να κάνεις ακριβώς;» τον πρόλαβε η Καίηλεν.

Ο Έλντι, κουνώντας μόνο τα μάτια του, γύρισε το βλέμμα του προς την νεαρή γυναίκα, η οποία τον προειδοποίησε.

«Δεν μπορείς να σκοτώσεις λύκο στα Μούλτιμε…»

«Ναι ξένε…» συμφώνησε ο Κόστα. «…Κατέβασε το τόξο σου…» του είπε και η φωνή του ήταν ήρεμη.

Ο νεαρός Μπόου παρ’ όλα αυτά, τέντωσε το τόξο και σημάδεψε, προσπαθώντας να κρατήσει τα παγωμένα του χέρια σταθερά. Και πάλι, με μια απότομη κίνηση, από αυτές που συνήθιζε, σήκωσε το αριστερό του χέρι, στοχεύοντας ψηλότερα, μακριά από το κεφάλι του λύκου. Άφησε τη χορδή και ελευθέρωσε το βιαστικό βέλος, το οποίο καρφώθηκε σε μια από τις νυχτερίδες, που φοβισμένη επέστρεφε στη μεριά τους.

Το βούκινο ήχησε ξανά, για τελευταία φορά εκείνο το βράδυ. Υπήρχε πια νικητής. Ο λύκος, τρομαγμένος από το πλήθος, ξαναχώθηκε στο δάσος για να απολαύσει το δείπνο του. Οι λίγοι εναπομείναντες θεατές χειροκρότησαν μουδιασμένα τον ξένο τοξοβόλο. Ακόμη και οι συναγωνιστές του, τον συνεχάρησαν.

Ο κριτής ανακοίνωσε το νικητή και ευχαρίστησε τους υπόλοιπους για τη συμμετοχή τους. Έπειτα, τους προσκάλεσε όλους, διαγωνιζόμενους και θεατές στη γιορτή του θεσμού, σε μια ταβέρνα εκεί κοντά.

Το βράδυ εκείνο κράτησε πολύ για τον Έλντι. Ο διαγωνισμός, η αγωνία, η νίκη και ύστερα η γιορτή, το δείπνο, το κρασί… Κάπου ενδιάμεσα ήταν, που ένας γεροδεμένος τύπος πλησίασε το τραπέζι των τριών τοξοβόλων.

«Βλέπω κύριε Κόστα, έχασες σήμερα από ένα παιδάκι…» είπε ο άγνωστος άντρας. Ο Έλντι Μπόου τον αγριοκοίταξε. Ο Κόστα σχημάτισε ένα ψεύτικο χαμόγελο στο τραχύ του πρόσωπο. Έμοιαζε να σέβεται τον άντρα που μόλις είχε καθίσει στην παρέα τους.

«…Καίηλεν! Εντυπωσιακή όπως πάντα!..» συνέχισε ο γεροδεμένος τύπος, «…χαιρόμαστε να σε παρακολουθούμε κάθε χρόνο…». Η νεαρή γυναίκα, που η ζεστασιά της ταβέρνας την είχε κάνει να βγάλει τα χοντρά ρούχα, μένοντας μόνο με ένα καφετί πουκάμισο και ένα σκούρο παντελόνι, δεν είχε κανένα πρόβλημα να δεχθεί φιλοφρονήσεις.

«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου Ελσί…» απάντησε ευγενικά η Καίηλεν, γεμίζοντας το ποτήρι του με κρασί. Ο Ελσί σήκωσε το γεμάτο πλέον ποτήρι του, κοιτάζοντας τον Έλντι Μπόου.

«Νικητή! Θερμά συγχαρητήρια…». Ο άντρας δε μπόρεσε να σκεφτεί κάτι άλλο να πει. Στη συνέχεια τους κοίταξε και τους τρεις και χαμηλόφωνα τους είπε:

«Αύριο, με το που βγει ο ήλιος, να είστε στο ξυλουργείο του Ούλτορ. Και οι τρείς…». Οι τοξοβόλοι συνέχισαν να τον κοιτάζουν, περιμένοντας να τους αποκαλύψει το λόγο. Μα αυτός σηκώθηκε όρθιος. «…Ευχαριστώ για το κρασί!» χαμογέλασε και τους άφησε βιαστικός.

Κυριάκος Μαυροειδέας