Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 24 - μέρος 1ο)

«Θέλω να δω τον Έρικ»

«Όχι ακόμα, καλή μου» της απάντησε η Μπαστιάνα, περνώντας απαλά τα δάχτυλα της μέσα από τα καστανά μαλλιά της Σελίν. «Οι άντρες είναι θερμοκέφαλοι. Χρειάζεται χρόνο για να μπορέσει να ηρεμίσει και να σκεφτεί καθαρά»

«Πόσο χρόνο;» Δυο ολόκληρες μέρες δεν αρκούσαν;

«Όσο χρόνο χρειαστεί»

Η αόριστη απάντηση της μητέρας της δεν την καθησύχασε. Η τελευταία φορά που είχε δει τον Έρικ δυο μάγοι τον είχαν απομακρύνει από την αίθουσα ενώ ήταν ακόμα αναίσθητος. Τα τραχιά, γενειοφόρα πρόσωπα τους και η παντελής έλλειψη ζεστασιάς στο βλέμμα τους δεν της είχε προσφέρει καμία ασφάλεια ή ανακούφιση. Η ανησυχία για την τύχη του νεαρού Κυνηγού δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Λίγο ακόμα και ήταν σίγουρη πως θα αρρώσταινε.

«Τουλάχιστον πες μου που είναι»

«Είναι ασφαλής και άνετα, σε διαβεβαιώ» της απάντησε, αγνοώντας για ακόμα μια φορά την ερώτηση της.

Είχε αποπειραθεί να ψάξει το κάστρο. Υπήρχαν δωμάτια που της απαγόρευαν την είσοδο, προστατευμένα από αόρατα φράγματα. Διάδρομοι που έμοιαζαν με λαβυρίνθους και οδηγούσαν σε αδιέξοδα, σκάλες με αμέτρητα σκαλοπάτια που συνέχιζαν επ' άπειρων. Καταπακτές που όταν τις άνοιγε αντίκριζε στερεή πέτρα. Ένα παχύ στρώμα μαγείας κάλυπτε τους τοίχους. Έπαιζε με το μυαλό της, την μπέρδευε και την αποπροσανατόλιζε. Είχε προσπαθήσει να λύσει το ξόρκι αλλά προτού προλάβει να το κάνει είχε εμφανιστεί η Μπαστιάνα και την είχε ρωτήσει που είχε εξαφανιστεί.Με ένα χαμόγελο στα χείλη της, και μια σταθερή λαβή στο μπράτσο της την είχε απομακρύνει από το σημείο όπου στεκόταν, μια σιδερένια πόρτα που η νεαρή μάγισσα υποπτευόταν ότι οδηγούσε στο υπόγειο, για να της δείξει πιο ενδιαφέροντα μέρη του κάστρου.

Τώρα βρισκόντουσαν στο δωμάτιο της Μπαστιάνας. Τα στενά παράθυρα άφηναν περιορισμένη ποσότητα φωτός να περάσει. Τα βήματα της Σελίν βυθίστηκαν απαλά μέσα στο παχύ χαλί. Τα υφάσματα που κάλυπταν τους τοίχους είχαν βαθιά κόκκινα χρώματα που σκοτείνιαζαν ακόμα περισσότερο τον χώρο και του έδιναν έναν μυστηριώδη τόνο. Οι πολυθρόνες μπροστά από το τεράστιο μαρμάρινο τζάκι ήταν επενδυμένες με μαύρο βελούδο, στολισμένο με σχέδια από αστραφτερή ασημένια κλωστή.

Οι δυο μάγισσες καθόντουσαν στο κρεβάτι, μια τεράστια κατασκευή με έναν βαρύ βελούδινο ουρανό. Η Σελίν μπορούσε να χαθεί μέσα στο αφράτο πουπουλένιο στρώμα. Στρώσεις χρυσών και κόκκινων υφασμάτων κρεμόντουσαν από πάνω τους. Οι κουρτίνες στα πλαϊνά του κρεβατιού ήταν δεμένες στους σκαλιστούς στύλους με λεπτοδουλεμένα σκοινιά.

Ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι της να ακουμπάει στην ποδιά της μητέρας της σαν να ήταν μαξιλάρι. Το σκούρο πράσινο μεταξύ της φούστας της ήταν λείο κάτω από το μάγουλο της. Η ρυθμική κίνηση του χεριού της Μπαστιάνας που έπαιζε με τα μαλλιά της την έκανε να θέλει να κλείσει τα μάτια της και να αποκοιμηθεί.

Όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Όχι όσο δεν ήξερε που ήταν ο Έρικ. Σίγουρα ήταν έξαλλος μαζί της. Εκείνη θα ήταν αν βρισκόταν στη θέση του. Θα δεχόταν να την ακούσει; Κι αν δεν ήθελε να την ξαναδεί;

«Όλη σου τη ζωή ήθελες να με γνωρίσεις» είπε η Μπαστιάνα, διακόπτοντας τις μαύρες, καταθλιπτικές σκέψεις της. «Ας μιλήσουμε μόνες για λίγο προτού αναγκαστώ να σε μοιραστώ ξανά. Σίγουρα θα έχεις ερωτήσεις»

Τόσες πολλές που δεν ήξερε από που να ξεκινήσει. Πόσες νύχτες είχε μείνει ξάγρυπνη φτιάχνοντας ιστορίες στο μυαλό της για τους γονείς της; Ποιοι ήταν, αν έμοιαζε περισσότερο στην μητέρα της ή στον πατέρα της, ποια κακοτυχία τους είχε αναγκάσει να την αφήσουν στη Σύναξη. Ο Ρόραν είχε περάσει πολλές άυπνες νύχτες ακούγοντας την να του τις αφηγείται, ως την ώρα που οι πρώτες πρωινές ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλλαν στον ουρανό. Η ανάμνηση έφερε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της και νοσταλγία στην καρδιά της για εκείνες τις αθώες εποχές. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που οι γονείς της την είχαν αφήσει ήθελε να πιστεύει ότι την σκεφτόντουσαν και ότι σκόπευαν να επιστρέψουν κάποια μέρα για εκείνη.

Γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω και κοίταξε την Μπαστιάνα. «Ποιος είναι ο πατέρας μου;»

«Ένας περιπλανώμενος μάγος που γνώρισα μερικά χρόνια αφότου άφησα την Σύναξη»

«Ήταν εξόριστος;»

«Όχι, καλή μου. Ήταν ένας εξερευνητής» Δεν υπήρχε αγάπη ή θέρμη στη φωνή της καθώς μιλούσε για εκείνον. «Είχε έρθει από μια χώρα στον νότο για να ψάξει νέους τόπους. Τουλάχιστον έτσι είχε ισχυριστεί. Όποιος κι αν τον έβλεπε μπορούσε να καταλάβει ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι»

«Που είναι τώρα;»

«Την τελευταία φορά που τον είδα είχε αποφασίσει να τραβήξει προς τα ανατολικά. Ίσως να είδε πως δεν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρων εκεί και να επέστρεψε στην πατρίδα του. Το πιο πιθανό είναι να είναι νεκρός»

«Δεν τον αγαπούσες» παρατήρησε. Δεν ήταν σίγουρη πως να νιώσει γι' αυτό.

«Ούτε εκείνος με αγαπούσε» απάντησε ήρεμα η μητέρα της. «Η καρδιά του ήταν δοσμένη σε μια γυναίκα πίσω στη πατρίδα του. Ποτέ δεν το έκρυψε. Αλλά εκείνη ανήκε σε μια σπουδαία οικογένεια που δεν τον θεωρούσε αντάξιο της. Ίσως αυτή η απογοήτευση τον οδήγησε στην απόφαση να φύγει. Αν είναι ζωντανός είμαι βέβαιη πως θα έχει επιστρέψει κοντά της»

«Και αυτό δεν σε πειράζει;» Αν εκείνη ήξερε πως ο Έρικ ήταν ερωτευμένος με κάποια άλλη θα είχε γίνει κομμάτια.

«Η αγάπη είναι μια ιδέα. Είναι όμορφη στην αρχή αλλά αργά ή γρήγορα ξεθωριάζει, γι' αυτό δεν χαραμίζω τον χρόνο μου με αυτή»

Δεν θα είναι έτσι με εμένα και τον Έρικ, σκέφτηκε αλλά μια μικρή φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού της πρόσθεσε: Αν δεν νιώθει τόσο προδομένος από εσένα που δεν θα αντέχει καν να σε κοιτάξει. Έμεινε σιωπηλή. Δεν ήθελε να ακούσει άλλη μια στενάχωρη θεωρία που θα επιβεβαίωνε αυτή την απαισιόδοξη σκέψη.

Μια βαθιά θλίψη απλώθηκε μέσα της. Δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα της. Μπορεί να μην υπήρχε αγάπη ανάμεσα στους γονείς της αλλά ίσως τα αισθήματα του απέναντι στην κόρη του να ήταν διαφορετικά. Άραγε γνώριζε για την ύπαρξη της; Και αν είχε επιστρέψει στον τόπο του, είχε φτιάξει οικογένεια εκεί; Ίσως να είχε αποκτήσει κι άλλα παιδιά και η Σελίν να είχε αδελφούς και αδελφές.

«Πιο ήταν το όνομα του;» Ας είχε τουλάχιστον αυτό από εκείνον.

«Τρίσταν»

«Πως ήταν;»

«Ήταν ένας συνηθισμένος άντρας. Δεν του μοιάζεις καθόλου. Εκείνος είχε χρυσά μαλλιά και καστανά μάτια που έλαμπαν με μια δίψα να ανακαλύψει αυτά που οι υπόλοιποι αγνοούσαν. Κοιτούσε τα αστέρια και σκεφτόταν πως υπήρχε κάτι περισσότερο από αυτό που ήθελαν να του επιβάλουν οι άλλοι. Μου θύμιζε τον εαυτό μου. Και οι δυο ξέραμε πως είναι να μας στερούν αυτό που επιθυμούσαμε»

Προσπάθησε να φτιάξει ένα πρόσωπο στο μυαλό της που να ταιριάζει με το όνομα και όσα της είχε πει η Μπαστιάνα. Αλλά αντί για τον πατέρα της, εκείνον τον μυστηριώδη μάγο από τον μακρινό τόπο που της είχε δώσει ζωή, ένα διαφορετικό πρόσωπο εμφανίστηκε.

«Όταν ο Άιζακ εξορίστηκε ήρθε εδώ;» ρώτησε.

Δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι είχε αποπειραθεί να την δολοφονήσει, αν και τώρα που γνώριζε ποιανού αίμα κυλούσε στις φλέβες της κατανοούσε τον φόβο του λίγο καλύτερα. Η Σύναξη είχε υποφέρει από μια Μπαστιάνα, δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει να εμφανιστεί και μια δεύτερη. Αλλά εκείνος την είχε αναθρέψει, θα έπρεπε να ξέρει πως δεν ήταν ικανή να βλάψει τους ανθρώπους της. Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο της την είχε πληγώσει. Ήταν λες και ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί είχε παγιδευτεί κάτω από το δέρμα της και όχι μόνο δεν άφηνε την πληγή να κλείσει αλλά κάθε μέρα έκοβε όλο και πιο βαθιά. Ήθελε να βρει την δύναμη να τον συγχωρέσει. Το ήθελε, αλλά δεν ήξερε αν ήταν τόσο μεγαλόκαρδη.

Όμως δεν μπορούσε και να ξεχάσει ότι ο Άιζακ ήταν η μοναδική πατρική φιγούρα που είχε γνωρίσει στη ζωή της. Της είχε δώσει ένα σπίτι όταν το είχε ανάγκη. Μπορεί να υπήρχαν τριβές ανάμεσα τους και να μη συμφωνούσε πάντα με τους κανόνες που της επέβαλε αλλά δεν έπαυε να είναι η οικογένεια της.

«Όχι» απάντησε κοφτά η Μπαστιάνα. «Δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί εδώ μετά από αυτό που έκανε. Δεν είμαι άτομο που συγχωρώ την προδοσία και το ξέρει»

Η Σελίν ανακάθισε και ίσιωσε την πλάτη της. «Από όλα τα μέρη που θα μπορούσες να έχεις διαλέξει για να εγκατασταθείς, γιατί αυτό; Το είπες μόνη σου, η γη είναι νεκρή και δεν έχει τίποτα να προσφέρει»

«Μα δεν σκοπεύω να μείνω εδώ για πάντα, γλυκιά μου. Το φαράγγι είναι απλά μια στάση μέχρι να έχω ό,τι χρειάζομαι για να προχωρήσω»

«Να προχωρήσεις που;»

«Ο πατέρας σου μου είχε πει πως διέσχισε μια μεγάλη οροσειρά για να φτάσει εδώ. Πέρα από τα βουνά απλώνονται ολόκληρες χώρες, γεμάτες θησαυρούς και μυστικά που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε. Και το πιο εντυπωσιακό, οι μάγισσες κυβερνούν αυτούς τους τόπους»

Τα σκούρα μπλε μάτια της Σελίν άνοιξαν διάπλατα.

«Ακριβώς» συνέχισε η Μπαστιάνα. «Μάγοι και μάγισσες ζουν ελεύθερα, δίχως να φοβούνται τους ανθρώπους και να κρύβονται σε δάση. Γνωρίζουν ποια είναι η θέση που τους αξίζει και την διεκδικούν»

Μια χώρα όπου θα μπορούσε να ασκεί ελεύθερα τις δυνάμεις της χωρίς να φοβάται. Η πατρίδα του πατέρα της. Ακουγόταν σαν όνειρο.

«Σκοπεύεις να αναζητήσεις αυτό το μέρος;» ρώτησε την Μπαστιάνα.

«Σκοπεύω να κυβερνήσω σε αυτό το μέρος» δήλωσε. «Αλλά ένα βήμα την φορά. Θα είναι ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, και όταν θα φτάσω στον προορισμό μου θέλω να είμαι προετοιμασμένη. Ένα από τα πράγματα που χρειάζομαι είσαι εσύ» Ακούμπησε τρυφερά το χέρι της πάνω στο μάγουλο της Σελίν και το άφησε εκεί. «Ένα άλλο είναι η ενέργεια που θα μαζέψεις για εμένα»

Αποτραβήχτηκε από το άγγιγμα της. «Εγώ θα μαζέψω ενέργεια;»

«Φυσικά» της απάντησε σαν να ήταν αυτονόητο. «Θα χρειαστούμε δύναμη για να εδραιώσουμε τη θέση μας στον νέο κόσμο. Αν όσα είπε ο πατέρας σου είναι αληθινά και όχι υπερβολές η οικογένεια που κυβερνάει την χώρα του δεν είναι πρόθυμη να μοιραστεί την εξουσία της. Ποιος θα ήταν; Και οι υπόλοιποι ηγέτες δεν διαφέρουν. Αλλά εγώ δεν θα ξανασκύψω το κεφάλι σε κανέναν»

«Μα που θα βρω την ενέργεια;»

«Από ξωτικά, δράκους, νάνους» αποκρίθηκε απλά, σαν να μην είχε σημασία. «Ξέρω πως δεν είσαι πρόθυμη να βλάψεις άλλες μάγισσες, γι' αυτό και δεν θα σου το ζητήσω. Αλλά υπάρχουν τόσα άλλα πλάσματα στο δάσος. Θα σε διδάξω πως να απορροφάς την ζωτική τους ενέργεια και να την αποθηκεύεις»

Τινάχτηκε όρθια και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι. «Τα πλάσματα που μου ζητάς να δολοφονήσω μπορεί να μην είναι μάγισσες αλλά αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να αποφασίζεις αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν»

Ανεπηρέαστη από το ξέσπασμα της κόρης της λες και δεν είχε ακούσει τα λόγια της ή δεν είχαν καμία σημασία, η Μπαστιάνα σηκώθηκε όρθια και την κοίταξε κατάματα. «Ήρθες εδώ ψάχνοντας για ελευθερία και θέλοντας να ανακαλύψεις τις δυνατότητες σου. Πίστευες πως όλα σου θα προβλήματα απλά θα εξαφανιζόντουσαν χωρίς να σου ζητηθεί κανένα τίμημα;»

Καταράστηκε την αφέλεια της επειδή αυτό ακριβώς είχε πιστέψει. Θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Ο κόσμος δεν λειτουργούσε έτσι. Είχε πέσει στην παγίδα όπως το έντομο που δεν βλέπει τον ιστό της αράχνης μέχρι να πιαστεί μέσα του.

«Δεν θα το κάνω» δήλωσε κατηγορηματικά. Αρνούνταν να γίνει το τέρας που φοβόταν ο Άιζακ.

Το πρόσωπο της Μπαστιάνας συσπάστηκε και η απατηλά ήρεμη έκφραση της αντικαταστάθηκε από κάτι ψυχρό, υπολογιστικό και επικίνδυνο, όπως ο κυνηγός που παρατηρούσε το θύμα του προτού ελευθερώσει το βέλος του και το χτυπήσει.

«Ανόητο παιδί. Νομίζεις ότι σε έφερα εδώ για να μου γίνεις βάρος χωρίς να μου προσφέρεις τίποτα ως αντάλλαγμα;»

Παραδόξως, τα λόγια της δεν πόνεσαν. Ίσως επειδή κατά βάθος ήξερε πως η Μπαστιάνα δεν ήταν η μητέρα που πίστευε πως θα έρθει να την βρει όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Αυτό το όνειρο είχε πεθάνει και είχε έρθει ο καιρός να το αφήσει πίσω της.

«Μπορείς να με βασανίσεις, ακόμα και να με σκοτώσεις, αλλά ποτέ δεν θα σε βοηθήσω» ορκίστηκε.

Τα πλούσια χείλη της Μπαστιάνας σχημάτισαν ένα τρομαχτικό χαμόγελο που υποσχόταν πόνο και αγωνία. «Δεν θα βασανίσω εσένα, γλυκιά μου. Όχι, όχι... Θα βασανίσω εκείνους που προσπαθούν να εισβάλουν στο σπίτι μου» Τα μάτια της άστραψαν. «Φαίνεται πως ο νεαρός άνθρωπος σου επέστρεψε και έφερε μαζί του παρέα»

Το πρόσωπο της Σελίν χλώμιασε. Το δωμάτιο πάγωσε λες και μέσα σε μια στιγμή το καλοκαίρι είχε αντικατασταθεί από τον χειμώνα που φυσούσε την παγωμένη του ανάσα μέσα στο κάστρο. Ή ήταν το αίμα που είχε παγώσει στις φλέβες της;

Η έκφραση της δεν πέρασε απαρατήρητη από την Μπαστιάνα.

«Θα παρακολουθείς όσο θα συνθλίβω τα σώματα τους και τα μυαλά τους. Θα ακούς τις κραυγές τους. Ίσως αυτό να σε διδάξει πως να δείχνεις σεβασμό» Χτύπησε τα κοκαλιάρικα δάχτυλα της και ένας βροντερός χτύπος ακούστηκε από τα χαμηλότερα πατώματα. Οι κεντρικές πύλες του κάστρου είχαν ανοίξει. «Αλλά ας μην τους αφήσουμε να περιμένουν. Θα τους υποδεχθείς εσύ ή εγώ;»

Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας με τόση δύναμη που χτύπησε πάνω στον τοίχο και αναπήδησε. Όρμησε στον διάδρομο και άρχισε να τρέχει λες και μια αγέλη δράκων βρισκόταν στο κατόπι της.

«Εγώ είμαι αυτή που σου έδωσε ζωή!» άκουσε τη Μπαστιάνα να φωνάζει πίσω της. Οι λέξεις ήταν σαν το απειλητικό σύριγμα ενός φιδιού. «Η ζωή σου μου ανήκει!»

Αναγκάστηκε να κόψει ταχύτητα για να πάρει μια στροφή και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της αλλά κατάφερε να κρατηθεί στα πόδια της. Η ανάσα της πιάστηκε στον λαιμό της αλλά δεν τόλμησε να σταματήσει. Έπρεπε να φτάσει τον Έρικ, να τον προειδοποιήσει να φύγει μακριά.

Έφτασε την σκάλα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια πηδώντας τα δυο-δυο. Ευχαρίστησε τα Πνεύματα για την απόφαση της να αρνηθεί να φορέσει το κομψό βιολετί φόρεμα που της είχε προσφέρει η Μπαστιάνα, αφού οι στρώσεις της φούστας θα μπλεκόντουσαν στα πόδια της και θα είχαν κάνει το τρέξιμο αδύνατο. Είχε κρατήσει το παντελόνι και το πουκάμισο του Ρόραν, παρόλο που είχαν μικρά σκισίματα εδώ κι εκεί και ήταν γεμάτα λεκέδες που δεν έλεγαν να φύγουν όσο κι αν τους έτριβε. Της πρόσφεραν μια παρηγορητική αίσθηση οικειότητας που είχε ανάγκη μετά τα τελευταία γεγονότα που είχαν αναστατώσει την ζωή της.

Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο μόλις αντίκρισε τον Έρικ. 

 

Φαίη