Το ίδιο απόγευμα, ο Έλντι Μπόου με τον Κόστα και την Καίηλεν, κατέλυσαν σε ένα ζεστό φτωχικό πανδοχείο.
Προετοιμάζονταν για τη δική τους αποστολή. Σχεδίαζαν να ξεκινήσουν νωρίς το επόμενο πρωί για την αναζήτηση του Γκάλντουρ Μάλβερκ, που είχε κλαπεί από την κατοχή της Λαίδης Νυάννα. Ήταν ένα μαγευτικό, υπερπολίτιμο μαύρο διαμάντι, άθραυστο και αρχαίο, σε οβάλ σχήμα. Επίσης, γνωστό και ως «Μάτι του Λύκου».
«Είμαι σίγουρος πως και σε αυτή την κλοπή, έχουν βάλει το χεράκι τους οι βρομο-νυχτοβάτες… Θα ποντάριζα και το κεφάλι μου σ’ αυτό!» είπε ο Κόστα, που καθόταν σκυφτός σε ένα από τα μακρόστενα τραπέζια του μαγειρείου. «Κι αν είναι έτσι όπως λέω, φοβάμαι πως θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να το βρούμε…»
«Ας ξεκινήσουμε την αναζήτηση, από εκεί που το είδαν για τελευταία φορά και όλο και κάποιο στοιχείο θα βρούμε…» του απάντησε η Καίηλεν, που είχε καθίσει στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, εμφανώς πιο αποφασισμένη.
«…Βρομεροί νυχτοβάτες… παλιοσκούληκα…» γρύλισε ο Κόστα και τα μάτια του φούντωσαν. «…Ήρθαν μια μαύρη νύχτα, από εκείνες χωρίς φεγγάρι και έκαψαν τα πάντα! Κάθε χωριό, κάθε δέντρο, ολόκληρα πανέμορφα δάση, με πανύψηλα δέντρα, τα λαμπάδιασαν! Για να διώξουν, όπως είπαν, τον τύραννο Δούκα Ούλβιρ…». Ο μακρυμάλλης άντρας χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι αγανακτισμένος.
«Ήθελαν να μας κατακτήσουν. Αυτό ζητούσαν στ’ αλήθεια! Να καταλάβουν τα βουνά πριν την Ανατολή και να κλέψουν τον πλούτο μας…» συμπλήρωσε η Καίηλεν.
Ο Έλντι Μπόου, που είχε μπροστά του μια κούπα ζεστή μπύρα, δε θέλησε να συμμετάσχει στη συζήτηση. Τους άκουγε όμως προσεκτικά.
Ο Κόστα συνέχισε σχεδόν ουρλιάζοντας «…Τους μισώ όλους! Είναι όλοι τους εχθροί μου! Και θα είναι, το ορκίζομαι, για πάντα! Όλοι τους! Νυχτοβάτες, τσιγγάνοι, αριστοκράτες… Και περισσότερο από όλους, η βρομερή τους βασίλισσα, που την καταριέμαι κάθε φορά που βγαίνει το φεγγάρι! Να της τρώνε οι λύκοι τα σωθικά, κάθε μέρα κι από λίγο!» Τα λόγια του σταμάτησαν και συγκρατήθηκε για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς.
Η Καίηλεν έπιασε τη σφιγμένη γροθιά του ψηλού άντρα και προσπάθησε να τον παρηγορήσει:
«Είμαστε περήφανοι που έχουμε ακόμη πολεμιστές σαν εσένα, Κόστα. Και για την Αλντέια, το χωριό που πολέμησε τόσο γενναία τις στρατιές της Ντιλέχγουιν μες την παγωνιά και την πείνα… Το πρώτο και τελευταίο ελεύθερο χωριό…»
«Κι αν δεν είχαν χάσει τόσους πολεμιστές και τόσο χρόνο στην Αλντέια…» έσπασε τη σιωπή του ο Έλντι «…δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τους διώξουμε από πάνω από το κεφάλι μας, ας είναι καλά οι λύκοι του Ούλβιρ! Τώρα το μόνο μέρος που εξουσιάζουν οι νυχτερινοί στα βουνά μας είναι εκείνο το μοναστήρι του παλαιού καιρού, έξω από τα δυτικά χωριά…»
«Ας ψοφήσουν εκεί μέσα σαν τα ποντίκια!» φώναξε ο Κόστα. «Δε μπορούν να μας απειλήσουν! Απέναντί τους ακριβώς, βρίσκεται το φυλάκιό μας, δεν πρόκειται να πάνε πουθενά!»
Για λίγη ώρα επικράτησε σιωπή, ώσπου η Καίηλεν προσπάθησε να επαναφέρει στο τραπέζι τη συζήτηση για την αποστολή τους.
«Θα κινηθούμε δυτικά μόλις ξημερώσει. Μέχρι αύριο το βράδυ, θα πρέπει ήδη να βρισκόμαστε στα χωριά, όπου είδαν τελευταία φορά το Μάλβερκ…»
Κυριάκος Μαυροειδέας