Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 23 - μέρος 2ο)


Δεν ήταν σίγουρος πόση ώρα έμεινε ακίνητος εκεί, να κοιτάει το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί το πνεύμα της μητέρας του. Ούτε είχε συνειδητοποιήσει πως η υγρασία στα μάγουλα του ήταν δάκρυα μέχρι που τα άγγιξε με τα δάχτυλα του. Ένιωθε σαν κάτι να είχε ξεριζωθεί από μέσα του. Μια πληγή είχε ξανανοίξει, μια που είχε δημιουργηθεί πριν από χρόνια όταν του είχαν ανακοινώσει ότι οι μητέρα του είχε χαθεί μέσα στη νύχτα και δεν θα επέστρεφε. Παγιδευμένος μέσα στις αναμνήσεις του έζησε ξανά εκείνες τις σκοτεινές μέρες για την οικογένεια του. Τον σιωπηλό θρήνο του πατέρα του που δεν επέτρεψε στο εαυτό του να καταρρεύσει ούτε μια στιγμή επειδή έπρεπε να μείνει δυνατός για τα παιδιά του. Τον τρόπο που ο Τομ είχε κλειστεί στον εαυτό του και απομακρυνθεί από όλους. Τις νύχτες που άκουγε το πνιχτό κλάμα των διδύμων από το απέναντι δωμάτιο.


Οι θόρυβοι γύρω του τον επανέφεραν στο παρών. Το χωριό δεν ήταν έρημο όπως όταν πρωτοήρθαν. Πιθανότατα η Μπαστιάνα είχε διατάξει τους υποτακτικούς της να κρυφτούν ώστε τίποτα να μην παρεμποδίσει την άφιξη της κόρης της. Τώρα που την είχε κοντά της δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Τα παράθυρα των σπιτιών φωτιζόντουσαν από το θαμπό κίτρινο φως των κεριών. Μάγοι και μάγισσες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα σπίτια. Τρεις γυναίκες στεκόντουσαν γύρω από ένα χαμηλό πέτρινο πηγάδι και συζητούσαν ενώ γέμιζαν τις στάμνες τους. Ένας άντρας ξεκλείδωσε την πόρτα ενός στάβλου και έβγαλε έξω τα ζωντανά του. Ήταν λες και αυτό το κρυμμένο χωριό μέσα στην καρδιά αυτού του απομακρυσμένου φαραγγιού ζωντάνευε την νύχτα αντί για την μέρα. Ήταν σχεδόν ταιριαστό αν αναλογιζόταν κανείς ποιος ζούσε εκεί.

Ήθελε να τρέξει και να βρει την Σελίν, να την πάρει μακριά από αυτό το καταραμένο μέρος, αλλά έπρεπε να φερθεί έξυπνα.

Αν υπήρχε ένα πράγμα που την χαρακτήριζε αυτό ήταν το πείσμα της. Αν ήταν αποφασισμένη να δει στην Μπαστιάνα την μητέρα που πάντα έψαχνε θα έβλεπε ακριβώς αυτό. Ακόμα κι αν κατάφερνε να τρυπώσει απαρατήρητος μέσα στο κάστρο θα χρειαζόταν χρόνο για να την πείσει πως εκείνη η γυναίκα ήταν μια σκληρόκαρδη, ψυχρή δολοφόνος και αμφέβαλλε πως εκείνη η μέγαιρα θα ήταν διατεθειμένη να του τον δώσει. Ήταν βέβαιος πως τα μάτια της θα ήταν συνεχώς καρφωμένα πάνω στη Σελίν, παρακολουθόντας την κάθε της κίνηση. Άοπλος όπως ήταν και χωρίς τρόπο να αμυνθεί θα κατέληγε πίσω στο κελί προτού προλάβει να την πλησιάσει.

Έπρεπε να φύγει από εκεί προτού τον ανακαλύψουν και τον καταδώσουν στην Μπαστιάνα. Να επιστρέψει στην κατασκήνωση τους. Πάνω στον πανικό που είχαν προκαλέσει οι εφιάλτες της Σελίν -εφιάλτες που πλέον ήξεραν ποιος τους είχε στείλει- και την ξαφνική τους αναχώρηση ορισμένα από τα πράγματα τους είχαν μείνει πίσω. Μια επιπλέον κουβέρτα, ένα μικρό δερμάτινο πουγκί που είχαν γεμίσει με μούρα και ρίζες.

Και ένα κυνηγητικό μαχαίρι.

Το είχε χρησιμοποιήσει για να γδάρει τον λαγό που είχαν ψήσει εκείνο το βράδυ –τα απομεινάρια του οποίου σίγουρα είχαν λεηλατηθεί από τα αγρίμια του δάσους- και δεν το είχε επιστρέψει στον σάκο του επειδή κουρασμένος όπως ήταν το άφησε για να το καθαρίσει το επόμενο πρωί. Τώρα αυτό το μαχαίρι θα του έδινε έναν τρόπο να προφυλάξει τον εαυτό του.

Και αν ήταν τυχερός θα το κάρφωνε στον λαιμό της Μπαστιάνας.

Δεν είχε νερό κι ούτε είχε προσέξει κάποιο ρυάκι στον δρόμο για το φαράγγι αλλά αυτό ήταν ένα πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε αργότερα. Το λεπτό ποτάμι στο κέντρο του φαραγγιού τον καλούσε σαν σειρήνα αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το φτάσει χωρίς να αποκαλυφθεί.

Χρησιμοποίησε σκοτεινά σπίτια, κάρα, και σωρούς από ξερά άχυρα για να κρυφτεί και να φτάσει στο μονοπάτι που είχαν χρησιμοποιήσει για να κατέβουν στο φαράγγι. Μέχρι να το ανεβεί ξανά οι παλάμες του είχαν γδαρθεί και είχαν ματώσει από τα σημεία που ήταν πολύ απότομα και είχε αναγκαστεί να σκαρφαλώσει. Αναρωτήθηκε πόσο χρόνο θα έπαιρνε στην Μπαστιάνα να καταλάβει ότι ο κρατούμενος της είχε εξαφανιστεί μέσα από τους τοίχους.

Έτρεξε προς το δάσος. Το μισούσε που άφηνε την Σελίν πίσω. Αισθανόταν ότι την εγκατέλειπε την στιγμή που τον είχε ανάγκη. Αλλά δεν θα κατάφερνε να την βοηθήσει αν τον αιχμαλώτιζαν ξανά επειδή είχε πάει να την βρει απροετοίμαστος.

Ευχαρίστησε νοερά τους Κυνηγούς για τα μαθήματα ιχνηλασίας, και συγκεκριμένα τον Φίλιπ για την επιμονή του να του εμφυσήσει την συνήθεια να παρατηρεί περίεργα σημάδια στο περιβάλλον γύρω του. Ένα νεαρό δέντρο που είχε λυγίσει από τον άνεμο και ο κορμός του σχημάτιζε μια αψίδα, ένας αγκαθωτός θάμνος γεμάτος λαμπερά κόκκινα μούρα, ο ξεραμένος κισσός που τυλιγόταν ασφυκτικά γύρω από έναν κορμό. Μικρά πράγματα που είχαν τραβήξει την προσοχή του και είχαν αποθηκευτεί στο πίσω μέρος του μυαλού του τον βοήθησαν να προσανατολιστεί και να βρει τον δρόμο του μέσα στο δάσος.

Κόντευε να ξημερώσει όταν επιτέλους ήταν σίγουρος ότι βρισκόταν στο σωστό σημείο. Κάθε σπιθαμή του κορμιού του πονούσε, τα άκρα του έτρεμαν από την εξάντληση και από την πείνα, του κεφάλι του κόντευε να σπάσει, αλλά τα αγνόησε όλα και συνέχισε. Αν ήταν μόνος του ίσως να είχε χαρίσει στον εαυτό του λίγες στιγμές για να ξεκουραστεί όμως κάθε στιγμή που περνούσε ήταν άλλη μια στιγμή που η Σελίν βρισκόταν σε κίνδυνο.

Σταμάτησε απότομα και κρύφτηκε πίσω από τα δέντρα. Η κατασκήνωση δεν ήταν έρημη. Η φωτιά ήταν αναμμένη και τέσσερις φιγούρες στεκόντουσαν γύρω της ψάχνοντας τα πράγματα τους. Το αεράκι κουβαλούσε τα μουρμουρητά τους προς το μέρος του και ο Έρικ συγκεντρώθηκε για να ακούσει.

«Σου λέω, αυτές είναι οι κουβέρτες της Σελίν» είπε μια κοριτσίστικη φωνή.

«Πως είσαι τόσο σίγουρη;» την ρώτησε μια πιο βαθιά, αντρική φωνή που έκανε τον Έρικ να παγώσει.

Δεν μπορεί...

«Η Αλθία της τις έδωσε» επέμεινε το κορίτσι.

«Μα αν τα πράγματα τους είναι εδώ...»

«... Που είναι εκείνοι;» αναρωτήθηκαν τα δυο αγόρια που ήταν μαζί τους.

Βγήκε από την κρυψώνα του και έτρεξε προς το μέρος τους.

«Γουίλ!» φώναξε. «Τζέιμς!»

Χωρίς να διστάσουν στιγμή τα δίδυμα γύρισαν προς το μέρος του και άρχισαν να τρέχουν, φωνάζοντας το όνομα του αδελφού τους. Συναντήθηκαν στη μέση της απόστασης και έπεσαν πάνω του. Ο Γουίλ και ο Τζέιμς δεν ήταν χαρακτήρες που εξέφραζαν την αγάπη τους με αγκαλιές, αλλά ο τρόπος που τύλιξαν τα χέρια τους σφιχτά γύρω από τον κορμό του, σχεδόν μελανιάζοντας τα πλευρά του, απείλησε να φέρει δάκρυα συγκίνησης στα μάτια του.

«Τι κάνετε εδώ;» τους ρώτησε επειδή ήταν λογικό να ρωτήσει, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Τα αδέλφια του ήταν εδώ. Δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ φοβόταν ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ την οικογένεια του ώσπου ένιωσε αυτό το τεράστιο βάρος να φεύγει από το στήθος του.

«Ήρθαμε να σε βρούμε» δήλωσε ο Γουίλ, και μαζί με τον Τζέιμς έκαναν ταυτόχρονα μισό βήμα πίσω τραβώντας τα χέρια τους από πάνω του επειδή οι αγκαλιές ήταν για παιδιά και εκείνοι ήταν άντρες.

«Πίστεψες ότι θα μέναμε πίσω για να κάνουμε αγγαρείες στο σπίτι ενώ εσύ θα ζούσες μια περιπέτεια με την μάγισσα σου;» του είπε ο Τζέιμς. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Δεν υπήρχε περίπτωση. Οπότε ήρθαμε να σας βρούμε»

«Μα πως καταφέρατε να διασχίσετε το δάσος;» Τα πάντα σε αυτό το μέρος ήταν σχεδιασμένα για να εμποδίζουν τους καταπατητές να εισέλθουν στην περιοχή. Ακόμα και τα φυτά μπορούσαν να τους σκοτώσουν, πόσο μάλλον τα πλάσματα που ζούσαν εκεί.

«Συναντήσαμε μια μάγισσα» του απάντησε ο Γουίλ.

«Λέει ότι σε γνωρίζει. Έλα!»

Τον τράβηξαν προς την φωτιά, εκεί όπου στεκόντουσαν ο μεγαλύτερος αδελφός του και η μάγισσα.

«Αριάνα» την χαιρέτησε κοφτά, αναγνωρίζοντας την φίλη της Σελίν από την Σύναξη. Απέφυγε να κοιτάξει τον Τομ.

«Που είναι η Σελίν;» ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε. Η ένταση στη φωνή της καθρεφτιζόταν στα γαλανά της μάτια που ήταν γεμάτα αγωνία για την φίλη της, τον φόβο της επειδή δεν την έβλεπε μαζί του.

Έδειχνε διαφορετική από το νευρικό κορίτσι που είχε γνωρίσει στο σπίτι της ηλικιωμένης θεραπεύτριας. Κάτι στη στάση της είχε αλλάξει. Ήταν σίγουρος ότι αν δεν απαντούσε σύντομα στην ερώτηση της θα τον έπιανε από τους ώμους και θα τον ταρακουνούσε απαιτώντας απαντήσεις, αλλά ξαφνικά υπήρχε μια ερώτηση που πίεζε περισσότερο εκείνη τη στιγμή.

«Πως ήξερες να έρθεις σε αυτό το σημείο;» την ρώτησε.

Η νεαρή μάγισσα τον κοίταξε μπερδεμένη. «Τι σχέση έχει αυτό; Γιατί είσαι μόνος σου; Που είναι η Σελίν;»

«Αριάνα, απάντησε στην ερώτηση» επέμεινε. «Είναι πιο σημαντικό απ' ότι νομίζεις»

Το μέτωπο της ζάρωσε και τα μάτια της στένεψαν ελαφρά. Η φωτιά έριχνε ζεστές πορτοκαλί σκιές πάνω στο πορσελάνινο δέρμα της. «Χρησιμοποίησα τον δεσμό από το σημάδι για να σε ακολουθήσω»

Το σημάδι με το οποίο είχε απειλήσει ότι θα τον σκότωνε αν απειλούσε τις φίλες της εκείνη τη πρώτη μέρα στο σπίτι της ηλικιωμένης θεραπεύτριας.

«Μονάχα αυτό;»

Το συνοφρύωμα της βάθυνε. «Τις πρώτες μέρες απλά...Απλά έβρισκα τον δρόμο. Δεν ξέρω αν μπορώ να εξηγήσω πως. Ήταν σχεδόν σαν να με καθοδηγούσε...»

«Άσε με να μαντέψω» την διέκοψε. Ένιωθε την προσοχή των αδελφών του καρφωμένη πάνω τους. «Μια φωνή;»

«Ναι, υποθέτω πως μπορείς να το πεις κι έτσι. Ήταν περισσότερο μια αίσθηση...» Κούνησε το κεφάλι της σαν να ήθελε να καθαρίσει το μυαλό της από τις μπερδεμένες σκέψεις που στροβιλίζονταν μέσα του. «Δεν καταλαβαίνω που θέλεις να καταλήξεις με αυτές τις ερωτήσεις»

«Υπάρχει ένα κακό που κυβερνάει αυτόν τον τόπο, Αριάνα. Και φοβάμαι πως έχει την Σελίν»

Η κοπέλα πήρε μια κοφτή ανάσα και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. «Η Μπαστιάνα» ψιθύρισε, λες και φοβόταν πως αν έλεγε δυνατά το όνομα η μάγισσα θα εμφανιζόταν μέσα από τον αέρα.

«Αυτή δεν είναι η μάγισσα που είπες ότι στέλνει τα τέρατα στα χωριά μας;» την ρώτησε ο Τομ.

Η Αριάνα ένευσε καταφατικά, υπερβολικά σοκαρισμένη για να απαντήσει με λόγια. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, ο φόβος είχε κάνει τις κόρες να διασταλούν και να καταπιούν το γαλάζιο που είχε απομείνει μονάχα ένα λεπτό δαχτυλίδι γύρω από το μαύρο. Αν δεν ήταν το φως της φωτιάς το δέρμα της θα ήταν κάτασπρο σαν το χιόνι του χειμώνα.

«Μας ξεγέλασε για να πάμε κοντά της» της εξήγησε ο Έρικ. «Κατάφερα να δραπετεύσω αλλά η Σελίν έμεινε πίσω»

«Είναι καλά;» ρώτησε η Αριάνα με φωνή που έτρεμε.

«Για τώρα, ναι. Αλλά δεν γίνεται να την αφήσουμε εκεί. Σκοπεύω να επιστρέψω για εκείνη, αλλά φοβάμαι πως ίσως να μην καταφέρω να την πείσω να με ακολουθήσει» εξομολογήθηκε. «Αλλά εσύ, η φίλη της, που σε γνωρίζει χρόνια και είναι δεμένη μαζί σου...» Το μισούσε που της ζητούσε να βάλει τον εαυτό της σε τέτοιο κίνδυνο αλλά έπρεπε να προσπαθήσει να πάρει την Σελίν μακριά από την επιρροή εκείνης της γυναίκας με όποιο τρόπο μπορούσε.

«Τι στην ευχή είναι αυτά που λες; Για ποιον καταραμένο λόγο να θέλει να μείνει με την Μπαστιάνα;»

«Τα πράγματα είναι περίπλοκα, αλλά δεν έχουμε καιρό να σου εξηγήσω τώρα. Πέρα από τα δέντρα υπάρχει ένα φαράγγι. Είναι περίπου μισή μέρα δρόμος από εδώ. Η Μπαστιάνα έχει χτίσει μια πόλη μέσα του. Εκεί παρέσυρε την Σελίν, και εκεί πιστεύω πως σκόπευε να παρασύρει και εσένα»

«Εμένα;» επανέλαβε μπερδεμένη. Ο φόβος και η αποστροφή ήταν ζωγραφισμένοι σε κάθε εκατοστό του προσώπου της. «Γιατί να θέλει να το κάνει αυτό;»

«Δεν ξέρω» παραδέχθηκε το αγόρι. «Θα ξεκινήσω αμέσως» δήλωσε, σπρώχνοντας εξάντληση και πόνους μακριά. Δεν σκόπευε να χαραμίσει στιγμή. «Ξέρω πως η Μπαστιάνα σας έχει κάνει τρομερά πράγματα. Αν δεν θέλεις να με ακολουθήσεις δεν θα σε κατηγορήσω, αλλά σε εκλιπαρώ, στείλε βοήθεια. Όχι για εμένα. Για την Σελίν»

«Θα στείλω ένα μήνυμα στον Ρόραν» είπε αργά η μάγισσα, ζυγίζοντας τις επιλογές της. Ξεροκατάπιε και ίσιωσε την πλάτη της προσπαθώντας να φανεί σίγουρη. «Αλλά δεν θα μείνω πίσω ενώ η φίλη μου κινδυνεύει. Θα έρθω μαζί σου»

Φοβόταν, ήταν απόλυτα ξεκάθαρο από το πρόσωπο της που είχε πανιάσει μέχρι τις σφιγμένες γροθιές της που έτρεμαν. Αλλά παρόλα αυτά ήταν αποφασισμένη να έρθει αντιμέτωπη με την πηγή αυτού του φόβου για να βοηθήσει έναν αγαπημένο. Και αυτό ήταν πραγματικά γενναίο.

«Σ' ευχαριστώ» της είπε ο Έρικ.

«Μιλάς σοβαρά;» επενέβη ο Τομ, απευθύνοντας του για πρώτη φορά τον λόγο. «Θα πας στην πόρτα εκείνης της μάγισσας, χωρίς τα κατάλληλα όπλα, χωρίς ενισχύσεις, μόνο με μια κοπέλα; Θα σκοτωθείτε και οι δυο»

Ο Έρικ γύρισε απότομα προς το μέρος του αδελφού του και τον κοίταξε κατάματα. «Γιατί είσαι εδώ, Τομ;» Με εκείνον δεν υπήρξε συγκινητική επανένωση και αγκαλιές όπως με τα δίδυμα. Υπήρχαν μονάχα δυο άντρες οι ζύγιζαν ο ένας την στάση του άλλου.

«Ήρθα για να σε βρω»

«Γιατί; Το έσκασα με μια μάγισσα. Πρόδωσα όλα όσα αντιπροσωπεύουν οι Κυνηγοί, όλα όσα πιστεύεις. Είμαι σίγουρος ότι ο Ντέμιαν με έχει επικηρύξει μετά από αυτό που έκανα»

«Στα τσακίδια ο Ντέμιαν» του απάντησε. «Είσαι ο αδελφός μου και η θέση σου είναι με την οικογένεια σου»

«Οπότε ήρθες για να με οδηγήσεις πίσω στο σπίτι;» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν θα έρθω, αδελφέ» Ήθελε όσο τίποτα να ξαναδεί το σπίτι του, τον πατέρα του, την Άλις, αλλά αν το τίμημα ήταν να αφήσει πίσω την Σελίν δεν ήταν διατεθειμένος να το πληρώσει. «Δεν μπορώ να γυρίσω και να προσποιηθώ ότι οι τελευταίοι μήνες δεν συνέβησαν ή ότι ήταν ένα λάθος που μετάνιωσα πικρά. Λυπάμαι που έκανες άδικα αυτό το ταξίδι»

«Άκουσε με-»

«Όχι, εσύ άκουσε με» τον σταμάτησε. «Η Σελίν βρίσκεται σε κίνδυνο. Η κοπέλα που αγαπώ βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν με ενδιαφέρει αν δεν την εγκρίνεις επειδή είναι μάγισσα. Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω»

«Μα τον Θεό!» ξέσπασε ο Τομ. «Είναι πολύ συγκινητικό που σε ακούω να μιλάς για τα αισθήματα σου αλλά βούλωσε το για μια στιγμή. Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι θα έρθω μαζί σου»

Όχι μόνο ο Έρικ, αλλά και οι υπόλοιποι κοίταξαν σαστισμένοι τον Τομ, σαν να περίμεναν να πάρει πίσω τα λόγια του.

«Θα έρθεις μαζί μου στο κάστρο της πιο μοχθηρής μάγισσας που έχει υπάρξει ποτέ για να με βοηθήσεις να σώσω μια άλλη μάγισσα;» τον δοκίμασε ο Έρικ. Ο αδελφός του που ήταν Κυνηγός μέχρι το μεδούλι και μισούσε τις μάγισσες περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. «Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Τομ;»

«Μπορεί οι απόψεις των Κυνηγών να είναι διαστρεβλωμένες σε κάποια θέματα» είπε, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του την Αριάνα. «Αλλά πιστεύω στον ρόλο μας να βοηθάμε και να προστατεύουμε αυτούς που έχουν ανάγκη. Αν δεν μπορώ να βοηθήσω την οικογένεια μου, ποια είναι η αξία μου;»

«Θα είναι επικίνδυνα» τον προειδοποίησε.

«Άλλος ένας λόγος για να έρθω μαζί σου. Καλύτερα δυο σπαθιά απ' ότι ένα»

Ο Έρικ έμεινε σιωπηλός για λίγο, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να τους αποκαλύψει τι είχε δει στο φαράγγι. Ευχήθηκε τα δίδυμα να μην ήταν εκεί εκείνη τη στιγμή, να μπορούσε να τα γλιτώσει από τον πόνο που θα τους έφερνε τα λόγια του. Αλλά όπως και ο Τομ, είχαν το δικαίωμα να ξέρουν.

«Είδα την μητέρα»

Νεκρική σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους. Ο ήχος της φωτιάς που κατέτρωγε τα ξύλα και τα τριζόνια στα δέντρα ήταν ο μοναδικός θόρυβος που ακουγόταν.

«Πως;» ρώτησε ο Τομ, προσπαθώντας να κρατήσει την φωνή του σταθερή.

«Το πνεύμα της με βοήθησε να δραπετεύσω από το κελί μου» Είχε αρνηθεί να περάσει στην απέναντι πλευρά όλα αυτά τα χρόνια λες και ήξερε πως κάποια μέρα ο γιος της θα την χρειαζόταν. Είχε κρατηθεί σε αυτόν τον κόσμο για χάρη του. «Η ψυχή της βρήκε γαλήνη» Άκουσε ένα από τα δίδυμα να πνίγει έναν μικρό λυγμό. «Ξέρω ποιος την σκότωσε. Η ίδια γυναίκα που τώρα μας απειλεί όλους»

«Ωραία» είπε σφιγμένα ο Τομ, μην θέλοντας να αφήσει την οργή του να ξεσπάσει μπροστά στα αγόρια. Το χέρι του έσφιγγε τόσο την λαβή του σπαθιού του που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. «Ορκίζομαι πως θα εκδικηθώ για τον θάνατο της» Κοίταξε τον Έρικ. «Και ορκίζομαι και σε εσένα αδελφέ ότι θα σε βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ να ελευθερώσεις εκείνη τη μάγισσα. Θυσίασες πολλά όταν το έσκασες μαζί της και βλέπω πως είσαι έτοιμος να θυσιάσεις ακόμα περισσότερα για χάρη της. Εύχομαι μονάχα να το αξίζει».



Φαίη