Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 27: Ολοκλήρωση της Εκπαίδευσης)

«Καιρός είναι να δοκιμάσουμε με αληθινά σπαθιά»

Εκείνη τη στιγμή ο Μιχάλης είχε αποκρούσει, με την ξύλινη βέργα που χρησιμοποιούσαν στην προπόνηση με τον Κώστα, το χτύπημα του νεαρού άνδρα, τελειώνοντας έτσι την εξάσκηση που έκαναν στη μονομαχία με σπαθιά. Ήταν ένα πρωί που δεν είχε μάθημα με τον Ζεραήλ, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Κώστας για να κάνουν προπόνηση, μιας και είχε βρει και εκείνος λίγο χρόνο. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν συννεφιασμένος.

Έδωσε το ξύλο που κρατούσε στον Κώστα, που το εξαφάνισε μαζί με το δικό του με μία κίνηση, και εμφάνισε από το πουθενά δύο σπαθιά. Δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο πάνω τους, με μία καστανόχρωμη μεταλλική λαβή και κοντή ασημένια λεπίδα. Πήρε το ένα, με το βάρος του να τραβάει το χέρι του προς τα κάτω. Είχε αρκετή δύναμη όμως και το σήκωσε εύκολα.

Ξεκίνησαν με απλές κινήσεις, για να πάρει την αίσθηση του πραγματικού σπαθιού, πριν ενισχύσουν την εξάσκηση με μαγεία, και κυρίως με τα γνώριμα πια παιχνίδια του μυαλού. Άνοιγε και έκλεινε το μυαλό του προσπαθώντας ταυτόχρονα να κατανοήσει τι σκεφτόταν ο Κώστας και να αποκρούσει τα χτυπήματά του. Μετά από τόση εξάσκηση φυσικά, κατάφερνε να τα πετυχαίνει όλα αυτά μαζί, γρήγορα και σωστά. Παρόλο λοιπόν που ο Κώστας ήταν εξαίρετος μάγος και ξιφομάχος, κατάφερνε να αποκρούει τα χτυπήματά του, αποδεικνύοντας πως οι ικανότητές του δεν υστερούσαν και πολύ σε σχέση με του νεαρού δασκάλου του.

Ο ήχος που έβγαινε από τις κρούσεις των σπαθιών παραλίγο να τον αποσπάσει από την προσπάθεια συνδυασμού όλων όσων έκανε, αλλά στο τέλος τον συνήθισε και συνέχισε κανονικά. Λίγο αργότερα ο Κώστας του έκανε νόημα να σταματήσουν.

«Έτσι όπως πας, θα γίνεις καλύτερος από εμένα» του είπε, παίρνοντας το σπαθί από τον Μιχάλη και εξαφανίζοντάς το, όπως και το δικό του. Εκεί ολοκληρώθηκε και η πρώτη εξάσκηση με αληθινά σπαθιά.

Το επόμενο πρωί δεν άργησε να βρεθεί στην καλύβα του Ζεραήλ, ανυπομονώντας για το μάθημα που θα είχε, τόσο μάλιστα που δεν κάθισε στο στέκι του δίπλα στη λίμνη, όπως συνήθιζε. Ο Ζεραήλ καθόταν στη θέση του και διάβαζε ένα βιβλίο, που πρώτη φορά έβλεπε ο Μιχάλης. Δεν του έδωσε καμία σημασία, σαν να μην είχε μπει, και συνέχισε το διάβασμα. Αυτό το έκανε συχνά όταν ασχολούνταν με κάτι άλλο και έτσι ο Μιχάλης δεν παραξενεύτηκε.

Πέρασαν πέντε λεπτά περίπου μέχρι να κλείσει το βιβλίο, εξαφανίζοντάς το την επόμενη στιγμή ενώ ταυτόχρονα έκανε το μπαστούνι του να εμφανιστεί.

«Θα περάσουμε επιτέλους στο τελευταίο μέρος της εκπαίδευσής σου. Στη μαχητική χρήση της μαγείας.. Θα υπάρξουν τρομακτικές συνέπειες αν κάτι πάει στραβά, κάτι που είναι πολύ πιθανό φυσικά, αλλά πρέπει να μάθεις γιατί θα σου χρειαστεί. Όσο όμως μαθαίνεις, θα κάνεις ακριβώς ό,τι σου λέω, γιατί αλλιώς θα πετάξω εγώ ο ίδιος με τις κλωτσιές από το χωριό και θα σε δώσω στους Ηγέτες. Συνεννοηθήκαμε;»

Το αγόρι αποδέχτηκε για πολλοστή φορά αυτή την απειλή χωρίς να πει κάτι. Ο Ζεραήλ μετά χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα και πάνω στο τραπέζι εμφανίστηκε ένα ποντίκι, που ήταν εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει ο Μιχάλης για να μάθει να κυριεύει άλλα ζωντανά όντα.

«Ξεκίνα επιτιθέμενος στο ποντίκι για να το απωθήσεις» του είπε κοφτά ο άνδρας και στη συνέχεια άρχισε να παίζει με το μπαστούνι του, όπως συνήθιζε.

Η κίνηση αυτή του φάνηκε αρκετά εύκολη. Την επόμενη στιγμή αντίκρισε το ποντίκι να εκσφενδονίζεται από μία αόρατη δύναμη με φόρα προς τα πίσω. Έσκασε στον τοίχο και έπειτα έπεσε και πάλι πάνω στο τραπέζι. Το χτύπημα το ζάλισε και παραπάτησε λιγάκι, πριν ο Ζεραήλ το ακινητοποιήσει και πάλι.

«Φτάνει» είπε ο άνδρας μετά από λίγες προσπάθειες ακόμα, «ριξ’ το αναίσθητο τώρα, χωρίς να το μετακινήσεις»

Ο Μιχάλης έμεινε τώρα να τον κοιτάζει. Αυτό δεν ήξερε πως θα μπορούσε να το καταφέρει. Άρχισε τις προσπάθειες όμως για να κάνει το ποντίκι να χάσει τις αισθήσεις του, με τους τρόπους που γνώριζε να διαχειρίζεται τις δυνάμεις του, αλλά με καμία προσπάθεια δεν τα κατάφερε.

Έχασε στο τέλος την ψυχραιμία του και έσφιξε τη γροθιά του σαν να κρατούσε το ποντίκι στα χέρια του, λες και ήταν αυτό υπεύθυνο που δεν τα κατάφερνε, βγάζοντας έτσι όλο τον εκνευρισμό για όλα όσα συνέβησαν αλλά και την απρεπή συμπεριφορά του Ζεραήλ προς αυτόν. Ένιωσε ξαφνικά στο χέρι του το γνωστό κάψιμο. Κοίταξε παραξενεμένος το χέρι του, χωρίς να έχει καταλάβει ακόμη τι το προκάλεσε.

Τότε, άκουσε τον Ζεραήλ να ξεφυσά έντονα. Χτύπησε με δύναμη στο μπαστούνι του στο πάτωμα και κοίταξε πολύ αγριεμένος τον Μιχάλη.

«Δε σε πρόσταξα πριν λίγο να κάνεις ακριβώς ό,τι σου λέω; Περνιέσαι για έξυπνος ή για πολύ δυνατός; Την επόμενη φορά που θα αφήσεις το θυμό σου να σε κυριεύσει, θα ξεσπάσω κι εγώ το δικό μου πάνω σου. Άσε τα νευράκια λοιπόν και κάνε αυτό ακριβώς που θα σου λέω. Με κατάλαβες;»

«Ναι»

«Τελευταία φορά που ανέχομαι κάτι τέτοιο» είπε ο άνδρας και με μία γρήγορη κίνηση του χεριού του εξαφάνισε το νεκρό ποντίκι και εμφάνισε κάποιο παρόμοιο στη θέση του, «καν’ το μόνο να λιποθυμήσει»

Ο Μιχάλης ξεπέρασε γρήγορα την αρχική έκπληξη από το γεγονός ότι είχε σκοτώσει μόλις το ποντίκι με μία κίνηση του χεριού του και συνέχισε την προσπάθεια, γνωρίζοντας πια πως μπορούσε να ξεφύγει εύκολα. Δοκίμασε τώρα να το κάνει να λιποθυμήσει, κλείνοντας ελαφριά τη γροθιά του και προσπαθώντας να κάνει τις εγκεφαλικές λειτουργίες του ποντικιού να σταματήσουν.

Το κατάφερε τελικά πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενε και ο Ζεραήλ τον έβαλε στη συνέχεια να το ακινητοποιήσει, κάτι που του φάνηκε αρκετά εύκολο πια, μετά και τη λιποθυμία που του προκάλεσε. Στη συνέχεια του έβαλε και άλλα, όπως να το κάνει να ζαλιστεί ή να του προκαλέσει κάποιο πόνο, να του σπάσει κάποιο κόκκαλο. Όλα αυτά φυσικά φαινόταν στον Μιχάλη πολύ βάρβαρα, αλλά μετά το θάνατο του προηγούμενου ποντικιού που είχε προκαλέσει νωρίτερα, τα προτιμούσε.

«Φτάνει για σήμερα» άκουσε τον Ζεραήλ να λέει μετά από λίγο, «θα εξασκηθείς και μόνος σου με το ποντίκι σε αυτά. Μην τολμήσεις όμως και τα χρησιμοποιήσεις κάπου αλλού, την έβαψες. Εξαφανίσου τώρα και έλα μετά από τρεις μέρες»

Ο Μιχάλης έφυγε βιαστικά από την καλύβα, παίρνοντας μαζί του το κλουβί με το ποντίκι που είχε δημιουργήσει ο άνδρας. Ένιωσε ανακούφιση όταν βγήκε από την καλύβα και βρέθηκε μόνος του, αφού είχε αρχίσει να ανησυχεί για αυτά που μπορούσε να κάνει, αν ξέφευγαν οι δυνάμεις του από τον έλεγχό του. Χρειάστηκε αρκετή ώρα απλής παρατήρησης της λίμνης, για να ηρεμήσει.

Τις επόμενες μέρες, όσο κράτησαν αυτού του τύπου τα μαθήματα, άρχισε να το συνηθίζει, αν και κατάλαβε πως ήταν καλύτερο να μην μπλέκεται σε πολλές μάχες. Ένιωσε πάντως καλύτερα όταν αυτά τελείωσαν, με τα μαθήματα με τον Ζεραήλ να ολοκληρώνονται γενικά.

Μία εβδομάδα αργότερα ολοκληρώθηκε και η εξάσκηση με τον Κώστα, στην οποία είχε μάθει να μάχεται ως μάγος. Ο νεαρός άνδρας του είπε ότι ήταν αρκετά ευχαριστημένος, αλλά θα γινόταν καλύτερος μετά τη συμμετοχή του σε πραγματικές μάχες. Κάθε μάχη ήταν άλλωστε και μία νέα εμπειρία.

Την επόμενη μέρα ενημερώθηκε από τους υπεύθυνους του ξενώνα πως έπρεπε να δώσει μία τελική εξέταση στον αρχηγό του χωριού. Έτσι, λίγο αργότερα βρισκόταν στην καλύβα του.

Στάθηκε εκεί για μερικές στιγμές. Ήλεγξε μία τελευταία φορά τις ικανότητές του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα. Εκείνη άνοιξε, όπως πάντα απότομα και με φόρα, με τον Μιχάλη να μπαίνει μέσα στη συνέχεια και να την ακούει να κλείνει με δύναμη πίσω του. Ο Ζεραήλ καθόταν στη γνωστή θέση του, έχοντας ένα βλοσυρό ύφος, κοιτάζοντας εξεταστικά τον Μιχάλη.

Αμέσως μετά χτύπησε μία φορά το μπαστούνι του στο έδαφος και την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε πάνω στο τραπέζι το δεύτερο ποντίκι των μαθημάτων τους.

«Ξεκίνα κυριεύοντάς το και μετά θα κάνεις αυτά που σου λέω, για να δω τι έχεις μάθει όλο αυτόν τον καιρό»

Έτσι και έγινε. Η εξέταση περιελάμβανε όλο το φάσμα των ικανοτήτων που είχε διδαχθεί ο Μιχάλης. Κατάφερε να ακολουθήσει τις εντολές του δασκάλου του καλά πάντως.

«Αυτό ήταν, τελειώσαμε» είπε ο Ζεραήλ μετά από λίγη ώρα, με μια αίσθηση ευχαρίστησης για αυτό που έλεγε, «λίγο νωρίτερα από ότι περίμενα, αφού τα γνωρίζεις καλά όσα σου έμαθα, κάτι που με άφησε έκπληκτο, οφείλω να ομολογήσω» στη συνέχεια χτύπησε δύο φορές το μπαστούνι του στο έδαφος, με το πρώτο χτύπημα να κάνει το ποντίκι να χαθεί. «Φύγε τώρα και θα είσαι εδώ αύριο το πρωί για να ενημερωθείς για την αποστολή σου»

«Την αποστολή μου;»

«Ναι» είπε ο Ζεραήλ ενοχλημένος, «γιατί, τι νόμιζες; Ότι σπατάλησα το χρόνο μου για να σε εκπαιδεύσω, μόνο και μόνο για να σε μάθω να χειρίζεσαι τις δυνάμεις σου, επειδή σε συμπάθησα; Έχεις χρέος να μας ξεπληρώσεις, και θα το κάνεις. Εξαφανίσου τώρα και θα είσαι εδώ αύριο το πρωί»

Την επόμενη στιγμή η πόρτα άνοιξε με πολύ δύναμη πίσω του και ο Μιχάλης έκανε μεταβολή και έφυγε από εκεί, διαπιστώνοντας πως είχε δίκιο όταν σκεφτόταν πως κάτι ήθελαν από αυτόν, γι’αυτό και υπήρχε τόση βιασύνη να τελειώνουν με τα μαθήματά του.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε και πάλι νωρίς, αλλά δεν έφυγε από το δωμάτιο. Παρέμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, περιμένοντας υπομονετικά να περάσει η ώρα, για να ξεκινήσει για την καλύβα του Ζεραήλ. Σηκώθηκε τελικά μετά από λίγο και έκανε ένα μπάνιο, ενώ μετά κάθισε για λίγη ώρα ακόμη στο κρεβάτι. Μόλις πέρασε η ώρα, κίνησε για την καλύβα του Ζεραήλ, φορώντας και ζακέτα, αφού είχε πέσει η θερμοκρασία.

Μόλις έφτασε στον κεντρικό θάλαμο, είδε τον Κώστα να βρίσκεται εκεί και να λέει κάτι με μία γυναίκα από τους υπεύθυνους του ξενώνα. Μιλούσαν πολύ χαμηλόφωνα και οι δύο, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να ακούσει τι λένε, αλλά και να το καταλάβει με κάποιο άνοιγμα του μυαλού του, αφού ήταν και οι δύο ικανότατοι και είχαν ήδη κλείσει τα δικά τους, για παρόμοια περίπτωση. Στάθηκε όμως εκεί, για να χαιρετήσει τον Κώστα πριν φύγει.

«Αν δεν κάνω λάθος, έχεις ένα δράνο, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε εκείνος μετά.

«Ναι, πράγματι» είπε ο Μιχάλης έκπληκτος που το γνώριζε.

«Το έχεις μαζί σου; Το χρειάζεται ο Ζεραήλ»

«Ναι, το έχω

«Ωραία. Πάμε τότε» είπε και ξεκίνησαν μαζί.

Το γεγονός και μόνο ότι είχε έρθει ο Κώστας για να τον συνοδεύσει έδειχνε πως η κατάσταση ήταν σοβαρή. Ο νεαρός άνδρας ήταν αμίλητος και σκεφτικός στη διαδρομή.

Βρήκαν τον Ζεραήλ να κάθεται στο γνωστό του στέκι και να τους κοιτά με το γνωστό άγριο ύφος του. Το βλέμμα του αρχικά συνάντησε τον Κώστα, κοιτώντας τον ανέκφραστα, και μετά έπεσε στον Μιχάλη.

«Ήρθε η ώρα να μας ξεπληρώσεις»΄

Παναγιώτης Βάβαλος