Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 26)

Έσπρωχνε ανόρεχτα το κρέας στο πιάτο της. Το δεξί της χέρι ήταν δεμένο με επιδέσμους και πονούσε όταν το κουνούσε οπότε ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιεί το αριστερό. Οι κινήσεις της ήταν αργές και αδέξιες. Το στιφάδο της Αλθίας μοσχοβολούσε, το γλυκό άρωμα των κρεμμυδιών και της πλούσιας σάλτσας ήταν ό,τι πιο λαχταριστό είχε δει εδώ και βδομάδες, αλλά η Σελίν δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της.

«Σταμάτα να κάνεις έτσι και φάε» την επέπληξε η ηλικιωμένη θεραπεύτρια. «Τι θα κερδίσεις αν λιμοκτονήσεις;»

«Ίσως η Μπαστιάνα λιμοκτονήσει μαζί μου» μουρμούρισε, συνεχίζοντας να παίζει με το φαγητό της.

«Μη μιλάς έτσι» της είπε ο Έρικ που καθόταν δίπλα της στο τραπέζι. Και το δικό του πιάτο ήταν σχεδόν άθικτο αλλά σε αντίθεση με εκείνη έκανε μια προσπάθεια να διατηρήσει έναν φυσιολογικό ρυθμό για χάρη των μικρότερων αδελφών του. «Θα βρούμε ένα τρόπο για να το διορθώσουμε»

Άφησε το κουτάλι της και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. Ένιωθε εξαντλημένη, λες και μια σπίθα μέσα της που την τροφοδοτούσε με ενέργεια είχε σβήσει. «Η γυναίκα που με έφερε στον κόσμο θέλει να με χρησιμοποιήσει για να σκορπίσει ακόμα περισσότερο θάνατο απ' όσο προκαλεί εδώ και δεκαετίες. Και τώρα είμαι δεμένη μαζί της. Τι υπάρχει που να μπορεί να διορθωθεί;»

«Μη χάνεις τις ελπίδες σου» της είπε η Αλθία. «Οι Πρεσβύτεροι θα βρουν μια λύση»

Η κοπέλα έβγαλε έναν μικρό δυσανασχετιμένο ήχο και έπιασε ξανά το κουτάλι της. Πήρε ένα κομμάτι κρέας και το έβαλε στο στόμα της για να εμποδίσει τον εαυτό της να σχολιάσει ότι μόλις το Συμβούλιο ενημερωνόταν για την κατάσταση ήταν πιθανότερο να προτιμήσουν να την δουν νεκρή αν αυτό σήμαινε πως θα απαλλαγούν από την Μπαστιάνα παρά να προσπαθήσουν να λύσουν το ξόρκι των ξωτικών.

Το φαγητό είχε γεύση στάχτης μέσα στο στόμα της.

Το ξόρκι που την ένωνε με την μητέρα της ήταν μαγεία του αίματος. Και στην περίπτωση τους ήταν ο πιο ισχυρός δεσμός που υπήρχε, αυτός ανάμεσα στον γονιό και στο παιδί. Ήταν σχεδόν αδύνατον να σπάσει, αν όχι ακατόρθωτο.

Στην αρχή είχε θυμώσει με την Αλθία. Όπως ο Άιζακ και οι Πρεσβύτεροι γνώριζε ποια ήταν η καταγωγή της και την είχε αφήσει στο σκοτάδι, να βασανίζεται για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια με το ερώτημα ποιοι ήταν οι γονείς της και γιατί την είχαν εγκαταλείψει. Αλλά σήμερα, στο φως της νέας μέρας, έβλεπε τα πράγματα πιο καθαρά. Πως έλεγες σε ένα παιδί πως η μητέρα του ήταν μια φόνισσα; Το βάρος αυτής της αποκάλυψης θα ήταν αβάσταχτο για την παιδική ψυχή.

Όλη της τη ζωή ένιωθε το βλέμμα των Πρεσβύτερων καρφωμένο πάνω της. Τώρα ήξερε γιατί. Φοβόντουσαν πως η κόρη θα έμοιαζε στη μητέρα και πως η Σύναξη ανέθρεφε ένα δεύτερο τέρας.

Όμως υπήρχε κάτι περισσότερο. Ο Άιζακ και η Αλθία δεν είχαν κρατήσει το μυστικό της μονάχα από φόβο, αλλά και για να την προστατεύσουν. Αυτοί που είχαν χάσει δικούς τους από τα χέρια της Μπαστιάνας ήταν αμφίβολο ότι θα καλωσόριζαν την κόρη της. Τώρα συνειδητοποιούσε πως με το να κρατήσουν την ταυτότητα της κρυφή της είχαν δώσει την ευκαιρία να ζήσει μια ανέμελη και ήρεμη ζωή.

Για πρώτη φορά εδώ και καιρό ευχήθηκε να ήταν εκεί ο Άιζακ. Να της πρόσφερε την συμβουλή του, ακόμα κι αν δεν της άρεσε αυτό που θα άκουγε. Όσο ψυχρός και αυστηρός κι αν ήταν, ήταν πάντα ένα σταθερό στήριγμα που τώρα το είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

Ένιωθε χαμένη.

Κοίταξε τα υπόλοιπα άτομα στο τραπέζι που προσποιόντουσαν ότι δεν έδιναν προσοχή στη συζήτηση τους. Εκείνη και οι Στόρμπορν είχαν περάσει τη νύχτα στο σπίτι της Αλθίας. Τα δίδυμα είχαν σοκαριστεί όταν ο Τομ τους αποκάλυψε την αλήθεια για την μητέρα τους, ωστόσο έδειχναν να το διαχειρίζονται καλά. Ήταν γεμάτα ερωτήσεις και απορίες, και από το πρωί ακολουθούσαν συνεχώς την Αλθία μέσα στο σπίτι παρατηρώντας ό,τι κι αν έκανε, ρουφώντας με λαχτάρα κάθε νέα πληροφορία.

Ο Τομ από την άλλη έμοιαζε με ψάρι που το είχαν τραβήξει έξω από το νερό. Καθόταν αμήχανος, αβέβαιος για το πως έπρεπε να φερθεί. Η ζωή του είχε ανατραπεί. Είχε ξεκινήσει για να βρει τον αδελφό του και στη πορεία είχε ανακαλύψει πως η μητέρα του ήταν μάγισσα, είχε ταξιδέψει με μια μάγισσα, είχε βρεθεί στη Σύναξη των μαγισσών σαν φιλοξενούμενος, και άλλη μια μάγισσα τον τάιζε στιφάδο. Δεδομένου ότι πριν από λίγες βδομάδες ο σκοπός της ζωής του ήταν να εξαλείψει τις μάγισσες ήταν λογικό να επικρατεί μια σύγχυση.

Η Αριάνα είχε φύγει αμέσως μόλις τελείωσαν την φροντίδα των τραυμάτων της φίλης της. Ήθελε σαν τρελή να γυρίσει στο σπίτι της και να δει τον πατέρα της που είχε αρρωστήσει από την ανησυχία του. Ορκίστηκε ξανά και ξανά πως την επόμενη φορά που θα το έσκαγε από το σπίτι θα φρόντιζε να αφήσει γράμμα.

Κοίταξε τον Έρικ με την άκρη του ματιού της, αναλύοντας και τη δική του κατάσταση. Ήταν ήρεμος αλλά ταυτόχρονα σε ετοιμότητα. Συγκεντρωμένος. Ένας πολεμιστής που περίμενε τη μάχη.

Αναρωτήθηκε πόσο χρόνο είχαν μέχρι να ξεκινήσει.

Κάποιος άρχισε να βροντοχτυπά την πόρτα του σπιτιού, ο ήχος εκκωφαντικός λες και έπεφταν κεραυνοί μέσα στο σαλόνι.

Η Αλθία σηκώθηκε από τη θέση της. «Όποιος βροντάει έτσι την πόρτα μου...» ξεκίνησε να λέει με τόνο που υποσχόταν άσχημα πράγματα σε όποιον τολμούσε να προκαλεί τέτοιο χαμό στο σπίτι της.

Η πόρτα άνοιξε προτού η θεραπεύτρια προλάβει να πάει να δει ποιος ήταν ο επίδοξος εισβολέας. Η ψηλή φιγούρα του Ρόραν εμφανίστηκε μέσα στη κουζίνα.

Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, το πουκάμισο του τσαλακωμένο και οι μπότες του σκονισμένες. Είχε κάνει το ταξίδι από τα χωριά των ανθρώπων προς τη Σύναξη δίχως σταματημό και είχε τρέξει αμέσως στο σπίτι της Αλθίας.

Τα πράσινα σαν νεφρίτης μάτια προσπέρασαν όλα τα άτομα μέσα στο δωμάτιο και εστίασαν πάνω της.

Δεν θυμόταν να σηκώνεται από τη θέση της. Άκουσε την καρέκλα της να τρίζει πάνω στο ξύλινο πάτωμα και το επόμενο που ήξερε ήταν πως είχε πέσει στην αγκαλιά του.

Τα χέρια του τυλίχτηκαν προστατευτικά γύρω της, σφίγγοντας τη πάνω στο σώμα του. «Προσευχόμουν να γυρίσεις πίσω ασφαλής» της είπε αφήνοντας μια ανάσα ανακούφισης.

Έκλεισε τα μάτια της και εστίασε στην οικεία μυρωδιά του, δάσος, σπίτι, και ασφάλεια, αφήνοντας τη να την απομονώσει από όλα όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Ευχήθηκε να υπήρχε ένα ξόρκι ή κάποιο φίλτρο που να μπορούσε να την γυρίσει σε μια πιο απλή εποχή, όταν το μόνο που είχε από την μητέρα της ήταν οι ιστορίες που έπλαθε με την φαντασία της. Όταν αγνοούσε τον πραγματικό σκοπό των δυνάμεων της.

«Συνχώρεσε με» της ζήτησε ο Ρόραν. Ο τόνος της φωνής του ήταν γεμάτος πόνο. «Η Αριάνα έστειλε μήνυμα ότι κινδυνεύατε αλλά δεν ήμουν εδώ. Σε απογοήτευσα. Αν είχα έρθει...»

«Δόξα τα Πνεύματα που δεν ήρθες»

Την παρατήρησε προβληματισμένος. Η μικρή ουλή στην άκρη του αριστερού φρυδιού του της έφερνε στο μυαλό χαρούμενες αναμνήσεις γεμάτες παιδικά γέλια και ξεγνοιασιά. Νύχτες που το έσκαγε από το δωμάτιο της και πήγαινε στο δικό του επειδή της είχε υποσχεθεί πως δεν θα άφηνε τα τέρατα κάτω από το κρεβάτι της να την πιάσουν. Ήξερε πως κοντά του ήταν ασφαλής.

«Ακόμα κι αν λάμβανες το μήνυμα της Αριάνας δεν θα είχες προλάβει να φτάσεις στο φαράγγι» του είπε για να κατευνάσει τις τύψεις του, αλλά και επειδή ήταν η αλήθεια. Ακούμπησε απαλά το χέρι της πάνω στο μάγουλο του. Κοντά ξανθά γένια γρατζούνισαν την παλάμη της. «Δεν θα το άντεχα αν κινδύνευες εξαιτίας μου»

Κατέστρεφε όποιον βρισκόταν κοντά της. Πρώτα ο Άιζακ που είχε εξοριστεί από τη Σύναξη. Μετά ο Έρικ που είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω τη ζωή του στο χωριό του για χάρη της. Ο Ρόραν, που οι πράξεις και οι αποφάσεις της είχαν κάνει την καρδιά του να ματώσει. Οι Στόρμπορν, που είχαν κινδυνέψει για να βρουν τον αδελφό που τους είχε στερήσει. Και τώρα η οργή της Μπαστιάνας θα έπεφτε πάνω σε μάγους και ανθρώπους εξαιτίας της.

Ορισμένες φορές αναρωτιόταν αν ήταν καταραμένη.

Η Αλθία ακούμπησε το γέρικο χέρι της στο μπράτσο του Ρόραν. «Καλύτερα να πάτε στον ξενώνα. Θα είστε πιο ήσυχα εκεί. Έχετε πολλά να πείτε εσείς οι δυο. Άντε γιε μου»

Ο Ρόραν ένευσε και οι δυο τους πήγαν στο παλιό δωμάτιο της κόρης της Αλθίας.

Το δωμάτιο είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα όπως έδειχναν τα ζαρωμένα σεντόνια του κρεβατιού και οι κουβαριασμένες κουβέρτες. Η Αλθία το είχε παραχωρήσει στα αδέλφια του Έρικ. Ο Τομ και τα δίδυμα το είχαν μοιραστεί ενώ εκείνος είχε περάσει τη νύχτα στην κουζίνα με την Σελίν. Επιπλέον κουβέρτες ήταν στρωμένες στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Οι σάκοι με τα πράγματα τους ήταν ακουμπισμένοι στην γωνία. Η Αλθία είχε κατασχέσει ό,τι όπλα κουβαλούσαν, κάτι που ο μεγαλύτερος αδελφός δεν είχε δεχθεί χωρίς διαμαρτυρία.

Γύρισε και αντίκρισε τον Ρόραν. Ο φόβος έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα, λες ένα μικρό πουλί είχε παγιδευτεί μέσα στο στήθος της και χτυπούσε πανικόβλητο τα φτερά του προσπαθώντας να ελευθερωθεί.

«Ρόραν, είμαι...»

«Το ξέρω» της είπε και την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά της. Έτριψε καθησυχαστικά την πλάτη της σαν να ήθελε να την διαβεβαιώσει πως όλα θα πήγαιναν καλά. «Το ξέρω»

«Και δεν με μισείς;»

«Να σε μισώ; Σελίν, δεν φταις εσύ που η Μπαστιάνα είναι μητέρα σου. Δεν το επέλεξες»

«Δεν ξέρεις τι ήμουν έτοιμη να κάνω. Αν ήξερες θα καταλάβαινες πως δεν είμαι ένα αθώο θύμα σε αυτή την ιστορία»

Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και πήρε το χέρι του μέσα στο μικροκαμωμένο δικό της. Έριξε ένα- ένα τα τείχη γύρω από το μυαλό της δίνοντας του πρόσβαση στις αναμνήσεις της. Ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει στη ζωή της. Υπήρχαν σημεία που μπήκε στον πειρασμό να κρατήσει κρυφά αλλά ανάγκασε τον εαυτό της να φανερώσει τα πάντα. Είχε ορκιστεί πριν από καιρό πως δεν θα υπήρχαν άλλα μυστικά ανάμεσα τους.

Τον άφησε να δει μέσα τα μάτια της το ταξίδι της μέσα στο δάσος. Την γιορτή των ξωτικών και τη συνάντηση με του δράκους. Τα περίεργα λόγια του αρχηγού τους που τότε δεν είχε καταλάβει αλλά τώρα γνώριζε τι σήμαιναν. Τον εφιάλτη που την είχε οδηγήσει στο φαράγγι και το χωριό που έκρυβε μέσα του. Εικόνες πέτρινων αγαλμάτων με τρομοκρατημένα πρόσωπα και μιας γυναίκας με σκούρα μπλε μάτια, όμοια με τα δικά της, πέρασαν μέσα από τον δεσμό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους.

Δεν ήταν αθώα. Ήταν έτοιμη να ακολουθήσει την Μπαστιάνα παρόλο που ήξερε για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Τώρα τα Πνεύματα την τιμωρούσαν.

Επανέλαβε στη μνήμη της όποια συζήτηση είχε κάνει με την μητέρα της, κάθε λέξη που είχε ειπωθεί, και κάθε πληροφορία που είχε μοιραστεί μαζί της. Την γνωριμία της με τον πατέρα της και τα σχέδια της για τις χώρες πέρα από τα βουνά. Τον ρόλο που ήθελε να παίξει η Σελίν σε αυτά, να την βοηθήσει να διεκδικήσει μια θέση εξουσίας, και την υπόσχεση που της έδωσε για μια ελεύθερη ζωή.

Μόνο που αυτό ήταν ψέμα. Το μόνο που θα ήταν είναι ένα εργαλείο που θα συνέδραμε στον σκοπό της. Ένα κυνηγόσκυλο που θα σκότωνε για εκείνη. Θα νόμιζε πως είναι ελεύθερη ενώ στη πραγματικότητα η δίψα της για την αγάπη της μητέρας της θα ήταν η αλυσίδα που θα την κρατούσε δεμένη στο πλευρό της.

Μισούσε τον εαυτό της που είχε αφήσει αυτή τη γυναίκα να την δηλητηριάσει με τις υποσχέσεις και τη γλυκιά φωνή της, έστω και για λίγο.

Του έδειξε τη μάχη, τη καυτή οργή στο πρόσωπο της Μπαστιάνας όταν είδε τις πληγές στο μπράτσο της που καθρέφτιζαν τα δικά της τραύματα και την επιστροφή τους στο χωριό.

Τώρα ο Ρόραν γνώριζε τα πάντα. Άφησε το χέρι του, διακόπτοντας την ροή των αναμνήσεων, και σήκωσε διστακτικά το βλέμμα της για να κοιτάξει το πρόσωπο του. Έτρεμε πως θα αντίκριζε φόβο ή απέχθεια ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά του. Όμως το μόνο που είδε ήταν θλίψη.

«Είμαι δεμένη μαζί της, Ρόραν» Παρά τις προσπάθειες της να φανεί δυνατή η φωνή της έσπασε στο τέλος. Όσο προσπαθούσε να κρατήσει το μαύρο πέπλο της απόγνωσης μακριά τόσο πιο σφιχτά τυλιγόταν γύρω της.

«Το ξέρω» της απάντησε.

Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Πως;»

«Τα ξωτικά» εξήγησε. «Εμφανίστηκαν στην στρατόπεδο που στήσαμε με τους ανθρώπους και φρόντισαν να μας ενημερώσουν για τις πλεκτάνες τους»

«Οι άνθρωποι με θέλουν νεκρή;»

Έβγαζε νόημα. Αν πέθαινε θα σταματούσαν την Μπαστιάνα μια για πάντα. Τέρμα οι επιθέσεις των λύκων στα χωριά. Τέρμα οι Θυσίες και τα πέτρινα αγάλματα.

«Κανείς δεν θα σε πειράξει» την διαβεβαίωσε και την κράτησε ξανά στην αγκαλιά του, σαν να ήθελε να δημιουργήσει ένα κουκούλι γύρω της που θα την προστάτευε από τον υπόλοιπο κόσμο. «Η Νάγια πήγε στην Αλίρα και ο Ελάιζα υποσχέθηκε πως θα βοηθήσει. Θα βρούμε τρόπο να λύσουμε τον δεσμό, σ' το υπόσχομαι»

«Δεν το βλέπεις πως αυτό είναι που θέλει η Μπαστιάνα; Δεν είχε αρκετή δύναμη για να το κάνει μόνη της και δεν μπορούσε να με κρατήσει εκεί με τη βια χωρίς να ρισκάρει να βλάψει τον εαυτό της. Γι' αυτό μας έστειλε πίσω. Ξέρει πως θα κάνετε τα πάντα για να σπάσετε το ξόρκι. Εκμεταλλεύεται την αγάπη σας» Πόσο πιο σκληρή μπορούσε να γίνει αυτή η γυναίκα; Διαστρέβλωνε οτιδήποτε καλό υπήρχε.

Ένιωθε κενή. Ένα άδειο κέλυφος που είχε χάσει τον έλεγχο της μοίρας του και δυσκολευόταν να νοιαστεί για το τι θα γινόταν στη συνέχεια.

«Οι σκοποί της Μπαστιάνας δεν έχουν καμία σημασία» αποκρίθηκε ο Ρόραν. Την φίλησε απαλά στο μέτωπο. «Το μόνο που μετράει είσαι εσύ»

Η αποφασιστικότητα του να την προστατεύσει και να διορθώσει τα πάντα για χάρη της ζέσταινε το μικρό κομμάτι της καρδιάς της που δεν είχε ξεσκίσει η μητέρα της. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Είσαι η καλύτερη οικογένεια που θα μπορούσα να ζητήσω. Να το θυμάσαι αυτό»



Στο μεταξύ στην κουζίνα, η Αλθία έστρεψε την προσοχή της στα δίδυμα.

«Εσείς οι δυο νεαροί» είπε στον Τζέιμς και τον Γουίλ που έκαναν διαγωνισμό για το ποιος μπορούσε να φάει πιο γρήγορα. Τα μάγουλα τους είχαν φουσκώσει από το στιφάδο και λεπτά ρυάκια σάλτσας έτρεχαν στα πιγούνια τους. «Θα βοηθήσετε μια ταλαίπωρη γριά γυναίκα να μαζέψει βότανα στο δάσος;»

Ο Τζέιμς κατάπιε με ένα ηχηρό γκλουπ και κούνησε το μαυρομάλλικο κεφάλι του. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, παρατήρησε ο Έρικ, οι μελανές τούφες έπεφταν μπροστά στα μάτια του. «Αποκλείεται»

«Αυτές είναι γυναικείες δουλειές. Εμείς είμαστε άντρες» δήλωσε ο Γουίλ.

«Θα σας δείξω ποια ρίζα σε κάνει να ομολογήσεις όλα τα ντροπιαστικά μυστικά σου αν την αλέσεις μέσα στο φαγητό και πιο μούρο σε κάνει να κοάζεις σαν βάτραχος»

Τα δυο αγόρια τινάχτηκαν ενθουσιασμένα από τις θέσεις τους, έτοιμα να ξεχυθούν στο δάσος. Κοίταξαν τον Τομ. «Μπορούμε;» του ζήτησαν την άδεια.

Ο Έρικ παρακολούθησε το πρόσωπο του Τομ να σφίγγεται. Δεν ήθελε να αφήσει να δίδυμα να πάνε στο δάσος με μια μάγισσα, ήταν απόλυτα ξεκάθαρο. Ο αδελφός του δεν είχε ποτέ το ταλέντο να κρύβει τα συναισθήματα του. Φαντάστηκε τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν ψάχνοντας μια δικαιολογία να τους αρνηθεί και να φτάνει στο εξοργιστικό συμπέρασμα πως δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς να προσβάλει την οικοδέσποινα τους. Δεν ήταν αφελής, γνώριζε πως δίχως την προστασία της θεραπεύτριας μπορούσαν να βρεθούν σε πολύ δύσκολη και επικίνδυνη θέση. Όσο κι αν δεν του καλοκαθόταν που είχε την ανάγκη της δεν θα έβαζε την περηφάνια του πάνω από την ασφάλεια του Γουίλ και του Τζέιμς.

Έδωσε την συγκατάθεση του με ένα κοφτό νεύμα και ο Έρικ διέκρινε την παραίτηση πίσω από την κίνηση. Δεν ήταν επιλογή του να συνεργαστεί με τις μάγισσες, οι καταστάσεις -και οι πράξεις του Έρικ- τον είχαν αναγκάσει να το κάνει. Η δυσαρέσκεια ήταν ξεκάθαρα γραμμένη στο σούφρωμα των φρυδιών του και στη σφιχτή γραμμή του στόματος του.

Παρ' όλα αυτά, ο Τζέιμς και ο Γουίλ χοροπήδησαν ευχαριστημένοι.

«Όχι τόσο γρήγορα» τους είπε η Αλθία. «Καθαρίστε τα πρόσωπα σας. Όποιος σαν δει θα νομίζει πως είστε άγρια ζώα που επιτέθηκαν σε μια κατσαρόλα»

Έκαναν αυτό που τους είπε, σκουπίζοντας καλά τις σάλτσες που λέκιαζαν τα πιγούνια και τα μάγουλα τους με ένα παλιό πανί και λίγο νερό από τα ποτήρια τους. Όταν η εμφάνιση τους ικανοποίησε την ηλικιωμένη μάγισσα τους έδωσε από ένα ψάθινο καλάθι. Η ίδια πήρε στα ζαρωμένα χέρια της ένα παχύ σημειωματάριο με εξώφυλλο ξεθωριασμένο από το χρόνο και φαγωμένη ράχη.

Τα μαύρα μάτια του Τομ καρφώθηκαν πάνω στο βιβλίο και ένα μίγμα πόνου και νοσταλγίας πέρασε από μέσα τους. Ο Έρικ ήξερε τι σκεφτόταν: το βιβλίο με τα βότανα της μητέρας τους. Τις ντελικάτες ζωγραφιές που είχαν γίνει με φροντίδα και αγάπη και τα λοξά καλλιγραφικά γράμματα της. Όπως και ο Έρικ, αναρωτιόταν αν ήταν η Αλθία εκείνη που της είχε διδάξει όσα ήξερε.

Αν έκλεινε τα μάτια του μπορούσε ακόμα να δει ακόμα τη μορφή της να αιωρείται μπροστά του και να διαλύεται σε χιλιάδες αστραφτερά σωματίδια. Το τελευταίο χαμόγελο που του είχε χαρίσει πριν βρει γαλήνη θα έμενε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη του. Μια τσιμπιά διαπέρασε το στήθος του.

«Μπορούμε να πάμε να δούμε την Αριάνα;» άκουσε τα δίδυμα να ρωτάνε από το σαλόνι.

«Ίσως»

Ο ήχος της πόρτας που άνοιξε και έκλεισε ξανά σήμανε την αποχώρηση τους.

Έχοντας απομείνει μόνοι στη κουζίνα, ο Τομ και ο Έρικ κάρφωσαν το βλέμμα τους στα πιάτα τους παρόλο που είχαν σταματήσει να τρώνε εδώ και ώρα. Βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους. Όλο το σκηνικό φώναζε λάθος και καθόταν βαρύ στο στομάχι του Έρικ. Δεν ήθελε να επικρατεί αυτή η κατάσταση ανάμεσα σε εκείνον και τον αδελφό του. Έπρεπε να είναι ενωμένοι όπως ήταν οι οικογένειες, όχι να κάθονται αμήχανα στο ίδιο τραπέζι χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα λες και ήταν δυο ξένοι.

«Πως είναι ο πατέρας;» ρώτησε, σπάζοντας την σιωπή. Ο Τομ δεν θα έκανε το πρώτο βήμα οπότε ήταν δικό του καθήκον να προσπαθήσει να επουλώσει τη σχέση τους.

«Ανησυχεί» του απάντησε ξερά. Τώρα που η ένταση του κινδύνου και της μάχης είχαν χαθεί ο θυμός του είχε βρει χώρο για να αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια. «Πως περίμενες ότι θα αντιδρούσε όταν το έσκασες;»

«Ακόμα με κατηγορείς;»

Ο Τομ τον κατακεραύνωσε με το αυστηρό βλέμμα του. «Έχω άδικο; Αναστάτωσες τις ζωές όλων μας, Έρικ» τον κατηγόρησε με τον τόνο της φωνής του να ανεβαίνει. «Οι πράξεις σου δεν επηρέασαν μονάχα εσένα. Συνωμότησες με δυο μικρά αγόρια και όχι απλά δεν με υπολόγισες, αλλά και δεν με εμπιστευτικές. Θα μπορούσες να μου είχες μιλήσει, ή έστω να με προειδοποιήσεις για να είμαι προετοιμασμένος όταν θα χτυπούσε η θύελλα»

«Αν σου μιλούσα θα με εμπόδιζες» του απάντησε.

«Τόση λίγη πίστη έχεις σε εμένα; Θα σε βοηθούσα να βρεις μια λύση που δεν θα είχε αυτό το αποτέλεσμα»

«Όχι, δεν θα το έκανες» επέμεινε, επειδή γνώριζε πολύ καλά τον αδελφό του. «Εσύ είσαι αυτός που μου είπε να κρατήσω κρυφό ότι με θεράπευσε στον λόφο. Θα έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου για να με μεταπείσεις και μη το αρνηθείς γιατί ξέρουμε και οι δυο πως είναι η αλήθεια. Ήσουν ικανός να με κλειδώσεις στο κελάρι για να με σταματήσεις. Δεν νοιαζόσουν για τη ζωή της»

«Όχι, δεν νοιαζόμουν» απάντησε με ειλικρίνεια. «Αυτό που θέλω το καλύτερο για εσένα και για τα δίδυμα, και σε είδα να πετάς τα πάντα για χάρη της. Και δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατόν αυτή η μάγισσα να αξίζει περισσότερα για εσένα από την ίδια σου την οικογένεια»

«Αν εσύ βρισκόσουν στη θέση μου και ήταν η Κέιτλυν εκείνη που θα οδηγούσαν στην κρεμάλα χωρίς καν να της προσφέρουν μια δίκαιη δίκη θα μπορούσες να μείνεις άπραγος;»

Ψυχρή οργή σκλήρυνε τα χαρακτηριστικά του αδελφού του όμως τα μάτια του που καρφώθηκαν πάνω στον Έρικ έμοιαζαν με δυο μαύρες φλόγες. «Αυτό είναι τελείως διαφορετικό!» του φώναξε. «Γνώριζα την Κέιτλυν από τότε που ήμασταν μωρά στην κούνια. Εσύ γνώριζες αυτή τη μάγισσα ένα δεκαπενθήμερο»

Παρόλο που και η δική του υπομονή είχε αρχίσει να λιγοστεύει πίεσε τον εαυτό του να μιλήσει ήρεμα. «Πες μου αδελφέ, πόσος χρόνος χρειάζεται για να ερωτευτείς κάποιον; Λίγες βδομάδες; Δέκα χρόνια; Μια ζωή; Μου είχες πει κάποτε πως οι καρδιές είναι εύθραυστα πράγματα και αν ραγίσουν δεν είσαι ποτέ ξανά ίδιος. Δεν έβαλα την Σελίν πάνω από την οικογένεια μου. Αλλά αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως αν είχα αφήσει την κοπέλα που διακινδύνεψε τη ζωή της για να σώσει τη δική μου να εκτελεστεί άδικα δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου»

Ο Τομ ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι, έμπλεξε τα δάχτυλα του, και έγειρε μπροστά. Σιωπή απλώθηκε ξανά ανάμεσα τους αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Ήταν το είδος που σου επέτρεπε να πάρεις λίγο χρόνο και να σκεφτείς.

Ο Τομ άφησε μια αργή ανάσα και κάρφωσε το βλέμμα του στο ξύλο του τραπεζιού, λες και κάπου μέσα του κρυβόντουσαν όλες οι απαντήσεις του κόσμου και πάσχιζε να τις βρει. «Η μητέρα μας ήταν μάγισσα» είπε, λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να συνειδητοποιήσει το βάρος των λέξεων. Τις είχε σπρώξει στο πίσω μέρος του μυαλού του και είχε επικεντρωθεί στο να βρει τον αδελφό του. Τώρα όμως ήταν αναγκασμένος να τις αντιμετωπίσει. Έμοιαζε με έναν άντρα που είχε βρεθεί μπροστά σε έναν τοίχο και τον κοίταζε σαν χαμένος, χωρίς να είναι σίγουρος πως θα έβρισκε τρόπο να περάσει. «Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε.

«Συνεχίζουμε» του απάντησε απλά. «Θα εκδικηθούμε για τον θάνατο της. Η Μπαστιάνα θα πληρώσει. Αλλά δεν είναι όλες οι μάγισσες ένοχες ούτε αξίζουν το μίσος μας. Το είδες και μόνος σου. Ταξίδεψες με την Αριάνα μέσα στο δάσος»

Έκλεισε τα μάτια του και έτριψε το πρόσωπο του. «Υποθέτω πως έχεις δίκιο. Δεν είναι όλες κακές»

«Οι άνθρωποι συμμάχησαν με τις μάγισσες» του είπε.

«Το ξέρω»

«Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, Τομ. Θα πολεμήσουμε δίπλα-δίπλα αντί ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ίσως τελικά οι πράξεις μου να μην είχαν τόσο καταστροφικά αποτελέσματα όσο πίστευες»

«Το ελπίζω. Θέλω να ξαναδώ την κόρη μου»

Και ο Έρικ λαχταρούσε να ξαναδεί τον πατέρα του. Να επιστρέψει στο σπίτι του και να το δείξει στη Σελίν. Ήξερε πως ο πατέρας του θα την αγκάλιαζε αμέσως σαν να ήταν κόρη του. Μπορεί η οικογένεια της να αποδείχθηκε πως δεν ήταν αυτή που ονειρευόταν αλλά ορκίστηκε πως θα της έδινε μια άλλη που θα της άξιζε.

«Κάνε κουράγιο» της είχε πει.»Θα βρούμε τρόπο να σε ελευθερώσουμε από τον δεσμό, στο υπόσχομαι»

«Με συγχωρείς για λίγο» είπε στον Τομ και σηκώθηκε από το τραπέζι. Βγήκε από την κουζίνα και πρόλαβε τον Ρόραν την στιγμή που ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα για να φύγει.

«Ρόραν, περίμενε» του ζήτησε.

Ο μάγος τον κοίταξε υψώνοντας ένα ξανθό φρύδι και κατέβασε το χέρι του από το πόμολο. «Τι θες;»

Σίγουρα δεν είχε εμφανιστεί κάποια ξαφνική συμπάθεια προς το πρόσωπο του στο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία φορά που τον είχε δει, σκέφτηκε ο Έρικ.

«Εμείς οι δυο πρέπει να κάνουμε μια συζήτηση κάποτε, όσο δυσάρεστο κι αν ακούγεται. Ξέρω πως δεν κάναμε την καλύτερη αρχή...»

«Για να ακριβολογούμε, άνθρωπε, κάναμε τη χειρότερη» τον διέκοψε. «Έκλεψες την αρραβωνιαστικιά μου και την έριξες στη φυλακή»

«Δεν την έκλεψα. Δεν είναι αντικείμενο για να την κλέψω. Μόνη της επέλεξε με ποιον θέλει να είναι»

Τα πράσινα μάτια του Ρόραν στένεψαν καθώς η υπομονή του άρχισε να εξαντλείται. «Προσπαθείς να καταλήξεις κάπου ή απλά σπαταλάς τον χρόνο μου;»

Πήρε μια ανάσα και εξέπνευσε αργά από τη μύτη, αναγκάζοντας τον εαυτό του να συγκρατήσει την γλώσσα του. Όποια έχθρα και αντιπάθεια κι αν υπήρχε ανάμεσα τους έπρεπε να μπει στην άκρη γιατί πλέον τους ένωνε κάτι πολύ πιο σημαντικό. «Δεν με συμπαθείς. Το καταλαβαίνω και δεν προσδοκώ να σου αλλάξω γνώμη. Όμως όποια κι αν είναι τα αισθήματα σου για 'μένα και οι δυο νοιαζόμαστε για την Σελίν, και για το χατίρι της δεν θέλω να είμαστε εχθροί»

Το έντονο βλέμμα του μάγου καρφώθηκε πάνω του, σαν να προσπαθούσε να δει πέρα από εκείνον και μέσα στη ψυχή του για να διαπιστώσει τις πραγματικές του προθέσεις.

«Σε πιστεύω όταν λες ότι νοιάζεσαι για εκείνη» είπε τελικά. «Αυτό είναι το μόνο ελαφρυντικό που σου αναγνωρίζω. Αλλά αν περιμένεις να σε καλωσορίσω στην οικογένεια δεν πρόκειται να συμβεί. Ούτε θα γίνουμε φίλοι»

«Δεν είχα τέτοια απαίτηση» αποκρίθηκε.

«Ωραία. Φρόντισε να της φερθείς όπως της αξίζει αλλιώς ορκίζομαι στα Πνεύματα πως θα σε κάνω να καταραστείς τη στιγμή που ήρθες σε αυτόν τον κόσμο. Της αξίζει να βρει ευτυχία στη ζωή της. Αν μου αποδείξεις πως μπορείς να την κάνεις χαρούμενη τότε θα μάθω να ανέχομαι την παρουσία σου. Είμαστε σύμφωνοι, άνθρωπε;»

Ο Έρικ δεν δίστασε στιγμή προτού απαντήσει. «Σύμφωνοι. Κι εγώ θέλω να την δω ευτυχισμένη»

Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του. Ο Ρόραν το κοίταξε για μια στιγμή προτού το πιάσει και το σφίξει, σφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μικρή ανακωχή τους.

Οι δυο τους είχαν ακόμα μεγάλο δρόμο να διανύσουν αλλά τουλάχιστον ήταν μια αρχή.


Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε αυτή τη γλυκιά στιγμή.

Βρισκόταν στο δωμάτιο της, πίσω στο σπίτι της, και ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της μαζί με τον Έρικ. Είχε βολέψει το κεφάλι της πάνω στο στήθος του και τα πόδια τους ήταν μπλεγμένα. Το ρυθμικό τικ-τικ της καρδιάς του παλλόταν κάτω από το αυτί της. Κρατούσε με το δεξί της χέρι το αριστερό δικό του, τα δάχτυλα τους ήταν πλεγμένα μεταξύ τους δημιουργώντας μια σύνδεση που τους επέτρεπε να μοιραστούν τις αναμνήσεις τους.

Είχαν κάνει τη σιωπηλή συμφωνία να δείξουν μόνο χαρούμενες μνήμες ο ένας στον άλλο. Η Σελίν τον άφησε να γίνει μάρτυρας στον πετροπόλεμο που είχε συμμετάσχει όταν ήταν δέκα ετών. Είχαν πει ότι τον ξεκίνησε ο γιος του ράφτη αλλά ίσως να είχε παίξει και εκείνη ένα μικρό ρόλο. Ίσως. Τα κορίτσια, μικροκαμωμένα όπως ήταν σε εκείνη την ηλικία μπορούσαν να καλυφθούν πιο εύκολα από τις πέτρες που έπεφταν γύρω τους σαν χαλάζι. Τα αγόρια από την άλλη είχαν δεχθεί τα περισσότερα πυρά. Ιδιαίτερα ο Ρόραν που από τότε ήταν ψηλότερος από τους περισσότερους και είχε γίνει εύκολος στόχος. Η Σελίν είχε οργανώσει τις συμπαίκτριες της και της είχε βάλει να μαζέψουν πέτρες, να σκαρφαλώσουν σε στέγες και δέντρα, και να στήσουν ενέδρες στα αγόρια.

«Ήσουν ένας μικρός δαίμονας» γέλασε ο Έρικ.

«Κερδίσαμε» περηφανεύτηκε εκείνη. «Κι ας μη το παραδεχόντουσαν τα αγόρια» Στριφογύρισε τα σκούρα μπλε μάτια της. «Οι άντρες δεν ξέρουν να χάνουν»

Όλοι τους είχαν γυρίσει στα σπίτια τους με μελανιές, και ο Ρόραν με ένα σκισμένο φρύδι. Όμως παρά τον σωματικό πόνο ήταν μια από τις πιο χαρούμενες μέρες της παιδικής της ηλικίας.

Άλλαξε την ανάμνηση και του έδειξε τη μέρα των όγδοων γενεθλίων της. Η Νάγια και η Αριάνα της είχαν κάνει έκπληξη με μια τούρτα που είχαν ψήσει μόνες τους. Ήταν ένα στραβοχυμένο πράγμα με ελαφρώς καμένη γεύση, πασαλειμμένο με γλάσο από ξινά βατόμουρα που είχαν μαζέψει παρόλο που δεν ήταν ακόμα η εποχή τους. Οι τρεις τους είχαν φάει μέχρι και το τελευταίο ψίχουλο εξασφαλίζοντας τον στομαχόπονο που τις είχε βρει το ίδιο βράδυ. Τις είχε αγκαλιάσει και τους είχε πει πως ήταν το πιο νόστιμο γλυκό που είχε δοκιμάσει ποτέ.

«Δεν είχε σημασία που ήταν παραψημένο και τα μούρα ήταν άγουρα» του είπε. Η ανάμνηση έφερε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της. «Προσπάθησαν να κάνουν κάτι ωραίο για 'μένα και το έκαναν με αγάπη. Από εκείνη τη μέρα ήξερα πως θα είμαστε φίλες για μια ζωή» Τέντωσε τον λαιμό της για να κοιτάξει το πρόσωπο του και τα μάτια της βρήκαν τα καστανά δικά του. «Ποια είναι η δική σου αγαπημένη ανάμνηση;»

Άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και έσπρωξε απαλά προς τα πίσω μια καστανή τούφα που έπεφτε πάνω στον κρόταφο της. Κάθε φορά που το δέρμα του άγγιζε το δικό της ,ακόμα και μια μικρή επαφή όπως αυτή ήταν αρκετή για να κάνει την καρδιά της να σκιρτήσει μέσα στο στήθος της και κάθε νεύρο του κορμιού της να ζωντανέψει.

«Κλείσε τα μάτια σου» της είπε.

Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό της. Η ανάμνηση την ταξίδεψε στην όχθη μιας λίμνης με κρυστάλλινο, γαλαζοπράσινο νερό. Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στην ήρεμη επιφάνεια δίνοντας την εντύπωση πως ήταν καμωμένη από διαμάντι. Γύρω από την λίμνη απλωνόταν χλωρό, καλοκαιρινό χορτάρι και κάμποσοι ογκώδεις, γκρίζοι βράχοι με λεία επιφάνεια. Ένα κοπάδι λευκά πουλιά πέρασε από πάνω τους σκίζοντας τον γαλάζιο ουρανό. Όλα ήταν τόσο γαλήνια σε αυτό το μέρος.

Μια οικογένεια καθόταν στην όχθη και απολάμβανε την όμορφη μέρα. Ο πατέρας και δυο μαυρομάλλικα αγόρια στεκόντουσαν μέσα στο νερό μέχρι τους αστραγάλους, έχοντας γυρίσει τα μπατζάκια των παντελονιών τους προς τα πάνω για να μη βραχούν. Τα αγόρια κρατούσαν στα χέρια τους καλάμια ψαρέματος και ο πατέρας τους έδειχνε πως να περνάνε το δόλωμα στο αγκίστρι και πως να ρίχνουν την πετονιά.

Έξω από το νερό, η μητέρα καθόταν πάνω σε μια κίτρινη κουβέρτα που είχαν στρώσει πάνω στο χορτάρι με ένα καλάθι δίπλα της έτοιμο να γεμίσει με ό,τι κατόρθωναν να πιάσουν. Τα μελένια μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πλεξούδα που έπεφτε πάνω στην πλάτη της. Κρατούσε μια πένα στο χέρι της και ένα ανοιχτό βιβλίο στην ποδιά της που περίμενε να γεμίσει τις σελίδες του με τις σημειώσεις της. Κοίταξε τον άντρα της και τους γιους της και ένα χαμόγελο στόλισε το γλυκό πρόσωπο της. Δυο μικρότερα παιδιά κυνηγιόντουσαν και χοροπηδούσαν γύρω της σαν ενθουσιασμένα κουνέλια.

Όλοι τους ήταν ξέγνοιαστοι και ευτυχισμένοι. Αν τους παρατηρούσες προσεχτικά έβλεπες την αγάπη στο βλέμμα της μητέρας, τη φροντίδα στις κινήσεις του πατέρα, και την χαρά στα πρόσωπα των παιδιών. Ήταν μια όμορφη ανάμνηση.

Η οικογένεια ήταν το πιο σημαντικό πράγμα, σκέφτηκε η Σελίν. Μπορούσε να σου δώσει φτερά και να σου μάθει να πετάς ή να σε ρίξει τόσο χαμηλά που να μην έχεις ελπίδα να ξανασηκωθείς.

Ο Έρικ έπιασε μια μεταξένια μπούκλα και την στριφογύρισε γύρω από το δάχτυλο του. «Είμαι σίγουρος πως αν ο Ρόραν με βρει εδώ θα χαθεί όλη η πρόοδος που κάναμε σήμερα»

«Μην ανησυχείς για εκείνον» του απάντησε. Είχε ακούσει τα βήματα του στον διάδρομο πριν από ώρα και την πόρτα του δωματίου του να κλείνει. Αλλά εκτός από αυτό είχε ακούσει και ψιθύρους, μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε ύποπτα πολύ με της Νάγιας. «Είναι απασχολημένος. Δεν πρόκειται να ασχοληθεί μαζί μας μέχρι το ξημέρωμα» Με το αβέβαιο μέλλον που απλωνόταν μπροστά τους όλοι τους προσπαθούσαν να ξεκλέψουν μερικές στιγμές για να αποδράσουν από την ζοφερή πραγματικότητα. «Πες μου τι έγινε με τον αδελφό σου»

«Χρειάζεται χρόνο αλλά θα με συγχωρήσει»

Χαιρόταν ειλικρινά που η σχέση τους είχε αρχίσει να αποκαθίσταται. Δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της αν γινόταν η αιτία που ο δεσμός ανάμεσα στα δυο αδέλφια δηλητηριαζόταν.

«Ο αδελφός σου σε αγαπάει. Πήγε ενάντια σε όλα όσα πίστευε για να έρθει να σε βρει»

Κοίταξε τον οικείο χώρο του δωματίου της. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει λες και την περίμενε να γυρίσει. Είχε μαζέψει όλο το κουράγιο της για να αφήσει το σπίτι της Αλθίας και να επιστρέψει στο δικό της. Δεν ήξερε πως θα ένιωθε όταν θα βρισκόταν ξανά εκεί μέσα. Ανακούφιση ή θλίψη και θυμό για όλα όσα είχε στερηθεί κατά τη διάρκεια της φυλάκισης της και του ταξιδιού στο δάσος; Τα πλοκάμια του πανικού τύλιξαν το στήθος της και έσφιξαν τα πνευμόνια της αλλά δεν ήταν δειλή και αρνούνταν να συνεχίσει να κρύβεται στο σπίτι της Αλθίας.

Το χωριό ήξερε.

Δεν γνώριζε πως είχε διαρρεύσει η αλήθεια για την σχέση της με την Μπαστιάνα και δεν είχε σημασία. Ένας γυάλινος τοίχος είχε υψωθεί ανάμεσα σε εκείνη και τους συχωριανούς της αποκόβοντας την. Κάποιοι την είχαν χαιρετήσει από τις αυλές των σπιτιών τους χωρίς όμως να κάνουν βήμα προς το μέρος της. Άλλοι της είχαν προσφέρει σφιγμένα χαμόγελα. Κανένας δεν της είπε παραπάνω από λίγες λέξεις. Έδιναν την αίσθηση ότι προσπαθούσαν να προσποιηθούν πως όλα ήταν φυσιολογικά και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως τα πάντα είχαν αλλάξει.

Κατά βάθος δεν περίμενε ακραίες αντιδράσεις όπως να πιάσουν πέτρες και να τη λιθοβολήσουν ή να απαιτήσουν να εξοριστεί από τη Σύναξη. Αλλά και πάλι η επιφυλακή στο βλέμμα τους έτσουζε σαν μικρά κοψίματα από χαρτί. Την γνώριζαν από τότε που ήταν μωρό και μάθαινε να περπατάει. Ήξεραν τον χαρακτήρα της, ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε. Τώρα την κοίταζαν λες και περίμεναν να μεταμορφωθεί μπροστά στα μάτια τους σε ένα τέρας που θα έκλεβε τα παιδιά τους από τα κρεβάτια τους τη νύχτα ή θα τους έριχνε κατάρες που θα βύθιζαν τη ζωή τους στη δυστυχία και την οδύνη.

Όμως το χειρότερο ήταν η ελπίδα θα συνάντησε στα πρόσωπα μερικών. Ελπίδα ότι θα έπραττε το σωστό και θα τους έσωζε.

Προσπάθησε να μπει στη θέση τους και να δει τα πράγματα από την δική τους πλευρά: Εκείνη δεν θα είχε την καρδιά να ζητήσει από κάποιον να θυσιαστεί για χάρη της. Αν όμως η ασφάλεια του Έρικ, του Ρόραν, ή της Αριάνας εξαρτιόταν από έναν άλλο;

Θα το έκανε. Δεν ήξερε τι έδειχνε αυτό για τον χαρακτήρα της, αλλά ναι, θα έφτανε στο σημείο να ζητήσει από κάποιον να ανταλλάξει τη ζωή του με τις δικές τους αν αυτή ήταν η μόνη λύση. Θα ικέτευε και θα απειλούσε, θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να εξασφαλίσει την επιβίωση τους.

Έκλεισε τα μάτια της και έδιωξε τις σκέψεις μακριά. Δεν είχαν θέση μέσα σε αυτό το δωμάτιο, όχι απόψε.

Τα χέρια της έτρεμαν όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα. Το στομάχι της ήταν ένας σφιχτός κόμπος από νεύρα. Ανησυχούσε πως η μνήμη του Άιζακ θα στοίχειωνε τους τοίχους και η ζωή που είχε αφήσει πίσω θα την κορόιδευε εμποδίζοντας τη να βρει ηρεμία. Αλλά κανένα από τα δυο δεν συνέβη. Το σπίτι ήταν ακριβώς το ίδιο λες και ο χρόνος είχε παγώσει μέσα στους τοίχους του, σαν να κρατούσε την ανάσα του περιμένοντας την να επιστρέψει. Μια καταπραϋντική αίσθηση ασφάλειας την πλημμύρισε και απείλησε να φέρει δάκρυα στα μάτια της. Ό,τι κι αν γινόταν αυτό ήταν το σπίτι της. Εκεί ανήκε, μαζί με όλες τις χαρούμενες αναμνήσεις των πραγμάτων που είχε ζήσει μέσα του. Το δωμάτιο της ήταν το καταφύγιο της, ένα μέρος που η Μπαστιάνα, οι τύψεις της για τον Άιζακ, και οι προσδοκίες του χωριού δεν μπορούσαν να την αγγίξουν. Ήταν ένας μικρός ξεχωριστός κόσμος, μέσα στον οποίο υπήρχαν μονάχα εκείνη και ο Έρικ.

Κοίταξε το αγόρι που ήταν ξαπλωμένο δίπλα της και μια βαθιά λαχτάρα απλώθηκε μέσα της, ένα συναίσθημα τόσο ακατανόητο και τόσο έντονο που την τρόμαζε αλλά ταυτόχρονα την συνάρπαζε. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό του, σε αυτά τα ζεστά καστανά μάτια που την έκαναν να θέλει να χαθεί μέσα τους.

Ήθελε άλλες χίλιες νύχτες σαν κι αυτή. Δεν ήξερε τι τους επιφύλασσε το μέλλον, αν θα είχαν μπροστά τους χρόνια, μήνες, ή μέρες για να ξαπλώνουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να αναπολούν χαρούμενες στιγμές. Αν θα κατάφερναν να φτιάξουν τις δικές τους ευτυχισμένες αναμνήσεις.

Όμως είχαν αυτή τη νύχτα.

Τεντώθηκε και τα χείλη της βρήκαν τα δικά του. Αυτές ίσως να ήταν οι τελευταίες τους ώρες μαζί. Τα πάντα γύρω τους ήταν τόσο ρευστά, τόσο αβέβαια, που ήθελε να γραπωθεί από αυτή τη στιγμή και να την κάνει να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν.

Άλλαξε θέση και το σώμα της βρέθηκε πάνω στο δικό του. Το χέρι του μπλέχτηκε μέσα στα μαλλιά της στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά, σαν να ήθελε να σταματήσουν να είναι δυο άνθρωποι και να γίνουν ένα.

Όλες οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί. Ένιωθε το σκληρό και ταυτόχρονα μαλακό σώμα του από κάτω της, τη θερμότητα που ανέδιδε, τη ρυθμική ανάσα του που ολοένα επιταχυνόταν. Άκουγε κάθε μικρό ήχο που έβγαινε από τον λαιμό του και έκανε το στήθος του να δονείται. Ήθελε περισσότερα, περισσότερα απ’ όσα είχε θελήσει ποτέ.

Μπορούσε σχεδόν να προσποιηθεί ότι ήταν δεν υπήρχε πόλεμος που απειλούσε να ξεσπάσει γύρω τους. Ότι ήταν απλά δυο άτομα με όλες τις πιθανότητες να απλώνονται μπροστά τους και ένα μέλλον να τους περιμένει. Ίσως να περιλάμβανε και μια δική τους μέρα στη λίμνη που θα δημιουργούσαν αναμνήσεις που θα κρατούσε φυλαγμένες στην καρδιά της για μια ολόκληρη ζωή. Σε αυτή τη φαντασίωση είχαν όλο τον χρόνο του κόσμου.

Τα δάχτυλα της βρήκαν τα κορδόνια του πουκαμίσου του και τα τράβηξαν για να τα λύσουν. Ξαφνικά καιγόταν και έτρεμε ταυτόχρονα. Την είχε κατακλύσει η επιτακτική επιθυμία να εξαφανίσει όλα τα εμπόδια που υπήρχαν ανάμεσα τους. Να μην υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από εκείνη και εκείνον.

Ο Έρικ έπιασε το χέρι της και το κατέβασε. Χώρισε με κόπο το στόμα του από το δικό της δίνοντας τέλος στο φιλί. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί και η αναπνοή του ήταν βαριά σαν τη δική της.

Έψαξε μπερδεμένη το πρόσωπο του. «Έκανα κάτι λάθος;»

«Τίποτα» Έφερε το χέρι της στα χείλη του και άφησε ένα μεταξένιο φιλί πάνω στα δάχτυλα της. Το μικρό άγγιγμα ήταν αρκετό για να στείλει λευκές σπίθες μέσα στις φλέβες της.

«Τότε γιατί με σταμάτησες;»

«Επειδή νιώθω σαν να με αποχαιρετάς» Τα έντονα καστανά μάτια του την κοίταξαν θλιμμένα. « Όποια σκέψη κι αν έχεις μέσα στο μυαλό σου, διώξ' τη» της είπε αυστηρά, αλλά δεν κατάφερε να κρύψει την μικρή νότα ικεσίας στη φωνή του.

Άλλαξε θέση και το σώμα του σχημάτισε μια φωλιά γύρω από το δικό της, σαν ένα προστατευτικό κουκούλι. Η Σελίν κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του. Όχι ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό της αλλά και πάλι δεν θα το άλλαζε με τίποτα στον κόσμο.

«Όσο άσχημα κι αν δείχνουν τα πράγματα πάντα υπάρχει μια λύση» της υποσχέθηκε ο Έρικ. «Μη κάνεις κάτι απερίσκεπτο προτού εξαντλήσουμε όλες μας τις επιλογές.»

Δεν του έφερε αντίρρηση. Ακούμπησε ξανά το κεφάλι της στο στήθος του, έκλεισε τα μάτια της, και άφησε τον χτύπο της καρδιάς του να την νανουρίσει.

Φαίη