Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 2)

Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που έκανε τα κοντά, μαύρα της μαλλιά να ανεμίζουν, χαϊδεύοντάς της το πρόσωπο. Ήταν σκυμμένη, ακουμπούσε τους αγκώνες πάνω στα γόνατά της και, αν την κοιτούσε κάποιος, θα πίστευε πως χάζευε την ακύμαντη θάλασσα. Έπαιζε νευρικά το αριστερό της πόδι, μια ενοχλητική συνήθεια που είχε κάθε φορά που ήταν οργισμένη και δεν έλεγε να σταματήσει. Ρούφαγε με λαχτάρα τον καπνό από το τσιγάρο της που είχε καταντήσει γόπα με λύσσα, θα έλεγε κανείς.

Είχε μείνει για ακόμη μια φορά χωρίς δουλειά. Ο χοντρομαλάκας το αφεντικό της δεν της είπε ακριβώς ότι απολύεται, μα μπορούσε να το διαβάσει καθαρά στην έκφρασή του καθώς τον κλωτσούσε με δύναμη ανάμεσα στα πόδια. Είχε καθυστερήσει να φτάσει στο πόστο της μετά τις πρωινές τρυφερότητες με την Βικτώρια και εκείνος δεν το άφησε να περάσει έτσι. Μόλις την είδε, την κάλεσε στο γραφείο του και η Αρετή μάντευε πως θα ακούσει ξανά τον εξάψαλμο. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της, χωρίς προειδοποίηση, την άρπαξε άγαρμπα από τα μαλλιά. Αυτός υπερτερούσε σωματικά απέναντι στο δικό της μικροκαμωμένο σώμα, δίνοντάς του έτσι το πλεονέκτημα. Της δήλωσε ρητά και απερίφραστα πως αν ήθελε να κρατήσει την δουλειά της, αρκούσε να γονατίσει μπροστά του και να χρησιμοποιήσει το βρωμόστομά της με τον κατάλληλο τρόπο αυτή την φορά.

Πέταξε το τσιγάρο και έβγαλε πάλι το τσαλακωμένο της πακέτο. Ένα και μοναδικό τσιγάρο και αυτό στην χειρότερη κατάσταση. Την κοιτούσε σαν να την κορόιδευε. Ψαχούλεψε τις τσέπες και το μόνο που κατάφερε να ψαρέψει ήταν ένα ταλαιπωρημένο χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Αναθεμάτισε σιγανά την τύχη της την μαύρη. Ο μήνας προβλεπόταν δύσκολος και ήταν ακόμη στα μισά.

Ο αέρας έγινε απότομα κρύος και τύλιξε τα χέρια γύρω από το λιπόσαρκο κορμί της. Ένιωσε τόσο μόνη, τόσο κενή. Η ανάγκη για μια παρήγορη αγκαλιά, φάνταζε πιο επιτακτική από ποτέ. Ήταν ένα αγρίμι, ένα άγριο ζώο που το είχαν πυροβολήσει. Πληγωμένο και θυμωμένο: θανάσιμος συνδυασμός.

Δεν είχε όρεξη να γυρίσει στο άδειο διαμέρισμα. Πλέον την τρόμαζε κάθε φορά που αναγκαζόταν να μένει μόνη της και ας μην το παραδέχτηκε ποτέ ανοιχτά. Οι παιδικές της φοβίες είχαν ξεχυθεί ξανά από το αραχνιασμένο ντουλάπι του μυαλού της, σαν τότε που ήταν μικρή και για ένα διάστημα χωνόταν στο κρεβάτι του αδερφού της για να την πάρει ο ύπνος, παρά την έντονη δυσαρέσκειά του.

Η Βικτώρια έλειπε. Είχε κλείσει μία γκαλερί για τις φωτογραφίες της για την πρώτη της έκθεση και σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα. Ήταν όμως κάθετη όταν της ζήτησε να τη συνοδεύσει σε αυτό το μεγάλο της βήμα. Δεν είχε καμία θέση ανάμεσα σε τόσους ξεχωριστούς προσκεκλημένους. Η εμφάνισή της θα ήταν τόσο παράταιρη και η συμπεριφορά της ανάρμοστη, το πιο πιθανό, για της συνθήκες. Μόνο κακό θα της έκανε και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε.

Όμως ξαφνικά οι ισορροπίες είχαν διαταραχθεί. Αυτό που ήθελε όσο τίποτα άλλο ήταν να βρίσκεται κοντά της, δίπλα της. Της ήταν αδύνατο να την περιμένει να γυρίσει αργά το βράδυ, ίσως και ξημερώματα. Άφησε στην άκρη εγωισμούς και ξεκίνησε περπατώντας να πάει να τη βρει. Περπατούσε σκυφτή, αγνοώντας τα πάντα που, ούτως ή άλλως, δεν είχαν καμία σημασία. Προσπαθούσε να καταλαγιάσει την τρικυμία μέσα της χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.

Είχε σουρουπώσει όταν έφτασε έξω από την γκαλερί στην Αγίας Σοφίας. Ένα στενό μαγαζί με μεγάλη, καταφώτιστη βιτρίνα. Το όνομα της Βικτώριας δέσποζε με μεγάλα μαύρα γράμματα στην είσοδο και ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό της. Κοίταξε ένοχα γύρω της σάμπως και ετοιμαζόταν να κάνει κάτι το επιλήψιμο και πλησίασε.

Στο εσωτερικό υπήρχαν αρκετά άτομα, τα περισσότερα ακροβολισμένα γύρω της. Μια ψεύτικη λάμψη ήταν απλωμένη ολόγυρα, σαθρά στολισμένη με φανταχτερά χαμόγελα, ψεύτικα γέλια και υποκριτικές αγκαλιές. Στην μέση όλων, η Βικτώρια ακομπλεξάριστη με το απλό της στυλ, ένα ξεθωριασμένο τζιν και μια λευκή μπλούζα από λινό ύφασμα που περισσότερο αναδείκνυε το σώμα της παρά το έκρυβε. Έπινε μπύρα από το μπουκάλι, που ακόμα και αυτό κατάφερνε να το κάνει με φινέτσα.

Στα αυτιά της έφταναν συγκεχυμένα λόγια, μια φασαρία με χαρούμενη όμως χροιά. Φαινόταν ευτυχισμένη, γελούσε με έναν τρόπο που την κολάκευε απίστευτα. Ήταν στο στοιχείο της και φαινόταν καθαρά. Ήταν σε έναν χώρο που της ταίριαζε απόλυτα, ανάμεσα σε φώτα και ανθρώπους. Ήταν ξεκάθαρη ζήλια αυτό που ένιωσε με μια γερή δόση σιχασιάς. Για τον εαυτό της. Αυτήν δεν ήταν παρά μόνο ένα παράσιτο προσκολλημένο επάνω της. Ένας ξενιστής που απομυζούσε ενέργεια και χρόνο δανεικό από την δική της ζωή.

Έσφιξε τα δόντια και απομακρύνθηκε τρέχοντας.

Στο διαμέρισμα έφτασε αργά το βράδυ. Ο θυμός της δεν είχε καταλαγιάσει στο παραμικρό. Η έλλειψη νικοτίνης έκανε την ένταση μέσα στο κεφάλι της να χτυπάει κόκκινο. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι μπύρα. Κάθισε στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξε την κίνηση που σαν τεράστιο φωτεινό φίδι, διέσχιζε αργά την λεωφόρο.

Η μπύρα λειτούργησε καταλυτικά. Είχε μήνες να βάλει γουλιά στο στόμα της και δέχτηκε την παγωμένη της αψάδα με ευχαρίστηση. Το σώμα της χαλάρωσε και όλη τη συσσωρευμένη της οργή, μετουσιώθηκε σε θλίψη. Τα είχε κάνει σκατά στην ζωή της. Δεν είχε σκοπό ούτε και νόημα. Όλα μοιάζανε τόσο μάταια. Ποιος ο λόγος για να συνεχίσει; Απλά τι; Για να υπάρχει; Κάποια στιγμή, η Βικτώρια ήταν σίγουρο πως θα την βαρεθεί. Και μετά; Θα περίμενε τον επόμενο σπλαχνικό Σαμαρείτη που θα την έβρισκε ετοιμοθάνατη να την μαζέψει ξανά; Να βγάλει την ζωή της ξανά σε δημοπρασία; Πόσο πιο κάτω ήταν ο πάτος; Πόσο πιο βαθιά θα χωνόταν στην λάσπη;

Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε η Βικτώρια. Χαμογελούσε και τρέκλιζε ελαφρά. Παράτησε το σακίδιο που φορούσε στην πλάτη και το κράνος στο έπιπλο δίπλα της και ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Η ευτυχία ξεχείλιζε από κάθε πόρο του κορμιού της, γινόταν άρωμα που πότιζε τον αέρα του μικροσκοπικού διαμερίσματος.

Τα μάτια άνοιξαν από έκπληξη και το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο μόλις διαπίστωσε την παρουσία της Αρετής. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια και πηγαίνοντας κοντά της τής χάρισε μια σφιχτή αγκαλιά.

«Είμαι ευτυχισμένη απόψε!» της είπε καθώς τα γράμματα χόρευαν ανάμεσα στις λέξεις με το κεφάλι της απιθωμένο στον ώμο της.

«Και μεθυσμένη επίσης», της απάντησε με μια δόση κακίας.

Η Βικτώρια τραβήχτηκε και την κοίταξε με απορία. Όσο κι αν είχε πιει μπορούσε να διακρίνει τα κρυμμένα συναισθήματα πίσω από το πικρόχολο σχόλιο.

«Έγινε κάτι;»

Απέφυγε να την κοιτάξει και γύρισε ξανά το κεφάλι προς το παράθυρο.

«Ό,τι και να έγινε», συνέχισε με έναν ναζιάρικο τόνο, «είμαι σίγουρη πως διορθώνεται με ένα φιλί».

Έσκυψε να την φιλήσει στα χείλη μα η Αρετή τραβήχτηκε. Την απώθησε, αφήνοντάς την έκπληκτη από την αντίδρασή της και σηκώθηκε. Πήγε στο ψυγείο και πήρε άλλη μια μπύρα. Η τέταρτη. Το δωμάτιο βυθίστηκε για λίγο στην σιωπή. Μια τόσο βαθιά σιωπή που της δημιουργούσε μια τρομακτική πίεση. Το αριστερό της πόδι άρχισε πάλι να τρέμει ανεξέλεγκτα.

«Γιατί είσαι μαζί μου;»

Η Βικτώρια ανασήκωσε ξαφνιασμένη τους ώμους.

«Δεν είναι προφανές το γιατί;»

«Δεν θέλω να μαντεύω άλλο! Βαρέθηκα τους γρίφους! Θέλω ξεκάθαρες απαντήσεις! Τώρα!»

«Γιατί θέλω να είσαι μαζί μου», της απάντησε υψώνοντας ελαφρώς την φωνή της θιγμένη.

«Μαλακίες! Με λυπάσαι, γι’ αυτό!»

Η Βικτώρια σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και έσμιξε τα φρύδια.

«Τι είναι αυτά που λες;»

Η Αρετή γύρισε και την κοίταξε με τα χείλη σφιγμένα.

«Σε είδα».

Η Βικτώρια την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία και χειρονόμησε ζητώντας εξηγήσεις.

Η Αρετή ρουθούνισε αγριεμένη, όμως αποφάσισε να μη μιλήσει. Κατάλαβε πως είχε περάσει το όριο και ότι είχε ανοίξει το κουτάκι με της ηλιθιότητες.

Τα μάτια της Βικτώριας στένεψαν. Μια ρυτίδα φάνηκε στο μέτωπό της και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Την σκούντηξε με δύναμη καθώς την προσπέρασε για να πάρει το κράνος της. Κοντοστάθηκε στην πόρτα για μια στιγμή και την κοίταξε με μίσος.

Όσο υπερπροστατευτική κι αν ήταν στις ιδιαίτερες στιγμές τους, τόσο έβγαινε στην επιφάνεια το γνήσιο οξύθυμο ιταλικό ταμπεραμέντο όταν νευρίαζε. Σε αυτή την περίπτωση είχε όλα τα δίκια του κόσμου. Ήταν άδικη μαζί της. Η Βικτώρια δεν της είχε ζητήσει ποτέ τίποτα κι ας πήρε εκείνη τα πάντα. Η συγνώμη παρέμεινε κλειδωμένη πίσω από τα χείλη της και το οργισμένο της ύφος μετατράπηκε σε βλέμμα απελπισίας.

«Βικτώρια…»

«Fanculo!» της πέταξε και κοπάνησε την πόρτα πίσω της.

Ηλίας Στεργίου