Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 24 - μέρος 2ο)


Έδειχνε ταλαιπωρημένος, το πρόσωπο του χλωμό και τα μαύρα μαλλιά του ανακατεμένα σαν να είχε περάσει μια πολύ δύσκολη νύχτα, αλλά το βλέμμα του ήταν καθαρό και συγκεντρωμένο.


Είχε καταφέρει να το σκάσει από όπου κι αν τον είχε πετάξει η Μπαστιάνα και αντί να τρέξει όσο πιο μακριά μπορούσε είχε επιστρέψει στο κάστρο.

Ανόητε, σκέφτηκε με την καρδιά της να πονά.

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρισε την Αριάνα να στέκεται στα δεξιά του. Τι γύρευε εκεί; Από όλα τα άτομα που θα μπορούσε να έχει συναντήσει σε αυτό το μέρος, η Αριάνα δεν είχε περάσει καν από το μυαλό της σαν πιθανότητα. Αυτό δεν ήταν καλό, καθόλου καλό. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Εκτός από το αγόρι που αγαπούσε, τώρα η Μπαστιάνα μπορούσε να αρπάξει στα νύχια της και την φίλη της. Ένα τρίτο άτομο στεκόταν στα αριστερά τους, ένας νεαρός άντρας που αν έκρινε από την ενδυμασία του και το σπαθί που βρισκόταν έτοιμο στο χέρι του ήταν Κυνηγός. Η ομοιότητα με τον Έρικ ήταν τόσο έντονη που παρόλο που δεν τον είχε ξαναδεί στη ζωή της ήξερε πως ήταν ο Τομ Στόρμπορν, ο μεγαλύτερος αδελφός του. Τα μαύρα μάτια του σάρωναν τον χώρο γύρω τους αναζητώντας μια απειλή που δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.

Σταμάτησε στα μισά της σκάλας και πιάστηκε από το κάγκελο για να κρατηθεί όρθια. Το στήθος της έκαιγε, τα πνευμόνια της ούρλιαζαν για ανάσα.

«Τρέξτε!» τους φώναξε. Τα κεφάλια τους γύρισαν προς το μέρος της και τα βλέμματα τους εστίασαν πάνω της, αλλά έμειναν απελπίστηκα ακίνητοί. «Γιατί στέκεστε εκεί; Φύγετε!» ούρλιαξε. Δεν καταλάβαιναν πως διέτρεχαν τρομερό κίνδυνο;

Οι πόρτες έκλεισαν με ένα βροντερό μπαμ παγιδεύοντας τους στο εσωτερικό του κάστρου. Τα μάτια της έτσουξαν από οργισμένα δάκρυα. Ανόητοι, είχαν παίξει την ζωή τους κορόνα-γράμματα για χάρη της όταν θα έπρεπε να την είχαν αφήσει να υποστεί τις συνέπειες της ανοησίας της. Μπορεί αυτή να ήταν η τιμωρία της, να ξέρει πως αν τους συνέβαινε κάτι θα ήταν δικό της λάθος.

«Ήρθατε επιτέλους» ακούστηκε η εύθυμη φωνή της Μπαστιάνας από την κορυφή της σκάλας.

Η Σελίν κατέβηκε γρήγορα τα υπόλοιπα σκαλιά και έτρεξε κοντά τους.

Ο Έρικ την έπιασε από τη μέση και την τράβηξε κοντά του. Τράβηξε τα μάτια του από την μάγισσα στη σκάλα και την κοίταξε. «Είσαι καλά;»

Εκείνος την ρωτούσε αν ήταν καλά; Ήθελε να γίνει ένα με το έδαφος και να εξαφανιστεί από την ντροπή της.

«Λυπάμαι» ψιθύρισε, μη τολμώντας να τον κοιτάξει κατάματα. «Ήμουν ανόητη. Δεν έπρεπε να γυρίσεις για 'μένα»

Τα καστανά μάτια του την κοίταξαν βαθιά και έντονα. «Ποτέ δεν θα σε εγκατέλειπα»

Η Μπαστιάνα κατέβηκε την σκάλα. Το βλέμμα της ήταν εστιασμένο πάνω στην μικρή ομάδα, μελετώντας τους όπως μια αράχνη που είχε πιάσει την μύγα στον ιστό της και αποφάσιζε πως θα την φάει. «Φέρατε και την Αριάνα μαζί σας» είπε με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. «Τι ωραία» Κατέβηκε το τελευταίο σκαλί και άπλωσε το χέρι της. «Έλα κοντά μου, γλυκιά μου»

Η Αριάνα ζάρωσε και σχεδόν κρύφτηκε πίσω από τον Έρικ και τον Τομ. Η αποστροφή και η φρίκη που χαράχτηκαν στο χλωμό πρόσωπο της μαρτυρούσαν πως δεν είχε σκοπό να βρεθεί οπουδήποτε κοντά στην Μπαστιάνα.

Το χαμόγελο της μάγισσας έπεσε. «Ώστε ήρθατε στο σπίτι μου για να κλέψετε αυτά που μου ανήκουν;» Κοίταξε με απέχθεια τους δυο ανθρώπους. «Να θυμάστε πως εσείς είστε υπεύθυνοι για ότι θα συμβεί»

Έκανε ένα κοφτό νεύμα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της προς τα δεξιά. Μαγική ενέργεια φόρτισε την ατμόσφαιρα, βαραίνοντας την.

Τα παράθυρα εξερράγησαν και μια βροχή από σπασμένα γυαλιά έπεσε πάνω τους. Οι δυο νεαρές μάγισσες και τα αγόρια έπεσαν στα γόνατα, καλύπτοντας τα κεφάλια τους με τα χέρια τους για να τα προστατεύσουν. Ένα έντονο τσούξιμο να απλώθηκε στα χέρια της Σελίν, εκεί όπου τα γυαλιά είχαν σκίσει το πουκάμισο της και είχαν κόψει το δέρμα της.

Τα μεγαλύτερα κομμάτια, πλατιά σαν την παλάμη της, σηκώθηκαν αργά από το πάτωμα και έμειναν να κρέμονται στον αέρα, ακίνητα, λες και ο χρόνος είχε παγώσει. Το φως που έμπαινε μέσα από τα κατεστραμμένα παράθυρα αντανακλούσε πάνω τους και τα έκανε να αστράφτουν σαν διαμάντια. Ήταν λες και τα αστέρια της νύχτας είχαν πέσει μέσα στην αίθουσα. Το θέαμα θα ήταν εκθαμβωτικό αν δεν ήταν τόσο απειλητικό. Τα γυαλιά γύρισαν αργά και πήραν οριζόντια θέση . Οι άνισες, κοφτερές σαν ξυράφι πλευρές τους κοίταξαν προς το μέρος τους. Αν περνούσαν από πάνω τους δεν θα απέμενε τίποτα για να ξεχωρίσει το ένα πτώμα από το άλλο, μονάχα ξεσκισμένες λωρίδες ματωμένης σάρκας.

Η Σελίν έριξε τα χέρια της στο πάτωμα και άνοιξε τις παλάμες της πάνω στις πλάκες. Αναζήτησε τη σύνδεση της με τη γη που κρυβόταν από κάτω ψάχνοντας εκείνο το λεπτό, αστραφτερό νήμα που ένωνε τις μάγισσες με τη Φύση.

Προστάτευσε μας, την παρακάλεσε.

Τα γυαλιά εκτοξεύθηκαν προς το μέρος τους, έτοιμα να τους κατακρεουργήσουν.

Το έδαφος σείστηκε κάτω από τα πόδια τους και το πάτωμα εξεράγει, λες και ένα τεράστιο σφυρί έπεσε πάνω του. Χοντρά κομμάτια πέτρας και γης υψώθηκαν μπροστά τους σχηματίζοντας ένα συμπαγή τοίχο. Τα γυαλιά συγκρούστηκαν πάνω του και έπεσαν άψυχα στο πάτωμα, συντετριμμένα σε μικρότερα κομμάτια. Έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό του, ο τοίχος διαλύθηκε αφήνοντας πίσω έναν σωρό από χαλάσματα και ένα σύννεφο σκόνης. Ο Τομ μισόκλεισε τα μάτια του για να τα προστατεύσει και η Αριάνα έβηξε δυνατά. Μια τεράστια τρύπα απέμεινε να χάσκει στο πάτωμα μπροστά τους.

Η σκόνη κατακάθισε και η Σελίν βρήκε το βλέμμα της μητέρας της καρφωμένο πάνω της. Υπήρχε ενδιαφέρων στην έκφραση της ήταν, σαν να αξιολογούσε τις ικανότητες της. Γύρησε και κοίταξε τα αγάλματα των δυο μαγισσών που φρουρούσαν την σκάλα.

«Ξυπνήστε, αδελφές μου» τις κάλεσε. «Υπερασπιστείτε αυτό το κάστρο απέναντι στους εισβολείς που απειλούν την αφέντρα σας»

Τα αγάλματα ζωντάνευαν. Κούνησαν τα κεφάλια τους αριστερά και δεξιά, τα χέρια και οι καρποί τους λύγισαν σε αφύσικες γωνίες που θα είχαν τσακίσει τα κόκαλα ενός ανθρώπου, σαν να ήθελαν να αποτινάξουν από πάνω τους την ακινησία χρόνων. Το δέρμα της Μπαστιάνας πήρε μια θαμπή, κιτρινωπή όψη. Τα πόδια των αγαλμάτων ξεκόλλησαν από τις βάσεις τους. Προσπέρασαν την Μπαστιάνα και κατευθύνθηκαν προς το μέρος τους. Τα πέτρινα μάτια τους ήταν κενά, δίχως ίριδα, κόρη, ή κάτι για να εστιάσουν, αλλά η Σελίν τα ένιωθε καρφωμένα πάνω τους.

«Μείνετε πίσω!» φώναξε ο Τομ στα κορίτσια.

Τα αγάλματα επιτέθηκαν στους δυο Κυνηγούς. Πέτρα και ατσάλι συγκρούστηκαν φτύνοντας σπίθες. Ο Έρικ έσκυψε για να αποφύγει μια συμπαγή, πέτρινη γροθιά που είχε σκοπό να διαλύσει το κρανίο του. Ο Τομ απέκρουσε με το σπαθί του ένα χέρι που προσπάθησε να τον αρπάξει. Τα βήματα τους ήταν ελαφριά και γοργά, απέφευγαν με μαεστρία τις επιθέσεις σαν να ήταν δεύτερη φύση για εκείνους. Οι κινήσεις τους ήταν σίγουρες. Αλλά πόσος χρόνος θα περνούσε μέχρι να εξαντληθούν και τα άκρα τους να βαρύνουν; Σε αντίθεση με τους ανθρώπους η πέτρα δεν κουραζόταν ούτε μπορούσε να πληγωθεί. Θα πάλευε ώσπου η μάγισσα που την έλεγχε να διατάξει το αντίθετο. Μια καθυστερημένη αντίδραση ή ένα αργό βήμα θα ήταν αρκετά για να σημάνουν το τέλος τους.

«Στην άκρη!» φώναξαν δυο νεαρές φωνές από την άλλη άκρη της αίθουσας.

Ο Έρικ και ο Τομ βούτηξαν στο πάτωμα και κύλησαν παραπέρα. Προτού οι μάγισσες προλάβουν να καταλάβουν τι συνέβαινε ο βαρύς πολυέλαιος που κρεμόταν στο κέντρο της αίθουσα έπεσε καταπλακώνοντας τα αγάλματα. Ολόκληρη η αίθουσα τραντάχτηκε. Σκλήθρες και σπασμένα κεριά σκορπίστηκαν παντού. Οι δυο πέτρινες γυναίκες κουνούσαν μανιασμένα τα χέρια τους κάτω από το βάρος του ξύλου και του ατσαλιού αλλά απ' ότι φαινόταν θα έμεναν εκεί για λίγο.

Δίπλα στον τοίχο, εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να είναι δεμένη η αλυσίδα που συγκρατούσε τον πολυέλαιο, στεκόντουσαν δυο μαυρομάλλικα αγόρια. Η Σελίν τα αναγνώριζε από τις θολές μνήμες της νύχτας που ο Έρικ την είχε βγάλει από την φυλακή. Τον είχαν βοηθήσει, της είχε πει. Όλα τα αδέλφια Στόρμπορν έμοιαζαν τόσο μεταξύ τους, παρατήρησε.

«Αρκετά!» φώναξε η Μπαστιάνα, και ο εξαγριωμένος τόνος της μαρτυρούσε πως η υπομονή της είχε εξαντληθεί.

Αόρατα αγκίστρια άρπαξαν τους τέσσερις ανθρώπους και τους έσυραν στη μέση της αίθουσας. Προσπάθησαν να σηκωθούν αλλά τα μάγια της τους ανάγκασαν να μείνουν στα γόνατα. Στάθηκε από πάνω τους κοιτώντας τους με απέχθεια, λες και ήταν κατσαρίδες που σκόπευε να λιώσει κάτω από τις μπότες της.

«Δεν διασκεδάζω πια μαζί σας» Έσκυψε και τράβηξε το σπαθί του Τομ από το χέρι του. Κοίταξε με ενδιαφέρων την λεία, καλοφροντισμένη λεπίδα. «Πρωτόγονα πλάσματα, βασίζεστε στο σίδερο για να σας υπερασπιστεί και τολμάτε να προκαλείτε εμάς; Δεν μπορώ να αποφασίσω αν αυτό είναι θάρρος, αλαζονεία, ή ηλιθιότητα» Ακούμπησε προκλητικά την αιχμή του ξίφους πάνω στο μάγουλο του. «Ποτέ δεν έμαθα πως να χειρίζομαι αυτά τα πράγματα. Όσοι έχουμε ευνοηθεί από τη Φύση με το χάρισμα της μαγείας δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια παιχνίδια. Και μα τα Πνεύματα, είναι βαρύ» Η λεπίδα έσκισε το μάγουλο του. «Γλιστράει από το χέρι μου» Χαμογέλασε γλυκά και πίεσε περισσότερο.

Ο Τομ έσφιξε τα χείλη του, τόσο που έχασαν το χρώμα τους, πολύ περήφανος για να επιτρέψει στη μάγισσα να διασκεδάσει με τον πόνο του.

«Σταμάτα!» της φώναξε η Σελίν. «Σε παρακαλώ, σταμάτα!»

Η Μπαστιάνα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος της. «Και γιατί να το κάνω αυτό;»

Βγήκε μπροστά. «Επειδή αν τους αφήσεις να φύγουν σου υπόσχομαι πως θα κάνω αυτό που θέλεις»

«Σελίν, όχι!» της φώναξε ο Έρικ.

Τον αγνόησε και κράτησε την προσοχή της πάνω στην μητέρα της. «Λυπάμαι για το ξέσπασμα που είχα προηγούμενος. Η αλήθεια είναι πως φοβήθηκα ότι με ήθελες κοντά σου για να με χρησιμοποιήσεις, όχι επειδή με αγαπάς, και αυτό με πλήγωσε» Η φωνή της πιάστηκε, αναγκάζοντας την να κάνει μια παύση. Τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να μαζεύονται στα μάτια της ήταν αληθινά. «Αλλά τώρα καταλαβαίνω. Θέλεις να χτίσεις μια καλύτερη ζωή για 'μας στις χώρες πέρα από τα βουνά. Και θα σε βοηθήσω να το κάνεις. Θα ξεκινήσουμε από την αρχή, σαν οικογένεια. Ίσως... Ίσως μπορούμε να ψάξουμε για τον πατέρα μου, ή αν δεν βρίσκεται πια στη ζωή για τους συγγενείς του. Θα μου άρεσε αυτό, νομίζω»

Κάτι άλλαξε στο πρόσωπο της Μπαστιάνας. Ο πάγος στα μάτια της έλιωσε λίγο.

«Το μόνο που σου ζητάω είναι να τους αφήσεις να φύγουν. Σε παρακαλώ, μητέρα. Αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στο παρελθόν και θέλω να το αφήσω πίσω μου»

Η Μπαστιάνα χαμήλωσε το σπαθί και γύρισε προς το μέρος της Σελίν. Η δεξιά πλευρά του προσώπου του Τομ είχε βαφτεί στο αίμα. «Χαίρομαι που άρχισες να σκέφτεσαι λογικά. Αλλά μέχρι να μου αποδείξεις ότι τα λόγια σου είναι αληθινά οι άνθρωποι θα παραμείνουν εδώ»

«Καταλαβαίνω» Σκούπισε την υγρασία από τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. «Θα κάνω ό,τι μου πεις και εύχομαι μια μέρα να μπορέσεις να με συγχωρέσεις» Έκανε δυο βήματα προς το μέρος της και άπλωσε το χέρι της. «Θα μπορέσεις να το κάνεις, μητέρα; Θα μου επιτρέψεις να σταθώ στο πλάι σου;»

Η Μπαστιάνα έπιασε το παρατεταμένο χέρι της κόρης της. «Ο χρόνος θα δείξει»

Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. «Τι κρίμα που ο δικός σου χρόνος μόλις τελείωσε» Άρπαξε το χέρι της Μπαστιάνας μέσα στο δικό της και άρχισε να απορροφάει την κλεμμένη ζωτική ενέργεια που κυλούσε μέσα στις φλέβες της.

Τα σκούρα μπλε μάτια της Μπαστιάνας άνοιξαν διάπλατα. Το δέρμα της λέπτυνε και ζάρωσε. Τα μάγουλα της έχασαν τον όγκο τους και την νεανική τους όψη, το πλούσιο χρώμα ξεθώριασε από τα μαλλιά της που έγιναν λεπτά και άτονα, καφέ κηλίδες εμφανίστηκαν στις ράχες των χεριών της και στο στήθος της. Ήταν λες και ο χρόνος την πρόφθανε με κάθε σπιθαμή ενέργειας που χανόταν από μέσα της.

Η έκπληξη της ξεθώριασε και τα μάτια της -τώρα στολισμένα με βαθιές ρυτίδες- σκοτείνιασαν από οργή, τόσο βαθιά και καυτή που άγγιζε τα όρια της τρέλας.

Ένα κύμα ενέργειας χτύπησε την Σελίν στο στήθος και την πέταξε μακριά. Το χέρι της χωρίστηκε από το χέρι της Μπαστιάνας και η ροή της ενέργειας διακόπηκε απότομα. Προσγειώθηκε άγαρμπα στο πάτωμα αρκετά μέτρα μακριά, πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Η δύναμη της σύγκρουσης έκανε τα κόκαλα της να τρανταχτούν και έδιωξε όλον τον αέρα από τα πνευμόνια της, αφήνοντας την να παλεύει για να πάρει ανάσα. Ο κόσμος γύριζε γύρω της λες και είχε ξεκινήσει κάποιο ξέφρενο χορό, προκαλώντας της ναυτία. Ανασηκώθηκε με κόπο.

Το δεξί της μπράτσο είχε πάρει φωτιά. Το κοίταξε και αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Το πουκάμισο της είχε κουρελιαστεί. Υπήρχαν κοψίματα σε ολόκληρο το κορμί της, τον λαιμό και το πρόσωπο της, αλλά το μπράτσο της είχε υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά. Φαίνεται πως είχε προσγειωθεί πάνω του. Τα γυαλιά την είχαν γδάρει, εξαφανίζοντας το δέρμα της από τον ώμο μέχρι κάτω από τον αγκώνα της, αφήνοντας εκτεθειμένο τον κόκκινο μυ από κάτω. Αστραφτερά θραύσματα ήταν καρφωθεί μέσα στην πληγή. Πάλεψε για να μην αδειάσει τον περιεχόμενο του στομαχιού της στο πάτωμα.

«Τι είναι αυτό;!» βρυχήθηκε η Μπαστιάνα.

Το δεξί μανίκι του φορέματος της ήταν μουλιασμένο στο αίμα. Κοψίματα και γρατζουνιές είχαν εμφανιστεί από το πουθενά στο πρόσωπο της σαν να είχε κυλιστεί και εκείνη πάνω στα γυαλιά μαζί με την κόρη της. Η αναπνοή της ήταν βαριά και έκανε το σκεβρωμένο σώμα της να ταλαντεύεται μπρος-πίσω. Τα λεπτά, άχρωμα χείλη της τραβήχτηκαν προς τα πίσω αποκαλύπτοντας σφιγμένα δόντια. Έμοιαζε με λυσσασμένο λύκο που ήταν έτοιμος να επιτεθεί και να κατασπαράξει την λεία του. Τίποτα πάνω της δεν θύμιζε την όμορφη γυναίκα με την γλυκιά φωνή που είχε τον απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων της. Εκείνη η γυναίκα απέπνεε ηρεμία και μια σιωπηλή δύναμη που περίμενε κρυμμένη κάτω από την επιφάνεια. Η μάγισσα που στεκόταν τώρα μπροστά τους ήταν εκτός εαυτού, άγρια και επικίνδυνη.

«Άθλια ξωτικά!» καταράστηκε. Η φωνή της έσταζε φαρμάκι. «Σιχαμένα πλάσματα, μόνο εσείς χρησιμοποιείτε τέτοια χυδαία τεχνάσματα. Νομίζεται ότι μπορείτε να φανείτε πιο έξυπνα από εμένα;! Θα το μετανιώσετε πικρά. Όλοι θα μετανιώσουν! Όσο για εσάς» Τα μάτια της που γυάλιζαν από οργή και μίσος εστίασαν πάνω στην μικρή ομάδα που βρισκόταν αβοήθητη μπροστά της. Έγειρε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι σαν να υπολόγιζε την κατάσταση.

Ο οξύς πόνος στο χέρι της Σελίν απειλούσε να την παραλύσει. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην ουρλιάξει. Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα της.

«Μάλλον δεν έχει νόημα να χαραμίσω τον ενέργεια μου μαζί σας» κατέληξε η Μπαστιάνα. «Τουλάχιστον όχι μέχρι να διορθωθούν ορισμένα πράγματα. Εξαφανιστείτε από το σπίτι μου!» τους πρόσταξε.

Ένας ισχυρός άνεμος φύσηξε μέσα στην αίθουσα, παρασέρνοντας σκόνη και σπασμένα γυαλιά. Τα δίδυμα αγκαλιάστηκαν για να προστατεύσουν το ένα το άλλο. Τα μαλλιά της Αριάνας μαστίγωναν το πρόσωπο της. Η Σελίν έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.

Όταν τα άνοιξε ξανά δεν αντίκρισε τοίχους αλλά ανοιχτό χώρο. Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια τους. Μαλακό χορτάρι απλωνόταν από κάτω της αντί για κρύα πέτρα. Κοίταξε σαστισμένη την γνώριμη πλατεία, την βρύση, τα σπίτια που τους περικύκλωναν, σαν να ήταν ένα όνειρο που δίσταζε να πιστέψει. Ή είχαν πεθάνει και αυτό ήταν κάποιου είδους μεταθανάτια ζωή; Ίσως η ψυχή της είχε επιλέξει να αναπαυθεί σε ένα μέρος που έμοιαζε με εκείνο που αγαπούσε.

Η Αριάνα ήταν η πρώτη που ξεπέρασε την έκπληξη και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτρεξε κοντά στην φίλη της και γονάτισε δίπλα της,αδιαφορόντας για τους λεκέδες που άφηνε το γρασίδι στο φόρεμα της. Κοίταξε την πληγή της και κάλυψε το στόμα της. «Μα τα Πνεύματα, το χέρι σου...»

Η Σελίν ήθελε να συμφωνήσει πως το θέαμα ήταν αποτρόπαιο αλλά ήταν σίγουρη πως αν άνοιγε το στόμα της θα έκανε εμετό.

Η Αριάνα έπιασε με προσοχή το μπράτσο της, φροντίζοντας να μην αγγίξει τα σημεία όπου το δέρμα έλειπε, και άρχισε να απαγγέλλει ένα από τα ξόρκια που την είχε διδάξει η Αλθιά. Η πληγή δεν έκλεισε, δεν μπορούσαν να το κάνουν πριν αφαιρεθούν τα γυαλιά από μέσα αλλιώς το δέρμα θα έκλεινε από πάνω τους και υπήρχε κίνδυνος να ξεσκίσουν τον μυ, αλλά ο πόνος απάλυνε.

Ολόκληρο το σώμα της ούρλιαζε από την εξάντληση. Ήταν ξέπνοη και πονούσε σε μύες που δεν ήξερε ότι είχε. Η σκέψη να κουνήσει έστω και τα δάχτυλα της φάνταζε με άθλο. Δεν σκόπευε να κουνηθεί από την θέση της ακόμα και αν ξεσπούσε πυρκαγιά δίπλα της.

«Που είμαστε;» άκουσε τον Τομ Στορμπορν να ρωτάει ενώ κοίταζε γύρω του, με την σύγχυση να είναι ξεκάθαρη στην φωνή του.

Ο Έρικ ήταν εκείνος που του έδωσε την απάντηση.

«Στο χωριό των μαγισσών».



Φαίη